ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








by : tinakanoumegk

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

Στου σπιτ’ στου Κακουσάλεσ’
δεν ματαξαναγυρνώ
και στάνες και βοβάλες
όλα να γίνουν ρημαδιό
Γιάννης Μηλιώκας
Στη δεκαετία του 50 και του 60, το σύνδρομο του εθνικόφρονος ρεβανσισμού και της ανέχειας της υπαίθρου,έσπρωχνε τους αγρότες στο «να παίρνουν των ομματιών τους» και να μεταναστεύουν εντός ή εκτός της χώρας. Εκεί και τότε , η κοινωνία από κεκτημένη ταχύτητα εξακολουθούσε να είναι αγροτοκεντρική, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με τα «Ψηλά βουνά» του(1) και με τον ηθικό εγκωμιασμό του ανθρώπου της υπαίθρου δεν είχε ακόμη βγει εκτός μόδας, ενώ το αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου με τη Λόλα και τα άλλα τρυφερά όντα έδειχνε σαφή προτίμηση σε αγροτικά σκηνικά, στα πρωτοβρόχια και στη σπορά, στο θερισμό και στον τρύγο...Φυσικά υπήρχε και ο «εκσυγχρονιστικός» λόγος της εποχής και ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που αναφερόταν στην «ευλογία της μετανάστευσης» : Όμως τότε οι προοδευτικές δυνάμεις διατηρούσαν εν μέρει τας φρένας και μπουγέλωναν με κάθε δυνατή ευκαιρία αυτό το «γνωμικό» του Ηπειρώτη πολιτικού, αποδοκιμάζοντας τη συναίνεσή του στην ερήμωση πολλών περιοχών της υπαίθρου και στην καταδίκη χιλιάδων ανθρώπων στη «μαύρη ξενητειά»...
Τα χρόνια πέρασαν, ο αγροτικός πληθυσμός και γενικότερα ο πληθυσμός της υπαίθρου έγινε μειοψηφικός, η ανοδική ποιότητα ζωής στις πόλεις έφτασε να κάνει προτιμότερη ακόμη και την κατοίκηση των παλιών γεωργών σε θλιβερά ημιϋπόγεια πολυκατοικιών- να παίζουν το ρόλο του θυρωρού….. Από τη μια πλευρά το «αθηναϊκό κράτος» έφτανε σε τρομερά πληθυσμιακά μεγέθη – το είπαν και ήταν «υδροκέφαλο», καθώς λειτουργούσε όλο και περισσότερο σαν οικονομική «μαύρη τρύπα» στη συνολική διαχείριση των εθνικών πόρων - από την άλλη πλευρά η ελληνική περιφέρεια βίωνε μιαν αυξανόμενη απόκλιση από το μέσο εθνικό επίπεδο προσπελασιμότητας, πολιτιστικών και ψυχαγωγικών γεγονότων, υποδομών υγείας και προστασίας απέναντι σε έκτακτα γεγονότα. Ήταν η εποχή της απαξίωσης και της απομάγευσης της υπαίθρου, που επέτρεπε σε τραγουδοποιούς όπως ο Μηλιώκας να ομνύουν κατά της βουκολικής ζωής ή σε «διασκεδαστές» όπως ο Χάρυ Κλυν να παράγουν γέλιο, διαχειριζόμενοι τον πρωτογονισμό ενός κτηνοτροφικού τύπου όπως ο Χαράλαμπος Τραμπάκουλας...
ΜΠΡΙΖΟΛΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΝΤΟΠΙΟ ΣΤΡΙΠΤΙΖ ....
Το χειρότερο όμως δεν είχε έλθει, και το «χειροτερότερο» δεν είχε διαφανεί..Η απαξίωση της «αγροτικής τάξης πραγμάτων», η υστέρηση του μεγαλύτερου κομματιού της ελληνικής περιφέρειας έναντι του κέντρου, η διαφθορά και λεηλασία των συνεταιρισμών, προπάντων δε η ανυπαρξία μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής για την «ενεργητική προσαρμογή» στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά, κατέληξε στη δραματική υποχώρηση της ελληνικής γεωργίας. Η καλλιεργούμενη γεωργική γη το 2021 παρέμεινε στα 32,1 εκατ. στρέμματα, από τα 40 εκατ. τουλάχιστον που είχε πριν μερικά χρόνια, όμως οι τομάτες Βελγίου, τα λεμόνια Αργεντινής , το μέλι Βουλγαρίας, οι πατάτες Αιγύπτου και τα ρόδια από το Ιράν, έγιναν κλασικές μορφές μιας παταγώδους εγχώριας αποτυχίας.
Χαρακτηριστική ήταν η εξέλιξη του κτηνοτροφικού τομέα : Η χώρα με τα 60 εκατ. στρέμματα «δυνάμει» βοσκοτόπων, έφτασε το 2007 να έχει έλλειμμα σε κρέατα, αυγά, γάλα κλπ. ύψους 1594 εκατομμυρίων ευρώ, μόνο στις συναλλαγές της με τις χώρες της ΕΕ(2). Η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 2022, οπότε αποχώρησαν από την κτηνοτροφία περίπου 10.000 αιγοπροβατοτρόφοι και 300 αγελαδοτρόφοι.
Από τη μια πλευρά η «μπριζολοκρατία» στους ανά την επικράτεια ταβερνοχώρους, ήθελε τον Έλληνα αποστασιοποιημένο από τη παραδοσιακή διατροφή και επεφύλασσε άκρα περιφρόνηση στο πάλαι ποτέ «λιτοδίαιτο του Έλληνος». Από την άλλη πλευρά δεν απουσίαζε και μια ψευτοεπιστροφή στη παράδοση (“return to the roots”, θα το έλεγε ο Τζίμης Πανούσης), με κάποια καθαρόαιμα ελληνικά κρέατα ή προϊόντα, που δεν μπορούσαν όμως να αναστρέψουν την κατάσταση : Όπως ακριβώς δεν θα μπορούσε να αναστρέψει την κατάσταση το «ντόπιο στιπτιζ», αγνώστου ευρεσιτεχνίας , που έφερε στην επιφάνεια ο Μάνος Στεφανίδης(3) - χωρίς υποθέτω να έχει πρόθεση να το εντάξει σε μια λογική αντιμετώπισης του ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου.... Καθώς η κατάσταση έτεινε προς το χειρότερο, εμφανίστηκαν άνθρωποι που πρότειναν στα αθλητικά σωματεία να απασχολούν έλληνες, ξεχνώντας βέβαια τα κλέη του Ότο Ρεχάγκελ! Έτσι πάντως ή αλλιώς, ακόμη και με αθλητισμό αμιγώς γηγενή, η Ελλάδα αποκλείονταν να παίξει το ρόλο που έπαιζε τη δεκαετία του 60, όταν η αγροτιά της ήταν εύρωστη και το Εθνικό της εισόδημα ανώτερο της Ισπανίας, Πορτογαλίας και Τουρκίας….
ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΗ ΨΕΥΤΟΥΠΑΙΘΡΟΣ
Το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά, ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος στη διαμόρφωση του καταμερισμού των έργων - σαν ένας Νευτώνειος νόμος περί παγκόσμιας έλξης - φαίνεται να προκαθορίζει ένα μέλλον «αποαγροτοποίησης» της χώρας, με ορισμένους αγροβιομηχανικούς θύλακες στα πεδινότερα σημεία της και την υπόλοιπη ύπαιθρο να αποδίδεται σε χρήσεις αναψυχής , εξυπηρέτησης κυνηγών και οικολόγων, θεραπευτικού, περιβαλλοντικού ή εκκλησιαστικού τουρισμού : Ιδού μια προέκταση των προβλέψεων της «Καταστασιακής Διεθνούς», για την επερχόμενη «ψυχαγωγική ψευτούπαιθρο»! Η δυναμική προς τη κατεύθυνση αυτή είναι εν μέρει αυθόρμητη, εν μέρει χαλκεύεται από μεγαλοπαράγοντες της ευρωπαϊκής οικονομίας, εν μέρει ενισχύεται από την κομφορμιστική προσχώρηση των πολιτικών ευρείας κατανάλωσης, εν μέρει τρέφεται από την παθητικότητα της κοινωνίας των πολιτών.
Και όμως, σ’ αυτή τη περίοδο έξαρσης των προβληματισμών για τα αγροτικά, υπάρχουν και περισσεύουν τοποθετήσεις για τη δυνατότητα μιας άλλης πορείας. Έγκυροι αναλυτές της αγροτικής παραγωγής, επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα μιας «παραγωγικής ανάτασης» της γεωργικής υπαίθρου και ταυτόχρονα ενίσχυσης του αγροτικού πληθυσμού : Με την πολυαπασχόληση των αγροτών, με την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων ταυτοποιημένων, με την άρθρωση της ποιοτικής γεωργικής παραγωγής και του τουριστικού τομέα – με το τσίπουρο, τις φρέσκες τομάτες και τα αλανιάρικα κατσίκια, να καταλαμβάνουν τη θέση του τζιν τόνικ, των σνακ και της μπριζόλας βοείου κρέατος Αργεντινής.Υπάρχει η δυνατότητα μιας «καθαρής» βιολογικής παραγωγής σε ένα υψηλής ποιότητας περιβάλλον, με μια νέου τύπου «πληροφορική» αγροτιά, σε αντιπαράθεση με την ιδεολογική αγκύλωση στις « οικονομίες κλίμακας» , στην «απόλυτη εξειδίκευση» , στον ακραίο καταμερισμό έργων.
Ο απασχολούμενος στην ύπαιθρο μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό από τον τύπο που ενσάρκωνε ο Τσάρλυ Τσάπλιν στους «Μοντέρνους Καιρούς» - ως καρικατούρα του μονοδιάστατου εργαζόμενου. Οι δε προβληματιζόμενοι και βλέποντες τα πράγματα σκούρα λόγω της επιδιωκόμενης «ευθανασίας» της παραδοσιακής ελληνικής γεωργίας , μπορούν να κάνουν μια θεραπευτική και αισιόδοξη χρήση του Σαιξπηρικού γνωμικού : «Η θλίψη είναι μια μορφή οκνηρίας».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ζαχαρία Παπαντωνίου, «Τα ψηλά βουνά», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 1919
2.Γιάννη Τόλιου, «Περιβάλλον και αγροτική πολιτική σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης»,εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2009
3. Μάνος Στεφανίδης, «Στριπτίζ ντόπιο!», Ελευθεροτυπία 21.1.2005
by : tinakanoumegk





ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ – Του Γιώργου Σαραντάρη
(…)
Εμείς ίσαμε τώρα δουλοπάροικοι
Ξένων ξεμωραμένων εξουσιών
Που γέρασαν σαν δέντρα
Μελαγχολικά αγνάντια στον τάφο
Και με παράξενο με αλλόφρονα εγωισμό
Ακόμα μας κρατάν στην αγκαλιά τους
Πουλιά που κρυώνουμε
Και δεν νοιαζόμαστε να στήσουμε
Σε πιο πράσινο χώρο
Τη φωλιά μας
Εμείς πότε θα διαβάσουμε
Στην τύχη μας μια ώρα που δε σβήνει
Στα χέρια μας στα νιάτα μας
Μια φούχτα δύναμη και θάρρος
Που τηνέ χρειάζεται και χαιρετάει
Ο ζωντανός κόσμος
Η Δύση πού θα βρει καινούργιο δρόμο
Για τις ανθρώπινες ψυχές;
(Μάρτης του ΄36)

Και ο πιο ανυποψίαστος παρατηρητής των πολιτικών που εφαρμόζονται στη δημόσια εκπαίδευση θα συμφωνούσε σε τρεις βασικές κατευθύνσεις της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Πρώτον, στο ριζικό μετασχηματισμό του αξιακού, παραδοσιακού και ιδεολογικού προσανατολισμού του δημόσιου σχολείου.

Δεύτερον, στην αμφισβήτηση του δημόσιου σχολείου ως αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα των πολιτών.

Τρίτον, στην είσοδο του ψηφιακού κόσμου και της Τεχνικής η οποία επιβάλλει μια νέα αξιολογική κατεύθυνση στη διαμόρφωση του ανθρώπου και μεταβάλλει το πνευματικό περιεχόμενό του.

Παρά τις εξαγγελλόμενες «εκσυγχρονιστικές» κυβερνητικές προθέσεις η πραγματική στόχευση στο σημερινό σχολείο αναπαράγει όλα τα συμπτώματα της παρακμιακής κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας. Αν σε επίπεδο κοινωνίας βιώνουμε την πτώση των δεικτών του εθνικού μας πολιτισμού, την επιβολή, μέσω της ορμητικής διείσδυσης, του αγγλοσαξονικού τρόπου ζωής και σε επίπεδο διανόησης την άκριτη μετακένωση της δυτικής σκέψης, τότε το σχολείο είναι το πιο χαρακτηριστικό της δείγμα.
Το σχολείο, όπως πάντα, είναι με την κοινωνία, τον πολιτισμό του τόπου, συγκοινωνούντα δοχεία, αλληλεπιδρούν και η κοινωνικοπολιτική ακμή ή παρακμή συμβαδίζει σχεδόν πάντοτε με την πολιτισμική ακμή ή παρακμή αμφοτέρων.
Και ο πιο αδαής στην πολιτική ζωή του τόπου αντιλαμβάνεται την ταύτιση του πολιτικού προσωπικού της χώρας με τις στρατηγικές επιλογές της Δύσης. Όπως τα δυτικά προτάγματα της νεοφιλελεύθερης σκέψης και κουλτούρας ακολουθούνται άκριτα, έτσι και το ελληνικό σχολείο την τελευταία εικοσαετία παρακολουθεί ασμένως και υιοθετεί, ως μνημόνια υποταγής, εισαγόμενα αναλυτικά εκπαιδευτικά προγράμματα, μοντέλα διδασκαλίας και αντίστοιχα σχολικά εγχειρίδια. Ήδη μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, από το 2000, η στρατηγική της Λισαβόνας1, η διαδικασία της Μπολόνια και η διαδικασία της Κοπεγχάγης συγκροτούν ένα συμφωνημένο «χάρτη αναφοράς» και ένα νέο κοινό πλαίσιο πολιτικής.

Κι όπως στη χώρα διαπιστώνεται η κοινωνική και πολιτισμική παρακμή, η παραγωγική της αποδυνάμωση, η οικονομική της πτώχευση, η κοινωνική ανασφάλεια, στο σχολείο αποτυπώνεται ανάλογη παρακμή που η υπεύθυνη πολιτεία, η εκπαιδευτική κοινότητα, η κοινωνία παθητικά και αμήχανα παρακολουθεί να γιγαντώνεται.

Η κρίση της παιδείας είναι βασική πτυχή της γενικότερης κρίσης του σύγχρονου πολιτισμού. Είναι κρίση δομική γιατί η εστία της βρίσκεται στην αποσύνθεση του Ατόμου, του ανθρωπολογικού υποκειμένου της νεωτερικότητας. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην ενδοσχολική κοινότητα η ενδοσχολική βία, η γλωσσική πτώχευση, η αδυναμία παροχής και κατάκτησης στοιχειωδών γνώσεων, η απεμπόληση της ευθύνης του σχολείου για σύνδεση των μαθητών με το ιστορικό – εθνικό τους παρελθόν, η σύνδεση με τη συλλογική μνήμη της πατρίδας τους, η καλλιέργεια των απαραίτητων αξιακών προτύπων, η δόμηση των απαραίτητων στοιχείων για τη μελλοντική συγκρότηση κοινωνικής συνοχής.
Έτσι, κατασκευάζεται μέσα από το εκπαιδευτικό μας σύστημα ο αυριανός ιδιώτης, το απομονωμένο άτομο, αμύητο στο παρελθόν των παππούδων του, αγκιστρωμένος στο παρόν, χωρίς μνήμη, αδιαφορώντας για το παρελθόν και σε αδυναμία οράματος προσωπικού και συλλογικού μέλλοντος.
Μας θυμίζει το ελληνικό σχολείο όσα δυσοίωνα περιγράφει ο Μίλαν Κούντερα, «Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του. Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του. Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία, να επινοήσει μια νέα ιστορία … Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν. Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ «ΑΓΟΡΑΣ»

Ο σύγχρονος άνθρωπος, μέσα σε ένα γενικευμένο πεδίο αντιφάσεων και διακινδύνευσης, αδυνατεί να ανατρέξει σε αξιακά θεμέλια και σταθερές, έχει απολέσει τις ορθολογικές-αναστοχαστικές λειτουργίες της αφαίρεσης και της γενίκευσης. Οι νόμοι της «αγοράς» επιθυμούν τον πολίτη ως ιδιώτη καταναλωτή και όχι κοινωνικό πρόσωπο.

Ο T. Parsons υποστηρίζει ότι η εκπαίδευση λειτουργεί ως κοινωνικοποιητικός μηχανισμός μέσω του οποίου οι μαθητές εσωτερικεύουν το κανονιστικό αξιακό σύστημα της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα ο μηχανισμός αυτός συμβάλλει στη διαμόρφωση των κοινωνικών ρόλων. Η εκπαίδευση παρεμβαίνει και κοινωνικοποιεί τους μαθητές με συστηματικό τρόπο, ώστε αυτοί να εσωτερικεύουν το πολιτικό υποσύστημα της κοινωνίας με στόχο να συμβάλουν στη διατήρηση της τάξης και της σταθερότητας των κοινωνικών δομών και λειτουργιών. Η θεωρία του επιβεβαιώνεται πλήρως στο σημερινό σχολείο όπου η κοινωνία υποκαθίσταται από τη νεοφιλελεύθερη «αγορά».

Στο σχολείο, κατά παράδοξο αλλά έξυπνο τρόπο, εισέρχονται ενεργητικές μορφές μάθησης, μια ολόκληρη βιομηχανία παιδαγωγικής «καινοτομίας» όπου ευρωπαϊκά προγράμματα, θεματικές εβδομάδες, ιδιωτικές πρωτοβουλίες εισάγουν φαινομενικά έναν «νέο» κόσμο δεξιοτήτων στη θέση του παραδοσιακού. Παραδόξως θραύσματα της παιδαγωγικής του Ντιούι, του Βιγκότσκι, του Φρενέ και του Φρέιρε συναντιούνται με τον «νεανθρωπισμό» της Ε.Ε., του ΟΟΣΑ, των στρατηγικών επιλογών των ισχυρών της Δύσης. Τα αναλυτικά προγράμματα ξεγελώντας προωθούν βιωματικές μορφές μάθησης, όχι για να συνδεθούν με τα ενδιαφέροντα του παραδοσιακού φιλελεύθερου προοδευτισμού, αλλά με την ανάγκη της «αγοράς» να διαμορφώσει ένα ευέλικτο εργαζόμενο, προσαρμοσμένο στη σύγχρονη ρευστότητα του κόσμου της εργασίας. Έτσι, η εκπαίδευση κατευθύνεται από τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις της «αγοράς» και είναι εκείνη που καθορίζει σε θεωρητικό επίπεδο ποια γνώση και σε ποιες συνθήκες είναι αξιόλογη. Ο μελλοντικός άνθρωπος θα είναι «καταναλωτής» και «κοσμοπολίτης», ανάλογο θα είναι και το ευέλικτο εκπαιδευτικό περιβάλλον μέσα από τις σύγχρονες αντιλήψεις της παιδαγωγικής ψυχολογίας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα οι εθνικές εκπαιδευτικές πολιτικές επηρεάζονταν από τη μελέτη των ξένων εκπαιδευτικών συστημάτων. Σήμερα δεν ομιλούμε απλώς για σύγκλιση των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών, αλλά για διαμόρφωση του «ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού χώρου» μέσα από τη σύγκλιση των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων και τον έλεγχο σχεδιασμού των εθνικών πολιτικών των κρατών μελών της Ε.Ε. Δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τον με παρεμβατικό τρόπο ρόλο των διεθνών οργανισμών με άμεσο και έμμεσο τρόπο στο σχεδιασμό των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών. Ειδικότερα τις τελευταίες δεκαετίες ο εκπαιδευτικό «λόγος» των διεθνών οργανισμών συνδέεται άμεσα με την εγκαθίδρυση «καθεστώτων αλήθειας», την προβολή «συστημάτων γνώσης» και την προώθηση «πολιτικών ρύθμισης», που συνδέονται άμεσα με τη μετάβαση προς τις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας, στις μεταβιομηχανικές οικονομίες της γνώσης και τις κοινωνίες της πληροφορίας, της πολυπολιτισμικότητας και της διακινδύνευσης (Τσαούσης 2007:24). Πρόκειται γι’ αυτό που έλεγε ο Ulrich Beck «αυταρχισμό της αποτελεσματικότητας». Αντίθετες απόψεις μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ως μη ενημερωμένες, μη ειδικές ή μη σχετικές – διότι οι ειδικοί γνωρίζουν καλύτερα – και έτσι πολιτικές προτεραιότητες και στόχοι καλύπτονται πίσω από επιστημονικά δεδομένα.

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια διαδικασία αποδόμησης του εκπαιδευτικού τόπου της νεωτερικότητας και του διαφωτιστικού επιχειρήματος με βασικό χαρακτηριστικό την κριτική, την αμφισβήτηση και την αποσταθεροποίηση των βεβαιοτήτων του νεωτερικού παραδείγματος από αξιακές ή σχεσιακές θεμελιωτικές αρχές (λόγος, εργασία, ιστορία, πολίτης, εθνική ταυτότητα, κράτος πρόνοιας) και την αντικατάστασή τους από τις σημειολογικές αναπαραστάσεις της παγκοσμιοποίησης κατασκευάζοντας το νέο φαντασιακό, όπου το κοινωνικό υποχωρεί στο καταναλωτικό – επικοινωνιακό πρότυπο και στις αξίες της οικονομίας της «αγοράς» και της «κοινωνίας της γνώσης». Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο ιδεολογικά φορτισμένες κοινωνικο-οικονομικές έννοιες όπως παραγωγικότητα, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, πειθαρχία εισάγονται ως αξιακό – λειτουργικό πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής στο δυτικό κόσμο (Γκίβαλος, 2007:24-25)

Τα μέχρι σήμερα εθνικά προσανατολισμένα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα καλούνται να δώσουν περιεχόμενο και υπόσταση στον Ευρωπαίο πολίτη. Καλούνται να αμβλύνουν ιστορικές αντιπαραθέσεις, να σεβαστούν αλλά και να περιορίσουν στο απολύτως αναγκαίο επίπεδο τις εθνικές ιδιαιτερότητες, και αν χρειαστεί να επινοήσουν την κοινή πολιτιστική τους κληρονομιά (Ματθαίου 2007:64). Ταυτόχρονα, το εθνικό αλλά και το ευρωπαϊκό συμφέρον υποστηρίζεται, υπηρετείται πλέον καλύτερα από μια εκπαίδευση στενότερα συνδεδεμένη με την οικονομία, τον κόσμο των επιχειρήσεων και την αγορά εργασίας, από μιαν εκπαίδευση απαλλαγμένη από το σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους και από τα βαρίδια της παράδοσης, ευέλικτη και ανοιχτή στην αλλαγή και την καινοτομία. Στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν τη συναίνεση των λαών, πολιτικοί και τεχνοκράτες, καταφεύγουν στην επινόηση εκπαιδευτικών τάσεων στο διεθνή και ευρωπαϊκό χώρο. Έτσι μεταμορφώνουν και αναδεικνύουν τις προτεινόμενες πολιτικές τους, σε εκπαιδευτικές τάσεις ενδεδυμένες με τον αδιαμφισβήτητο μανδύα της επιστημονικής εγκυρότητας (Ματθαίου 2007:65)

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 εισήχθη ο ιδεότυπος της «κοινωνίας της γνώσης» και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από ΟΟΣΑ και Ε.Ε. Η γνώση θεωρείται ότι βρίσκεται στον πυρήνα της παγκόσμιας κοινωνικο-οικονομικής αναδιάρθρωσης, της παγκοσμιοποίησης, η οποία στηρίζεται στην παραγωγή και τη χρήση της γνώσης και της πληροφορίας, είτε ως συντελεστή κεφαλαίου και εμπορεύματος, είτε ως παραγωγικού συντελεστή εργασίας, είτε με τη μορφή συμβολικών σημαινόντων (ιδεολογικών, πολιτιστικών και κοινωνικών). Συνδέεται άμεσα με τους μετασχηματισμούς στη δομή, τη σύνθεση, τον ρόλο και τη θέση του εθνικού κράτους καθώς και με την παράλληλη ενίσχυση του ρόλου των Διεθνών Οργανισμών, που «τείνουν να προσλάβουν τη μορφή συλλογικών οργάνων αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων και επιδίωξης κοινών μέσων επίλυσής τους» (Τσαούσης, 2007:39).
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗΝ «ΑΓΟΡΑ»

Τους τελευταίους μήνες έγιναν αισθητές οι αντιδράσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην προσπάθεια της κυβέρνησης, κατά παράβαση του Συντάγματος, να παραχωρήσει στους ιδιώτες δικαίωμα ίδρυσης ανωτάτων σχολών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιδιωτική εκπαίδευση στη δευτεροβάθμια, εσχάτως και στην πρωτοβάθμια, στερεί από τον οικογενειακό προϋπολογισμό πολλά δις ετησίως. Η αγορά είναι αυτή που με το ανάλογο κόστος υποστηρίζει την καλλιτεχνική, πολιτισμική αγωγή των νέων αλλά και την ξενόγλωσση εκπαίδευση. Όμως η νεοφιλελεύθερη σφραγίδα είναι έντονη στο δημόσιο σχολείο καθώς είναι το «κρυφό» πρόγραμμα διδασκαλίας που πλαισιώνει κάθε σχολική δράση.

Μια προσεκτική ανάγνωση της Λευκής Βίβλου (1995) με τίτλο «Διδασκαλία και Μάθηση προς την Κοινωνία της Γνώσης», μας αποκαλύπτει πως θα πρέπει να δίδεται έμφαση στην εκπαίδευση που θα εξυπηρετεί κυρίως ατομικούς και οικονομικοκεντρικούς στόχους. Ακόμη και γνωστικές ανθρωπιστικές περιοχές όπως η λογοτεχνία, η φιλολογία και η φιλοσοφία δεν θεωρούνται ως γνώση αναγκαίες για την ανθρωπιστική τους αξία, για την καλλιέργεια του νου και της ψυχής του ανθρώπου, αλλά για την πραγματιστική -ωφελιμιστική τους αξία και για τη βελτίωση της θέσης της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία.

Έτσι η εκπαίδευση μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε κατάρτιση, ενώ οι λεγόμενες «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις τείνουν να κυριαρχήσουν στο χώρο της δημόσιας παιδείας.
Η ανάγκη της οικονομικής ολιγαρχίας να προωθεί την τεχνολογική ανάπτυξη σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, χωρίς ταυτόχρονα να θέτει σε αμφισβήτηση την οικονομική και ιδεολογική της κυριαρχία, την οδηγεί σε αντιφατικές επιδιώξεις στα αναλυτικά προγράμματα. Έτσι, προβάλλεται μεν και προωθείται η καλλιέργεια της δημιουργικότητας, της αποκλίνουσας σκέψης και της φαντασίας στα σχολεία, αλλά αποφεύγεται ο ιστορικός και κοινωνιολογικός προβληματισμός, που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανατρεπτικούς ως προς τις επιδιώξεις της κοινωνικούς στόχους.
Αυτή η αντίφαση εκφράζεται στο επίπεδο του σχολικού προγράμματος με την προώθηση ορισμένων μαθημάτων ή θεματικών ενοτήτων εις βάρος άλλων. Για παράδειγμα, στις κατευθύνσεις που έδωσε η Ε.Ε. για την εκπαίδευση και την κατάρτιση μετά τη διαμόρφωση της στρατηγικής της Λισαβόνας 1 – Μάρτιος 2000 (Εκπαιδευτικά Προγράμματα, «Επιχειρηματικότητα των μαθητών»,ΥΠΕΠΘ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, 11896/16-10-2003) τίθεται το θέμα της ανταγωνιστικότητας στην εκπαίδευση, τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση ότι πρέπει να ενθαρρύνονται τα παιδιά και οι νέοι, ώστε να αναπτύξουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις θετικές επιστήμες και τα μαθηματικά, ενώ στη συνέχεια προστίθεται και η σημασία ενός γενικού εκσυγχρονισμού της παιδαγωγικής πρακτικής και στενότερων δεσμών μεταξύ επαγγελματικής ζωής και βιομηχανίας σε ολόκληρο το φάσμα του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια εισαγωγής στο δημοτικό σχολείο εκπαιδευτικών προγραμμάτων που προσανατολίζουν τους δεκάχρονους μαθητές προς ένα επιχειρηματικό πρότυπο. Αντίστοιχη επισήμανση σε σχέση με τις επιστήμες της κοινωνίας και του ανθρώπου δεν υφίσταται στο πολυσέλιδο αυτό κείμενο. Και όμως, σε μια κοινωνία που απειλείται από την κυριαρχία της βίας, την αλλοτρίωση, τη διαταραχή της ψυχικής υγείας και τον πόλεμο, θα έπρεπε να έχουν βασική θέση οι γνώσεις και οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να περιορίσουν αυτά τα φαινόμενα.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

Στο βιβλίο «Τα χαμένα παιδιά μας», η Νατάσσας Πολονύ περιγράφει τις ανεπάρκειες του γαλλικού εκπαιδευτικού συστήματος, που ελάχιστα διαφέρουν από τις ημέτερες.
Γράφει η Πολονύ, το νεώτερο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών «είναι υπεύθυνο για τις ολέθριες επιπτώσεις του στη γνωσιακή-γλωσσική επάρκεια των νέων, την ηθική τους ανάπτυξη, τη συναισθηματική τους ωριμότητα και την έλλειψη κατοχής σε ικανοποιητικό βαθμό των απαραιτήτων κοινωνικών και τεχνικών-επαγγελματικών δεξιοτήτων».
Επιπλέον, «το μετανεωτερικό εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλλίας δεν αποβλέπει στη διαμόρφωση ενεργών, υπεύθυνων και συνειδητοποιημένων πολιτών διά της γενικής παιδείας, αλλά αποσκοπεί στο να τα προετοιμάσει να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Είναι υπεύθυνο για την παραμέληση της διαμόρφωσης ιστορικής συνείδησης. Το μίσος για το παρελθόν είναι κυρίαρχο στο όνομα της λατρείας του “καινούργιου”. Επιχειρείται μια μεθοδευμένη αποβολή της ιστορικής συνέχειας, της αλληλουχίας των γεγονότων. Η λέξη “κληρονομιά”, με ό,τι αυτή συνεπάγεται για το σήμερα και το αύριο, το παρόν και το μέλλον, έχει αντικατασταθεί από το θολό λεκτικό μόρφωμα “κοινή κουλτούρα”, που εξοβελίζει την ιστορική συνείδηση περιορίζοντας τον Γάλλο μαθητή στα όρια του παρόντος και οδηγώντας τη γαλλική κοινωνία σε αυτοκτονία».

Το σημερινό σχολείο απαξιώνει την ολόπλευρη μόρφωση για χάρη των δεξιοτήτων.
Το νεοφιλελεύθερο σχολείο, παρά τον “εκσυγχρονιστικό λόγο” των διάφορων καινοτομιών, ασφυκτιά αφυδατωμένο από ζωή και μόρφωση. ΟΟΣΑ, ΙΕΠ, ΣΕΒ ομονοούν στη μετατόπιση του σχολικού προγράμματος από την έμφαση στα γνωστικά αντικείμενα στην καλλιέργεια δεξιοτήτων, σύμφωνα με το Πρόγραμμα του ΟΟΣΑ “Το μέλλον της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση το 2030”. Στην ίδια κατεύθυνση ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) κάνει λόγο για «επένδυση σε περισσότερες, καλύτερες και σύγχρονες δεξιότητες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων».

Αντί να επικρατεί ένα παιδαγωγικό κλίμα χαράς, δημοκρατίας, συλλογικότητας, το σχολείο μαραίνεται από τον ασφυκτικό κλοιό ενός αυταρχικού τεχνοκρατισμού διαφόρων επιτηρητών, συμβούλων, συντονιστών, μεντόρων, διευθυντών διεκπεραιωτών κρατικών εντολών χωρίς το κοινοτικό πνεύμα που απαιτεί μία σχολική κοινότητα.
Μοναδική έγνοια της κρατικής γραφειοκρατίας η εφαρμογή των οδηγιών – εντολών του ΟΟΣΑ και της Κομισιόν. Έτσι το σχολείο καταθλιπτικό και αποτυχημένο, “γκρίζο”, περιορίζει και υποβιβάζει τον εκπαιδευτικό από παιδαγωγό σε προσαρμοσμένο, πειθήνιο διεκπεραιωτή κρατικών εντολών, στην καλύτερη εκδοχή εμψυχωτή αλλά όχι δάσκαλο.

Κι όμως η ταυτότητα ενός λαού ή ενός πολιτισμού αντανακλάται και συνοψίζεται στο σύνολο των πνευματικών δημιουργιών που αποκαλούμε συνήθως «κουλτούρα». Όταν, όπως συμβαίνει στη χώρα μας, απειλείται θανάσιμα αυτή η ταυτότητα θα έπρεπε να παρατηρείται μια έκρηξη της πολιτισμικής ζωής και η κουλτούρα να γίνεται η ζώσα αξία γύρω από την οποία θα συσπειρώνεται όλος ο λαός. Δυστυχώς, η χώρα μας με δημογραφικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, οικονομικά προβλήματα δεν φαίνονται ανάλογες πρωτοβουλίες αυτή τη στιγμή για την αντιμετώπιση του υπαρξιακού της προβλήματος.

Όλα κινούνται σε παρόντα χρόνο, γεμάτα υποκειμενισμό, σχετικισμό και αγοραίο καταναλωτικό ηδονισμό.
Η διασταύρωση του φιλελεύθερου ατομικισμού και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, σε απόσταση από την ιστορική μνήμη, τείνει να καταστρέψει την επιδίωξη της κοινωνίας και του έθνους για τη διαμόρφωση του δικού τους ιδιαίτερου πεπρωμένου. Και αν ο Νίκος Σβορώνος καταλήγει στη διαπίστωση ότι «ο αντιστασιακός χαρακτήρας διέπει την νεοελληνική ιστορία» (Σβορώνος, 1994: 12), ο νεοέλληνας, ως αυριανός «παγκοσμιοποιημένος» πολίτης, χωρίς ταυτότητα, αξίες, αγάπη για τον τόπο του, χωρίς παραδόσεις, θα γίνει ευκολότερος υπηρέτης των αφεντικών της παγκόσμιας αγοράς παρέχοντας τις υπηρεσίες του όπου γης.
Όλο και περισσότερο το σχολείο δικαιώνει το εφιαλτικό σχέδιο του Ζμπίγκνιεφ Μπρεζίνσκι, όπως μας το μεταφέρει ο Ζαν Κλοντ Μισεά, σε συγκέντρωση της ελίτ του κόσμου στο Σαν Φρανσίσκο τον Σεπτέμβριο του 1995, πρότεινε και έγινε αποδεκτό, για τον έλεγχο του 80% της ανθρωπότητας που λογίζεται ως υπεράριθμο για τις ανάγκες της παγκόσμιας οικονομίας, tittytainment (άρτος και θέαμα, «tits=στήθη γυναικών» και διασκέδαση).
Δηλαδή, «ένα κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης και επαρκούς διαστροφής, που θα επέτρεπαν να διατηρηθεί σε καλή διάθεση ο αποστερημένος πληθυσμός του πλανήτη» (Μισεά, 2002:36-37).
Το σχολείο αναπαράγει το μαζικό σύμπτωμα της απόσυρσης της “κοινωνίας” από τα πραγματικά της προβλήματα. Επιζητούμε διαρκώς σχολείο και κοινωνία να αποσπούμε την προσοχή μας από το παρόν, να διασκεδάζουμε.

Στο βιβλίο του «Επιστροφή στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο», ο Άλντους Χάξλεϋ μιλάει για την ανάπτυξη μιας γιγάντιας βιομηχανίας μαζικής επικοινωνίας, που η κύρια ενασχόλησή της δεν είναι ούτε με την αλήθεια ούτε με το ψέμα, αλλά με το εξωπραγματικό, με το λίγο πολύ άσχετο… τη σχεδόν ασίγαστη δίψα του ανθρώπου να διασκεδάζει, να ξεδίνει» (Α. Χάξλεϋ, 2015: 69).

O Νιλ Πόστμαν, ο συγγραφέας του κλασικού έργου της δεκαετίας του 1980 “Διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου”, γράφει: «οι Αμερικανοί δε συζητούν πια ο ένας με τον άλλον, διασκεδάζουν ο ένας τον άλλον. Δεν ανταλλάσσουν ιδέες, ανταλλάσσουν εικόνες. Δεν επιχειρηματολογούν με προτάσεις, επιχειρηματολογούν με στυλάτα ντυσίματα, διασημότητες και διαφημιστικά» (Πόστμαν,1998: 116).
Μια από τις πιο «αξιοσημείωτες νευροεπιστημονικές προόδους του προηγούμενου αιώνα από την ανακάλυψη της ντοπαμίνης υπήρξε διαπίστωση ότι η επεξεργασία του πόνου και της ευχαρίστησης γίνεται στις ίδιες εγκεφαλικές περιοχές», όπως αναφέρει η Άννα Λέμπκε, στο βιβλίο της «Η γενιά της ντοπαμίνης. Αναζητώντας ισορροπία στην εποχή των απολαύσεων», «η ευχαρίστηση και ο πόνος λειτουργούν ως αντίβαρα μιας ζυγαριάς.
Οι μαθητές στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους είναι απορροφημένοι σε κάποιο ψηφιακό μέσο. Το σχολείο ιδιαίτερα τα χρόνια της πανδημίας ήταν το μέσο για την εξοικείωση των μαθητών, αλλά και των οικογενειών τους, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο σημερινός κόσμος προσφέρει πληθώρα ψηφιακών ναρκωτικών, νέων και παλιών. Η τεχνολογία αυτή καθαυτή είναι εθιστική με τα εντυπωσιακά οπτικά και ηχητικά ερεθίσματά της, την αφθονία των επιλογών και την άρρητη υπόσχεση ότι η συνεχής ενασχόληση μαζί της επιφυλάσσει διαρκώς μεγαλύτερες ανταμοιβές»(Λέμπκε, 2021:12, 34).

Τα ποσοστά των μαθητών με εθισμό στις διάφορες μορφές εξάρτησης αυξάνονται συνεχώς. Προκαλούν ίλιγγο η ποικιλία, ο αριθμός και η ισχύς των ερεθισμάτων που στοχεύουν στην ευχαρίστησή μας. Το έξυπνο τηλέφωνο είναι η σύγχρονη υποδόρια ένεση που χορηγεί αδιάλειπτα ντοπαμίνη στη γενιά του διαδικτύου.
Οι μαθητές θεωρούν προέκταση του χεριού τους το κινητό τηλέφωνο από την παιδική, αν όχι από την νηπιακή ηλικία. Ένας από τους πιο ισχυρούς παράγοντες εθισμού σε οποιοδήποτε ναρκωτικό είναι η εύκολη πρόσβαση σε αυτό. Και όταν ασχοληθούμε με αυτό και μετά από μερικά κλικ είναι πιθανό να εθιστούμε.
Η οικονομία της ντοπαμίνης είναι η πιο σύγχρονη κατασταλτική μηχανή σωφρονισμού και ελέγχου.
Τα ψυχικά τραύματα, η μοναχικότητα και η αποστασιοποίηση, η φτώχεια και η κοινωνική ανασφάλεια, οι ρευστοί καιροί μας, όπως τους περιγράφει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, αυξάνουν τον κίνδυνο εθισμού και δεν είναι άγνωστο στους κατασταλτικούς μηχανισμούς των ισχυρών στην προσπάθειά τους να απομειώσουν την κοινωνική διαθεσιμότητα.
Οι ίδιοι οι γονείς πάσχουν από ανάλογα συμπτώματα. Πιο επιρρεπείς στην εθιστική καταναγκαστική υπερκατανάλωση φτηνών απολαύσεων είναι οι φτωχοί των πόλεων του Δυτικού κόσμου με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Η ευκολία προσέγγισης σε ισχυρές σύγχρονες ναρκωτικές ουσίες είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη δυνατότητα εξασφάλισης ικανοποιητικής εργασίας, στέγης, ποιοτικής παιδείας, ιατρικής περίθαλψης, ισονομίας.

Τα θεμελιώδη ερωτήματα για τον σχεδιασμό μιας εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, «Τι είναι η γνώση; Γιατί είναι καλό να καλλιεργείται; Προς ποια κατεύθυνση; Βάσει ποίων αρχών;» δεν τίθενται. Η προσπάθεια εφαρμογής των μεταμοντέρνων εκπαιδευτικών πολιτικών εντείνεται όπου οι λαοί εμφανίζονται απείθαρχοι.

Η διαδικασία αναπαραγωγής του συστήματος κυριαρχίας, που στο παρελθόν λειτουργούσε σε εθνικό επίπεδο κοινωνικής ολότητας, τώρα παίρνει παγκόσμια χαρακτηριστικά.
Ο ιστορικός και κοινωνιολογικός προβληματισμός που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανατρεπτικό ως προς την κοινωνία προβληματισμό, αποφεύγεται.
Το παγκόσμιο σύστημα απαλλοτριώνει την ελευθερία του προσώπου παρέχοντας ως αντιστάθμισμα γεμάτο στομάχι και ηδονή

Η προφητεία του Χάξλεϋ για την κατασκευή τριών κατηγοριών ανθρώπων επαληθεύεται.
«Τα σχολεία μας ετοιμάζουν τις Διευθύνουσες Ευφυΐες, που θα είναι ικανοί να σκέφτονται. Τους Πιστούς, όργανα των πρώτων, οι οποίοι θα κινούν και θα κατευθύνουν το πλήθος, κομμάτι τους και οι εκπαιδευτικοί που θα διαμορφώνουν την τρίτη κατηγορία ανθρώπων, την Αγέλη, τα αμέτρητα εκατομμύρια όσων στερούνται ευφυΐας και έχουν πεισθεί πως δεν υπάρχει ευτυχία παρά μόνο στη δουλειά και την υπακοή». (Χάξλεϋ, 1986:242-246)

Ο Θόδωρος Ζιάκας το περιγράφει ως εξής: Ουσιαστική λειτουργία της σημερινής παιδείας είναι η αναπαραγωγή του συστημικού διπόλου διαχειριστή-χρήστη. Σκοπός της είναι η κατασκευή του συστημικού ανθρώπου. Οι λίγοι εκπαιδεύονται για να γίνουν κατασκευαστές και διαχειριστές συστημάτων. Και οι πολλοί για να γίνουν απλοί χρήστες των συστημάτων, υποδιαιρούμενοι σε έχοντες και μη έχοντες θέση στο Σύστημα.
Η εκπαιδευτική διαδικασία σήμερα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μονόπλευρη ανάπτυξη κάποιων ειδικών τεχνικών που απευθύνονται στο λογιστικό μόριο της ψυχής, αφήνοντας ακαλλιέργητο τον συναισθηματικό κόσμο του νέου και προετοιμάζοντάς τον για έναν ανταγωνιστικό κόσμο δίχως αγάπη, που τον έβλεπε ως «κόλαση» ο Ντοστογιέφσκι. «Τι είναι κόλαση; Το μαρτύριο να μην μπορείς πια να αγαπάς»

Παρόμοια εμμονή του εκπαιδευτικού μας συστήματος καταδικάζει κάθε συλλογική ένταξη της κοινωνίας μας, του έθνους μας στην παγκόσμια ολότητα, αφού την ευνουχίζει από κάθε κοινωνικό όραμα.
Τελείως διαφορετική αντίληψη για την διαπαιδαγώγηση των μαθητών είχε ο Μιχάλης Παπαμαύρος, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού και μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων εκλέχτηκε εθνοσύμβουλος Χίου και μαζί με τον άλλο μεγάλο παιδαγωγό Κώστα Δ. Σωτηρίου ανέλαβε τη διεύθυνση του «Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου της Ελεύθερης Ελλάδας». Ο μεγάλος παιδαγωγός έγραφε:

«…Πρέπει να διαφωτίσουμε τα παιδιά μας από εθνική άποψη. Πρώτα πρώτα πρέπει να τους αναπτύξουμε τα μεγάλα εθνικά μας προβλήματα εθνικά ιδανικά του λαού μας. Πρέπει τα παιδιά μας, που έφτασαν σε ώριμη ηλικία, να ξέρουν πού βαδίζουμε ως Έθνος και ως Κράτος. Ποια είναι τα μεγάλα προβλήματα, που απασχολούν τον Ελληνισμό. Εννοείται πως τα ζητήματα αυτά πρέπει να τα αναπτύσσουμε στα παιδιά με απλό τρόπο και σε απλή γλώσσα.

Έπειτα πρέπει τα παιδιά μας να ξέρουν σε γενικές γραμμές τα κυριότερα γεγονότα της Ιστορίας του Έθνους μας. Και τα γεγονότα αυτά πρέπει οι γονείς να τα συζητούν με τα παιδιά τους όπου είναι δυνατό. Και στη συζήτηση αυτή, πρέπει οι γονείς να τονίζουν την υποχρέωση, που έχουν και οι σύγχρονες γενεές των Ελλήνων, που έχουν και τα ίδια τα παιδιά τους, να φανούν αντάξια των πατέρων τους και των προγόνων τους. Πρέπει τα παιδιά να νιώσουν πως δεν πρέπει να επαναπαύουνται στον πολιτισμό των προγόνων τους, μα πως έχουν την υποχρέωση και απέναντι αυτών των προγόνων τους και απέναντι του εαυτού τους να δημιουργήσουν και αυτά ένα νέο, νεοελληνικό πολιτισμό, που μπορεί να μην είναι εφάμιλλος του πολιτισμού των προγόνων μας, μα που θα είναι δημιούργημα δικό μας και θα αποδίδει τη δική μας ψυχή…
… Πολύ βοηθητικά στο σημείο αυτό της πατριωτικής ανατροφής, που θα δώσουν οι γονείς στα παιδιά τους, είναι και η ανάγνωση ορισμένων βιβλίων με εθνικό περιεχόμενο, η παρακολούθηση ορισμένων πατριωτικών θεαμάτων και εθνικών εορτών και τελετών. Επίσης και διαλέξεις και ομιλίες με εθνικά θέματα υποβοηθούν πολύ…» (Παπαμαύρος, 1959:201-2)

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό στους σχεδιαστές του εκπαιδευτικού μας συστήματος πως η γνώση της κληρονομιάς και η δημιουργική αξιοποίησή της αποτελούν απαραίτητο όρο ή όχημα ένταξης στην ιστορία της οικουμενικότητας του ανθρωπίνου πνεύματος, άλλως η ζοφερή αφομοίωση θα είναι η κατάληξη της νεοελληνικής κοινωνίας στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό της Δύσης και μάλιστα στην αμερικάνικη, ρατσιστική εκδοχή του.

Ως εκπαιδευτικοί που βιώνουμε τις καθημερινές παραινέσεις να ακολουθήσουμε άκριτα περισπούδαστες σωτήριες εκπαιδευτικές πολιτικές, έχουμε χρέος να σταθούμε σοβαροί κριτές και να τις θέσουμε μετά λόγου αμφισβήτησης και επανακαθορισμού των στόχων τους. Το ζήτημα της άκριτης μετακένωσης δυτικών εκπαιδευτικών συστημάτων απασχολούσε τους μεγάλους παιδαγωγούς της πατρίδας μας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.

Ο Α. Δελμούζος γράφει: «…Λοιπόν να τους μιμηθούμε, να μεταφέρωμε και στον τόπο μας ό,τι καλό έχουν και μας λείπει, αφού πρώτα το προσαρμόσωμε στους δικούς μας όρους(…) Πρέπει να αρχίσωμεν από την αρχή. Μας λείπουν οι προϋποθέσεις, τα θεμέλια. Θα τα στήσωμε μόνοι μας. Οι ξένοι σ’ ένα προπάντων θα μας βοηθήσουν: θα μας δείξουν τη μέθοδο, το δρόμο, θα μας δώσουν το ζωντανό παράδειγμα. Η δουλειά όμως πρέπει να γίνει απάνω στα δικά μας πράγματα κι από μας τους ίδιους, από τον καθένα χωριστά κι απ’ όλους μαζί. Με αγάπη και υπομονή πρέπει να σκύψωμε απάνω στη δική μας πραγματικότητα και να τη δουλέψωμε, όσο μικρή και ταπεινή κι αν είναι. Μελετώντας και δουλεύοντα στη γλώσσα μας και τον ψυχικό κόσμο που εκφράζει, μελετώντας τον τόπο μας και το πολιτισμό του σε όλες του τις εκδηλώσεις, βαθαίνομαι τον εαυτό μας και στήνομαι τα θεμέλια μία ζωής πραγματικής. Δημιουργούμε έτσι τους όρους που μας είναι απαραίτητοι για να έρθωμε σε ζωντανή επικοινωνία με τους ξένους και με τους προγόνους μας. Πότε ο ανώτερος πολιτισμός τους θα γίνει και για μας αληθινή ευλογία. (…) Η πείρα και η σκέψη λαών πιο προχωρημένων θα μας είναι πολυτιμότατη, κι έχει σε πολλά να μας βοηθήση, ακόμα και στην ψυχική μας εξέλιξη. Φτάνει μόνο να μη μας παραστρατίζη από το δρόμο μας και το φυσικό μας». (Δελμούζος, 1930: 16, 25-26,30)
Ο λόγος του Ε. Π. Παπανούτσου είναι πάντα επίκαιρος: «Μορφώνω δεν θα πεί μόνο οπλίζω το νέο άνθρωπο για τον αγώνα της ζωής, αλλά ακόμη (αλλά προπάντων) ευγενίζω την ψυχή του, βαθαίνω την αντίληψή του για τον κόσμο, τον καθοδηγώ να ανακαλύψει ένα νόημα στη ζωή. Με μια λέξη: τον κάνω πιο άνθρωπο» (Παπανούτσος,1965,:280)

Ο Τόμας Έλιοτ έγραφε, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τις «Ευθύνες του Ανθρώπου των Γραμμάτων», «Το πνεύμα δεν μπορεί να ανθίσει ούτε μέσα στην απόλυτη και παγκόσμια ομοιομορφία, ούτε μέσα στην απομονωμένη αυτάρκεια». Αντίθετα, «η τοπική και γενική πνευματική παράδοση όχι μόνο δεν αντιστρατεύονται, αλλά είναι αληθινά απαραίτητες η μία στην άλλη».

Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η παγκοσμιοποίηση και μάλιστα η ιδεολογία της, που είναι το ανώτατο στάδιο της έως τώρα εξέλιξης του συστήματος του καπιταλισμού, τείνει να ομογενοποιεί και να εξισώνει, να περιθωριοποιεί και να αιχμαλωτίζει στη δική της εξομοιωτική «εργαλειακή» λογική τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας.

Σε αντιστάθμισμα, ως υγιή αντίδραση θα προτείναμε την έμφαση στην οικουμενικότητα του ανθρωπίνου πνεύματος, καθ’ όλα συμβατή με τις παραδόσεις του ελληνισμού, που καταφάσκει και καλλιεργεί την ελευθερία έκφρασης, την ανεξαρτησία, τον αυτοκαθορισμό, την ιδιομορφία, που διδάσκεται από την κοινωνική πείρα και υπηρετεί την ποικιλομορφία και τον σεβασμό των τοπικών πολιτισμών. Το άνοιγμα στον κόσμο είναι το ίδιο σημαντικό όσο και το άνοιγμα στο παρελθόν. Γιατί η πολιτιστική ταυτότητα είναι αυτή που συγκροτεί την υπαρκτική ιδιότητα του ανθρώπου.
Αναφορές

1) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας (23-24 Μαρτίου 2000) στο κείμενο συμπερασμάτων επισημαίνει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα μεγάλη ποιοτική μεταλλαγή, η οποία προκύπτει από την παγκοσμιοποίηση και τις προκλήσεις μιας νέα οικονομίας καθοδηγούμενης από τη γνώση. […] Γι’ αυτό, η Ένωση απαιτείται να θέσει ένα σαφή στρατηγικό στόχο και να συμφωνήσει για ένα τολμηρό πρόγραμμα για τη ανάπτυξη γνωστικών υποδομών, την ενίσχυση της καινοτομίας και της οικονομικής μεταρρύθμισης και τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων πρόνοιας και εκπαίδευσης» (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 2000: παράγρ. 1)
Παραπομπές

Μ. Γκίβαλος, (2007), « Η αλλαγή του αξιακού και γνωσιακού πεδίου στο χώρο της εκαίδευσης», Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, 8, σσ. 11-34.
Α. Π. Δελμούζος, (1930), Οι Ξένοι κι Εμείς, εκδ. Μπάυρον
Τ. Έλιοτ (1945) The Responsibilities of the Man of Letters
Θ. Ζιάκας, (2009), «Σχολείο 2009:Παιδεία και γλώσσα», Ομιλία στο Πολιτιστικό και αθλητικό κέντρο Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη, Θεσσαλονίκη, 16 Μαΐου 2009
Μ. Κούντερα, (1979),To Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης, εκδ. Εστία
Ά. Λέμπκε, (2021), Η γενιά της ντοπαμίνης, Αναζητώντας ισορροπία στην εποχή των απολαύσεων, εκδ. Πατάκη
Δ. Ματθαίου, (2007), « ‘Τάσεις’ στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού χώρου εκπαίδευσης. Η μεταλλαγή ενός εργαλείου ανάλυσης σε μέσο χειραγώγησης εκαιδευτικής πολιτικής», Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, 8, σσ. 13-36.
Ζ. Κ. Μισεά, (2002), Η εκπαίδευση της αμάθειας, (μτφρ Α. Ελεφάντης), εκδ. Βιβλιόραμα
Μ. Παπαμαύρος, (1959), Οι γονείς και τα παιδιά τους, εκδ. Δίφρος
Ε. Παπανούτσος, , (1965), Αγώνες και Αγωνία για την Παιδεία, Αθήνα, Ίκαρος
Ν. Πολονύ, (2006), Τα χαμένα παιδιά μας, εκδ. Πόλις
Ν. Πόστμαν,(1998), Διασκεδάζοντας μέχρι θανάτου, Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος, εκδ. Κατάρτι
Φ. Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ, μετ. Σ. Π., εκδ. Διεθνείς Εκδόσεις Δεληχρυσός, Μέρ. Β΄, βιβλ. VI
Ν. Σβορώνος, (1994), Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο
Δ. Τσαούσης, (2007), Η εκπαιδευτική πολιτική των Διεθνών Οργανισμών. Παγκόσμιες και ευρωπαϊκές διαστάσεις, Αθήνα, Gutenberg.
Α. Χάξλεϋ, (1986), Κίτρινο Κρόουμ, εκδ. Νεφέλη
Α. Χάξλεϋ, (2015), Επιστροφή στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο, εκδ. Μέδουσα – Σέλας Εκδοτική

* Γιώργος Τασιόπουλος, Δάσκαλος, Θεολόγος, MSc   
ΑΠΟ: https://yparxiakoellada.gr/i-vathia-krisi-tou-ellinikou-dimosiou-scholeiou/
by : tinakanoumegk

Η αλήθεια και η ντροπή

Quodlibet - 24 Ιανουαρίου 2023
Μετά από όσα συνέβησαν τα τελευταία δύο χρόνια, είναι δύσκολο να μην αισθανόμαστε κάπως λειψοί, να μην νιώθουμε -είτε το δεχόμαστε είτε όχι- ένα είδος ντροπής. Δεν είναι η ντροπή που ο Μαρξ περιέγραψε ως "ένα είδος εσωτερικευμένης οργής", στην οποία έβλεπε μία δυνατότητα επανάστασης. Είναι μάλλον η "ντροπή του να είσαι άνθρωπος" για την οποία μιλούσε ο Πρίμο Λέβι αναφερόμενος στα στρατόπεδα, η ντροπή εκείνων που είδαν αυτό που δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Είναι μια τέτοια ντροπή - όπως σωστά έχει ειπωθεί - που αισθανόμαστε, εκ των υστέρων, μπροστά στην υπερβολική χυδαιότητα, μπροστά σε ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές, στα πρόσωπα των παρουσιαστών τους και στα αυτάρεσκα χαμόγελα των ειδημόνων, των δημοσιογράφων και των πολιτικών που εν γνώσει τους υιοθέτησαν και διέδωσαν ψέματα, αναλήθειες και ανομίες- και συνεχίζουν να το κάνουν με πλήρη ατιμωρησία.

Όποιος έχει γνωρίσει αυτή τη ντροπή, ξέρει ότι δεν έχει γίνει γ' αυτό καλύτερος. Αντίθετα, γνωρίζει, όπως επαναλάμβανε ο Σάμπα [Ιταλός ποιητής, από τους σπουδαιότερους του 20ου αι. -σ.σ.], ότι είναι "πολύ πιο λίγος από ό,τι ήταν πριν" - πιο μοναχικός, ακόμη και αν έχει αναζητήσει φίλους και συντρόφους, πιο σιωπηλός, ακόμη και αν προσπάθησε να μιλήσει, πιο ανίσχυρος, ακόμη και αν κάποιος άκουσε τον λόγο του. Υπάρχει όμως ένα πράγμα που δεν έχει χάσει, και μάλιστα το έχει κερδίσει με έναν απροσδόκητο τρόπο: μια ορισμένη εγγύτητα σε κάτι για το οποίο δεν βρίσκει άλλο όνομα από την "αλήθεια", την ικανότητα να διακρίνει τον ήχο αυτής της λέξης, την οποία μπορεί κανείς να πιστέψει ότι είναι αληθινή μόνο όταν την ακούει. Γι' αυτό και πάνω σ' αυτό μπορεί να καταθέσει τη μαρτυρία του. Ενδεχομένως -χωρίς αυτό να είναι βέβαιο- ο χρόνος, όπως λέει η παροιμία, θα φέρει τελικά στο φως την αλήθεια και θα της αναγνωρίσει -ποιος ξέρει πότε- το δίκιο της. Αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός της μαρτυρίας του. Αυτό που τον αναγκάζει να μη σταματήσει να καταθέτει είναι μάλλον η ιδιαίτερη ντροπή του να είναι, παρ' όλα αυτά, άνθρωπος - γιατί, παρ' όλα αυτά, οι άνθρωποι είναι επίσης εκείνοι που, με τα λόγια και τις πράξεις τους, τον ανάγκασαν να νιώσει τη ντροπή.

Giorgio Agamben


  Ο χειρουργός ή Η εξαγωγή της πέτρας της τρέλας . 'Εργο του Jan Sanders van Hemessen (1550-1555). Museo del Prado. Φωτ. Wikimedia commons

Η θέση της πολιτικής


Quodlibet - 9 Ιανουαρίου 2023

Οι δυνάμεις που προωθούσαν την παγκόσμια πολιτική ενότητα φαίνονταν τόσο πολύ ισχυρότερες από εκείνες που προωθούσαν μια πιο περιορισμένη πολιτική ενότητα, όπως η ευρωπαϊκή ενότητα, ώστε θα μπορούσε να γραφτεί ότι η ευρωπαϊκή ενότητα θα μπορούσε να είναι μόνο "ένα παράπλευρο υποπροϊόν, για να μην πούμε ένα άχρηστο υποπροϊόν της παγκόσμιας ενότητας του πλανήτη". Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις που πιέζουν για ενότητα αποδείχθηκαν ανεπαρκείς τόσο για τον πλανήτη όσο και για την Ευρώπη. Αν η ευρωπαϊκή ενότητα, προκειμένου να οδηγήσει σε μια πραγματική συνταγματική συνέλευση, θα προϋπέθετε κάτι σαν "ευρωπαϊκό πατριωτισμό", ο οποίος δεν υπήρχε πουθενά (και του οποίου η πρώτη συνέπεια ήταν η αποτυχία των δημοψηφισμάτων να εγκρίνουν το υποτιθέμενο ευρωπαϊκό σύνταγμα, το οποίο, από νομικής άποψης, δεν είναι σύνταγμα αλλά μόνο μια συμφωνία μεταξύ κρατών), η πολιτική ενότητα του πλανήτη προϋπέθετε έναν ακόμη πιο άπιαστο "πατριωτισμό του είδους ή/και του ανθρώπινου γένους". Όπως ορθά επεσήμανε ο Gilson, μια κοινωνία πολιτικών κοινωνιών δεν μπορεί να είναι η ίδια πολιτική, αλλά χρειάζεται μια μεταπολιτική αρχή, όπως ήταν η θρησκεία, τουλάχιστον στο παρελθόν.

Είναι επομένως πιθανό ότι αυτό που προσπάθησαν να επιτύχουν οι κυβερνήσεις μέσω της πανδημίας να είναι ακριβώς ένας τέτοιος "πατριωτισμός του είδους". Αλλά το κατάφεραν μόνο με έναν παρωδιακό τρόπο, με τη μορφή ενός κοινού τρόμου απέναντι σε έναν αόρατο εχθρό, το αποτέλεσμα του οποίου δεν ήταν η παραγωγή μιας πατρίδας και κοινοτικών δεσμών, αλλά μιας μάζας που βασιζόταν σε έναν πρωτοφανή διαχωρισμό, αποδεικνύοντας ότι η απόσταση δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση -όπως απαιτούσε ένα ειδεχθές και εμμονικά επαναλαμβανόμενο σύνθημα- να αποτελέσει έναν "κοινωνικό" δεσμό.

Η ιατρική ως θρησκεία

Προφανώς πιο αποτελεσματική ήταν η προσφυγή σε μια αρχή ικανή να αντικαταστήσει τη θρησκεία, η οποία βρέθηκε αμέσως στην επιστήμη (στην προκειμένη περίπτωση στην ιατρική). Αλλά ακόμη και εδώ, η ιατρική ως θρησκεία έδειξε την ανεπάρκειά της, όχι μόνο επειδή, σε αντάλλαγμα για τη σωτηρία μιας ολόκληρης ύπαρξης, μπορούσε να υποσχεθεί μόνο υγεία έναντι της ασθένειας, αλλά επίσης και πάνω απ' όλα επειδή, για να επιβληθεί ως θρησκεία, η ιατρική έπρεπε να παράγει μια κατάσταση αδιάκοπης απειλής και ανασφάλειας, στην οποία οι ιοί και οι πανδημίες θα διαδέχονταν οι μεν τους δε αδιάκοπα και στην οποία κανένα εμβόλιο δεν εγγυόταν την ηρεμία που η μετάληψη ήταν σε θέση να προσφέρει στους πιστούς.

Το εγχείρημα της δημιουργίας ενός πατριωτισμού του είδους απέτυχε σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά χρειάστηκε η προσφυγή για άλλη μια φορά και με θράσος στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου πολιτικού εχθρού, ο οποίος δεν προσδιορίστηκε τυχαία μεταξύ εκείνων που είχαν ήδη παίξει αυτόν τον ρόλο: Ρωσία, Κίνα, Ιράν.
Η πολιτική κουλτούρα της Δύσης δεν έχει κάνει ούτε ένα βήμα από αυτή την άποψη προς μια διαφορετική κατεύθυνση από αυτή την οποία είχε πάντα ακολουθήσει, και μόνο αν αμφισβητηθούν όλες οι αρχές και οι αξίες στις οποίες βασίζεται, θα είναι δυνατόν να σκεφτούμε διαφορετικά τη θέση της πολιτικής, πέρα από τα έθνη-κράτη και το παγκόσμιο οικονομικό κράτος.

Giorgio Agamben   Εξάγoντας την πέτρα της τρέλας (circa 1494 and circa 1516). 'Εργο του Hieronymus Bosch. Museo del Prado. Φωτ. Wikimedia commons
ΑΠΟ: LIFO - lifo.gr/blogs/almanac
by : tinakanoumegk

«Το ΤΕΕ, από κλειστός Οργανισμός πρέπει να γίνει ένας ανοικτός Δημοκρατικός θεσμός. Για να το πετύχει χρειάζεται η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, με τη δημιουργία σχέσεων και δεσμών αμοιβαίας στήριξης και συμπαράστασης των μελών του. Η αλληλεγγύη είναι η ηθική υποχρέωση παροχής βοήθειας πρώτα απ’ όλα στους αδύναμους:
• Στους ανέργους,
• Στους ετεροαπασχολούμενους,
• Στους μισθωτούς,
• Στους δεινοπαθούντες ελεύθερους επαγγελματίες,
• Στους ξενιτεμένους,
• Στους κλάδους που δεν έχουν επαγγελματικά δικαιώματα.
Αλληλεγγύη σημαίνει πρόγραμμα αντιμετώπισης των ανισοτήτων και εντός των τειχών. Οι Διπλωματούχοι Μηχανικοί είναι ικανοί επιστήμονες «μαστόροι», δημιουργοί στα τεχνικά θέματα.
Το ΤΕΕ θα πρέπει να προωθεί προγράμματα για όλες τις ειδικότητες των μελών του, προκειμένου να αποκτήσουν περαιτέρω δεξιότητες άσκησης του επαγγέλματος, σύμφωνα με τις νέες εξελίξεις και τις απαιτήσεις της αγοράς, που θα πρέπει ν’ ανταποκρίνονται στις ανάγκες της χώρας και του λαού.
Το ΤΕΕ θα πρέπει να επέμβει και η Πολιτεία να θεσμοθετήσει την ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ και την αναγνώριση του ρόλου των Διπλωματούχων Μηχανικών. Εάν η ανάπτυξη δεν είναι ψευδεπίγραφη, η Πολιτεία θα πρέπει να συμπεριφέρεται με σεβασμό και εκτίμηση στις αξίες του Διπλωματούχου Μηχανικού.
Το ΤΕΕ είναι ο σύμβουλος που γνωμοδοτεί και συμβουλεύει το κράτος σε Επιστημονικά, Τεχνικά, Εκπαιδευτικά, Επενδυτικά, Οργανωτικά, Διοικητικά θέματα, καθώς επίσης σε Επαγγελματικά, Συνταξιοδοτικά και Περίθαλψης. Γιατί το κράτος και όχι η κυβέρνηση αποτελούν το πολιτικά οργανωμένο σύνολο ανθρώπων. Διαθέτει υπηρεσίες και έχει πολιτική εξουσία και δομές, όπως τη κυβέρνηση και τις Περιφέρειες.
Το ΤΕΕ θα πρέπει να παρεμβαίνει με επιστημονικά τεκμηριωμένες θέσεις σε θέματα όπως:
• Την αποκέντρωση,
• Την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με την εκπόνηση συγκεκριμένων προγραμμάτων προστασίας του περιβάλλοντος σ’ όλους τους τομείς του πρωτογενούς τομέα, της βιομηχανίας και των υπηρεσιών
• Τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό,
• Την ενέργεια και τα έργα Υποδομής,
• Τον προσεισμικό έλεγχο,
• Την ψηφιακή διακυβέρνηση με τα υποκείμενα επίπεδα της πληροφορικής,
• Την προώθηση και επαναλειτουργία των καταργημένων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων για την κατοχύρωση μισθών αξιοπρέπειας,
• Την αντιμετώπιση της ακρίβειας, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας και της διατροφής,
• Τις ιδιωτικοποιήσεις των κοινωνικών αγαθών (σιδηρόδρομοι, ΔΕΗ κλπ),
• Την υποστελέχωση σε Διπλωματούχους Μηχανικούς των Δημοσίων Τεχνικών Υπηρεσιών των Υπουργείων και της Αυτοδιοίκησης Α’ & Β’ βαθμού.
Δικλείδα ασφαλείας για όλα τα παραπάνω είναι η ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ. Το θέμα της διαφθοράς είναι καθοριστικό σ’ όλα τα όργανα που ασκούν εξουσία και διαχειρίζονται Δημόσιο χρήμα. Το ΤΕΕ ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, θα πρέπει ν’ αποδείξει, ότι το ζήτημα αυτό θ’ αποτελέσει κυρίαρχο όχι μόνο ως προγραμματική θέση, αλλά ως δράσεις και τρόπος λειτουργίας του ιδίου στην άσκηση Χρηστής Διοίκησης.
Επίσης, δεν μπορεί το ΤΕΕ με τον Πρόεδρο και τη Παράταξη του, να συμπεριφέρεται ως συνεργάτης μιας κυβερνητικής πολιτικής και πρακτικής που κωφεύει σε σοβαρά θέματα όπως:
• Το έγκλημα των Τεμπών,
• Τις πλημμύρες της Θεσσαλίας,
• Την πυρκαγιά στο Μάτι,
• Το ξεπούλημα του Ελληνικού, των αεροδρομίων, των λιμανιών και
• Των παρακολουθήσεων.
Τέλος, το ΤΕΕ θα πρέπει ν’ αξιοποιήσει το μεγάλο εργαλείο που λέγεται ταμείο Ανάκαμψης, Ελλάδα 2.0, με όρους διαφάνειας. Όχι εσφαλμένα, η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι γίνεται μεγάλο πάρτυ από την κυβέρνηση και όχι μόνο, μεταξύ ολίγων, ενώ θα μπορούσαν και πρέπει, οι πόροι ν’ αξιοποιηθούν για την αντιμετώπιση των αναγκών της χώρας, του λαού, αλλά και των Διπλωματούχων Μηχανικών».
*
ΑΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΟΥΜΗ
Αρχιτέκτονα,
Υποψήφιου στο ΑΝΩΤΑΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ του ψηφοδελτίου της Παράταξης ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ (ΔΗ.ΣΥ.Μ)
ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΤΕΕ
Μπορεί να είναι εικόνα blueprint, κάτοψη και κείμενο

by : tinakanoumegk


«Στην πραγματικότητα, όταν (του ΝΕΜΟ) του παίρνουν συνέντευξη, λέει: "Η συνειδητοποίηση της ταυτότητάς μου με απελευθέρωσε".
Και ποια είναι αυτή η ταυτότητα;
Το λέει ο ίδιος, φυσικά: Nemo = Nobody (στα λατινικά).
Το όνομα επιλέχθηκε σκόπιμα, επειδή η μόνη ταυτότητα που κάνει κάποιον ελεύθερο εδώ είναι η απουσία ταυτότητας.
Και αυτό είναι φιλοσοφικά άκρως ενδιαφέρον, διότι καθιστά σαφές με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ένα σημαντικό σημείο, το οποίο υπερβαίνει την ευτελή κακογουστιά της Eurovision.
Επομένως, η μόνη ελευθερία που πραγματώνεται είναι να μην είσαι κανείς.
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται πολύ υποβλητικά, new age, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια υποδειγματική εκδήλωση εκφυλισμού των κινήτρων (ή, αν θέλετε, μαχητικού μηδενισμού). Στην πραγματικότητα, το να είσαι κάποιος, το να κατέχεις (και να καλλιεργείς) μια προσωπική ταυτότητα είναι η προϋπόθεση για κάθε ευθύνη, για κάθε προσωπική ακεραιότητα, για κάθε ειλικρίνεια, για κάθε βούληση και σχέδιο, αλλά και για κάθε μορφή διαπροσωπικής αξιοπιστίας.
Όμως όλα αυτά, όλα αυτά τα ηθικά χαρακτηριστικά που αποτέλεσαν τον πυρήνα των προσωπικών αρετών στην πολυποίκιλη ιστορία της ανθρωπότητας, γίνονται πλέον αντιληπτά από την κουλτούρα αυτής της γενιάς ως ένα δυσβάσταχτο βάρος, ένα βάρος.
Η νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα κέρδισε έτσι το παιχνίδι, το σετ και το ματς.
Παραμένουν γύρω μας κενές, ρευστές, εύπλαστες ταυτότητες, οι οποίες στις λίγες "νικηφόρες" περιπτώσεις είναι Nobodies καριέρας, ενώ στη θάλασσα των ηττημένων είναι εναλλάξιμα γρανάζια που το σύστημα μπορεί να τοποθετεί όπου θέλει, για όσο θέλει, χωρίς να συναντά καμία αντίσταση…»
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο, χορεύει και κείμενο που λέει "Nemo = Nessuno (in latino) di Andrea Zhok- 12/05/2024 Fonte:AndreaZhok Fonte: Andrea Zhok"

by : tinakanoumegk


 


Ώριμος καρπός της μακράς θητείας της στην κοινωνιολογική επιστήμη, ο Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος της Ιωάννας Τσιβάκου (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2023) ανατρέχει στη θεωρητική σκέψη των Νέων Χρόνων, επισημαίνει την συνυπαιτιότητα αυτής της τελευταίας στην «έκπτωση του κοινωνικού νοήματος» και διαπιστώνει τη σταδιακή περιαγωγή της από δύναμη αξιακή «σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας» και του ωφελιμισμού. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, η Ιωάννα Τσιβάκου


απάντησε στα ερωτήματα που της έθεσε  ο Κώστας Κουτσουρέλης.

Στα βιβλία σας κινήστε με άνεση σε πολλούς όμορους χώρους των κοινωνικών μορφωμάτων και σχέσεων (τεχνολογία, εργασία, γραφειοκρατία, ταυτότητα, συναίσθημα, ορθολογισμός). Τι σας παρακίνησε αυτή τη φορά να αναμετρηθείτε με την πολύπτυχη, συχνά νεφελώδη, και αιωνίως διαφιλονικούμενη έννοια του νοήματος;

Θά ’λεγε κανείς πως τα θέματα δεν τα διαλέγουμε, μας διαλέγουν. Μέσα από προσωπικές εμπειρίες και μελέτες κάποιες απορίες γεννώνται, που όταν ωριμάσουν έρχονται στην επιφάνεια της συνείδησης και ζητούν απαιτητικά την ενασχόλησή μας μαζί τους. Ακριβώς η ρευστή και διαφιλονικούμενη έννοια του νοήματος ήλκυσε από νωρίς την προσοχή μου. Σε όλες μου τις μελέτες το περιτριγυρίζω, ως κάτι που αναδύεται από την διεπαφή του νου με τα πράγματα του κόσμου. Για παράδειγμα, στο βιβλίο μου Το oδοιπορικό του Εαυτού, που κυκλοφόρησε το 2000, μιλώ εκτεταμένα για το νόημα και πώς μέσω αυτού συγκροτείται ο εαυτός του υποκειμένου. Το αντιλαμβάνομαι ως ενέργεια πνευματική, άυλη, η οποία όμως εμποτίζει τα πράγματα και τα φέρνει στην παρουσία, προικίζοντάς τα με ιδιότητες που δεν θα είχαν χωρίς αυτό. Ιδιότητες που μας αποκαλύπτουν οι διάφορες όψεις των πραγμάτων ανάλογα με το φως που ρίχνει επάνω τους το νόημα.

