Η φωτογραφία από τη σελίδα του Αιμίλιου Καλιακάτσου στο facebook.
*
του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ
Το Ισχύς και Απόφαση [1] του Παναγιώτη Κονδύλη είναι ένα ιδιότυπο φιλοσοφικό κείμενο, η δε ιδιοτυπία του φανερώνεται από τις πρώτες σελίδες και μέσω μιας έλλειψης. Σε όλο το κείμενο δεν υπάρχει ούτε μία παραπομπή σε κάποιο άλλο έργο ή συγγραφέα. Αυτό το στοιχείο δε σημαίνει οτι ο Κονδύλης δε συνδιαλέγεται με άλλα φιλοσοφικά ρεύματα ή ιδέες. Συνδιαλέγεται είτε άμεσα, όπως με τις αναφορές στον υπαρξισμό και στον πραγματισμό στο δεύτερο κεφάλαιο, είτε κεκαλυμμένα[2]. Άλλωστε ο Κονδύλης, που περισσότερο λειτουργούσε ως ιστορικός των ιδεών στις πρώτες διακόσιες σελίδες του βιβλίου του Η κριτική της μεταφυσικής σκέψης στη νεότερη σκέψη, για παράδειγμα, έχει 495 παραπομπές[3]. Επομένως, προκείται για στυλιστική επιλογή. Η γραπτή φιλοσοφία άλλωστε παραμένει κείμενο και ως τέτοιο στυλιστικές, εκφραστικές και γενικά συγγραφικές επιλογές μπορούν να αποκτήσουν ειδικό βάρος, να σημαδιοδοτήσουν εμπράκτως μια φιλοσοφική θέση του συγγραφέα. Εν προκειμένω, η απουσία παραπομπών θεωρώ ότι εκφράζει εμπράκτως μια μεταφιλοσοφική θέση του Κονδύλη που διατυπώνεται στο ίδιο αυτό κείμενο.
Πριν όμως αναφερθώ στη θέση αυτή, θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός ότι ο Κονδύλης ασφαλώς και δε νιώθει την ανάγκη να αποδείξει μέσω παραπομπών ότι το φιλοσοφικό έδαφος στο οποίο στέκεται είναι στερεό, μιας και η δημοσίευση έργων που προηγούνται –αλλά και ακολουθούν– είναι μάρτυρες της φιλοσοφικής του εμβρίθειας. Μια παρόμοια περίπτωση είναι και ο Ζίλ Ντελέζ, ο οποίος, πριν να εκδώσει τη δική του φιλοσοφία, γράφει για μια σειρά διαφορετικών στοχαστών, από τον Λάϊμπνιτς και τον Σπινόζα μέχρι τον Μπερξόν και ασφαλώς τον Νίτσε[4]. Παρόλαυτα, στο κατεξοχήν φιλοσοφικό του έργο –σε αυτό που παρουσιάζει τις δικές του απόψεις– δε φείδεται βιβλιογραφικών παραπομπών. Επομένως δε συνδέεται μονάχα με την κατακτημένη δυνατότητα του να μην παραπέμπει, η συγκεκριμένη επιλογή του Κονδύλη να μην το κάνει. Τέλος μια παρατήρηση για τον όρο μεταφιλοσοφία, πριν προχωρήσω στη συζήτηση για τη θέση αυτή καθαυτή. Ο όρος ‘μεταφιλοσοφία’ αναφέρεται στη σκέψη σχετικά με την ίδια τη φιλοσοφία, το χαρακτήρα της ως ξεχωριστού είδους σκέψης, τη μέθοδο της, το μέλλον και τη δυνατότητα φιλοσοφικής προόδου, της επίλυσης των αντιστοιχων προβλημάτων, ας πούμε του γιατί να υπάρχει κάτι αντί για τίποτα. Πρόκειται για όρο που εμφανίζεται σχεδόν αποκλείστικα στην αναλυτική παράδοση, και προφανώς έχει να κάνει με την εξειδίκευση, τον πανεπιστημιακό και ως ένα βαθμό πλέον εμπορευματοποιημένο χαρακτήρα των ιδρυμάτων αυτών, που οδηγούν σε μεγαλύτερο κατακερματισμό του αντικειμένου. Στην ηπειρωτική παράδοση ο όρος δεν απαντάται συχνά και μάλλον συνοψίζεται στην άποψη του Χάϊντεγκερ ότι όποιος φιλοσοφεί αναγκαστικά σκέφτεται και πάνω στην ίδια τη φιλοσοφία. Στην εποχή των τμημάτων που προσφέρουν όμως φιλοσοφία στη lingua franca των αγγλικών, χρησιμοποιώ τον όρο ‘μεταφιλοσοφία’ προς διευκόλυνση συνεννόησης. Ο ίδιος ο Κονδύλης ή άλλοι στοχαστές της ηπειρωτικής παράδοσης και της εποχής του, μάλλον δε θα τον χρησιμοποιούσε.
Για τον Κονδύλη λοιπόν και η φιλοσοφία –τουλάχιστον η ηθικη-κανονιστική έκφρασή της– υποτάσσεται στο σχήμα της αυτοσυντήρησης του ατόμου που συνεπάγεται αναπόφευκτα την επιδίωξη από μέρους του όλο και μεγαλύτερης ισχύος. Αποτελεί μια πιο περίπλοκη έκφραση αυτής της επιδίωξης, την πλέον περίπλοκη στο πεδίο του πνεύματος που παραμένει για τον ίδιο πολεμικό ούτως ή αλλώς, και σε αυτή την ιδιότητα εξαντλείται η ιδιαιτερότητά της. Σημειώνει σχετικά (σελ. 199) ότι οι φιλοσοφικές θεωρίες
«μόλις αποκτήσουν ευρύτερη επιρροή μετατρέπονται σε γενικές θρησκευτικές, πολιτικές ή ηθικές αποφάνσεις ή επιταγές, που στην πραγματικότητα είναι τετριμμένες και μπορούν να μεταφρασθούν στη γλώσσα της λαϊκής σοφίας (“να είσαι καλός και τίμιος”)».
Η ηθική-κανονιστική φιλοσοφία έχει γενετικό προορισμό της την εκλαϊκευση, αφού προσπαθεί να υποδείξει κανόνες και στάσεις γενικά αποδεκτές, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η εκλαίκευση της γίνεται πάντα με τον τρόπο που επιθυμεί ο εν προκειμένω φιλόσοφος‧ το κάθε άλλο, ο Κονδύλης σημειώνει (σελ. 201)
«Η κωμικοτραγική ειρωνεία στη ζωή και τη δράση των φιλοσόφων έγκειται στο ότι ο Διονύσιός τους θα τους προδώσει αμέσως μόλις τον βρουν – ότι δηλαδή οι θεωρίες τους μπορούν να πραγματωθούν μονάχα κατά έννοια αντίθετη προς τον τρόπο με τον οποίο κατανοούν οι ίδιοι τον εαυτό τους‧ οι φιλόσοφοι ως φιλόσοφοι μπορούν να βιώσουν μονάχα αυτοϊκανοποιήσεις, και αντίστοιχος είναι και ο χαρακτήρας των απασχολήσεών τους».
Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας –το ότι αποτελεί ένα συνεχές με θρησκευτικές, πολιτικές και ηθικές αποφάνσεις διακρινόμενη μόνο από το βαθμό περιπλοκότητας και το ότι εμφανίζεται στα λιγότερο περίπλοκά επίπεδα διαστρεβλωμένη από τις προθέσεις του φιλοσόφου– οφείλονται στο ότι ανήκει στο γένος της απόφασης προς αύξηση της ισχύος και της αυτοσυντήρησης. Καταλήγει όμως η φιλοσοφία να είναι μια πληθωρική, μια περιττή δραστηριότητα, χρήσιμη κατά καιρούς άλλα όχι απαραίτητα πάντα. Ασφαλώς ο Κονδύλης δεν είναι ο μόνος που σκέφτεται τη φιλοσοφία με τρόπο διαφοετικό από τον παραδοσιακό της ρόλο ως βασίλισσα των επιστημών, ή ως βασική επιστήμη, όπως την ήθελε ο Καντ. Ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ, για παράδειγμα, επιτίθεται στην εικόνα που κατασκέυασε ο Καντ με βάση το πρωτείο της γνωσιοθεωρίας («Ο Καντ κατάφερε να μεταμορφώσει την παλία έννοια της φιλοσοφίας – η μεταφυσική ως ‘βασίλισσα των επιστημών’ λόγω της ενασχόλησης της με ό,τι είναι καθολικό και ελάχιστα υλικό – σε μια έννοια του ‘πιο βασικού’ πεδίου – θεμελιώδους πεδίου. Η φιλοσοφία έγινε ‘πρωταρχική’ όχι πλέον με την έννοια της ανώτερης αλλά με την έννοια της ‘θεμελιώδους’»[5]) και αντιπροτείνει μια εικόνα της φιλοσοφίας ώς επιρρωτικής (edifying) κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων. Παρόλο που η θέση προέρχεται από έναν νεοπραγματιστή, όπως ο Ρόρτυ, και διατυπώνεται πέντε χρόνια πριν το βιβλίο του Κονδύλη, κανείς μπορεί να διαπιστώσει μια ταυτότητα προβληματισμού.
Ο Κονδύλης όμως ξεχωρίζει και ανάμεσα στην ηθική-κανονιστική φιλοσοφία, που ουσιαστικά περιλάμβάνει όλα τα συστήματα σκέψης που επιβάλλουν την απόφαση τους ως εξαντικειμενικευμένη –μια έκφραση του ίδιου του συγγραφέα– και της δικής του πρότασης, την οποία αποκαλεί είτε «περιγραφική θεωρία της απόφασης»[6] είτε «συνεπή αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση», η οποία αποδέχεται ότι «ο κόσμος και ο άνθρωπος καθ’εαυτοί δεν έχουν ούτε νόημα όυτε αξία» (σελ. 209), ορισμός που την ταυτίζει με τον μηδενισμό, κάτι που αποδέχεται και ο ίδιος (σελ. 223) χωρίς να ασπάζεται όμως την ηθική απαξία που συνοδεύει τον όρο. Η θεώρηση αυτή «οφείλει να απόσχει προγραμματικά και a limine από κάθε πολεμική» (σελ. 210), «παραιτείται από την ενεργό συμμετοχή στη ζωή» (σελ. 222) και «επιθυμεί απλώς να περιγράψει την κανονιστική θεώρηση και δεν επιδιώκει την εκμηδένιση της, παρά αντίθετα τονίζει ότι η κοινωνικά οργανωμένη ζωή μονάχα με τη βοήθεια των κανονιστικών τοποθετήσεων μπορεί να πάρει τον εαυτό της στα σοβαρά και να συντηρηθεί μακροπρόθεσμα» (ό.π.). Ο Κονδύλης στο σημείο αυτό του βιβλίου του συνομιλεί με τον Νίτσε[7], μόνο που έχει προηγηθεί η κριτική του στον Νίτσε σε προηγούμενο έργο του[8]. Σχηματικά, εκεί καταλήγει ότι ο Νίτσε οδηγείται στο να είναι μεταφυσικός, διότι «πέφτει άθελα του θύμα της ορθολογιστικής-κανονιστικής προκατάληψης σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε τάχα να υπάρξει μια κατάσταση στην οποία η συνειδητά επιδιωκόμενη αντιστοιχία αληθινής γνώσης και πρακτικής αποτελεσματικότητας θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει την ασυνείδητη συμμετρία μεταξύ ψευδούς συνείδησης και πρακτικής αποτελεσματικότητας»[9]. Αυτή η κατάσταση είναι ουσιαστικά η θετική πλευρά του μηδενισμού που εδράζεται στο γίγνεσθαι και στην αέναη ροή του, καταφάσκει τη ζωή μέσα από την αιώνια επιστροφή και κανει τον μηδενισμό να εμφανίζεται ως «ριζική αμφισβήτηση των αξιών-φορέων τούτης της απάρνησης [της ζωής] στο όνομα μια αθώας βούλησης για δύναμη»[10]. Με αυτή του την κίνηση ο Νίτσε ξαναγίνεται μεταφυσικός, αν και διαφορετικού από το παραδοσιακό περιεχομένου.
Ποια ειναι η απάντηση του Κονδύλη σε αυτή τη στροφή της νιτσεϊκής σκέψης; Η φιλοσοφία του Κονδύλη φτάνει στο ίδιο σημείο με αυτή του Νίτσε, δηλαδή στο μηδενισμό, μόνο που αντί να τον αξιολογεί ως καταστροφέα είτε της ζωής είτε των αξιών, αρνείται την όποια αξιολόγηση, στέκεται δηλαδή εμφατικότερα πέραν του καλού και του κακού, και απλώς διαμηνύει ότι
«Όπου λείπουν οι αξιώσεις ισχύος, εκεί πρέπει να επακολουθήσει όχι απλώς η αποχή από πρακτικές συστάσεις, αλλά και η ολοκληρωτική σιωπή‧ ακόμα και η δημόσια ανακοίνωση της αξιολογικά ελεύθερης θεωρίας της απόφασης αποτελεί ασυνέπεια, η οποία οφείλεται σε συγγραφική ματαιοδοξία ή στην ευχαρίστηση που δοκιμάζει κανείς προκαλώντας τους άλλους» (σελ. 239).
Μπορούμε να πούμε ότι για τον Κονδύλη, η φιλοσοφία που δεν έχει αξιώσεις ισχύος, η φιλοσοφία δηλαδή που δε θέλει να μετατραπεί σε κανονιστική θεωρία, αλλά να μείνει πιστή στον εαυτό της, βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο, σε μια έκφραση που πρέπει να διαρκεί δευτερόλεπτα, σε ένα βιβλίο χωρίς υποσημειώσεις και αναφορές, ώστε να μπορεί να περνιέται ως μη φιλοσοφικό, να μη διαβάζετε από τους ειδικούς του κλάδου, παρά ως ένα αποσυνάγωγο βιβλίο. Για αυτό ο Κονδύλης τη στιγμή που φτάνει στον μηδενισμό παίρνει μια διαφορετική στροφή από αυτή του Νίτσε: προτιμάει να εκφράζεται ως ιστορικός των ιδεών, ως δημόσιο πρόσωπο με το βάρος της ιστορικής και φιλοσοφικής του κατάρτισης για την πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα πολιτικά συστήματα εν γένει, παρά για την καθαυτό φιλοσοφία, διότι η τελευταία θα μετατρεπόταν αναγκαστικά σε μια νέα μεταφυσική, όπως ο θετικός μηδενισμός του Νίτσε.
Η μεταφιλοσοφική του θέση λοιπόν, ότι η φιλοσοφία οδηγεί στο μηδενισμό και αν θέλει να μείνει πιστη σε αυτόν πρέπει να παραμείνει στη σιωπή, αποποιούμενη κάθε αξίωση ισχύος, αλλιώς μετατρέπεται σε ενα ηθικό-μεταφυσικό σύστημα που πασχίζει να επιβάλλει τις δικές του αξίες, χρήζει περισσότερης ανάλυσης. Γιατί, αν η φιλοσοφία μας επιτρέπει, μόνο αυτή μέσα από το βαθμό των αφαιρέσεων και της περιπλοκότητας της να έρθουμε σε επαφή με το μηδενισμο, να τον κατανοήσουμε, να κοιτάξουμε στην άβυσσο, και να πάρουμε μια απόφαση σχετικά με το δρόμο που θα ακολουθήσουμε στη συνέχεια – αν δηλαδή θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε μεταφυσική ή θα στραφούμε σε άλλες ενασχολήσεις – τότε δίνει έναν μοναδικό ρόλο στη φιλοσοφική σκέψη. Όπως λέει και ο Ράινερ Σούρμαν, η φιλοσοφία είναι η μέθοδος που μας επιτρέπει να πάμε από το προϋποτιθέμενο στο απροϋπόθετο[11]. Ο Κονδύλης βέβαια θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι μπορούμε να φτάσουμε στο μηδενισμό και με άλλους τρόπους, απλώς στην εποχή μετά την έλευση της έλλογης φιλοσοφικής σκέψης, είναι λογικό να χρησιμοποιείται αυτή για να οδηγηθούμε εκεί, χωρίς να απολαμβάνει κάποιας ιδιαίτερης αξίας, παρά μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Αλλά αν στο έλλογο πλαίσιο, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας και του διαλόγου, η φιλοσοφία είναι αυτή η οδός τότε πρέπει να επανεξετάσουμε τις συνέπειες της απόφασης μας σχετικά με τον μηδενισμό.
Υποστήριξα στην αρχή ότι ο Ντελέζ συνιστά ένα είδους ‘αριστερό’ ή ‘απελευθερωτικό’ νιτσεϊσμό, ενώ ο Κονδύλης συνιστά μια ‘δεξια’ ανάγνωση. Από τη στιγμή που ο Ντελέζ ακολουθεί τον Νίτσε στο δρόμο του γίγνεσθαι και της θετικής αποτίμησης της ζωής, του θετικού μηδενισμού, εισηγείται μια νέα μεταφυσική – άλλωστε ο ίδιος είχε δηλώσει ότι το περίφημο τέλος της μεταφυσικής δεν τον αφορούσε – η οποία στην περίπτωση του εδράζεται στα ομοιώματα, τα simulacra, που καταφάσκουν κάθε στιγμή, κάθε μοναδικότητα του γίγνεσθαι, αναποδογυρίζωντας έτσι τον πλατωνισμό, που ήθελε την ιεραρχία μεταξύ ιδέας και αντιτύπου να ισχύει και να θεμελιώνει εκεί τη διάκριση ανάμεσα στον ακίνητο κόσμο του Είναι και στον αενάως κινούμενο του Γίγνεσθαι. Από τη στιγμή που το Είναι εκλαμβάνεται ως κυρίαρχο απέναντι στο Γίγνεσθαι τότε μια απελευθερωτική ορμή διέπει τη φιλοσοφία του Ντελέζ (και του Νίτσε) μετατρέποντας την σε κανονιστική-μεταφυσική (κατά τον Κονδύλη), σε όλη την κλίμακα του πνέυματος από τη φιλοσοφική μέχρι την ακτιβιστική, και παρά τις απλουστεύσεις της τελευταίας και των ενδιάμεσων σταδίων στην πρώτη. Φυσικά κανείς δε χρειάζεται να λυπάται για τις απλουστεύσεις, αρκεί ο εχθρός να πλήττεται. Ο Κονδύλης όμως κάνει μια δεξιά ανάγνωση με την έννοια ότι δεν βρισκεί ότι είναι δουλειά του φιλοσόφου να αλλάξει την κοσμοεικόνα, αν θέλει να είναι αξιακά ουδέτερος και συνεπής μηδενιστής, όπως του αρμόζει. Σώζει τη φιλοσοφία από την πολεμική των θεωριών, με αντάλλαγμα τη φιλοσοφική σιωπή. Ενώ όμως σιωπά ή καλύτερα μιλάει άπαξ και με ιδιαίτερο τρόπο ως φιλόσοφος, μετέρχεται άλλων πεδίων του πνεύματος, κυρίως την ιστορία των ιδεών, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις, για να προωθήσει το δόγμα που επικαλείται ρεαλισμός και που τον θέτει στην πλευρά του Θρασύμαχου και του Χομπς. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι ο Κονδύλης δεν είναι διόλου νιτσεϊκός –και άρα δεν μπορεί να είναι δεξιός ή αριστερός– και αυτή η ανάγνωση έχει μια βάση‧ όμως ειδικά στο Ισχύς και Απόφαση συνομιλεί τόσο έντονα με τον Νίτσε, όπως προείπα, και από την άλλη ο Νίτσε έφτασε πρώτος στον μηδενισμό τόσο εμφατικά, που τουλάχιστον ως αυτό το σημείο οι δύο στοχαστές ομοιάζουν. Το ότι ο Νίτσε επέλεξε να θάψει το μηδενισμό κάτω από ένα νέο ευγενές ψεύδος και ο Κονδύλης να τον αφήσει σε γυμνή σιωπή μπορεί να είναι και θέμα γούστου, όπως το προσδιορίζει ο τελευταίος (σελ. 230).
Η αναλογία με τον Ντελέζ όμως ελπίζω ότι φωτίζει κι ένα άλλο σημείο, που θα ήθελα να θίξω εν είδει υστερογράφου. Ο ελληνικός 20ος αιώνας είχε την τύχη να έχει στοχαστές, συγκεκριμένα τον Κονδύλη και τους τρεις του Ματαρόα –Καστοριάδη, Αξελό, Παπαϊωάννου– που συνομιλούσαν ισότιμα με τη σύγχρονή τους ηπειρωτική φιλοσοφική παράδοση. Ακόμα και σήμερα η σκέψη τους έχει να προσφέρει αρκετά στην νεοελληνική φιλοσοφία, κλάδος που έχει πληγεί όσο λίγοι από την προσκόλληση στην αρχαιότητα, μη παράγοντας πρωτότυπη σκέψη σε επαφή με τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα.
///