του Παναγιώτη Κ. Μυλωνά, Οικονομολόγου
Όπως και το 2022, το ΙΝ.ΣΕΤΕ. δημοσίευσε μια υποτιθέμενη μελέτη του, προκειμένου να συγκαλύψει την χαώδη διαφορά της ΜΚΤΔ (Μέση Κατά Κεφαλή Τουριστική Δαπάνη) μεταξύ Ισπανίας και Ελλάδας.
Για το ανάλογο δημοσίευμα του 2022, είχα δημομοσιεύσει σχετικό άρθρο μου στο New-economy.gr,
Άρθρο που αμέσως σας επικολλώ κι εδώ:
Το τωρινό δημοσίευμα του ΙΝΣΕΤΕ στο Capital.gr, το επικολλούμε, επίσης εδώ, με το σύνδεσμο που αμέσως ακολουθεί:
https://www.capital.gr/…/insete-i-ellada…/…
Όμως, οι σχετικές τεράστιες, διαχρονικές και ολοένα διευρυνόμενες, υστερήσεις μας, στη ΜΚΤΔ (Μέση Κατά Κεφαλή Τουριστική Δαπάνη), των τουριστών, έναντι της Ισπανίας, είναι πολύ μεγαλύτερες και της σχέσης: 2/1. Πράγμα που -με μια τέτοια υστέρηση- συνεπάγεται σαφείς αρνητικές αποδόσεις στον τουριστικό μας κλάδο.. Και δεν είναι οι μόνες! Εξίσου πολύ μεγάλες είναι και οι υστερήσεις μας, στη ΜΚΤΔ κι από όλες τις άλλες, εφάμιλλες τουριστικά, χώρες, όπως της: Πορτογαλίας, Ιταλίας, Κροατίας & Κύπρου. Αλλά ακόμα και της Τουρκίας, τα τελευταία χρόνια, σε σύγκριση πάντα με τη νομισματική ισοτιμία της χώρας αυτής. Ωστόσο, οι συγκρίσεις μας, στην παραγωγικότητα και την οικονομική αποδοτικότητα του ελληνικού τουρισμού, δεν είναι μόνο δυσμενείς για εμάς, στις απόλυτες και κατά κεφαλή εισπράξεις της ΜΚΤΔ, αλλά γίνονται ακόμα δυσμενέστερες, υπό τις εξής τρεις βαριές ποιοτικές παραμέτρους κι έχουν επίσης βαριές και τις συνέπειες που επιφέρουν στην αποδοτικότητα του τουριστικού κλάδου.
Και ιδίως στις εξής παραμέτρους:
(α) Τις εισροές των εισαγόμενων συντελεστών, για τις ανάγκες της παραγωγής και πώλησης του τουριστικού μας προϊόντος, οι οποίες ξεπερνούν σε σξία και το 75% των τουριστικών μας εσόδων. (Όταν, π.χ., το 2020, η πτώση των εσόδων του τουρισμού, κατά 13 δισ. €, λόγω της πανδημίας του Covid-19, επέφερε τη μείωση των εθνικών εισαγωγών μας κατά 10 δισ. €, για το ίδιο έτος. Ή και ίση, με τη σχέση: 10/13=75%, περίπου!).
(β) Την όξυνση της τουριστικής εποχικότητας και της στενής μας τουριστικής περιόδου, που διακρίνει τον ελληνικό τουρισμό, λόγω και της μονοθεματικής μας ενότητας -κατά 92%- στη θεματική τουριστική ενότητα, του: “Ήλιος και Θάλασσα”!
Η Ελλάδα κατέχει το παγκόσμιο ρεκόρ της εποχικότητας. Όπου, το 60% των τουριστικών της εσόδων, πραγματοποιείται το 3ο τρίμηνο κάθε έτους. Έναντι του 42%, για Ισπανία & Πορτογαλία. Για δε το τετράμηνο Ιουνίου- Σεπτεμβρίου, φιλοξενούμε το 76,7% των ετήσιων αφίξεων τουριστών (από έρευνα του ΙΝ.ΣΕΤΕ) και
(γ) Την τουριστική μονοκαλλιέργεια του παραγωγικού μας μοντέλου, στην οποία και μας οδήγησαν οι υπερεπενδύσεις των Καρτέλ της γερμανικής TUI, όπως έχουμε αναπτύξει και σε προηγούμενες αρθρογραφίες μας.
Όσον αφορά στα τωρινά επιχειρήματα του ΙΝ.ΣΕΤΕ, όπως για τις μειωτικές επιπτώσεις του εισερχόμενου οδικού τουρισμού, το επιχείρημα τους στερείται οποιασδήποτε στάθμισης. Αφού αφορά 15% των εισερχόμενων τουριστών. Και οι οδικώς εισερχόμενοι τουρίστες, απ’ τα Βαλκάνια, είναι ανάλογοι, σε ποσοστό, με τους οδικώς εισερχόμενους και στην Ισπανία, από τη Γαλλία & Πορτογαλία. Η δε συμμετοχή των αεροπορικών εισιτηρίων στις τουριστικές εισπράξεις της Ισπανίας, με την IBERICA, είναι μονοψήφιες και ανάλογες, ποσοστιαία, με τις εισπράξεις των Ελληνικών αεροπορικών εταιριών. Αφού οι αναφερόμενες εκεί τιμές αεροπορικών εισιτηρίων, αφορούν στο κόστος των εισιτηρίων, των: Lufthansa, Tui B.A. Ar France κ.λπ. που δεν συμπεριλαμβάνονται στα τουριστικά έσοδα της κάθε χώρας…
Και η υπερπροσφορά των ξενοδοχειακών μας κλινών, ένεκα της χρόνιας υπερμόχλευσης των τουριστικών επενδύσεων, από τα ΚΑΡΤΕΛ της TUI, αλλά και το εξ αυτών, το πλεόνασμα του ξενοδοχειακού μας δυναμικού, με τις ελλιπείς πληρότητες ακόμα και για τους Μήνες αιχμής, ρίχνει τις τουριστικές τιμές του τουριστικού μας προϊόντος κ.ο.κ..
Εξ άλλου, η ΜΚΤΔ, των 603 €/τ, που σημειώσαμε για το 2023, δεν συμπεριλαμβάνει, ούτε για την Ισπανία, μήτε και για την Ελλάδα, τους περί το 1,5 εκατ. τουρίστες που εισέρχονται στη χώρα μας με τις κρουαζιέρες. Μ’ εισερχόμενους οι οποίοι μπορεί να έχουν, από μια έως και δύο, μόνο, διανυκτερεύσεις τους σε ξενοδοχεία των χωρών μας. Φέτος όμως, το 2024, η ΜΚΤΔ, έχει κατρακυλήσει κι άλλο, πολύ κάτω κι από τα 600 €/τ., παρά και τον μεσολαβήσαντα πληθωρισμό της αγοράς.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι, παρά και την αύξηση, στη σύνθεση του τουριστικού δυναμικού μας, από πεντάστερα ξενοδοχεία -που από το 14% του συνόλου, το 2015, έφτασαν στο 25%, το 2024- έχουμε μείωση και στη Μέση Διάρκεια Φιλοξενίας των Τουριστών. Με μ.ό. τις 6,5 διανυκτερεύσεις, ανά Τουρίστα, έναντι 7,5, το 2018. Πράγμα που σημαίνει και τη στροφή μας προς τους φτωχότερους, εισοδηματικά, τουρίστες και παρά την άνοδο της στάθμης των ξενοδοχείων μας, από την αύξηση συμμετοχής των κοστοβόρων, κατασκευαστικά και λειτουργικά, πεντάστερων ξενοδοχείων μας.
Κι ακόμα. Η άνοδος της ΜΚΤΔ, το 2020 & 2021, στα 649 €/τουρίστα. & 642 €/τ., αντίστοιχα, οφείλεται στην συγκυρία του χρόνου της πανδημίας του Covid-19. Αφού, η πτώση της τουριστικής κίνησης, το 2020, κατά (-80%), αφορούσε πολύ περισσότερο τις χαμηλές κατηγορίες καταλυμάτων και λίγο, έως καθόλου, την πολυτελή κατηγορία των βιλών, καθώς και των πεντάστερων ξενοδοχείων, τα οποία μπορούσαν να κρατηθούν οι προβλεπόμενες υγειονομικές αποστάσεις προφύλαξης, για τη μη μετάδοση της νόσου. Γεγονός, που τράβηξε -λογικά & παρά τη γενική τουριστική μείωση- τη μέση τιμή της ΜΚΤΔ, προς τα επάνω, συγκυριακά…
Εξ αιτίας και της προηγηθείσας τουριστικής μας υπερμόχλευσης επενδύσεων, από τη γερμανική TUI και για το 2024 που διανύουμε, έχουμε και τη συνεχιζόμενη πτώση της αποδοτικότητας & της παραγωγικότητας του ελληνικού τουρισμού. Με πτώση της ΜΤΔ (Μέση Ταξιδιωτική Δαπάνη) και παρά τη νέα άνοδο των αφίξεων τουριστών και των νέων σημειούμενων τουριστικών Success Stories. Όταν, ιδίως κι οι υπερεπενδύσεις στον τουρισμό, έφεραν τις πληρότητες στα 5άστερα -που ορίζουν τον ανταγωνισμό των τιμών- να είναι κατώτερες του 75%, ακόμα και στο δίμηνο του: Ιουλίου και του Αυγούστου. Κι η τουριστική μας ζήτηση επικεντρώθηκε -κυρίως φέτος- στα τριάστερα και στις βραχυχρόνιες μισθώσεις…
Και τέλος. Με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2023, φτάσαμε στις 10 πρώτες χώρες στον αριθμό αφίξεων τουριστών. Την ίδια χρονιά, όμως, στα τουριστικά μας έσοδα, βρεθήκαμε εκτός των 20 πρώτων χωρών σε τουριστικά έσοδα, στην παγκόσμια κατάταξη.
Το δε τρέχον έτος, 2024, κατρακυλήσαμε κι άλλο στη ΜΚΤΔ, πολύ κάτω από τα 600 €/τ., παρά και τη μεγάλη αύξηση κόστους παραγωγής του τουριστικού μας προϊόντος, απ’ την ακρίβεια της αγοράς..
Για δε το βαθμό της εμπλοκής της γερμανικής TUI, στις αρνητικές οικονομικές αποδόσεις του ελληνικού τουρισμού, αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία που εμπεριέχεται στο άρθρο που κι εδώ επικολλούμε με το σύνδεσμο που ακολουθεί: