από: https://neoplanodion.gr
Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος πάνω τους, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;
Αυτά ήταν τα θέματα που τέθηκαν στη δημόσια συζήτηση για τη «Σκέψη στην Ελλάδα σήμερα» που διεξήχθη στις 16 Ιουλίου στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία, στις εφετινές «Νύχτες του Ιουλίου». Εισηγητές ήταν ο Κώστας Ανδρουλιδάκης, ο Σωτήρης Γουνελάς και η Ιωάννα Τσιβάκου και συντονιστής της συζήτησης ο Κώστας Κουτσουρέλης. Της εισήγησης της Ι. Τσιβάκου που δημοσιεύουμε σήμερα, προηγήθηκε η ανάρτηση εκείνης του Κ. Ανδρουλιδάκη. Θα ακολουθήσει προσεχώς η ομιλία του Σ. Γουνελά. — ΝΠ
~.~
της ΙΩΑΝΝΑΣ ΤΣΙΒΑΚΟΥ
Εισαγωγή: Η έκπτωση του στοχασμού
Το πρώτο που μου ήρθε στον νου όταν προσκλήθηκα να μιλήσω για τις τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα, ήταν το νόημα της λέξης «στοχασμός». Ο «στοχασμός» προέρχεται από τη λέξη στόχος, που σημαίνει βάζω σημάδι και το πετυχαίνω. Αναφερόμενος στη σκέψη υπονοεί πως ο νους θέτει ως στόχο ένα ζήτημα υπό διερεύνηση το οποίο επιχειρεί να το διαλευκάνει ως την απώτατη αλήθειά του. Όσο πιο βαθιά εισχωρεί η σκέψη σ’ ένα ζήτημα, τόσο ο στοχασμός συνδέεται με την αναζήτηση της αλήθειας αυτού που στοχάζεται. Η αλήθεια οδηγεί στον πυρήνα των πραγμάτων, στην ουσία τους, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε μια μεταφυσική αρχή, ακόμη κι όταν αυτή η αρχή είναι ένα επιστημονικό αξίωμα.
Στα πεδία του κοινωνικού στοχασμού στα οποία θα επικεντρωθώ, η αλήθεια έχει εκδιωχθεί εξ αιτίας του επικρατήσαντος σκεπτικισμού σε όλα τα πεδία της γνώσης. Όταν όμως η αλήθεια χάνει την απολυτότητά της και γίνεται σχετική, η ανεύρεση της σχετικής αλήθειας της κοινωνίας και των επιστημών που την υπηρετούν μοιάζει με τον παράλογο κυνήγι ερμηνείας και κατανόησης μιας πραγματικότητας που εμείς οι ίδιοι έχουμε οικοδομήσει. Κι αυτό, διότι η σκέψη, μην έχοντας κανένα αντικειμενικό θεμέλιο για να ριζώσει, παρά μόνο τον ίδιο τον εαυτό της, γίνεται αυτοαναφορική.
Η αυτοαναφορά συνδέεται με την επανάληψη. Κρατά ένα σύστημα σκέψης, δηλαδή τον νου, κλειστό, καθώς το ίδιο αναπαράγεται και επαναλαμβάνεται μέσα από τις δικές του συνιστώσες, πράγμα που σημαίνει την μη ανανέωσή του καθώς δεν μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από τη ζώσα πραγματικότητα. Μόνο μέσω της ετεροαναφοράς, της στροφής της προς το έτερο, ο νους αντιλαμβάνεται δυνάμεις που δρουν στον εξωτερικό κόσμο, όχι αυτόν που ο ίδιος δημιούργησε, αλλά αυτόν που συνιστά το περιβάλλον εντός του οποίου οι διεργασίες του γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν. Οι τρόποι με τους οποίους οι διαδικασίες του νου συνδέονται με το περιβάλλον τους, είναι το μεγάλο ζητούμενο των σύγχρονων επιστημών ─από την βιολογία έως την κοινωνιολογία─, διότι αυτοί οι τρόποι παραπέμπουν στη γένεση του νοήματος και της γνώσης.
Επίπεδο κοινωνιολογικής έρευνας
Για να βγάλει κανείς συμπεράσματα για τις «τύχες» ενός επιστημονικού κλάδου, του πεδίου της γνώσης που έχει κατακτήσει, θα πρέπει να στραφεί στη βιβλιογραφία, δηλαδή στα βιβλία και στα επιστημονικά περιοδικά που φιλοξενούν άρθρα και κείμενα ικανά με τη θεωρία και την εμπειρική έρευνα που αναπτύσσουν να συμβάλουν στην αναζήτηση της σχετικής, έστω, αλήθειας. Σήμερα, όμως, κοινωνιολογία και ανθρωπιστικές επιστήμες, βρίσκονται ενώπιον μιας κατάστασης όπου η εμπλοκή των κοινωνικών μεγεθών αλλά και των στοιχείων των αναφερομένων στην ανθρωπινότητα τελούν υπό την άμεση επιρροή μιας τεχνολογίας ─της ψηφιακής─, η οποία, όχι μόνο αφαιρεί από την αλήθεια των εν λόγω μεγεθών κάθε μεταφυσικό έρεισμα, αλλά υπαινίσσεται και κάτι άλλο: πως η σχετική κοινωνική αλήθεια εξαρτάται από την αλήθεια της τεχνολογίας, η οποία μπορεί να είναι σχετική ή όχι. Κι αυτό, διότι όλοι μιλούν για τη νέα τεχνολογία, όπως και για τις επιπτώσεις της πάνω στην κοινωνία και την κουλτούρα, όπως και με προκύπτοντα ζητήματα ηθικής, δεν ασχολούνται όμως με το Είναι της τεχνολογίας, εκτός κάποιων σημαντικών εξαιρέσεων, όπως του Χάιντεγκερ και των οπαδών του.
Κι όμως, σήμερα, προβάλλει επιτακτικά στους κόλπους των κοινωνικών επιστημών και κυρίως της κοινωνιολογίας το ερώτημα αν η ανθρωπότητα θα δυνηθεί να διεισδύσει και να ελέγξει τον κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας, ή θα υποταχθεί στη χρήση που της επιβάλλουν τα σύγχρονα κέντρα εξουσίας προς ίδιον όφελος, είτε πρόκειται για τις μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου είτε για στρατιωτικούς και κρατικούς μηχανισμούς. Η ψηφιακή τεχνολογία αναδεικνύει ζητήματα πολιτισμικά και ταυτότητας, τα οποία ήλθαν και αναζωπύρωσαν το κλασικό ερώτημα: τι είναι ο άνθρωπος και τα δημιουργήματά του, το οποίο πέραν της φιλοσοφίας, καλούνται και οι κοινωνικές επιστήμες να το αντιμετωπίσουν, πράγμα που δεν πράττουν. Κι εννοώ όχι το τι είναι ο άνθρωπος στην ατομικότητά του, αλλά πώς διαμορφώνεται μέσα στις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις, όπως αυτές πλέον επανορίζονται υπό την πίεση ενός πληροφοριακά συγκροτημένου κοινωνικού γίγνεσθαι. Ένας τέτοιος προβληματισμός λείπει από τις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες, όπως άνετα μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τα δημοσιευόμενα στα πιο έγκυρα επιστημονικά περιοδικά άρθρα.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι χειρότερα, κι ένας από τους βασικούς λόγους είναι η μη χρηματοδότηση της κοινωνιολογικής έρευνας. Οι Έλληνες μελετητές, εξ αιτίας των λιγοστών πηγών χρηματοδότησης, προχωρούν σε έρευνες μικρής κλίμακας. Πληθώρα επί μέρους θεμάτων, όπως εκπαίδευσης, παγκοσμιοποίησης, ταυτότητας και πληροφορίας μας περιγράφουν επί μέρους όψεις της κοινωνικής πρακτικής και θεωρίας, χωρίς να δύνανται να αναχθούν σε ευρύτερο πλαίσιο αιτιών όπως και μελλοντικών προβλέψεων.
Δημόσιοι διανοούμενοι
Εάν, όμως, θέλουμε να δούμε την τρέχουσα κατάσταση του κοινωνικού στοχασμού δεν θα πρέπει να ανατρέξουμε μόνο στη βιβλιογραφία αλλά στον αριθμό και στην ποιότητα του λόγου αυτών που αποκαλούνται «δημόσιοι διανοούμενοι».
Ο όρος «δημόσιος διανοούμενος» εφευρέθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει τον Εμίλ Ζολά κα την μαχητικότητα που υπέδειξε στην υπόθεση Ντρέυφους. Έκτοτε, πολιτογραφήθηκε προκειμένου να δηλώνει τον κάτοχο μιας πνευματικής καλλιέργειας που δεν έχει σχέση με τίτλους σπουδών και ο οποίος, εκτός του ότι έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό έργο στο πεδίο της ενασχόλησής του ─καλλιτεχνικό, φιλοσοφικό ή επιστημονικό─, διαπνέεται από έντονο ενδιαφέρον για τα κοινά, γι’ αυτό και ως επί το πλείστον είναι υπέρμαχος μιας ιδεολογίας. Ανεξαρτήτως, δε, του γνωστικού πεδίου στο οποίο θητεύει, είναι εκ παραλλήλου λόγιος ή συγγραφέας, κι αυτό διότι θα πρέπει να εκφέρει έναν λόγο που να «ακούγεται» δημοσίως. Για παράδειγμα, ένας μεγάλος ζωγράφος ή ποιητής δεν είναι δημόσιος διανοούμενος. Αφ’ ης στιγμής όμως συμμετέχει με τον λόγο του στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της εποχής του∙ αφ’ ης στιγμής τοποθετηθεί σε ό,τι συνταράσσει την κοινωνία του δείχνοντας στον ταλαίπωρο άνθρωπο μια οδό προς την περηφάνια και την ελευθερία, τότε ανάγεται σε δημόσιο διανοούμενο.
Υπ’ αυτήν την έννοια, στην κατηγορία των δημόσιων διανοουμένων ανήκουν όσοι στοχαστές, παράπλευρα με την κεντρική τους επιστημονική ή πνευματική ενασχόληση, προβληματίζονται για το εμπεδωμένο κοινωνικό και πολιτικό ήθος, άρα για την ποιότητα μιας καλώς εννοούμενης ζωής, επιχειρώντας με δημόσια εκφερόμενο λόγο να καλλιεργήσουν στους αναγνώστες, ακροατές ή θεατές τους, την αυτογνωσία και την κριτική ικανότητα.
Πέραν ωστόσο αυτών τους των χαρακτηριστικών, χρειάζεται το έργο τους να έχει τύχει δημόσιας προβολής από τα Μέσα Κοινωνικής Επικοινωνίας, ώστε να ελκύει θετικά ή αρνητικά την προσοχή του κοινού και των ειδικών. Χωρίς την αποδοχή και προώθησή του από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, ο δημόσιος διανοούμενος είναι σχεδόν ανύπαρκτος.
Έλληνες δημόσιοι διανοούμενοι: Από τον 20ό στον 21ο αιώνα
Στην Ελλάδα, οι δημόσιοι διανοούμενο προήλθαν και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούν να προέρχονται κυρίως από την τέχνη, και από έναν φιλοσοφικής ή δοκιμιακής γραφής λόγο, σπανίως από έναν επιστημονικό κοινωνιολογικό λόγο. Στις αρχές του εικοστού αιώνα διακρίθηκαν ως δημόσιοι διανοούμενοι μεγάλοι παιδαγωγοί ─προασπιστές της δημοτικής γλώσσας─, πολιτικοί και λογοτέχνες, οπαδοί διαφορετικών ιδεολογιών, όλοι όμως με πάθος για τη γλώσσα μας και τον λαό μας (ενδεικτικά, οι ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου στους οποίους περιλαμβάνονταν διανοητές όπως οι: Δημήτρης Γληνός, Βλάσης Γαβριηλίδης, Ίων Δραγούμης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Νίκος Καζαντζάκης, Γεώργιος Καφαντάρης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λορέντζος Μαβίλης, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, και άλλοι). Στον μεσοπόλεμο επίσης είχαμε αρκετούς δημόσιους διανοούμενους από τον χώρο της φιλοσοφίας (για παράδειγμα, ο Τσάτσος και ο Κανελλόπουλος) αλλά και της λογοτεχνίας, όπως, για παράδειγμα, σύσσωμη η γενιά του ’30.
Στη μεταπολεμική Ελλάδα, τη θέση των δημόσιων διανοουμένων κατέλαβαν κυρίως άνθρωποι της τέχνης (ιδίως της ποίησης κα της μουσικής) και της κριτικής, οι οποίοι δεν περιορίστηκαν στο έργο τους, αλλά απευθύνθηκαν από ένα δημόσια βήμα στο κοινό. Τα περιοδικά ή οι επιφυλλίδες που τους φιλοξένησαν απέκτησαν κύρος μέσα από τον λόγο τους, ενώ και οι ίδιοι κατέκτησαν την εγκυρότητά τους χάρη στις σελίδες που τους παραχωρήθηκαν. Διανοούμενοι όπως ο Πλωρίτης ή ο Μαρωνίτης, δεν θα απολάμβαναν την κοινή αναγνώριση χωρίς τις τακτικές τους συνεργασίες με συγκεκριμένες επιφυλλίδες. Το ίδιο βεβαίως συνέβη και με ορισμένους επιστήμονες της ιστορίας ή των κοινωνικών επιστημών. Ας επισημανθεί, επίσης, η αξιόλογη κυκλοφορία περιοδικών τέχνης και γραμμάτων (αναφέρω ενδεικτικά, τα αριστερά περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης και Σύγχρονα Θέματα, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα είχαμε και περιοδικά ενός φιλελεύθερου στοχασμού, όπως τις Εποχές και το Θέατρο, τα οποία φιλοξενούσαν στις σελίδες τους τους διανοούμενους της εποχής, αναδεικνύοντας τους έτσι, εν τοις πράγμασι, σε δημόσιους διανοούμενους.
Στην μεταπολίτευση, ιδίως από τη δεκαετία του 1970 ως το τέλος του αιώνα, εμφανίζεται και κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα, από το ένα μέρος ένας κοινωνικός αριστερός λόγος ενώ, παράλληλα, εμφανίζεται κι ένας φιλοσοφικός-ορθόδοξος λόγος, με μεγάλη απήχηση. Την ίδια περίοδο, εκδίδονται περιοδικά εξειδικευμένα στην κοινωνιολογία και την πολιτική θεωρία, όπως η Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών και η Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, αλλά και περιοδικά της επικαιρότητας, όπως το ΑΝΤΙ και Ο Πολίτης, στις σελίδες των οποίων βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να δημοσιευτούν κι έτσι να προβληθούν εμβριθείς κριτικές πάνω στα πολιτικά τεκταινόμενα.
Οι πρώτες δεκαετίες του 21ος αιώνα, μαρτυρούν μιαν ελληνική, μαζική κοινωνία, πλήρως απορροφημένη από τα ιδεώδη της κατανάλωσης, αλλά και γοργά μεταβαλλόμενη σε κοινωνία της ψηφιακής τεχνολογίας και του Διαδικτύου. Πολλά περιοδικά ιδεών σταματούν την έκδοσή τους, ενώ μετρημένα στα δάχτυλα είναι κάποια νεοφερμένα στον δημόσιο διάλογο, όπως το Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση πολιτικής και Ηθικής θεωρίας, και ο Λόγιος Ερμής. Όσα λογοτεχνικά περιοδικά εκδίδονται, γρήγορα παραδίδουν τα όπλα εμπρός στην ψηφιακή επέλαση, ενώ όσα επιμένουν, συνεχίζουν να εκδίδονται κυρίως διαδικτυακά.
Παρά τη λειτουργία νέων ακαδημαϊκών τμημάτων στον τομέα της κοινωνιολογίας και των ανθρωπιστικών σπουδών, ο 21ος αιώνας βρίσκει τη χώρα χωρίς πνευματικούς ανθρώπους ικανούς με τον δημόσιο λόγο τους να αναχθούν σε δημόσιους διανοούμενους. Υπάρχουν εκλεκτοί επιστήμονες και λόγιοι που συμμετέχουν σε οργανωμένα συνέδρια ή σε ειδικές εσπερίδες, όμως κανενός ο λόγος δεν χαίρει εκείνης της αναγνώρισης που θα τον ανήγαγε σε λόγο ικανό να ανοίξει τον δρόμο για έναν άξιο να ζει κανείς βίο, για μια ζωή πλήρη ζωογόνου νοήματος∙ που θα βοηθούσε το κατακερματισμένο υποκείμενο του αιώνα μας να συμφιλιώνει τον εαυτό του με το αχανές του κόσμου, ήτοι, να συμφιλιώνει τη θνητότητά του με την αιωνιότητα.
Οι αιτίες της αλλαγής
Οι λόγοι αυτής της κατάστασης είναι πολλοί. Έναν βασικό υπαινιχθήκαμε ήδη στην Εισαγωγή της παρούσας ομιλίας, κι αναφέρομαι στον σχετικισμό της αλήθειας. Η πτώση των ιδεολογιών, η οποία οριστικοποιήθηκε το 1989, στέρησε από τον διανοούμενο το θεωρητικό υπόβαθρο της κριτικής του. Χωρίς μια κοσμοθεωρία ή, θα έλεγα καλύτερα, ένα πλαίσιο άξιων ικανό να δίνει προοπτική όχι απλώς στη βελτίωση των υλικών όρων ύπαρξης, αλλά και στην πνευματική υπόσταση του ανθρώπινου όντος, η κριτική είναι καταδικασμένη να παραμένει άστοχη και περιορισμένη.
Η ύφεση της κριτικής, έφερε και ύφεση των μαζικών κινημάτων τα οποία τροφοδοτούσαν και αυτοτροφοδοτούντο από τις ιδεολογίες. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει πλέον κίνημα, αλλά ομάδες διαμαρτυρίας όπως του γουοκισμού και της ακυρωτικής κουλτούρας (cancel culture), οι οποίες εστιάζουν στα ατομικά δικαιώματα του ταυτοτικού αυτοκαθορισμού, εξ ου και συλλήβδην εντάσσονται στην κατηγορία του δικαιωματισμού.
Μια άλλη σημαντική αιτία εξαφανίσεως του ίδιου του θεσμού του δημόσιου διανοούμενου, είναι πως η εξατομίκευση όχι απλώς ιστορικά εξαντλήθηκε, αλλά ως ο ιδεολογικός λόγος του φιλελευθερισμού, μετατράπηκε σε λόγο μηδενιστικό, γεγονός που δεν αφήνει όχι μόνο καμιά μεταφυσική σκέψη ν’ ακουστεί, αλλά έκανε και τον υπαρξιστικό ακόμη λόγο να τρομάζει εμπρός στο κενό και την αυτοκτονία που προμάντευε ως τελική έκβαση της ανθρώπινης μοίρας.
Στις βασικές αιτίες εξαφανίσεως του δημόσιου διανοούμενου, είναι και η αύξηση της κοινωνικής πολυπλοκότητας. Η κοινωνία είναι πλέον πολύ δύσκολο να συλληφθεί μέσα από μια συστατική της μεταβλητή, είτε αυτή είναι η χεγκελιανή πορεία του πνεύματος είτε οι μαρξιστικές κοινωνικές σχέσεις όπως τις ορίζει ο ιστορικός καταμερισμός της εργασίας. Καθώς η παγκόσμια διάχυση της πληροφορίας και των αγορών ενοποιούν την οικουμένη, είναι εξ αντικειμένου δύσκολο αν όχι ανέφικτο να υποδειχθούν ασφαλείς διέξοδοι από τα σημερινά αδιέξοδα του σύγχρονου ενοποιημένου, παρά τις διαφορές του, κόσμου. Η περίπτωση του κορωνοϊού είναι χαρακτηριστική. Από τη Δύση έως την Ανατολή, επιχειρήθηκε από δημόσιους διανοούμενους διεθνούς κύρους (για παράδειγμα από τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν), να συγκροτηθεί ένας φιλοσοφικός στοχασμός ενάντιος στον κυρίαρχο λόγο της οικονομίας και της επιστήμης. Κι όμως, ο λόγος τους έπεσε στο κενό, διότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει όχι μόνο την πολυπλοκότητα της ασθένειας κα τη διάδοσή της, όχι τον θάνατο αυτό καθ’ αυτόν αλλά, κυρίως, τον πανανθρώπινο φόβο του θανάτου.
Ειδικά ως προς τους κοινωνικούς επιστήμονες, μια επιπρόσθετη εξήγηση για τη σταδιακή απομάκρυνσή τους από τα μεγάλα ζητήματα της κοινωνίας, οφείλεται στην κατάργηση των ορίων ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Η έξαρση του ατομικισμού και η αποδυνάμωση του προβληματισμού από εκφάνσεις της συλλογικής ζωής, έκαναν τις κοινωνικές επιστήμες να μη δύνανται να συντάξουν μιαν ολιστική θεωρία ικανή να συλλαμβάνει και να αναλύει, έστω και σε περιορισμένο γεωγραφικό πλαίσιο, σημαντικές μεταβολές του δημοσίου βίου. Περιορίζονται οι κοινωνικοί επιστήμονες σε επισημάνσεις για την εμφάνιση ορισμένων κομβικών ζητημάτων, όπως για παράδειγμα της μετανάστευσης, αρκούμενοι σε όψεις της τελευταίας, που θίγουν ζητήματα προσωπικής ασφάλειας και ευτυχίας, χωρίς να εμβαθύνουν σε ουσιαστικές ανθρωπολογικές και κοινωνικές μεταβολές κινητοποιημένες από αυτήν, με μακροχρόνιες συνέπειες για την κοινωνική συμβίωση και επιβίωση.
Πέραν όλων των παραπάνω, σ’ έναν κόσμο που έχει μετατρέψει το συλλογικό νόημα σε νόημα χρηστικό, που έχει παύσει να τιμά τον πνευματικό άνθρωπο ενώ τιμά τον επιτυχημένο επιχειρηματία, οι κοινωνικές επιστήμες και η φιλοσοφία έχουν παύσει να είναι επιλογές των αρίστων, κι αυτό διότι δεν εξασφαλίζουν καλά αμειβόμενη θέση και προοπτική στην αγορά εργασίας. Σήμερα, κοινωνικοί επιστήμονες και διδάκτορες της φιλοσοφίας επιχειρούν να ενταχθούν στο Δημόσιο ή να βρουν δουλειά μεταφραστή σε κάποιον εκδοτικό οίκο. Χωρίς επαγγελματική προοπτική, χωρίς τρόπο να εξασφαλίζουν τον επιούσιο, χωρίς πίστη σε τελικούς σκοπούς νοηματοδοτικούς της ζωής, αλλά κα χωρίς κομματική στέγη που να τους χρειάζεται, περιφέρουν τις ιδέες τους ως πλάνητες στις διαδικτυακές πλατφόρμες.
Το δυστύχημα είναι πως η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική επιχειρεί την εναρμόνισή της με τη δυτική, όπου οι φιλοσοφικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες θεωρούνται πολυτέλεια, ενώ πολλά μεγάλα πανεπιστήμια κλείνουν τα αντίστοιχα τμήματα προκειμένου να εξασφαλίσουν πρόσθετους πόρους για τις επιστήμες τεχνολογικής κατεύθυνσης. Οι πολιτικοί μας ταγοί θεωρούν εκσυγχρονισμό την ψηφιακή επέκταση σε κάθε τομέα του επιστητού, παραβλέποντας πως οφείλουν να προωθούν και να ενισχύουν τις φιλοσοφικές, ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές αν πιστεύουν στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα. Δεν έχουν κατανοήσει πως η γνώση της ελληνικής γραμματείας και της διαχρονικής λειτουργίας ορισμένων πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που ανέδειξε ο ελληνικός πολιτισμός, αποτελούν όχι μόνο συστατικά στοιχεία της ελληνικής ιδιοπροσωπίας, αλλά και το μοναδικό αγαθό που δύναται να προσφέρει η Ελλάδα στην οικουμένη για να λάβει μιαν αξιοπρεπή και υπολογίσιμη θέση στον παγκόσμιο χάρτη.
Τα μέσα επικοινωνίας και η τεχνολογική μας μοίρα
Είναι αλήθεια πως η συρρίκνωση των δημόσιων διανοουμένων αποτελεί σήμερα διεθνές φαινόμενο. Τη θέση τους κατέλαβαν τα μίντια. Από μέσα εμφάνισης και προβολής ενός κριτικού λόγου απέναντι στα κοινωνικώς και πολιτικώς τεκταινόμενα, έγιναν οι κυρίαρχοι αυτού του λόγου, διότι αυτά πλέον αποφασίζουν τι και από ποιους θα συνταχθεί και προωθηθεί ο δημόσιος λόγος. Δεν μπορεί να υπάρξει δημόσιος λόγος αν δεν τον προβάλουν τα μίντια.
Τα Μέσα κάθε εποχής επέλεγαν με κριτήριο τις προτιμήσεις του κοινού. Στο παρελθόν, αν ο διανοούμενος με το έργο του είχε ήδη διακριθεί, τότε το όνομά του εξασφάλιζε την προσοχή του κοινού και κατά συνέπεια, την επισκεψιμότητα του Μέσου που τον φιλοξενούσε. Σήμερα, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Η κυριαρχία των Μέσων και δη των ηλεκτρονικών έχει αλλάξει το παιγνίδι. Τα Μέσα κατασκευάζουν τον δημόσιο διανοούμενο εφόσον ο λόγος του ταιριάζει στους δικούς τους σκοπούς. Αυτός είναι κι ένας πολύ σοβαρός λόγος που έχουν εκλείψει δημόσιοι διανοούμενοι από τον χώρο της ποίησης και της πεζογραφίας. Ο λόγος των καλλιτεχνών που υπηρετούν με ειλικρίνεια την τέχνη τους σπανίζει και οι πραγματικοί καλλιτέχνες δεν ξεπουλούν εύκολα την πραμάτεια τους. Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας πρόσθετος, υποκειμενικός λόγος της εξαφανίσεώς τους από τον δημόσιο χώρο, κι αυτός είναι ο εγκλεισμός τους στον εσωτερικό τους κόσμο και η ανικανότητά τους να διακρίνουν τη σύζευξη δημόσιου με ιδιωτικό, μερικού με καθολικό.
Σε κάθε περίπτωση, η κατίσχυση των μίντια, αφήνει το πεδίο ανοιχτό στις προσπάθειές τους να αναζητούν και να επιβάλουν, προς εξυπηρέτηση των σκοπών τους, τούς φίλα προσκείμενους επιστήμονες-αρθρογράφους. Οι τελευταίοι αφθονούν στην ακαδημαϊκή αγορά, οπότε τα Μέσα δεν δυσκολεύονται να διαλέξουν τον εκλεκτό τους. Ως επακόλουθο αυτής της κατάστασης, έχουμε πολιτική πρόσδεση και εξάρτηση των διανοουμένων από πολιτικά κέντρα εξουσίας και, κατά συνέπεια, και από ιστότοπους συντηρούμενους από αυτά τα κέντρα, διαψεύδοντας έτσι τις προβλέψεις πως ο δημόσιος διανοούμενος του 21ου αιώνα θα κινείται αδέσμευτος στα ψηφιακά πεδία.
Παρ’ όλα αυτά
Πιστεύω πως ο άνθρωπος διατηρεί ένα έμφυτο αίσθημα ελευθερίας και υπερηφάνειας που θα τον βοηθήσει ακόμη και σήμερα, σε μια εποχή που η εργαλειοποίησή του φαντάζει πλέρια, ενώ η τεχνητή νοημοσύνη προελαύνει ως μέσον αντικατάστασης της ζωής και υποκατάστασης του ανθρώπινου νου, να ορθώσει εκ νέου το ανάστημά του διεκδικώντας τη διατήρηση της ζωής και την προσωπική του χειραφέτηση.
Σήμερα, η εστίαση πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο δεν απασχολεί μόνο τους τεχνολόγους της τεχνητής νοημοσύνης αλλά και τους βιογνωσιολόγους, οι έρευνες των οποίων ανοίγουν νέες προοπτικές για τις διαδικασίες της ανθρώπινης σκέψης. Παρότι οι εν λόγω επιστήμονες έχουν μέχρι στιγμής εξαγάγει ενδιαφέροντα πορίσματα για τις εγκεφαλικές διεργασίες, εν τούτοις, όπως οι ίδιοι επισημαίνουν, δεν έχουν φθάσει και αμφιβάλλουν αν θα φθάσουν ποτέ να μάθουν πώς από τις εγκεφαλικές λειτουργίες παράγεται νόημα, πώς δηλαδή από τον εγκέφαλο μεταβαίνουμε στον νου. Πρόκειται για ένα νέο πεδίο φιλοσοφικού και κοινωνιολογικού στοχασμού, που πιθανόν να στρέψει τη στείρα επιστημονική γνώση στην πνευματικότητα.
Θα έρθει δηλαδή μια εποχή όπου η ίδια η σκέψη θα θραύσει τον κύκλο της αυτοαναφοράς της, στρεφόμενη στην εξωτερικότητα της κοινωνίας και του κόσμου που την περιβάλλει και αναζωογονεί. Επιστρέφοντας στην Εισαγωγή της παρούσας ομιλίας, θα είναι η εποχή όπου η αγαστή συνεργασία των ποικίλων κλάδων του ειδέναι θα στραφεί στους τρόπους που οι νοητικές διεργασίες συζευγνύονται με την περιβαλλοντική εξωτερικότητα, προκαλώντας τη γένεση και την εξέλιξη του νοήματος και της γνώσης. Θα είναι η στιγμή όπου και η εξωτερικότητα θα αποκαλύψει τη σύνθεση των δυνάμεων που κρύβει εντός της και οι οποίες επιδρούν καθοριστικά στην κατεύθυνση και επικράτηση ορισμένων κάθε φορά τρόπων νοήματος και γνώσης.
*