Υπάρχει το αντικειμενικό, κοινωνικό νόημα, και το υποκειμενικό νόημα. Η σύζευξή τους ή ο αλληλοεπηρεασμός τους είναι από τα θέματα που με απασχόλησαν. Το αντικειμενικό νόημα συνδέεται με τον πολιτισμό μας εποχής. Πώς μια κοινωνία βλέπει τη θέση της στον κόσμο, πώς τον ερμηνεύει και πώς ρυθμίζει τη στάση της απέναντι του. Μια τέτοια οπτική με οδήγησε στην πεποίθηση πως ο τρέχων πολιτισμός μας είναι εμποτισμένος από το νόημα της λειτουργίας, καθώς όλες οι αντιλήψεις μας για τον κόσμο ομνύουν στη χειραγώγησή του, ενώ η ιδιότητα της λειτουργικότητας είναι εκείνη η οποία αναδεικνύεται σε κάθε σχέση υποκειμένου – αντικειμένου. Δεν αναφέρομαι στην εργαλειακότητα και στα αξιοποιούμενα μέσα, αλλά στον ίδιο τον σκοπό της κοινωνικής δράσης και των κοινωνικών σχέσεων. Η σχέση, δηλαδή, υποκειμένου-αντικειμένου, ανεξαρτήτως του είδους του αντικειμένου ─είτε πρόκειται για φυσικό αντικείμενο είτε για τον άλλον άνθρωπο, είτε για κοινωνική οντότητα ή κατάσταση─, διέπεται από την αρχή της λειτουργικότητας, καθώς όλα τα έργα και επιτεύγματά του ανθρώπινου νου έχουν κατακυριευθεί από το νόημα της λειτουργίας. Αυτό υποκρύπτεται στον πυρήνα του κάθε κοινωνικού φαινομένου, με αποτέλεσμα να ανάγεται σε οντικό στοιχείο του κοινωνικού.

Αυτό το τελευταίο, η αναγωγή του νοήματος σε οντικό στοιχείο του κοινωνικού, έθετε επί τάπητος την επαναφορά στον κοινωνικό προβληματισμό της οντολογικής οπτικής. Μια οπτική η οποία καίτοι παραμερίστηκε από την πρόοδο των επιστημών, εν τούτοις ως αναζήτηση της ενδότερης φύσης των πραγμάτων, ιδιαίτερα με την εδραίωση του κοινωνικού κονστρουκσιονισμού, εξακολουθεί να υποφώσκει στον φιλοσοφικό και κοινωνικό στοχασμό. Αφ’ ης στιγμής η αλήθεια σχετικοποιήθηκε, το νόημα (είτε το αντικειμενικό το προσδιοριστικό της κουλτούρας, είτε το υποκειμενικό) ανάγεται σε απώτατο στοιχείο του κοινωνικού εξαναγκάζοντας τον μελετητή των κοινωνικών φαινομένων να αναμετρηθεί εκ νέου μαζί του.

Αυτή σας η τοποθέτηση φαίνεται από τον πρόλογο ήδη, όπου δηλώνετε ότι προσεγγίζετε το θέμα σας από τα μονοπάτια της κοινωνικής οντολογίας. Ποιο περιεχόμενο δίνετε στον όρο, ιδίως στη δεύτερη λέξη του που στις μέρες μας χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως και αντιφατικά;

Η φιλοσοφική σκέψη με την έκρηξη των μαθηματικών και της φυσικής τον 17ο αιώνα και αντιτιθέμενη σ’ έναν καρτεσιανισμό που περιφρονούσε τη Μεταφυσική, εστίασε κυρίως στο φαινόμενο της ύπαρξης, όχι μόνο μιας υπέρτατης μεταφυσικής αρχής αλλά του ίδιου του ανθρώπινου υποκειμένου, όπως και σε ζητήματα σχετικά με την ουσία της αισθητηριακής εμπειρίας αλλά και τη σχέση του κανονιστικού λόγου με την πίστη. Πολλά από αυτά τα ερωτήματα μεταφέρθηκαν στα αναδυμένα ήδη από τον 18ο αιώνα πεδία των κοινωνικών επιστημών, με πρωτεύον ερώτημα τη φύση της κοινωνικής πραγματικότητας. Προϊόντος του χρόνου, το δίλημμα αν μια αντικειμενική πραγματικότητα υπάρχει και δύναται να προσεγγιστεί γνωστικά ανεξάρτητα από τον παρατηρητή (όπως ισχυρίζεται ο θετικισμός) ή εξαρτάται πάντοτε από τη θέση του παρατηρητή (όπως διατείνεται η ερμηνευτική φιλοσοφία) επηρέασε και τις κοινωνικές επιστήμες, όχι τόσο ως οντολογικό ερώτημα όσο ως ερώτημα επιστημολογικό και μεθοδολογικό.

Σε κάθε περίπτωση, τα όρια ανάμεσα στο Είναι της ύπαρξης και στο Συνείναι της κοινωνικής συμβίωσης (ήτοι, στην ουσία των κοινωνικών σχέσεων) δεν ήταν ποτέ τελείως αποσαφηνισμένα, έως ότου οι παλιές διενέξεις μεταξύ φιλοσοφικής και κοινωνικής οντολογίας μετριαστούν, καταλήγοντας σήμερα σ’ έναν συμβιβασμό όπου γίνεται πλέον παραδεκτό πως οι μεν σχέσεις χρειάζονται ουσίες, οι δε ουσίες χρειάζονται σχέσεις.

Το ερώτημα ωστόσο που αναδύεται από την εντρύφηση σε ζητήματα κοινωνικής οντολογίας, δηλαδή ύπαρξης και ουσίας του κοινωνικο-πραγματικού, αντιμετωπίστηκε με δύο διαφορετικές προσεγγίσεις, θα λέγαμε της πολλότητας και της ενικότητας. Κατά την πρώτη, παράγοντες ισοδύναμοι και διακριτοί μεταξύ τους, μέσα από τη σύζευξη και διαπλοκή τους δίνουν υπόσταση στο κοινωνικο-οντικό. Αντίθετα, η δεύτερη αναζητά το ένα βασικό οντικό στοιχείο του κοινωνικού. Μ’ αυτήν την τελευταία θέση συντάσσομαι, θέτοντας το νόημα στη θέση του βασικού οντικού δεδομένου.

Υπό τον ίσκιο του ενικού στοιχείου και δη του νοήματος κινήθηκαν όλοι οι σημαντικοί στοχαστές της κοινωνικής οντολογίας, με βαριά φιλοσοφική σκευή, επιχειρώντας να συσχετίσουν υποκείμενο – αντικείμενο. Το κοινό νοηματικό στοιχείο ανθρώπων και πραγμάτων αναζήτησε ο Μπένθαμ στην ωφέλεια, ο Μαρξ στην εργασία, ο Καστοριάδης στο φαντασιακό, ο Φουκώ στην εξουσία. Εν τούτοις, οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα (από τον Ελίας έως τον Μπουρντιέ, από τον Μπάσκαρ έως τον Γκίντενς, ακόμη και ο Κονδύλης), με παιδεία στον μαρξισμό, εστράφησαν στη λογική της πολλότητας, αναφερόμενοι σε σύμπλεγμα κοινωνικών δομών και ανθρώπινης ικανότητας για δράση (ή δρασιακότητας). Ωστόσο, οι δομές όπως και η ανθρώπινη δρασιακότητα, αν αναλυθούν, παραπέμπουν σε αποκρυσταλλώσεις νοημάτων του παρελθόντος ή του παρόντος.

Αν ήταν να συνοψίσω σε λίγες λέξεις τις 300 σελίδες, τη μερίδα του λέοντος της μελέτης σας, όπου ανατρέχετε στη δυτική οντολογική, φιλοσοφική και κοινωνιολογική παράδοση, θα τις επέγραφα «από την ουσία στη λειτουργία». Και η ίδια περιγράφετε ως εξής την εξελικτική πορεία του νοήματος: «από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό… μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης… που αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι στη δική τους χρηστικότητα». Πώς ακριβώς ενεπλάκη η σκέψη σ’ αυτόν τον σταδιακό εκλειτουργισμό του νοήματος; Εκ των προτέρων, ως εφαλτήριο τρόπον τινά και πηγή έμπνευσης, εκ των υστέρων, ως μέσο νομιμοποιητικό και εκλογίκευση της ιστορικής διεργασίας, με κάποιον άλλο τρόπο;

Θίγετε ένα μεγάλο πρόβλημα, που ο Μαρξ το διατύπωσε ως σχέση δομής-εποικοδομήματος. Πιστεύω στη συνεξέλιξη κοινωνίας και σκέψεως. Ορισμένα άτομα, με νου καλλιεργημένο και ευαίσθητο στα κοινωνικά τεκταινόμενα, συλλαμβάνουν δυνάμεις που έχουν ήδη αρχίσει να ενεργοποιούνται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικο-ιστορικού. Εφ’ όσον κατορθώσουν να δώσουν μορφή σε αυτές τις συλλήψεις τους, να τις μεταφέρουν δηλαδή από το πεδίο των απλών ενδείξεων σε αυτό της έκφρασης (όπως θα έλεγε ο Χούσσερλ) ή από απλές διακρίσεις να τις καταστήσουν νοήμονες παρατηρήσεις (θα έλεγε ο Λούμαν) και από κει κι έπειτα να τις επικοινωνήσουν, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου∙ κι αυτό, διότι, αφενός, ωθούν τη συλλογική συνείδηση να τις προσέξει και να τις επεξεργαστεί και, αφετέρου, συμβάλλουν μέσα από την αλληλεπίδραση νου-κοινωνίας, στην τροποποίηση των κοινωνικών δυνάμεων ή στην επιτάχυνση των κοινωνικών αλλαγών. Όσο πιο ισχυρή είναι η μεταβολή των κοινωνικών δυνάμεων και όσο πιο επαναστατικό είναι το νόημα που εκφέρει ο νους, τόσο σημαντικότερες θα είναι οι κοινωνικές αλλαγές.

Με την προσγείωση του Θεού στα γήινα και την απογείωση του Ορθού Λόγου στα ουράνια κατά τα τέλη του 17ου αιώνα και καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου, η σκέψη του ανθρώπου, έμπλεη δημιουργικής ορμής, εστράφη στη διερεύνηση και καθυπόταξη της φύσης από το ένα μέρος και των δικών του διανοητικών και παραγωγικών ικανοτήτων από το άλλο. Αυτή η στροφή, περιγεγραμμένη ως βαθιά επιθυμία του ανθρώπου για εμμονή στο Είναι του, οδήγησε το άτομο των Νέων Χρόνων στην επίγνωση της ατομικότητάς του αλλά και στην εσωτερίκευση μιας αιτιότητας που διέπεται από αμιγώς λειτουργικό νόημα. Εν ολίγοις, σε τι ενέργειες θα προχωρήσει για την επίτευξη των σκοπών του. Το αντικείμενο επιμερίστηκε βάσει επιλεγμένων χαρακτηριστικών σε μέρη από μιαν υπολογιστική λογική και ανασυστήθηκε σε έννοια βάσει αυτών. Μια τέτοια νοηματική επιλογή, στις ακρότατες συνέπειές της, οδήγησε πολύ αργότερα στον πεσιμισμό του Χάιντεγκερ για τη σκέψη της αναπαράστασης. Χωρίς να συμμεριζόμαστε έναν τέτοιον πεσιμισμό, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως όταν η σκέψη έπαψε να βλέπει το αισθητό αντικείμενο θέτοντας στη θέση του μιαν έννοια ποσοτική και ικανή να υπολογιστεί, συντονιζόταν με τις αναγκαιότητες του βιομηχανισμού προωθώντας εκούσια ή ακούσια την εγκατάσταση του τελευταίου. Ο τελευταίος χρειαζόταν όχι μόνο την απόσπαση των εργαζομένων και των φυσικών υλικών από τις γενέθλιες τους κοινότητες και την ακύρωση της πολυμορφίας τους, αλλά την ανωνυμία και διαιρετότητά τους, όπως και την μετατροπή τους σε μετρήσιμους πόρους μιας κοινωνίας που αργά αλλά σταθερά μεταλλασσόταν σε δίκτυο λειτουργικών σχέσεων.

Στην αναδρομή σας οι κύριοι σταθμοί στην, κατά τις γενικές της γραμμές, κατιούσα κλίμακα του στοχασμού που διολισθαίνει προς τον εκλειτουργισμό του νοήματος είναι κατά σειρά, ο Αριστοτέλης και οι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Σπινόζα, οι Βρετανοί κυρίως ατομικιστές και ωφελιμιστές στοχαστές, ο Έγελος και ο Μαρξ, θιασώτες του οντολογικού ολισμού, οι Βέμπερ και Ζίμμελ, εκ των ιδρυτών της κοινωνιολογίας, και τέλος, κάποιοι νεώτεροι διανοητές όπως ο Καστοριάδης, ο Μπουρντιέ, ο Φουκώ, ο Νίκλας Λούμαν. Υπάρχουν αντίρροπες τάσεις όλη αυτή την περίοδο, φιλόσοφοι που αντιστρατεύθηκαν ενεργά τον εκλειτουργισμό; Και αν ναι, γιατί η δική τους επιρροή υπήρξε αναντίστοιχη;

Ο σύντομος σχολιασμός στον Αριστοτέλη και στους Πατέρες έγινε ακριβώς για να δείξει τη μεταβολή που συντελέστηκε στη σκέψη με τη μετάβαση από τη Μεταφυσική των αρχαίων χρόνων και της ύστερης αρχαιότητας ─όταν οι έννοιες της ουσίας και της υπόστασης δέσποζαν─ σε μιαν κοινωνική οντολογία όπου η οντότητα κοινωνία κατέστη αντικείμενο ρευστό, χωρίς ουσία, χωρίς οντικό στοιχείο ικανό να την υποστασιοποιεί. Ακριβώς, δε, η θεώρηση της κοινωνίας ως κάτι ρευστού, υποκείμενου στις συνεχείς αλλαγές του γίγνεσθαι, με οδήγησε στο να επιλέξω εκείνες τις θεωρίες στις οποίες κυριαρχούσε το γίγνεσθαι, τις διαδικαστικές. Όπως από την Εισαγωγή δήλωσα, σκοπός μου δεν ήταν να εισέλθω στα χωράφια της φιλοσοφικής οντολογίας, αλλά της κοινωνικής, γι’ αυτό και επικέντρωσα την προσοχή μου στον 20όν αιώνα κυρίως σε κοινωνιολόγους, αφού μόνο κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως αρχές του 20ού συγκροτήθηκε σε επιστήμη η κοινωνιολογία.

Πιο συγκεκριμένα. Ξεκίνησα με την παραδοχή πως στον Διαφωτισμό το παίγνιο της σκέψης έλαβε χώρα ανάμεσα σε μια Μεταφυσική που εκλάμβανε ως αληθινή πραγματικότητα τον κόσμο του υπερβατικού ή του εκείθεν, και σε μια νέα επιστημονική γνώση που θεωρούσε ως μόνο αληθή τον κόσμο της εμμένειας, ήτοι του εντεύθεν. Για να απεικονιστεί αυτή η μετάβαση πάνω στην έννοια του νοήματος, δεν προχώρησα σε κριτική φιλοσοφική εντρύφηση, αλλά στην ανάδειξη της εμμένειας από τον Σπινόζα αρχικά, και στην κοινωνική οντολογία των φιλελεύθερων στοχαστών, του Μαρξ συμπεριλαμβανομένου. Επιχείρησα να δείξω, πως παρά την κλίση τους για έναν επιστημονικό ορθολογισμό, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από ορισμένες υπερβατικές αρχές, παρότι προσπάθησαν να τις ενδύσουν με ορθολογικά ενδύματα, έτσι, ο μεν Μπένθαμ θεώρησε την ωφέλεια ως υπέρτατη ανθρωπολογική αρχή, ενώ ο Μαρξ έθεσε ως αξιωματική αρχή του κοινωνικού γίγνεσθαι την έννοια της εργασίας.

Τον 20ό αιώνα το διαφωτιστικό δίλημμα έχει απομακρυνθεί και από τη φιλοσοφία και από την κοινωνιολογία, μιας και η λειτουργική ορθολογικότητα έχει καταλάβει όλα τα πεδία του επιστητού, είτε ως κάτι θετικό είτε ως κάτι αρνητικό. Στη μεν φιλοσοφία το κίνημα του λογικού θετικισμού του Κύκλου της Βιέννης και του αμερικανικού πραγματισμού ήλθαν ως υποστηρικτές του λειτουργισμού, ενώ της φαινομενολογίας, του υπαρξισμού, του μεταδομισμού και αποδομισμού, ως αρνητές αυτής. Καθώς όμως σκοπός του βιβλίου ήταν η ανίχνευση του νοήματος στα πεδία της κοινωνιολογίας, τα φιλοσοφικά ρεύματα του 20ού δεν εισήλθαν στην ανάλυση παρά μόνο τα κοινωνιολογικά. Παρά ταύτα, όσες φορές η κοινωνιολογική σκέψη αναφερόταν σε κάποια από αυτά, όπως συνέβη με τον Λούμαν και τις συγγένειες της σκέψης του με τις αντίστοιχες του Χούσσερλ ή του Ντεριντά, έγινε έστω και εν συντομία μνεία αυτών τονίζοντας τον αντιλειτουργισμό τους. Από τις εξαιρέσεις είναι κάποιοι στοχαστές που πατούν σε δύο βάρκες, και της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας, όπως ο Καστοριάδης, ο Φουκώ και ο Σερλ. Στον τρόπο που οι συγκεκριμένοι στοχαστές πραγματεύονται το νόημα σταθήκαμε για έναν πολύ σημαντικό λόγο: για τη στενή συνύφανση στην οποία προβαίνουν του νοήματος και δη του αντικειμενικού, με τους κοινωνικούς θεσμούς. Η ερμηνεία τους για το νόημα αποδεικνύει τη στοιχειακή του ενεργειακή δυναμική για την οικοδόμηση των θεσμών. Όσον αφορά τη σύγχρονη κοινωνιολογική σκέψη, δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι έξω από τη λειτουργική προοπτική. Η θεωρία των κοινωνικών δικτυώσεων στην οποία το βιβλίο αναφέρεται είναι θα έλεγα το πιο πρόσφατο κοινωνιολογικό ρεύμα, με έκδηλη τη λειτουργοποίηση του νοήματος. Για να σας δείξω την άλωση της κοινωνιολογίας από τη λειτουργική οπτική, θα φέρω ως παράδειγμα την πρόταση της καθηγήτριας Σούζαν Χάλφορντ του πανεπιστημίου του Μπρίστολ και συνδιευθύντριας του Κέντρου ESRC για το Κοινωνιοψηφιακό Μέλλον. Η Χάλφορντ, απέναντι στην παρατηρούμενη ύφεση της κοινωνιολογικής σκέψης, αντιτάσσει την κοινωνιολογική ανάλυση και ανασύνθεση των μεγάλων δεδομένων, ώστε, δι’ αυτού του τρόπου, να καθίσταται δυνατόν να εξάγονται συμπεράσματα για τα σημαντικά κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν τον καιρό μας.

Αναφέρεστε, όπως είπα, διά μακρών στον Καστοριάδη, κάνετε μνεία στοχαστών όπως ο Χρ. Γιανναράς και ο Στ. Ράμφος. Σχετίζεται, και πώς, η δική σας οντολογία με ανάλογες θεωρητικές προσπάθειες άλλων Ελλήνων διανοητών, με την κοινωνική οντολογία του Κονδύλη λ.χ., ή την οντολογία της σχέσης του Γιανναρά;

Όπως διευκρίνισα ήδη απαντώντας σε προηγούμενη ερώτησή σας, στο κέντρο του πραγματείας τίθεται η φύση των κοινωνικών οντοτήτων και μια από αυτές είναι οι κοινωνικές σχέσεις. Πραγματευόμενη το ζήτημα των σχέσεων από την οπτική της ορθοδοξίας έκανα μνεία σε κάποιες θέσεις του Γιανναρά ή του Ράμφου, όμως οι συγκεκριμένοι στοχαστές δεν είναι κοινωνιολόγοι, γι’ αυτό και δεν εισήλθα σε ανάλυση των απόψεών τους. Για τον Καστοριάδη, σας είπα ήδη, πως η ερμηνεία του για τους θεσμούς και το νόημα των φαντασιακών σημασιών που τους συνοδεύει, κρίνω πως είναι από τις πιο παραγωγικές συμβολές για την κατανόηση του θεσμικού φαινομένου. Ο Καστοριάδης κάνει κοινωνική οντολογία, θέτοντας το ζήτημα του νοήματος σε πρώτο πλάνο, εξ ου και η επιχειρηθείσα προσέγγισή του.

Όσον αφορά τον Κονδύλη, είναι αλήθεια πως είναι ο μόνος Έλληνας που επέμεινε σε ζητήματα κοινωνικής οντολογίας, συνεισφέροντας στον σχετικό προβληματισμό με το τελευταίο, ογκώδες, καίτοι ανολοκλήρωτο έργο του, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Όμως δεν έθιξα την προσέγγιση του Κονδύλη διότι εκκινεί από διαφορετικές επιστημολογικές και μεθοδολογικές προκείμενες από μένα. Ο Κονδύλης, με θεωρητικά υποστυλώματα στον μαρξισμό, χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία ως «μαζική κοινωνία», θεωρώντας τις ποικίλες κοινωνιολογικές θεωρήσεις ως ιδεολογικά κατασκευάσματα αυτής. Για να αποκαλύψει, δε, τις εν λόγω ιδεολογικές προκαταλήψεις, προχωρεί σε αναδίφηση του κοινωνικού θέτοντας στο μικροσκόπιο της έρευνάς του τρεις αλληλοσυσχετιζόμενες οντικές πτυχές αυτού: τις κοινωνικές σχέσεις, το πολιτικό και τον άνθρωπο. Είναι, δηλαδή, οπαδός της πολλότητας των οντικών παραγόντων για τη σύλληψη της φύσης του κοινωνικο-πραγματικού. Για μένα, βρισκόμενη εγγύτερα στην ερμηνευτική και φαινομενολογική παράδοση, επιμένω πως το οντικό στοιχείο δεν μπορεί παρά να είναι ένα. Χωρίς κοινό στοιχείο θα ’ταν αδύνατη η διαπίστωση σχέσεως μεταξύ ανόμοιων ως προς την φύση τους οντοτήτων, κι αυτό είναι το νόημα, ένα φως με το οποίο ο ανθρώπινος νους φωτίζει τα πράγματα. Το νόημα πλημμυρίζει την ύπαρξη και του ανθρώπου και των κοινωνικών σχέσεων κι ακριβώς γι’ αυτό καθίσταται δυνατή η μεταξύ τους συνέργεια.

Αν κατά τον Κονδύλη η σχέση κυμαίνεται μεταξύ φιλίας και νείκους, τούτο σημαίνει πως κυμαίνεται ανάμεσα σε συναισθήματα που ο ανθρώπινος νους επεξεργάζεται. Το ίδιο κι όταν αναφέρεται στον άνθρωπο. Γι’ αυτό, κι όταν φθάνει να αναγνωρίσει ως ανθρωπολογικά δεδομένα ─καθοριστικά του μηχανισμού της κοινωνικής σχέσης (βλ. Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος» σ. 287)─ την κοινωνικότητα και την θνητότητα, εξαναγκάζεται να παραδεχτεί πως στο πεδίο των σχέσεων και υπό την επίδραση των ανθρωπολογικών δεδομένων, διαμορφώνεται η ανθρώπινη ανάγκη για ταυτότητα και νόημα. Όμως, ο Κονδύλης, μετά από αυτήν την παραδοχή, δεν επιμένει στο νόημα, αλλά, επιθυμώντας να συνδέσει την κοινωνική του οντολογία με τη θεωρία του της απόφασης, συνεχίζει λέγοντας πως από κει και πέρα, η ανάγκη για ταυτότητα και νόημα συγχωνεύεται με την αρχή της αυτοσυντήρησης και την ανάδυση της εξουσίας, εξ ου και η τοποθέτηση του πολιτικού στα οντικά δεδομένα της κοινωνικής του οντολογίας.

Συνεπώς, από την αφετηρία ήδη των συλλογισμών μου υπάρχει μια σημαντική διαφορά με τον Κονδύλη. Η δική μου θέση δεν είναι πως τα γραπτά της κοινωνικής οντολογίας υπηρετούν ιδεολογικά τη σύγχρονη κοινωνία (μαζική ή νεοφιλελεύθερη), αλλά πως συντελούν στη διαμόρφωσή της και συνεξελίσσονται μαζί της βάσει του περιεχομένου του νοήματος που έχουν επιλέξει για την οικοδόμησή της. Μια τέτοια αρχική διαφωνία με εμπόδισε να συζητήσω μ’ ένα ανολοκλήρωτο έργο, ίσως λόγω του σεβασμού που τρέφω στον συγγραφέα του. Ένας σεβασμός που υπερβαίνει επίσης τη αντιγνωμία μου για τον μηδενισμό του Κονδύλη. Ο Κονδύλης είναι υπέρμαχος του μηδενισμού καθώς ανήκει στη Σχολή της Απόφασης (βλ. ενδεικτικά το έργο του Φρανσουά Λαρουέλ), η οποία επιχειρεί μέσω μιας μη φιλοσοφικής έννοιας, αξιολογικά ουδέτερης, της απόφασης, να υπερβεί το πρόβλημα του διαφοράς μεταξύ πνεύματος και αισθητών αντικειμένων που ταλάνισε κατά τη γνώμη του επί μακρόν την ιστορία των ιδεών. Αντίθετα, προσωπικά, αφενός δεν πιστεύω στην αξιολογική ουδετερότητα του μελετητή και, αφετέρου, δεν είμαι οπαδός της υπέρβασης των διαφορών αλλά της συνύπαρξης και του αμοιβαίου εμπλουτισμού τους, όπως μας τις φανερώνει η εκάστοτε διπλή όψη του νοήματος.

Το βιβλίο σας θα μπορούσε να αναγνωσθεί και ως κριτική του καπιταλισμού και των παραφυάδων του, τον οικονομισμό, τον ηδονισμό, τον άκρατο ατομοκεντρισμό. Πολλά είναι τα σημεία στα οποία οι διαγνώσεις σας συμπίπτουν με εκείνες της Κοινωνίας της ορθοπεταλιάς του Γιάννη Καλιόρη, λ.χ. Κρατάτε όμως αποστάσεις από αυτόν τον τρόπο ανάγνωσης. «Το λειτουργικό νόημα δεν είναι σφυρηλατημένο», γράφετε, «από την έλλογη απόφαση κάποιων εξουσιαστικών κέντρων· δεν οφείλεται στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές… προηγείται εκείνων».

Προτού σας απαντήσω, μια διευκρίνιση. Γράφω πως το λειτουργικό νόημα προηγείται των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, διότι θεωρώ τις τελευταίες ως απόρροιες του καπιταλισμού. Αντίθετα, υποστηρίζω πως καπιταλισμός και λειτουργικό νόημα συγχρονίστηκαν και αλληλοδιαμορφώθηκαν. Ας έλθω, λοιπόν, στο ερώτημά σας.

Το ότι δεν δίνω προτεραιότητα στις δυνάμεις εξουσίας ή τις παθογένειες του καπιταλισμού και τις επιπτώσεις τους πάνω στον ψυχισμό του ατομοκρατούμενου εγώ έναντι των ιδεών, συνιστά ουσιώδη διαφορά του Περίπλου εν σχέσει με κείμενα που υπαινίσσεστε. Ο Περίπλους δεν πραγματεύεται τα κοινωνικο-οικονομικά αδιέξοδα του νεοκαπιταλισμού ή της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας των αγορών. Απομακρύνεται πλήρως από μια νεομαρξιστική ανάλυση καθώς δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων και κέντρων ισχύος, αλλά επιχειρεί να επαναφέρει στη συζήτηση θέματα κοινωνικής οντολογίας διερωτώμενος για το Είναι των κοινωνικών οντοτήτων. Ένας τέτοιος προβληματισμός οδήγησε την πραγματεία στο να θέσει στο τραπέζι της ανάλυσης την ίδια την φιλοσοφικο-κοινωνιολογική θεωρία, το νόημα που επεξεργάστηκε και με τη βοήθεια του οποίου ερμήνευσε τις σχέσεις υποκειμένου – αντικειμένου. Η ανάδειξη του νοήματος ως ενέργειας ωθούσας στη χρηστική ορθολογικότητα, ανέδειξε την ουσία του τρέχοντος πολιτισμού, ενώ, ταυτόχρονα, άνοιξε τον δρόμο για μιαν οντολογική προσέγγιση της τεχνολογίας.

Μπορεί ο καπιταλισμός να χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση του κεφαλαίου, τις σχέσεις παραγωγής ανάμεσα σε κεφάλαιο και μισθωτή εργασία, τον ανταγωνισμό της αγοράς, το σύστημα των τιμών και άλλα, ή η νεοφιλελεύθερη εκδοχή του να ταυτίζεται με την απoρρύθμιση της αγοράς και του κράτους προνοίας, την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, την παγκοσμιοποίηση και την καταστροφή κάθε συλλογικότητας εν ονόματι της ατομικής ελευθερίας. Όμως, το γεγονός ότι οι άνθρωποι αδιαφορούν για τα δεινά τους, όπως τα παρουσιάζει η φιλοσοφικο-κοινωνιολογική ανάλυση (έχω στο μυαλό μου τις διακηρύξεις περί διακυβερνητικότητας και την υποταγή του ανθρωπίνου σώματος στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς της θεραπείας, σωματικής άσκησης και υγιεινής), δείχνει πως κάτι βαθύτερο ελλοχεύει στις καπιταλιστικές πρακτικές, κι αυτό το κάτι είναι ο πολιτισμός που αυτές εδραίωσαν και βασιλεύει. Ένα είδος πολιτισμού σμιλεμένου από την ίδια τη σκέψη, που ομνύει στη λειτουργικότητα και στις χρηστικές ανάγκες, γι’ αυτό και είναι αναποτελεσματική η πολιτική του αντιμετώπιση.

Οι ιδέες του λειτουργικού πολιτισμού, ακόμη κι αν τις θεωρήσουμε αξιώσεις ισχύος, υπηρετούν τη λειτουργικότητα∙ μια λειτουργικότητα που εγκαταστάθηκε στη λειτουργική τάξη, ήτοι στην καρδιά των κοινωνικών συστημάτων (οργανώσεων και θεσμών). Κι είναι ακριβώς πάνω στο πεδίο της λειτουργικής τάξης που γεννάται και αναπτύσσεται η εκάστοτε τεχνολογία, η οποία, στις μέρες μας έχει λάβει τη μορφή μιας πανίσχυρης γλώσσας. Όταν επιχειρήθηκε να αντληθεί η ερμηνεία της μέσα από την προοπτική του καπιταλισμού, ήταν αδύνατον να συλληφθεί η ατιθάσευτη ισχύς και η εξελικτική της δυναμική. Για να εξηγηθούν αυτά τα τελευταία θα πρέπει κανείς να αναδράμει στο είδος του πολιτισμού που την εκτρέφει.

Από την πλευρά των απολογητών των τωρινών συνθηκών εύκολα μπορώ να φανταστώ την ένσταση: η κριτική σας στον εκλειτουργισμό συνιστά μια αντεστραμμένη συνηγορία της παλαιάς ουσιοκρατίας, μια νοσταλγική ανάκληση της παραδοσιακής μεταφυσικής και των κοινωνικών σχέσεων που την έθρεψαν. Τι θα απαντούσατε;

Κατ’ αρχάς θα του έλεγα να ξαναδιαβάσει τον Πρόλογο του βιβλίου. Εκεί αναφέρω πως: «Η εστίαση στο Είναι δεν υπονοεί την πίστη σε μιαν υπερφυσική, απερίσταλτη και μη αναγώγιμη ουσία∙ υπονοεί όμως μιαν απάντηση στο ερώτημα ‘τι είναι κάτι”, από τι συνίσταται. Κι αυτό το κάτι, ιδιαίτερα για την ανθρώπινη διάνοια και για την κοινωνία γενικότερα, είναι μια σταθερή μεν μορφή αλλά μεταβαλλόμενη ως προς το περιεχόμενό της “ουσία” […] Το νόημα συνιστά ενέργεια, διαμορφωτική των κοινωνικών οντοτήτων, ενώ, ταυτόχρονα, υφίσταται μεταβολές υπό την επίδραση των τελευταίων». Προφανώς και δεν προχωρώ στην ανάλυση του όρου ενέργεια, διότι τότε θα έπρεπε να ανατρέξω στη σύγχρονη φυσική. Όμως, ένας σύγχρονος μορφωμένος άνθρωπος, χωρίς να είναι φυσικός, γνωρίζει πως η «ενέργεια» δηλώνει εκείνη τη δύναμη που δύναται να τροποποιεί τη μορφή ενός πράγματος. Υπ’ αυτήν την ερμηνεία την χρησιμοποίησαν οι προσωκρατικοί αλλά και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Στα λίγα που ανέφερα για τη χριστιανική διδασκαλία και την Αγία Τριάδα, είπα πως το Άγιο Πνεύμα συλλαμβάνεται ως η θεϊκή ενέργεια που μας επιτρέπει, μεταμορφώνοντάς μας εσωτερικά, να προσεγγίσουμε όχι τη φύση του Θεού, αλλά την αγάπη ως βασική του ιδιότητα.

Θα πρόσθετα, πως κάθε πολιτισμός γίνεται αντικείμενο μελέτης μέσα από τις έννοιες που συγκροτεί. Εδώ, προσωπικές στάσεις όπως η «αντεστραμμένη συνηγορία» ή η «νοσταλγία» δεν εμφιλοχωρούν. Είμαστε όλοι παιδιά της εποχής μας και αντικρίζουμε τα πράγματα με τα διανοητικά όπλα της εποχής μας. Λίγοι στοχαστές έχουν τη δύναμη να διακρίνουν τι κυοφορείται στα υπόγεια του όντος πραγματικού, να το παρατηρήσουν και να το αναδείξουν καίτοι είναι ακόμη σκεπασμένο με τις μεμβράνες του εμβρύου. Όμως η αναδίφηση της ιστορίας των ιδεών και δη ιδεών που συνέλαβαν και ερμήνευσαν διαχρονικές κοινωνικές οντότητες και συμπεριφορές ─όπως οι κοινωνικές σχέσεις, οι θεσμοί, η ηθική, η γλώσσα, η πολιτική ή η τεχνική─, μας βοηθά να προβούμε σε συγκρίσεις, να στοχαστούμε πάνω σε κάποια ουσιώδη που ανέδειξαν στον καιρό τους οι προηγούμενοι πολιτισμοί και βοήθησαν το ανθρώπινο είδος να επιβιώσει και να ευημερήσει. Η ουσιοκρατία, όχι ως φιλοσοφικό ρεύμα, αλλά ως αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας ενός πράγματος που το κάνει να είναι αυτό που είναι, δεν έπαψε να ισχύει. Ακόμη και οι αποδομιστές δεν μιλούν για ανυπαρξία του Είναι αλλά για το απροσπέλαστο της γνώσης του, καθώς μόνο αντίτυπα, δηλαδή αναπαραστάσεις του πραγματικού μπορούμε να συλλάβουμε. Όταν κάποιος μας αναλύει ένα οποιοδήποτε φαινόμενο, ακόμη κι όταν εκφέρει έναν λόγο με απαίτηση αληθείας, αμέσως θα αναρωτηθούμε ποια είναι η ουσία του, τι κρύβεται πίσω από τα λεχθέντα. Αμέσως, δηλαδή, αναζητούμε το νόημά του, εξ ου και το νόημα είναι η «ουσία» που καθορίζει τη φύση των όντων.

Η κριτική σας στον εκλειτουργισμό και τις συνέπειές του (χρησιμοθηρία των κοινωνικών σχέσεων, ψυχική αποστέγνωση, απαξίωση του συλλογικού βιώματος, μαρασμός της αυθορμησίας και των πηγαίων δημιουργικών ορμών, του παιχνιδιού, του ονείρου, της φιλίας κλπ.) θυμίζουν τις τοποθετήσεις των ποιητών της νεωτερικότητας κατά του σύγχρονου τρόπου ζωής, του Ρίλκε ή του Γέητς ή των υπερρεαλιστών, για παράδειγμα. Βρίσκετε ότι η τέχνη εξακολουθεί να αποτελεί ψυχικό αντίβαρο στον γενικό εκλειτουργισμό σήμερα; Ή μήπως απορροφάται και αυτή σταδιακά από την περιρρέουσα ατμόσφαιρά του;

Εσείς, ένας καλλιτέχνης βάζετε εμένα, κάποιαν μη καλλιτέχνη, να μιλήσω για την τέχνη! Εν πάση περιπτώσει, εφόσον δεχτούμε πως η τέχνη, όπως εγώ τη νοιώθω, τρέφει και να αναπαύει την ανθρώπινη ψυχή∙ μας παίρνει από το χέρι άλλοτε βίαια και άλλοτε με μεγάλη τρυφερότητα για να μας εξαγνίσει από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις περί αμαρτίας και κακού∙ αποκαθαίρει τον νου από τα απόβλητα του καθημερινού μόχθου, από συναισθήματα εχθρότητας και μνησικακίας, τότε θα πρέπει επίσης να δεχτούμε πως αυτή η θεραπευτική πρακτική της τέχνης δεν θα πάψει να συμβαίνει, διότι την έχουμε απόλυτη ανάγκη. Κάθε πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τις δικές του μορφές τέχνης, όλες όμως αποσκοπούν στην αρμονική συνάρθρωση του αισθητού με το πνευματικό, γι’ αυτό και όλες οι μορφές τέχνης, παρά τα εθνικά τους γνωρίσματα, είναι οικουμενικές.

Άλλωστε, αυτή η αποστολή της τέχνης κάνει τον Τζων Σερλ να διαχωρίζει τα έργα τέχνης από τα τεχνήματα. Τα τελευταία, ανεξαρτήτως της φύσης τους, η δομή και προφανώς η μορφή τους υπαγορεύεται από τη λειτουργία που τους αποδίδουμε κατά την κατασκευή τους, δηλαδή από το επικρατούν είδος της χρηστικής ορθολογικότητας. Δηλαδή, η ίδια τους η λειτουργία διέπεται από νόημα στραμμένο στη χρήση τους –ωφελιμιστική ή αισθητική (π.χ., τα εργαλεία μιας επαγγελματικής δραστηριότητας ή οικιακής χρήσης). Για τον Σερλ, και προφανώς και για μας, δεν ισχύει το ίδιο για τα αντικείμενα τέχνης.

Όμως, σήμερα, παρά τις αντιστάσεις της τέχνης, εξ ου και η εμφάνιση μέσα σε λίγες δεκαετίες τεχνοτροπιών μεγάλης ποικιλίας, η διαφυγή της από τον λειτουργισμό στάθηκε σχεδόν αδύνατη. Αφ’ ης στιγμής μεγάλο μέρος της τέχνης αγκαλιάστηκε από την ψηφιακή τεχνολογία ─κυρίως η ζωγραφική και δευτερευόντως η μουσική─ ήταν μοιραίο να ταυτιστεί με τη γλώσσα του υπολογιστή και να υποκύψει στις σκοπιμότητες των αλγορίθμων του. Όπως οι αφηγήσεις υποκειμενικών συναισθηματικών βιωμάτων και οι φωτογραφίες των χρηστών οι αναρτώμενες στα κοινωνικά μέσα μιμούνται την τέχνη, το ίδιο και η τέχνη. Υιοθετώντας τις ψηφιακές δυνατότητες, μετατρέπεται σε θεραπαινίδα των επιστημονικών τεχνικών που δεσπόζουν στο διαδίκτυο. Μετατρεπόμενα με τη βοήθεια της ψηφιακότητας τα καλλιτεχνικά έργα σε τεχνήματα προς άμεση χρήση, υποκύπτουν σε μια χρηστική ορθολογικότητα κρυμμένη πίσω από ευανάγνωστες συμβολικές μορφές, μαρτυρώντας πως στην ουσία δεν αποτελούν παρά σήματα μηχανισμών εξουσίας οι οποίοι, αξιοποιώντας τις επιστημονικές μεθόδους του μάρκετινγκ και των τεχνικών προώθησης πωλήσεων, ενδιαφέρονται για την εξυπηρέτηση των ιδίων συμφερόντων.

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου σας είναι αφιερωμένο στην συμπλοκή της τεχνολογίας και του νοήματος. Με όλο αυτόν τον θόρυβο για την επικείμενη ή ήδη τετελεσμένη ανάρρηση της τεχνητής νοημοσύνης, αναρωτιέται κανείς αν νοείται σήμερα νόημα εκτός τεχνολογίας, αν είναι δυνατό καν να θεμελιωθεί νόημα ερήμην της. Πού στηρίζεται η δική σας πίστη ότι η ανθρώπινη σκέψη μπορεί πράγματι να σταθεί φραγμός στο ορμητικό ρεύμα των καιρών; Διότι αν πράγματι κάποτε ήταν παράγοντας ικανός να θέτει σε κίνηση την ιστορία, σήμερα είναι μάλλον στο περιθώριο. Μήπως για την έξοδο από το αδιέξοδο, αν υποτεθεί ότι τέτοια υπάρχει και ότι μας είναι προσιτή, θα πρέπει να ανατρέξουμε σε βιοψυχικά στρώματα βαθύτερα του στοχασμού ή και της ίδιας της βούλησης και της ενσυνείδητης κρίσης; Ή και να αφεθούμε εντελώς στις δίνες της ιστορίας;

Κατ’ αρχάς θα μου επιτρέψετε μια μικρή διόρθωση. Πουθενά στο βιβλίο μου δεν εκφράζω κάποια πίστη ότι η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να σταθεί φραγμός στον πλήρη εκλειτουργισμό του νοήματος που βρίσκει πλέον την πλήρη του ανέλιξη στην τεχνολογία. Ίσα-ίσα, που επιχειρώ να δείξω τη θριαμβευτική πορεία της τεχνολογίας, η οποία οικοδομείται πάνω στις λειτουργικές τάξεις όλων των κοινωνικών συστημάτων. Εκείνο που επισημαίνω είναι πως η λειτουργική τάξη δεν αποτελείται μόνο από υλικά αντικείμενα και συμβολικούς λειτουργικούς κωδικούς, αλλά ενυπάρχει σ’ αυτήν και η ανθρώπινη δρασιακότητα. Το γεγονός αυτό, παρότι ωθεί το ανθρώπινο υποκείμενο να υποταχθεί σε λειτουργικές επιλογές, δυνάμει του δίνει την ευκαιρία να παρέμβει στη λειτουργική ορθολογικότητα σε περίπτωση που οι δρώντες εναγκαλιστούν ένα διαφορετικό νόημα. Πουθενά όμως δεν εκφράζω την πίστη για την ευόδωση αυτής της ευκαιρίας.

Εκείνο που ίσως σας ώθησε σε μια τέτοια εκτίμηση, είναι οι σκέψεις μου στο ακροτελεύτιο κεφάλαιο. Με δεδομένο ότι η σκέψη και κυρίως η κοινωνική οντολογία είναι συνυπεύθυνη για το επικρατούν είδος νοήματος, εγκαταλείπω για λίγο την περιγραφική μέθοδο και προβαίνω σε μιαν υπόδειξη τρόπον τινά για το δέον γενέσθαι. Ενώ η κοινωνιολογία και η κοινωνική οντολογία ασχολούνται με το νόημα που αναπτύσσεται και καθοδηγεί τις κοινωνικές οντότητες, δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ ─εξόν από τη σχολή της συμβολικής αλληλόδρασης─ με το νόημα το αναπτυσσόμενο στις καθημερινές πρακτικές του συνηθισμένου ανθρώπου. Η ανίχνευση αυτού του νοήματος και η φανέρωσή του, η μελέτη των ιστορικών του καταβολών και των τρόπων που διαπερνά σκέψεις και συμπεριφορές και η διερεύνηση της πιθανής αγκίστρωσής του σε βαθύτερα κοιτάσματα της συνείδησης, ίσως αποκαλύψουν την άλλη όψη του ισχύοντος νοήματος, την κρυφή όψη που μας νεύει ως διαφορά σε κάθε νοηματική επιλογή, συντελώντας έτσι στην αναθεώρηση των κεντρικών σημασιών του πολιτισμού μας.

«Αισιοδοξώ στις μέρες μας δεν σημαίνει ελπίζω για το καλύτερο· σημαίνει προσδοκώ το θαύμα», έγραψε για την εποχή μας ένας σφοδρός επικριτής της, ο Νικολάς Γκόμες Ντάβιλα. Θα ήθελα να κλείσουμε με αυτό: Αισιοδοξείτε;

Θα σας απαντήσω με την εικόνα που τελειώνει το μυθιστόρημά του Ο ταξιδιώτης του Αιώνα ένας άλλος Νοτιοαμερικανός, ο Αντρές Νέουμαν. Ο πρωταγωνιστής, μέσα σε μια άμαξα που ταξιδεύει σπρωγμένη από έναν θυελλώδη άνεμο, καθαρίζει το τζάμι του παραθύρου της άμαξας, βγάζει το κεφάλι του έξω και νιώθει τον άνεμο να τον καλωσορίζει. Αυτός ο άνεμος της ζωής βουίζει στ’ αυτιά μου και βγάζοντας το κεφάλι μου έξω από την άμαξα της λειτουργικότητας, τον καλωσορίζω. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αισιοδοξία.

ΑΠΟ: https://neoplanodion.gr/2023/06/14/tsivakoy-synenteuxi/