Νικαίας εγκώμιον
*
του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Οι θεολογικές εκδηλώσεις, προφανώς, θα είναι αρκετές. Στο σημείωμα αυτό ας θυμηθούμε την κάποτε λαμπρή ελληνική πόλη της Βιθυνίας, που γνώρισε κι αυτή τις συνέπειες της κατάκτησης και του εξανδραποδισμού, μέσα από το εγκώμιο που έγραψε ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, τον καιρό που η πόλη ήταν έδρα του εξόριστου βυζαντινού κράτους (μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, την 13η Απριλίου 1204) και το οποίο σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση παραθέσαμε στο βιβλίο Το στέμμα των αυγών (Καστανιώτης, 2020). Το 1331, μετά από τριετή πολιορκία, η Νίκαια έπεσε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών. Έκτοτε παρήκμασε και το 1920, πριν εισέλθει σε αυτήν ο ελληνικός στρατός, για μια τελευταία ελπίδα ελευθερίας, γνώρισε τη δήωση από τους τσέτες του Κεμάλ, τη σφαγή των κατοίκων της και την καταστροφή του ιστορικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (φωτογραφία). Ο άλλος ιστορικός της ναός, η Αγία Σοφία, που μετατράπηκε σε μουσείο, σήμερα λειτουργεί και πάλι ως τζαμί. Το κείμενο που ακολουθεί, ενός λαμπρού διανοούμενου βασιλέα που πέθανε δυστυχώς νεότατος, αφήνοντας όμως έργο στιβαρό, φιλοσοφικό, θεολογικό αλλά και υμνογραφικό (δικός του ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας), ας είναι ένα πενιχρό μνημόσυνο των χιλιάδων αφανών μαρτύρων της Νικαίας, θυμάτων της φρίκης που οι άνθρωποι ονομάζουν Ιστορία.
~.~
Νικαίας εγκώμιον
«Νου θεϊκό θα πω αυτή την πόλη και τους πολίτες της αγαθούς διότι πράξη και θεωρία ευγενικά ενώνουν, τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας του λόγου με βήμα σταθερό, και από τη δύναμη της λογικής κοσμούμενοι, τον οικείο τους νου περιτειχίζουν· την πολιτεία τους, για να την κάνουν πιο περίβλεπτη κι από τον μηδικό τον πλούτο κι απ’ τη χρυσή ομηρική αλυσίδα που κρέμεται απ’ τον ουρανό. Έτσι έγινε αυτή η βασιλική πόλη ανώτερη κάθε άλλης, τους κατοίκους της περιβάλλοντας με τον πιο ωραίο ήχο, το πλέον εξέχον άκουσμα. Και σεμνυνομένη σεμνύνεται και στηριζομένη στηρίζει κι αν υπάρχει ακόμη κάποια ενάντια πολιτεία, αυτή με την ευστάθειά της είναι λιμάνι που από κείνη τους κατοίκους της προστατεύει. Διότι το σώμα τότε δεν παρεκκλίνει μόνον, όταν υπάρχει ευρυθμία ανάμεσα στα μέλη, τα μέρη και τα όργανά του…».
Μέρα λαμπρή, σε ώρα μελιχρότατη ο λαός της Νικαίας άκουγε το εγκώμιό του και ήταν χυμένο ολόγυρα κάτι πιο χαϊδευτικό κι από το αεράκι της Προποντίδας, πιο δροσερό από το βάλσαμο των ολοπράσινων πευκώνων του Ολύμπου που ντύνανε τη γιορτή της επιστροφής του βασιλέα, μουσική υπόκρουση στα λόγια του διαδόχου για την πόλη που είναι κέντρο των γραμμάτων του καιρού μας, Αθήνα του αιώνα μας. Μα ο ρήτορας ήξερε και πώς μια πόλη στην παρακμή ξεπέφτει – δεν εγκωμίαζε μόνο:
«Ας θυμηθούμε την Αθήνα που σεμνυνόταν ότι ακμάζει ως προς τον λόγο και την παιδεία και αντλούσε χαρά από τις ρητορικές αντιθέσεις και την κομψότητα του λόγου, θεωρώντας ότι πλησιάζει σε ουράνιες αψίδες, μέχρι που έφτασαν στην αθεΐα να περιπέσουν οι κάτοικοί της. Τι παράδοξο, να στερηθούν εντελώς τον λόγο εκείνοι που πίστευαν ότι με αυτόν, σαν να ήταν το δάχτυλό τους, μπορούσαν ακόμη και τη γη να μετακινήσουν. Τώρα, αν πάει να πει κανείς κάτι ανάλογο, ο αέρας θα μαστιγωθεί από τ’ αντίποινα μιας άλλης γλώσσας και θα φτάσουν στ’ αυτιά του άλλα πράγματα, όσα χαρίζουνε στις πόλεις μεγαλοπρέπεια και νίκες, αφιερώνοντας στη Νίκαια την πρώτη θέση. Διότι και στη χρυσή Αθήνα ήταν κάποτε ευθαλής ο λόγος και ήκμαζε, θα μπορούσε να πει κανείς πως με την πόλη συνήκμαζε και ήταν υπεράνω όλων. Μα δεν έφτασε στην κορυφή η λογιοσύνη των κατοίκων της, ούτε αγαθό είχανε τέλος, ούτε ένδοξα παρέμειναν τα έργα τους, γιατί διέφυγε της προσοχής τους ο Κτίστης και γιατί –αν και γνωρίζανε μεγάλο του λόγου μέρος–, λατρέψανε αλόγως τα παράλογα και προς αισχύνη του λόγου που διδάσκει, νόσησαν με το μέγα της αλογίας νόσημα.
*
*
Εδώ στη Νίκαια όμως, η φιλοσοφία, η ρητορική και οι επιστήμες καλλιεργούνται με γνώμονα πάντα τη γνώση του λόγου όσο και την ευσέβεια. Αυτή η πόλη λαμπρύνεται πλουτίζοντας διττά τη φιλοσοφία: και με την κατώτερη σοφία και με την ανώτερη θεογνωσία. Διότι εδώ, κι από τις δυο μορφές του συνάγεται το παν και το φιλοσοφείν πολλαχώς είναι δυνατόν. Φιλοσοφούν και με τις αριστοτελικές και τις πλατωνικές και τις σωκρατικές ιδέες οι οικήτορές της αλλά δεν είναι λιγότεροι κι οι ρήτορές της απ’ όσους το πάλαι τον Δημοσθένη και τον Ερμογένη μιμούνταν, μένεα πνέοντες καθώς από τη γλώσσα τους που εξάγει ήχο χρυσό, ρέουν σεμνοπρεπώς μελιστάλακτα ρητά που με τον ρυθμό της ποίησης και ωδές σαν των πουλιών, δίνουν τέλος στου ψυχικού άλγους τις θηριωδίες ενώ συγχρόνως ασκούνται σε κάθε είδος παιδείας, φτάνοντας να γνωρίζουν και κατά μέρος αυτήν πάρα πολύ καλά. Αν όλα τούτα φαίνεται πως δεν έχουν τίποτε καινό ή παράδοξο, το καινό είναι ότι οι κάτοικοί της ανέμιξαν με τρόπο νέο φιλοσοφία και θεογνωσία. Παιδαγωγηθέντες με ευαγγελικές, αποστολικές και πατρικές θεηγορίες, φιλοσοφούν για τα θεία δόγματα, την αγριέλαιον σε καλλιέλαιον μετακεντρίζοντες, την αγριελιά δηλαδή σε ελιά ήμερη, και παν νόημα με τον Χριστό συλλαμβάνοντας. Αυτό είναι το καινό και απ’ αυτό η πόλη των Νικαέων λαμπρύνεται παμπληθώς, σαν κρήνη πεντακάθαρη που πλημμυρίζει με ροές ευσεβείας και αρδεύει κάθε πόλη ενώ, συγκρατώντας την ορμή του νερού σαν μέσα σε κανάλι, μεταδίδει αυτές τις ροές από την πιο ψηλή ακρώρεια στα χωριά της πεδιάδας. Κι αυτό κάνει τις ψυχές φτωχών και μη φτωχών να χορταίνουν. Διότι τα δόγματα η χάρις τα γεμίζει, αυτή τα επιδέχεται, αυτή τα μεταδίδει και λαμβάνοντας μεν πλουτίζει, μεταδίδοντας δε καμαρώνει, καθώς κι από τις δυο πλευρές ακτινοβολεί, φιλοσοφώντας τα εξαίρετα διττώς. Διότι όταν συντρέχουν φιλοσοφία και ευσέβεια και αντιδοτικά αναμιγνύονται για θείο σκοπό, αστράφτουν βολίδες και μαρμαίρουν την οικουμένη όλη και μαζί με την πόλη, τούς οικιστές της κατακαλλωπίζουν…».
Άκουγαν και θαύμαζαν κι ας μην καταλάβαιναν οι περισσότεροι τα περίτεχνα λόγια, κάποιοι μάλιστα κοιτάζονταν καχύποπτα, φήμες ήθελαν τον διάδοχο να έχει αρνηθεί τον Χριστό και να λατρεύει είδωλα. Μα δεν άκουγαν τίποτα ανάρμοστο σε αυτή τη σύνθεση ελληνικών και θείων δογμάτων, θεωρούσαν έπαινο φυσικό τα λόγια που τώρα αντιγράφω για να σωθούν από τη θάλασσα του χρόνου, ότι θα έρθει καιρός που ένα φτωχό χωριό θα κλείνουν τα γκρεμισμένα τείχη κι ανύποπτοι θα ζουν για την παλιά τους δόξα οι νέοι της διαβάτες. Ξαναφέρνω λοιπόν στον νου, όσα ο Θεόδωρος ανέφερε για τα οικοδομήματα του λόγου, ολβιότερα απ’ όσα συνάγονται χωρίς λόγο, μα και τις λέξεις καθώς μετέβαινε από το πνευματικό στο υλικό κάλλος της πόλης, μιλώντας για τη φύση, τα οικοδομήματα και τα πυργώματά της.
«Και αν μου πείτε “άσε τα λόγια και πιάσε τον αυλό, πες μας κανένα ηδονικό τραγούδι για τις τρυφές και τις τροφές”, θα πετάξω σαν τρυγόνι φτερουγίζοντας στον αέρα μέχρι το άλσος των Χαρίτων. Κι αν από εκεί όλο τον κόσμο κυκλικά διατρέξω, θα την αναπολήσω πάλι και με σπουδή στη Νίκαια θα γυρίσω, με τις πολύτιμες πηγές απ’ όπου κρυστάλλινα νερά αναβλύζουν, γιατί ωραιότερη πόλη δεν υπάρχει και σε όλα με τρόπο βασιλικό ξεχωρίζει. Τι μπορεί να επιθυμεί κανένας και να μην το βρει εδώ; Τι μπορεί να ποθήσει και να μη σταθεί τυχερός, χάρη στις φυσικές καλλονές και στα μεταλλεία της, χάρη στην τέρψη των επίκτητων αγαθών της τα οποία μιμούμενα με φυσικό τρόπο την όλη ομορφιά συνέρρευσαν εδώ; Πλήθος φυτών την περιβάλλει, κυκλικά γύρω απ’ αυτήν φυτεμένα μα και στο εσωτερικό της. Εάν τη δει κανείς από μακριά, άλσος θα πει πως είναι που κοσμείται με πλούσιες φυλλωσιές και όχι πόλη. Και αν την πλησιάσει, θα σκεφτεί πως εδώ είναι ο παράδεισος λόγω της ευοσμίας. Κι αν έχει την τύχη να έρθει πιο κοντά, θα ευφρανθεί με όλες τις αισθήσεις. Και αν πιο μέσα προχωρήσει και δει τα κτίρια, τα θέατρα, τα σπίτια, θα πει πως αυτή η πόλη των χαρίτων είναι ανώτερη από τη χώρα των μακάρων. Θα δει περικαλλείς ναούς και άπειρα λαμπρά ιερά από τα οποία ο νους μπορεί να αναχθεί στη σφαίρα της θεωρίας, να δει δηλαδή αυτήν σαν πόλη του Θεού και τους αγγέλους από το ψηλότερο σημείο να κατέρχονται και να ανέρχονται ενώ οι ευσεβείς της βασιλείς τις εντολές τους εκπληρώνουν. Διότι με το παντού αποτελεσματικό χέρι του Θεού και όπως μόνο αυτός ξέρει, έχει λάβει τα πρωτεία ενώ με τις άριστες πράξεις του μεγάλου βασιλέα της έχει δεχτεί τη φυσική ενίσχυση των περιτειχισμάτων και των πύργων που διέθετε, διπλασιάζοντας την ασφάλειά της με προπυργώματα και επιπλέον θριγκούς που με την ομορφιά τους την καλλωπίζουν και με την ευστάθειά τους την ενισχύουν.
Δείτε. Δείτε τριγύρω τα ωραιότατα φυτά, τους αμπελώνες που δεν μπορεί κανένας ν’ αριθμήσει, τα νερά που τρέχουν αφού εύκολα περνούν και διοχετεύονται χάρη στην ανοικοδόμηση της οχύρωσης και που είναι πόσιμα και διαυγή αφού ξεχύνονται από ύψος που ξεπερνά το ύψος ανθρώπου, ραντίζοντας κυκλικά την πολιτεία όλη. Ποτέ δεν έχει γηγενής τα ύδατα απολαύσει κάποιου άλλου γιατί ο καθένας έχει οίκοθεν μία πηγή. Ούτε πρόκειται να ζηλοφθονήσει ξένος κανείς τους ντόπιους γιατί περίσσια τρέχουνε τα νερά εδώ και οι ξενομερίτες δεν έχουν ανάγκη από σκέπαστρο ή οροφή για το κεφάλι τους αφού οι πυκνές φυλλωσιές των δέντρων δημιουργούνε σκηνή με πλούσια σκιά. Ούτε αγρότη θε να δεις να διαφέρει από της πόλης τους κατοίκους γιατί βλασταίνει και παραέξω η παιδεία και διαπαιδαγωγεί όσους είναι και στα πιο μακρινά της επικράτειας μέρη. Και με τον τρόπο αυτόν μετέχουν κι οι αγρότες στης πόλης τη σοφία…».
Οι γεωργοί που είχαν έρθει απ’ όλα τα χωριά της Βιθυνίας και της Μυσίας, βρήκανε ευκαιρία, άρχισαν τις επευφημίες. Σταμάτησε λίγο ο Θεόδωρος, χάρηκε τις ευχές του λαού, πριν συνεχίσει, να κλείσει με τον ύμνο της αντίστασης και του αγώνα προς αποκατάσταση της δόξας των Ρωμαίων.
«Όταν λιοντάρια εισέβαλαν στην αυτοκρατορία και αλώσανε τις πολιτείες μας και καθυπόταξαν τον στρατό μας, τα όπλα του αμβλύνοντας και το κράτος μας νικώντας, μόνη η Νίκαια ξεπετάχτηκε στη μέση, όπλο αγχέμαχο για ν’ αποκρούσει της ιταλικής ισχύος τη σηπεδόνα. Και με την έξοχη στρατηγία και την ευσέβειά της, των Ιταλών τη σεσαθρωμένη οφρύ ταπείνωσε ενώ συνάμα στις περσικές επιδρομές αντιστεκόταν, την ήττα τους πάντα συναρμόζοντας, με στρατηγό και πρωτουργό αυτόν που ερχόταν από τη χαμένη των Ρωμαίων βασιλεία, τον μεγαλόθυμο Θεόδωρο Λάσκαρι, τον μέγα αετοδρόμο βασιλέα. Και τώρα πάνω στο θεμέλιο εκείνου, ο γενναιόφρων βριαρόχειρ, ο μεγαλοφυής βασιλέας Ιωάννης ο χαριτώνυμος, με μύριους τρόπους αυξάνει τα όρια της βασιλείας και στην αρχαία της ως έγγιστα ανάγει μεγαλειότητα.
Να γιατί κάθε συνετός άνθρωπος θα δώσει σε αυτή την πόλη τα πρωτεία. Γιατί εκείνος που μένει τελευταίος σ’ ένα πλοίο, όταν το έχουν εγκαταλείψει όλοι, αυτός είναι κύριος του πλοίου. Γιατί αυτή υπέμεινε τις εχθρικές εφόδους, αυτή προστάτευσε την αυτοκρατορία και διατήρησε το πολίτευμα, αυτή εξόπλισε τον στρατό και έδιωξε τους υπεναντίους, άρα αυτή έπρεπε και να λάβει τα νικητήρια μαζί με τη φερωνυμία, αφού αυτή υπέταξε όλες τις πόλεις. Κι όπως το θερμό αίμα, όταν γυρίζει πίσω στις φλέβες και τις αρτηρίες, αναζωογονεί και ζεσταίνει τα μέλη –που μετά τη διατάραξη της κυκλοφορίας απ’ τις αρρώστιες είχε μειωθεί ως προς την ποσότητα και σπαραχθεί ως προς την ποιότητα–, τώρα που πάλι πολλαπλασιάζεται, θα πρέπει να εξακοντιστεί όσο ακόμη είναι καιρός, να διέλθει ξανά από τα μέλη και να αναθερμάνει όσα είχαν κρυώσει, να αναζωπυρώσει όσα είχανε σβήσει και να μεταδώσει τη ζωντάνια του, ώστε να κάνει το σώμα το ναρκωμένο να βαδίζει πάλι με ευκολία και σε καλή φυσική κατάσταση πια να προχωρεί με μεγαλύτερη ταχύτητα, να στρέφει πίσω με γρηγοράδα και να υπερβαίνει με οξύτητα τους φυσικούς νόμους. Γιατί το αίμα συγκεντρώθηκε και εξακοντίστηκε πάλι!
Έτσι κι η βασιλεία. Αφού προσέφυγε σε αυτήν την πόλη, αναζωπυρώθηκε κι ανέλαβε πάλι την εξουσία. Χάρη σε αυτήν διασώθηκε από την πλήρη καταστροφή το γένος, αυτή εξολόθρευσε κάθε εσωτερική διχόνοια και ένωσε τα πριν διεστώτα. Και τώρα, αφού της χάρισε τις αμοιβές της νίκης με τρόπο βασιλικό, ο βασιλέας έρχεται να της προσφέρει γεννήματα εχιδνών αρχόντων δυτικών που είχανε διαφύγει απ’ την οργή της κοφτερής θείας κρίσης. Ας τον δεχθεί λοιπόν η μεγαλώνυμη και γι’ αυτόν ας σεμνύνεται και ας τον περιβάλλει ως νικητή, ας πειθαρχεί σε αυτόν ως δεσπότη κι ας του προσφέρει όπως σε αετό που πετάει ψηλά, άριστες φωλιές, για να σκεπάζει με τα φτερά του τα νεογέννητα και να υπερασπίζεται με τη μεγάλη του ισχύ όσους έρχονται για να ζητήσουν τη βοήθειά του. Γιατί σ’ αυτήν είναι η καρδιά κι ο θησαυρός του. Κι όπου είναι ο θησαυρός, εκεί ’ναι η καρδιά μας.
Ακολουθώντας λοιπόν με την καρδιά τη βασιλική ροπή, τρέχοντας με χαρά ή βαδίζοντας, με ελεύθερη την ψυχή, που δεν πάσχει πια από θλίψη και δυστυχίες, με τη φιλοσοφία κεκοσμημένοι και σεμνυνόμενοι με την ελευθερία που χάρη σε αυτήν αποκτούμε, θα προσερχόμαστε πάντα με χαρά προς εσένα που ως καλή κουροτρόφος μάς παρέλαβες όταν εκπέσαμε από τη μητέρα Κωνσταντινούπολη στο χώμα και σαν μητέρα μάς ανέθρεψες και σαν τροφός μάς φρόντισες και με τρόπο περίβλεπτο μάς στόλισες. Χάριν αυτών σου προσφέραμε και τον λόγο τούτο τον οποίο κι εσύ, μόλις δεχθείς, δεν θα μας αφήσεις, πιστεύουμε, άμοιρους του μεγαλείου σου. Κερδίσαμε την εμπιστοσύνη να μετέχουμε των χαρίτων σου για να σου προσφέρουμε τις άριστες χάρη στα τρόπαια παλιννοστήσεις και πολυδόξαστα εγκώμια, προσαρμόζοντας σε σένα εσαεί τις νίκες μας αλλά και από εσένα τη νίκη με λαμπρότητα ποριζόμενοι».
Έπεσε ο ήλιος κι εκείνης της μέρας και εγώ ολοτρόγυρα βλέπω πάλι, μέσα στων αγέννητων αιώνων τη θολούρα, πλάι στους φτωχούς αγρότες που πίνουν σιωπηλοί σε ένα καπηλειό, βιγλάτορες και δρουγγάριους και τους αναγνωρίζω από το κορμί κι απ’ την περπατησιά, στη μακρυσμένη πια αντιφεγγιά των περασμένων μιας φημισμένης πόλης που δοξολογούσε τον βασιλέα της λίγο πριν ο Κριτής τον καλέσει.
*
ΑΠΟ: ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
*
*
*
*