ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








"Όλη η Ελλάδα χωράει στην ψίχα από ένα καρβέλι ψωμί του Θεόφιλου...🌹" που λέει και μία πολύτιμη ψυχή. Θεόφιλος Κεφαλάς – Χατζημιχαήλ ο ζωγράφος των ονείρων. (1870 – 24 Μαρτίου 1934)

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025 0 comments

 ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ – ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ, ο μέγιστος λαϊκός ζωγράφος.

(1870 – 24 Μαρτίου 1934)
Άστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός.
Έπαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια.
Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος.
Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε.
Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βραδύνους).
Τα παιδιά τον πετροβολούσαν.
Ένας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι.
Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του 'βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους.
Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε.
Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του.
Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του − αν σώζονται ακόμη.
Ο κόσμος όμως τον περιγελούσε.
Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα και του 'σπασαν δυο κόκαλα.
Ζωγράφιζε μικρομάγαζα και σπιτικά, για λίγη τροφή.
Ετσι περιγράφουν οι μαρτυρίες τον - μετά θάνατο διεθνώς φημισμένο - λαϊκό ζωγράφο, τον οποίο οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του '30 θεωρούσαν «πατριάρχη τους» αναφορικά με την ελληνική πολιτιστική τους «ταυτότητα», Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
Στα δεκαπέντε του έφυγε από το χωριό του, τη Βαρειά της Μυτιλήνης για τη Σμύρνη (όπου έζησε χρόνια).
Τριαντάχρονος περίπου, πήγε εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Πρωτότοκος γιος του τσαγκάρη Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης, κόρης του Μοσχονησιώτη αγιογράφου Κωνσταντίνου, που στο επίθετό του είχε το πρόθεμα «Χατζή».
Ο Θεόφιλος, από παιδάκι, κλεινόταν στο υπόγειο του σπιτιού του και έλεγε δικά του τραγούδια.
Κι από παιδάκι, «κολλημένος» δίπλα στον παππού του, «μπογιάτιζε» συνεχώς.
Παιδί ακόμα από το θείο του έμαθε την τέχνη της τοιχογραφίας.
Κι όπως διηγιόταν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο αγιογράφος παππούς τα βράδια έλεγε στον εγγονό του Θεόφιλο ιστορίες για τον Μεγαλέξανδρο, τον Εκτορα, τον Ερωτόκριτο.
«Πάντα κλεισμένο στον εαυτό του, χωρίς να αποχτήσει μήτε φίλους, μήτε εχθρούς», τον θυμόταν ο ένας αδελφός του.
«Ποτές του δε θύμωνε ούτε βλαστημούσε. Ούτε πήγαινε στην εκκλησιά, ούτε μεταλάβαινε».
Δεκαπεντάχρονος στις Αποκριές ντύθηκε σαν ήρωας του '21.
Δεν ξανάβγαλε ποτέ τη φουστανέλα.
Το χωριό τον κορόιδευε κι έτσι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του.
Πήγε στη Σμύρνη.
Εμεινε στο σπιτικό της καλόψυχης Μυτιληνιάς χήρας Πολυξένης Χιλιαδά και βοηθούσε στις δουλειές.
Οταν είχε χρόνο, έβγαζε μεροκάματο με τη ζωγραφική.
Σώθηκαν κάποιες «πηγές» για τη ζωγραφική του στη Σμύρνη, όμως δε σώθηκε κανένας πίνακας ή τοιχογραφία του.
Θαύμαζαν τα χρώματά του, μα εκείνος ποτέ δεν αποκάλυψε πώς ακριβώς τα έφτιαχνε.
Ο ίδιος έφτιαχνε και τις στολές, τους θώρακες, τα ξίφη, τις ασπίδες που φορούσε.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραφε πως ο Θεόφιλος « κάθε 25η Μαρτίου, ντυνόταν με φουστανέλες και πήγαινε στο Βερχανέ του ελληνικού προξενείου».
Ντυμένος με αυτά παρίστανε πατριωτικά και ηρωικά θέματα και μετά, μαζί με το «μπουλούκι» του, έβγαζε αναμνηστικές φωτογραφίες.
Γύρω στα τριάντα του, έφυγε απ' τη Σμύρνη. Περιπλανήθηκε, μέχρι που έφτασε στο Βόλο, όπου κατατάχθηκε εθελοντής στον πόλεμο. Όπως έγραφε ο ίδιος, «βρέθηκε στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού, μαζί με άλλους αντάρτες».
Κάποια έργα του αντανακλούν τα βιώματά του από τον πόλεμο.
Μετά το τέλος του πολέμου έμεινε στις Μηλιές του Πηλίου, κοντά στο Βόλο.
Εκεί τον γνώρισε ο Κίτσος Μακρής, που επισήμανε: «Όταν αντιπαραβάλλει κανένας φωτογραφίες του Θεόφιλου με έργα του, αναρωτιέται αν ο ζωγράφος έπλασε τις ζωγραφιές ή εκείνες τον ζωγράφο».
Ο Πηλιορείτης προστάτης του Γιάννης Κοντός, που του παράγγειλε να φτιάξει προσωπογραφίες σε χαρτόνι, συνόψισε με μια φράση την περίπτωση Θεόφιλος: «Αυτός ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια».
Ο Θεόφιλος ψωμοζούσε ζωγραφίζοντας παραγκοκαφενέδες κι άλλα φτωχομάγαζα. Κυρίως, όσα πουλούσαν τροφές.
Κάμποσες αστείες ιστορίες σώζονται για ζωγραφιές του σε μαγαζάκια.
Σ' ένα φούρνο ζωγράφισε πολλά ψωμιά.
Ο φούρναρης αστειεύτηκε ότι έτσι που ζωγράφισε τα ψωμιά θα πέσουν.
«Μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται», ανταπάντησε ο Θεόφιλος.
Σ' ένα γαλακτοπωλείο ο ιδιοκτήτης τού ζήτησε να ζωγραφίσει στην πρόσοψη του μαγαζιού μια αγελάδα.
Και για πληρωμή θα του 'δινε λίγο γάλα ή γιαούρτι.
«Πώς θες να ζωγραφίσω τη γελάδα, λυτή ή δεμένη;», ρώτησε ο Θεόφιλος τον γαλατά. «Ποια η διαφορά;», απόρησε εκείνος.
«Αν είναι δεμένη θα πίνω κάμποσες μέρες γάλα».
Τσιγκούνικα ο μαγαζάτορας, είπε «να είναι λυτή».
Έτσι τη ζωγράφισε.
Ομως, την άλλη μέρα έβρεξε πολύ και σβήστηκε η ζωγραφιά.
Ο μαγαζάτορας θύμωσε με τον Θεόφιλο που χάθηκε η ζωγραφιά, μα εκείνος ατάραχος απάντησε:
«Δε φταίω εγώ. Εσύ την ήθελες λυτή!»
Εξηντάχρονος, γερασμένος πρόωρα, γύρισε στη Μυτιλήνη ο Θεόφιλος.
Εκεί ανακάλυψε τη δημιουργία του Θεόφιλου, τη δικαίωσε, την προστάτεψε και την πρόβαλε στην Ευρώπη ο Τεριάντ (Στρατής Ελευθεριάδης, που έφτιαξε και το νυν Μουσείο του Θεοφίλου στη Βαρεια), που τον έβλεπε, κρατώντας μπαστούνα, με σαράβαλα τσαρούχια, που σόλιαζε ο ίδιος, με πετρώματα στο σελάχι του για να φτιάχνει χρώματα, να γυρνά «από ταβέρνα σε ταβέρνα, από χωριό σε χωριό, παίζοντας φυσαρμόνικα» και «τ' αλαφρογάλανα μάτια του καθρέφτιζαν θησαυρούς από χρώματα ευγενικά».
Από τις 22 του Μάρτη του 1934 δεν τον ξανάδε κανείς.
Παραμονή της 25ης Μάρτη τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του.
Δεν ξαναντύθηκε ποτέ ήρωας του '21...
Ομως, πέρασε - πρώτιστος και μέγιστος - στο Πάνθεον της Νεοελληνικής Λαϊκής Τέχνης.
Ένα χρόνο(1935) αργότερα, έργα του εκτέθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου ως δείγματα της δουλειάς ενός γνησίου λαϊκού (ναΐφ) ζωγράφου της Ελλάδας.
Αν ακόμη σώζεται ο Κόσμος,από κάτι τέτοιους Αχμακηδες σώζεται...
"Όλη η Ελλάδα χωράει στην ψίχα από ένα καρβέλι ψωμί του Θεόφιλου...🌹"
που λέει και μία πολύτιμη ψυχή.
Θεόφιλος Κεφαλάς – Χατζημιχαήλ ο ζωγράφος των ονείρων.
(1870 – 24 Μαρτίου 1934)
Ετικέτες: