ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Δυσφορία φύλου και ο ρόλος του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων στη διαμόρφωσή του / της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025 0 comments






Ποιος ο ρόλος του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων σε αυτό που ονομάζεται δυσφορία φύλου;


Είναι η δυσφορία φύλου διαταραχή της εποχής ή όχι; Ποιες οι αιτίες της αύξησης αιτήματος φυλομετάβασης στους εφήβους; Ποιος ο ρόλος του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων σε αυτό που ονομάζεται δυσφορία φύλου; Ποιες οι ιδεολογικές, κοινωνικές και οι ψυχοπολιτικές προεκτάσεις μιας τέτοιας ψυχοκοινωνικής κατάστασης;

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε την ύπαρξη «ιδεολογικής στρατολόγησης σεκταριστικού τύπου» από κοινότητες που προωθούν την διεμφυλική αντζέντα;

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως η έξαρση των περιστατικών δυσφορίας φύλου συνδέεται με ένα μεταδοτικό φαινόμενο από ομάδες συνομηλίκων που επηρεάζονται από τα social media;

Την εποχή που πολλοί άνθρωποι εφευρίσκουν ιδιαιτερότητες για να διαφέρουν και να διακρίνονται μέσα από αυτές, θα μπορούσε η δυσφορία φύλου σε κάποιο βαθμό να συνδέεται με την κατασκευή μιας lifestyle ταυτότητας;

Θα μπορούσαν τα παιδιά και οι έφηβοι που επικαλούνται τρανς, queer και διεμφυλικές ταυτότητες, στην πραγματικότητα να είναι σε ένα μεγάλο μέρος θύματα του ιδεολογικού διεμφυλικού marketing;

Ποιες οι συνέπειες της ιατρικοποίησης και της βιολογίζουσας αναγωγής ενός τέτοιου lifestyle σε δήθεν έμφυτες κλίσεις, δηλαδή σε ένα επιστημονοφανές και επιφανειακά εξορθολογοποιημένο αφήγημα κοινωνικής καταστολής των «ατομικών ελευθεριών επιλογής φύλου», αλλά και των ατομικών «φυσικών ροπών», από όσους «αντιδραστικούς, τρανσφοβικούς σκοταδιστές» επιμένουν «σε πείσμα του δικαιωματισμού και του ορθολογισμού», ότι τα φύλα είναι αντικειμενικά και από την φύση τους μόνο δύο; Ποιές οι συνέπειες δηλαδή του αφηγήματος περί της «ανορθόλογης θυματοποίησης των φυσικώς και ψυχολογικώς δυσφορούντων», το οποίο επιβεβαιώνεται και βιώνεται όχι απλώς σαν μία εκλογικευμένη χρηστοήθεια της μόδας, αλλά επίσης με την αρωγή και την υποστήριξη των διάφορων γιατρών και ψυχολόγων, ενσαρκώνεται για τα δυσφορούντα νεαρά άτομα σε μια βιολογική, ψυχοσωματική και κοινωνική πραγματικότητα;



Πώς ασαφή συμπτώματα, υποκειμενικά αισθήματα, σύνδρομα αμφισβήτησης της εικόνας του σώματος, αισθήματα άγχους, ή φόβοι απόρριψης και τόσα άλλα συνηθισμένα μάλλον προβλήματα, που εν μέρει τουλάχιστον, θα συναντήσει καθένας κατά την μετάβαση από την παιδική ηλικία στην προ εφηβεία και την εφηβεία, μπορεί να συγχέονται με μια παράσταση για ένα «εαυτό δυσφορούντα» ως προς το ίδιο του το φύλο; Και πως η βιομηχανία της φαρμακολογίας, της ιατρικής, της ψυχιατρικής και της ιδεολογικά κατακερματισμένης ψυχολογίας έρχεται να εμπορευτεί ακόμα και με χειρουργικές επεμβάσεις, ψυχικά γεγονότα που αφορούν φυσιολογικές εκφάνσεις της ψυχοσωματικής ζωής ενός ανθρώπου, ιδίως μικρής ηλικίας;

Στο πλαίσιο της διατύπωσης και διερεύνησης παρόμοιων προβληματισμών αποφασίσαμε να αποδώσουμε στα ελληνικά το άρθρο της Λίζας Λίττμαν «Αναφορές γονέων για εφήβους και νεαρούς ενήλικες, που παρουσιάζουν σημάδια ξαφνικής έναρξης δυσφορίας φύλου» (2018). «Η Λίζα Λίττμαν είναι γυναικολόγος – μαιευτήρας και ερευνήτρια στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Brown (Providence, Rhode Island). Απορώντας που στην πόλη της μια μεγάλη παρέα νεαρά κορίτσια (ένα cluster, ένα τσούρμο όπως λέει) δηλώνονται ταυτόχρονα ως τρανς, αποφασίζει να το διερευνήσει και ανακαλύπτει την απίστευτη αύξηση αυτών των αιτημάτων: 4.400% στις Ηνωμένες Πολιτείες» (Ελιασέφ Κ. και Μασσόν Σ., 2023, σ. 44 – 45).

“Αναφορές γονέων για εφήβους και νεαρούς ενήλικες, που παρουσιάζουν σημάδια ξαφνικής έναρξης δυσφορίας φύλου”

Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών, η δυσφορία φύλου αναφέρεται σε συναισθήματα αναστάτωσης και άγχους που νιώθει το άτομο, όταν η ταυτότητα του κοινωνικού και βιολογικού φύλου βρίσκονται σε ασυμφωνία και αναντιστοιχία. Αυτά τα συναισθήματα μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις του ατόμου, όπως συγκρούσεις, απόρριψη, εγκλεισμό, χρήση ουσιών, επιθετικότητα, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοκτονικό ιδεασμό. Την τελευταία δεκαετία, έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στις αναφορές νεαρών ενήλικων και εφήβων με δυσφορία φύλου, με πολλές Ευρωπαϊκές χώρες να συμμετέχουν σε προγράμματα ορμονοθεραπειών, οι οποίες μάλιστα παρέχονται από τα εθνικά συστήματα υγείας της εκάστοτε χώρας.

Ταυτόχρονα, παρατηρείται αύξηση στα κοινωνικά δίκτυα, στην προβολή άρθρων, ιστοριών και μαρτυριών με θέματα που αφορούν την μετάβαση φύλου. Η σχετικά πρόσφατη ανάδειξη της συγκεκριμένης διαταραχής μπορεί να διευκολύνει τη ζωή των ατόμων που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν σε υπο-διάγνωση ή/και υπο – θεραπεία, ταυτόχρονα όμως ενδέχεται να ενθαρρύνει ευάλωτα άτομα να πιστεύουν πως πάσχουν από δυσφορία φύλου. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα σε δημοφιλείς ιστοσελίδες (https://www.reddit.com/, https://www.tumblr.com/), όπου τα μη ειδικά και ασαφή συμπτώματα της εφηβείας, ταξινομούνται στην κατηγορία της δυσφορίας φύλου. Διάφορα άτομα συμβουλεύουν σχετικά με την άμεση αντιμετώπιση των συμπτωμάτων με ορμόνες, όπως και προτείνονται τρόποι ώστε οι έφηβοι να εξαπατήσουν τους γονείς και τους γιατρούς, ώστε να λάβουν την “απαραίτητη θεραπεία” το συντομότερο δυνατό. Ολοένα και περισσότεροι γονείς, αναφέρουν ότι τα παιδιά τους αμέσως πριν την ομολογούμενη δυσφορία και σε περιβάλλοντα που δεν προϋπήρχε ιστορικό δυσφορίας φύλου, χρησιμοποιούσαν υπερβολικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και παρακολουθούσαν άρθρα και βίντεο με σχετικό περιεχόμενο.

Η μελέτη της Δρ. Λίττμαν, ερευνά τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του διαδικτυακού περιεχομένου στην ανάπτυξη της δυσφορίας του φύλου, όπως και την επιρροή των κοντινών φίλων του ατόμου που προσδιορίζονται ως δυσφορικοί κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Μια ενδιαφέρουσα υπόθεση που προέκυψε από τα συμπεράσματα της μελέτης, είναι η πιθανή νέα υποκατηγορία δυσφορίας φύλου, η οποία αναφέρεται ως ταχεία έναρξη δυσφορίας φύλου, αναφερόμενη στην αμεσότητα της δημιουργίας της δυσφορίας. Στην συγκεκριμένη μελέτη χρησιμοποιήθηκε ένα ερευνητικό ερωτηματολόγιο 90 ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής και ερωτήσεων ανοιχτού τύπου, το οποίο συμπληρώθηκε διαδικτυακά από γονείς, σχετικά με τα έφηβα και νεαρά ενήλικα παιδιά τους. Πραγματοποιήθηκαν στατιστικές αναλύσεις ποσοτικών δεδομένων χρησιμοποιώντας το Excel και προσαρμοσμένα σενάρια (Unix). Τα ευρήματα της παρακάτω μελέτης είναι εξαιρετικά χρήσιμα, ως προς την ανάδειξη των επιπλέον κινδύνων που διατρέχουν οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες στην περίπτωση της αυτοαξιολόγησης ως τρανς άτομα. Τα συμπεράσματα της έρευνας, υποδεικνύουν ότι η ταχεία εμφάνιση της δυσφορίας φύλου που προκαλείται κοινωνικά ή/και χρησιμοποιείται ως μη προσαρμοστικός μηχανισμός, μπορεί να είναι επιβλαβής για τους εφήβους και νεαρούς ενήλικες με τους ακόλουθους τρόπους:Μη θεραπεία ή καθυστερημένη θεραπεία για τραύματα και προβλήματα ψυχικής υγείας
Αποξένωση από τους γονείς τους και άλλα σημαντικά συστήματα κοινωνικής υποστήριξης
Την πραγματοποίηση των ιατρικών και χειρουργικών παρεμβάσεων της μετάβασης, που ενέχουν πολλαπλούς κινδύνους, χωρίς κάποια τέτοια παρέμβαση να έχει αξιολογηθεί ολιστικά και να έχει κριθεί ως απαραίτητη .


Σε κάθε περίπτωση, η αυτοαξιολόγηση των συμπτωμάτων των εφήβων και νεαρών ενήλικων ως δυσφορία φύλου, ενδέχεται να αποτελεί μια έκφανση των δυσκολιών προσαρμογής που αντιμετωπίζει το άτομο.

Σκοπός

Σε διαδικτυακά φόρουμ, οι γονείς ανέφεραν ότι τα παιδιά τους φαίνονταν να βιώνουν μια ξαφνική ή ταχεία εμφάνιση δυσφορίας φύλου, η οποία πρωτοεμφανίστηκε κατά την εφηβεία ή ακόμα και μετά την ολοκλήρωση αυτής. Οι γονείς περιγράφουν ότι η εμφάνιση της δυσφορίας φύλου φαινόταν να συμβαίνει σε ένα πλαίσιο του συν – ανήκειν σε μια ομάδα συνομηλίκων όπου ένας, πολλοί ή ακόμα και όλοι οι φίλοι, έχουν γίνει δυσφορικοί ως προς το φύλο και έχουν αυτοπροσδιορησθεί ως τρανς κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Οι γονείς αναφέρουν επίσης ότι τα παιδιά τους παρουσίασαν αυξημένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του διαδικτύου πριν αποκαλυφθεί η ταυτότητα τρανς. Πρόσφατα, οι γιατροί ανέφεραν ότι οι εμφανίσεις της δυσφορίας φύλου μετά την εφηβεία σε νεαρές γυναίκες, είναι ένα φαινόμενο που αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερο στην κλινική τους. Μέχρι και το 2012, υπήρχαν μόνο δύο κλινικές (μία στον Καναδά και μία στην Ολλανδία) που είχαν συγκεντρώσει αρκετά δεδομένα για να παρέχουν εμπειρικές πληροφορίες σχετικά με βασικά ζητήματα που αφορούν τους εφήβους με δυσφορία φύλου. Και τα δύο ιδρύματα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, η διαχείριση της εφηβικής δυσφορίας φύλου είναι πιο περίπλοκη από τη διαχείριση της πρώιμης έναρξης δυσφορίας φύλου και ότι τα άτομα με εφηβική έναρξη είναι πιο πιθανό να έχουν σημαντική ψυχοπαθολογία. Η παρουσία της δυσφορίας φύλου μπορεί να συμβεί στο πλαίσιο συννοσηρότητας με άλλες σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές, αναπτυξιακές δυσκολίες ή να εκδηλωθεί ως μέρος των ζητημάτων ταυτότητας για τους ασθενείς. Για τον λόγο αυτό, η ιατρική μετάβαση μπορεί να μην είναι σκόπιμη. Από τη μεριά τους, οι ακαδημαϊκοί έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο που παίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην ανάπτυξη της δυσφορίας φύλου. Ορισμένοι ερευνητές, έχουν προτείνει ότι η αυξημένη δημοσιότητα των τρανς ατόμων στα μέσα ενημέρωσης, η διαθεσιμότητα πληροφοριών στο διαδίκτυο και η μερική μείωση του στίγματος, θα μπορούσαν να εξηγήσουν ορισμένες από τις αυξήσεις στον αριθμό των ασθενών που αναζητούν σχετική περίθαλψη. Παρόλα αυτά, οι ίδιοι παράγοντες δεν εξηγούν την δυσανάλογη αύξηση των εφήβων που έχουν γεννηθεί γυναίκες, να εμφανίζουν δυσφορία φύλου που ξεκινά κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την εφηβεία. Ο σκοπός αυτής της μελέτης, ήταν να συλλέξει δεδομένα σχετικά με τις παρατηρήσεις, τις εμπειρίες και τις απόψεις των γονέων σχετικά με τα έφηβα και νεαρά ενήλικα παιδιά (ΕΝΕΠ) που έδειχναν σημάδια αιφνίδιας έναρξης μιας διαταραχής «δυσφορίας φύλου», η οποία δυσφορία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια ή μετά την εφηβεία. Άλλος ένας στόχος ήταν να αναπτύξει υποθέσεις σχετικά με τους παράγοντες που ενδέχεται να συμβάλλουν στην εμφάνιση ή/και στην έκφραση της δυσφορίας φύλου στην συγκεκριμένη δημογραφική ομάδα.

Μέθοδοι

Για την παρούσα περιγραφική, διερευνητική μελέτη, χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες συμμετοχής σε ηλεκτρονικό σύνδεσμο 90 ερωτήσεων, ο οποίος αποτελείται από ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, τύπου Likert και ανοιχτού τύπου. Τα ερωτηματολόγια, τοποθετήθηκαν σε τρεις ιστότοπους όπου οι γονείς είχαν αναφέρει ξαφνική ή ταχεία εμφάνιση δυσφορίας φύλου αναφορικά με τα έφηβα ή νεαρά ενήλικα παιδιά τους. Τα κριτήρια εγκυρότητας της μελέτης, περιελάμβαναν την απόκριση των γονέων ότι το παιδί τους παρουσίαζε ξαφνική ή ταχεία εμφάνιση δυσφορίας φύλου και γονική ένδειξη ότι η δυσφορία φύλου του παιδιού τους ξεκίνησε κατά τη διάρκεια ή μετά την εφηβεία. Για να μεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες εύρεσης περιπτώσεων που πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας, επιλέχθηκαν τρεις ιστότοποι (https://4thwavenow.com/, https://www.transgendertrend.com/ και http://youthtranscriticalprofessionals.org/) για περισσότερο στοχευμένη συμμετοχή. Οι συντονιστές των ιστότοπων και οι πιθανοί συμμετέχοντες, ενθαρρύνθηκαν να μοιραστούν τις πληροφορίες συμμετοχής και τον σύνδεσμο της έρευνας, με άτομα ή κοινότητες που πίστευαν ότι μπορεί να περιλαμβάνουν κατάλληλους συμμετέχοντες, έτσι ώστε να επεκτείνουν την εμβέλεια της μελέτης μέσω τεχνικών δειγματοληψίας, τύπου snowball. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν ανώνυμα μέσω του SurveyMonkey. Τα ποσοτικά ευρήματα παρουσιάζονται ως συχνότητες, ποσοστά, εύρη, μέσοι όροι και/ή διάμεσοι. Οι απαντήσεις ανοιχτού τύπου, από δύο ερωτήσεις είχαν ως στόχο την ποιοτική ανάλυση.

Αποτελέσματα

Υπήρχαν 256 διερευνητικά εργαλεία που συμπληρώθηκαν από τους γονείς και πληρούσαν τα κριτήρια της μελέτης. Τα παιδιά ΕΝΕΠ που περιγράφηκαν, ήταν κατά κύριο λόγο γένους θηλυκού (82,8%) με μέση ηλικία τα 16,4 έτη τη στιγμή της ολοκλήρωσης της έρευνας και μέση ηλικία τα 15,2 όταν ανακοίνωσαν την διαφυλική ταυτοποίηση. Ανά αναφορά γονέα, το 41% ​​των ΕΝΕΠ είχαν εκφράσει μη ετεροφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό πριν αναγνωριστούν ως τρανς. Πολλοί (62,5%) από τους ΕΝΕΠ ανέφεραν ότι είχαν διαγνωστεί με τουλάχιστον μία διαταραχή ψυχικής υγείας ή νευροαναπτυξιακή αναπηρία πριν από την έναρξη της δυσφορίας του φύλου (εύρος του αριθμού των προϋπαρχουσών διαγνώσεων 0-7). Σχεδόν τα μισά από τα παιδιά (45%), εμπλέκονταν σε μη αυτοκτονική συμπεριφορά αυτοτραυματισμού πριν από την εμφάνιση της δυσφορίας φύλου. Επίσης, χαρακτηρίζονταν από κακή ή εξαιρετικά κακή ικανότητα να διαχειρίζονται παραγωγικά τα αρνητικά τους συναισθήματα (58%) και συχνά κατακλύζονταν από έντονα συναισθήματα και κατέβαλλαν προσπάθειες αποφυγής τους (61,4%). Την χρονική περίοδο της ανακοίνωσης τους ως τρανς άτομα, οι περισσότεροι ζούσαν στο σπίτι με έναν ή και τους δύο γονείς (88,3%) και ένας μικρός αριθμός ζούσε εκτός, στο κολέγιο (6,2%). Ο μέσος όρος ηλικίας αναγγελίας ταυτοποίησης ως τρανς, ήταν τα 15,2 έτη (εύρος 10–21). Οι περισσότεροι από τους γονείς (80,9%), απάντησαν ότι η ανακοίνωση του παιδιού τους έγινε ξαφνικά, χωρίς να προϋπάρχουν ενδείξεις δυσφορίας φύλου. Στο 36,8% των ομάδων φιλίας που περιγράφηκαν, οι γονείς που συμμετείχαν δήλωσαν ότι η πλειονότητα των μελών των ομάδων, έγινε διεμφυλική. Οι γονείς ανέφεραν μειώσεις στην ψυχική υγεία των ΕΝΕΠ (47,2%) και στις σχέσεις γονέα-παιδιού (57,3%) από την στιγμή που ανακοινώθηκε η δυσφορία και ότι οι ΕΝΕΠ εξέφρασαν μια σειρά συμπεριφορών, οι οποίες περιελάμβαναν: έκφραση δυσπιστίας στα μη τρανς άτομα ( 22,7%), τερματισμός φιλίας με άτομα που δεν είναι τρανς (25,0%), προσπάθεια απομόνωσης από τις οικογένειές τους (49,4%) και αναγνώριση αξιοπιστίας σχετικά με την δυσφορία φύλου μόνο σε τρανς πηγές (46,6%). Οι περισσότεροι γονείς (86,7%) ανέφεραν ότι, μαζί με την ξαφνική ή ταχεία έναρξη της δυσφορίας φύλου, το παιδί τους είτε αύξησε την χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης/διαδικτύου, είτε ανήκε σε μια ομάδα φίλων στην οποία ένας ή περισσότεροι φίλοι έγιναν τρανς κατά το ίδιο χρονικό πλαίσιο. Η πλειοψηφία (76,5%) των ερωτηθέντων γονέων, θεώρησε ότι το παιδί τους ήταν λανθασμένο στην πεποίθησή του ότι είναι τρανς. Περισσότερο από το ένα τρίτο (33,7%) των ΕΝΕΠ, ζήτησαν ιατρική ή/και χειρουργική μετάβαση την ίδια στιγμή που ανακοίνωσαν ότι είχαν ταυτοποιηθεί ως τρανς. Τα δύο τρίτα (67,2%) των ΕΝΕΠ, είπαν στους γονείς τους ότι ήθελαν να λάβουν ορμόνες και το 58,7% ότι ήθελαν να επισκεφθούν «θεραπευτή φύλου». Το 53,4% ανέφερε ότι ήθελε χειρουργική επέμβαση για μετάβαση φύλου. Σχεδόν το ένα τρίτο (31,2%) των ΕΝΕΠ έθιξαν το θέμα της αυτοκτονίας σε τρανς εφήβους ως μια προσπάθεια χειραγώγησης, εάν ο γονέας δεν συμφωνούσε στην μετάβαση. Περισσότεροι από τους μισούς ΕΝΕΠ (55,9%) είχαν πολύ υψηλές πεποιθήσεις, ότι η μετάβαση θα έλυνε τα προβλήματά τους σε κοινωνικούς, ακαδημαϊκούς, επαγγελματικούς ή ψυχικούς τομείς. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κανένα από τα ΕΝΕΠ που περιγράφονται σε αυτή τη μελέτη, δεν θα πληρούσε τα διαγνωστικά κριτήρια για τη δυσφορία του φύλου στην παιδική ηλικία. Μάλιστα, η συντριπτική πλειοψηφία (80,4%) είχε μηδενικούς δείκτες από τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5 για τη δυσφορία του φύλου στην παιδική ηλικία. Ως εκ τούτου, ενώ οι ΕΝΕΠ δεν εμφάνισαν δυσφορία φύλου στην παιδική ηλικία. Εντούτοις, η πλειονότητα των παιδιών, οι γονείς των οποίων συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο αυτής της μελέτης, είχαν εκδηλώσει κάποιο τύπο δυσφορίας φύλο κατά την πραγμάτωση και ολοκλήρωση αυτής της έρευνας.

Συμπέρασμα

Η παρούσα περιγραφική, διερευνητική μελέτη των αναφορών γονέων, παρέχει πολύτιμες και λεπτομερείς πληροφορίες που επιτρέπουν τη δημιουργία υποθέσεων σχετικά με τους παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνιση ή/και στην έκφραση της δυσφορίας του φύλου μεταξύ των ΕΝΕΠ. Οι αναδυόμενες υποθέσεις περιλαμβάνουν την πιθανότητα μιας πιθανής, νέας υποκατηγορίας δυσφορίας φύλου (αναφέρεται ως ξαφνική έναρξη δυσφορίας φύλου) η οποία δεν έχει ακόμη επικυρωθεί κλινικά, όπως και η πιθανότητα ύπαρξης κοινωνικών επιρροών και δυσπροσαρμοστικών μηχανισμών αντιμετώπισης. Επιπλέον, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι τα ακόλουθα μπορούν να ξεκινήσουν, να μεγεθυνθούν, να εξαπλωθούν και να διατηρηθούν μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της αναμετάδοσης από συνομηλίκους:
Η πεποίθηση ότι τα μη ειδικά συμπτώματα (συμπεριλαμβανομένων των συμπτωμάτων που σχετίζονται με τραύμα, συμπτώματα ψυχιατρικών προβλημάτων, και συμπτώματα που αποτελούν μέρος της φυσιολογικής εφηβείας) θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως δυσφορία φύλου και η παρουσία τους, ως απόδειξη ότι το άτομο είναι τρανς.
Η πεποίθηση ότι ο μόνος δρόμος προς την ευτυχία είναι η φυλομετάβαση.
Η πεποίθηση ότι όποιος διαφωνεί με την αυτοαξιολόγηση του ατόμου ως τρανσέξουαλ ή το σχέδιο μετάβασης είναι τρανσφοβικός, αντιδραστικός και πρέπει να απομακρυνθεί από τις συναναστροφές του αυτοπροσδιοριζόμενου ως τρανς ατόμου.


Η διάδοση αυτών των πεποιθήσεων θα μπορούσε να επιτρέψει στους ευάλωτους ΕΝΕΠ, να παρερμηνεύουν τα συναισθήματά τους, να πιστεύουν εσφαλμένα ότι είναι τρανς και ότι χρειάζονται μετάβαση και στη συνέχεια, να απορρίπτουν ως ακατάλληλες όλες τις ενστάσεις και όλες τις πληροφορίες που είναι αντίθετες με αυτές τις πεποιθήσεις. Η σύγκρουση γονέα – παιδιού μπορεί επίσης να εξηγήσει ορισμένα από τα ευρήματα. Οι γονείς ανέφεραν υποκειμενικές μειώσεις στην ψυχική υγεία των ΕΝΕΠ και στις σχέσεις γονέα – παιδιού, αφότου τα παιδιά ανακάλυψαν και αποκάλυψαν την τρανς ταυτότητα τους. Η σύγκρουση γονέα-παιδιού μπορεί να προκύψει από τη διαφωνία σχετικά με την αυτοαξιολόγηση του παιδιού ότι είναι τρανς. Μια άλλη συμπληρωματική ερμηνεία αφορά το γεγονός ότι, μερικοί γονείς είχαν δυσκολία να αντιμετωπίσουν την αποκάλυψη του παιδιού τους ή την αντιμετώπιζαν με άσχημο για το παιδί, τρόπο. Συμπερασματικά, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, η οποία περιλαμβάνει συλλογή δεδομένων από ΕΝΕΠ, γονείς, κλινικούς ιατρούς και μαρτυρίες τρίτων, ούτως ώστε να διερευνηθούν στοχευμένα οι ρόλοι της κοινωνικής επιρροής, οι δυσπροσαρμοστικοί μηχανισμοί αντιμετώπισης, οι γονικές προσεγγίσεις και η δυναμική της οικογένειας στην ανάπτυξη και τη διάρκεια της δυσφορίας φύλου σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες.

Κλείνοντας την παράθεση της πολύ ενδιαφέρουσας, περιγραφικής και κατατοπιστικής έρευνας της Littman, οφείλουμε από την πλευρά μας να προβληματιστούμε σοβαρά γύρω από τα συμπτώματα – μόδες της εκάστοτε ιστορικής περιόδου, αλλά και γύρω από τις ιδεολογικές (και συχνά κυνικές) χρήσεις των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα της ψυχολογίας. Γενικότερα, οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας (ψυχολόγοι και ψυχίατροι) θα όφειλαν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην προσέγγιση όλων των κλινικών καταστάσεων που «ξαφνικά», αλλά μαζικά φτάνουν στα γραφεία και στα ιατρεία τους ως αίτημα για βοήθεια. Ειδικότερα, οι ειδικοί της ψυχικής θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους και να μην παραγνωρίζουν πως οι συνέπειες των διαγνώσεων, των παρεμβάσεων (ψυχοθεραπευτικών και φαρμακευτικών) θα δείξουν τα αποτελέσματα τους (κάποτε ενδεχομένως τραγικά) πιο μακροπρόθεσμα, κατά πάσα πιθανότητα μάλιστα αρκετά αργότερα της λήξης αυτών των παρεμβάσεων. Για να αποφευχθεί ο ανωτέρω κίνδυνος θα πρέπει ήδη σε ερευνητικό επίπεδο να προληφθεί η μεθοδολογική προχειρότητα που συνυπάρχει πολλές φορές με έναν μεθοδολογικό σχετικισμό ο οποίος οδηγεί στην παραγωγή πληθώρας ερευνών με αντικρουόμενα και αντιφατικά δεδομένα συχνά ασύνδετα, κυρίως και βασικά ποσοτικού χαρακτήρα, χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο και σαφώς διατυπωμένες υποθέσεις (θεωρητικές και επιχειρησιακές). Όπως διευκρινίζει σχετικά με τα μεθοδολογικής φύσης ζητήματα ο Παπαμιχαήλ (2005, σ. 393):

«Ταυτόχρονα, κινούμενοι «ιδεολογικά» στο πλαίσιο ενός τεχνο-επιστημονικού ή, απλώς, περιγραφικού ιδεώδους του επιστημονικού λόγου, άλλοι (ή κάποτε οι ίδιοι) κοινωνικοί επιστήμονες έχουν ταυτίσει ισοπεδωτικά τις μεθόδους ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων με τις τεχνικές της συλλογής και της επεξεργασίας των δεδομένων. Αυτή η διαδικασία όχι μόνο εντάσσει το επιστημονικό ιδεώδες του «ορθού λόγου» στην διαπιστωτική οργάνωση του δημοσιογραφικού, αλλά και συναντά «διαγωνίως», θα λέγαμε, το εμπειριστικό και θετικιστικό υπόβαθρο των «μεταμοντέρνων στάσεων» των συνηθισμένων κοινωνικών επιστημόνων απέναντι στο αντικείμενο τους. Πράγματι, κάθε θεωρητική και μεθοδολογική (ίσως και ηθικά κυνική) ανεπάρκεια μπορεί εύκολα να «κρυφτεί» σήμερα, είτε πίσω από την τεχνική αρτιότητα της διαδικασίας συλλογής και επεξεργασίας των εμπειρικών δεδομένων είτε «πίσω» από την κοινωνικά ευπρόσδεκτη σε πολλούς ακαδημαϊκούς κύκλους (αλλά, συνήθως, προσχηματική) «καταγγελία του θετικισμού» – ή, ακόμα, πίσω από την «εύγλωττα σιωπηρή» διαμαρτυρία όλων των «εν δυνάμει» κριτικών φωνών που «υψώνονται» κατά του Λόγου ή «της κανονιστικότητας του Διαφωτισμού» και των διανοητικών παραδόσεων του. Ωστόσο, «αποχαιρετώντας» το Λόγο, λόγου χάριν μαζί με τον Feyerabend, πολλοί σύγχρονοι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν αποχαιρετήσει ουσιαστικά τη «Μέθοδο» ως κανονιστικό, θεωρητικής φύσης, πλαίσιο μιας κοινωνικής, πολιτισμικά και ιστορικά διαμορφωμένης επιστημονικής σκέψης, που συγκροτείται στην προσπάθεια της να «εξηγήσει» τα (κοινωνικά) φαινόμενα. Δεν έχουν, όμως, «αποχαιρετήσει» καθόλου τις τεχνικές καταγραφής και περιγραφής των, συχνά, φαινομενικά «αντιφατικών» δεδομένων και εμπειριών. Συνεπώς, δεν «αποχαιρετούν» καθόλου τις αντίστοιχες εμπειριστικές μεθόδους συναγωγής συμπερασμάτων και «αντιφατικών» αληθειών από τα πραγματικά, εμπειρικά δεδομένα, που ενδεχομένως καταγράφονται απλώς ως «έχουν» (στη σύνοψη τους σχεδόν ως «χαοτικά»).
Βιβλιογραφία
(1) Lisa Littman, Parents reports of adolescents and young adults perceived to show signs of a rapid onset of gender dysphoria, PLoS One, 16 August 2018 (https://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0202330).
(2) Ελιασέφ Κ. και Μασσόν Σ., 2023, Η κατασκευή του διεμφυλικού παιδιού, Αθήνα, Εκδόσεις Κουκκίδα.
(3) Παπαμιχαήλ, Γ, 2005, Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg.

05/02/2025ΠΗΓΗ: Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Ετικέτες: