ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ ΕΙΠΑΝ: Ο Σπύρος Βασιλείου, που µας µετέφερε κι αυτός µε τη ζωγραφική του σε κόσµους µαγικούς, είπε για τη «Συννεφιασµένη Κυριακή» : «θα 'θελα να είχα κι εγώ ζωγραφίσει µία Κυριακή και να µπει στη ζωή µας όπως η Κυριακή του Τσιτσάνη, που σφράγισε τις ζωές όλων µας».

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025 0 comments

 

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κιθάρα
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε και πέθανε σαν σήμερα (1915-1984)
Ο Τσαρούχης δύσκολα υµνούσε κάποιον, είπε κάποτε σε µια συνέντευξη του: «Ο Τσιτσάνης είναι η µοναδική απόδειξη ότι έχουµε πολιτισµό. Οι νότες του επηρέασαν βαθιά όλους τους συνθέτες της σύγχρονης µουσικής. Είναι ποιητής, γιατί οι στίχοι είναι σχεδόν όλοι δικοί του. Είναι τραγουδιστής, γιατί η φωνή βγαίνει µέσα από τα βάθη της καρδιάς του. Είναι µέγας δεξιοτέχνης, γιατί ακόµα και οι εχθροί το παραδέχονται. Είναι ο βάρδος των φτωχών, των πληγωµένων, των ερωτευµένων. Η ζωή του είναι συνδεδεµένη µε την ιστορία του ρεµπέτικου, που µέσα απ' αυτόν έγινε αποδεκτό. Εχθροί και φίλοι δέχονται πως υπήρξε δεσπόζουσα φυσιογνωµία στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Ό,τι κι αν πει κανένας για κείνων είναι λίγο, γιατί πάνω απ’ όλα µιλά το έργο του. Μιλούν τα τραγούδια του, που µας παρηγόρησαν όταν έπρεπε, που µας συνεπήραν κάποια θλιβερά δειλινά που τα αγαπήσαµε γιατί µας συγκίνησαν».
Ο Σπύρος Βασιλείου, που µας µετέφερε κι αυτός µε τη ζωγραφική του σε κόσµους µαγικούς, είπε για τη «Συννεφιασµένη Κυριακή» : «θα 'θελα να είχα κι εγώ ζωγραφίσει µία Κυριακή και να µπει στη ζωή µας όπως η Κυριακή του Τσιτσάνη, που σφράγισε τις ζωές όλων µας».
Κι ο Νίκος Εγγονόπουλος, όταν ρώτησαν τη δική του γνώµη για το µεγάλο συνθέτη, απάντησε: «Φοβάµαι πως δεν του έδωσαν ακόµα τη θέση που του χρειάζεται και που του ανήκει δικαιωµατικά. Άχαροι µιµητές του πέτυχαν πιο φανταχτερά, στη λίγο επιπόλαια κοινή γνώµη. Στην Ελλάδα, έστω και αργά, κάποια µέρα αναγνωρίζεται η πραγµατική αξία. Προπορεύονται όµως οι αυτοδιαφηµιζόµενοι, οι γνωρίζοντες διπλωµατικότητα, οι γνωρίζοντες να εκµαιεύουν τα σαχλά εγκώµια που έχουν πέραση».
Πρώτος που ανακάλυψε τον θησαυρό Τσιτσάνη είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Αυτός ο ντελικάτος, ο ερωτικός, ο γεµάτος ποίηση και τρυφερότητα συνθέτης δεν δίστασε όχι µόνο να δεχτεί δηµόσια την αξία του ρεµπέτικου και του Τσιτσάνη, αλλά να εµπνευστεί αργότερα και στα δικά του έργα απ' αυτή τη µουσική. Όπως οι περισσότεροι της εποχής του διανοούµενοι, έτσι κι ο Χατζιδάκις στην αρχή όταν άκουγε ρεµπέτικο βούλωνε τ' αυτιά του. Η σοβαροφάνεια της ελληνικής κοινωνίας δεν του επέτρεπε να εκφράσει καµία συγκίνηση. Πέρασε όµως ο οδοστρωτήρας της Κατοχής, που άλεσε τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τη σοβαροφάνεια και απελευθέρωσε την ακοή των ανθρώπων. Ο Χατζιδάκις έµαθε και στους άλλους φίλους του να µην ντρέπονται για τα αισθήµατα που τους προκαλούσε το ρεµπέτικο και τους αποκάλυψε τη µαγεία των τραγουδιών του Τσιτσάνη.
«Όταν τον ακούσαµε για πρώτη φορά», λέει ο Μίνως Αργυράκης, «άρχισε να κυκλοφορεί µέσα µας µια φλέβα άγνωστη. Όχι όµως ξένη. Ήταν µία µουσική φλέβα παλιά, αλλά καλά κρυµµένη. Ο
Μάνος την άνοιξε και ξεχύθηκε από µε πλούσια, µατωµένη, γεµάτη από τον καηµό του νεοελληνισµού η φωνή του Τσιτσάνη, που καταλαβαίναµε ότι ήταν η δική µας µυστική φωνή. Και το σηµαντικότερο, τα χρόνια που ακολούθησαν δεν τον έφθειραν. Τον διατήρησαν ακόµα ζωντανό. Κι όσοι δεν δέχτηκαν να τον παραδεχτούν, φαίνεται ότι διατήρησαν την προπολεµική τους
σοβαροφάνεια».
Ετικέτες: