*
[[ ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΙ ΤΟΠΟΙ ]]
από τον Γιάννη Παρασκευόπουλο
*
Στους Νεότερους Χρόνους ο άνθρωπος εκπίπτει με ταχύτατους ρυθμούς από τον μεταφυσικό στον φυσικό κόσμο. Το μετά (επέκεινα) μετατοπίζεται στο εδώ. Πρόκειται για μια επανεκτίμηση του χώρου που τον περιτριγυρίζει και που θα ονομαστεί από τους εγκυκλοπαιδιστές περιβάλλον. Ταυτόχρονα η εκκοσμίκευση του χρόνου κρατάει το ομοίωμα της χριστιανικής κοσμοεικόνας αποβάλλοντας την έννοια της ιερότητας. Ο χρόνος στη νεότερη εποχή νοηματοδοτείται από την ιδέα μιας συνεχούς εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας. Η εκκοσμικεύμενη μορφή του χρόνου οικειοποιείται το μοντέλο του ευθύγραμμου χρόνου απαλείφοντας και παραλείποντας την έννοια του τέλους που θα συνεπέφερε η Δευτέρα Παρουσία.
Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν παρατηρεί ότι πρόκειται για μία «εκλαΐκευση του ευθύγραμμου και μη-αναστρέψιμου χριστιανικού χρόνου». Ο εκκοσμικευμένος χρόνος εστιάζεται στην αξία της παρούσας στιγμής ως της μοναδικής στιγμής που βιώνει το ανθρώπινο ον. Κάθε στιγμή δίνει τη θέση της σε ένα μετά για να γίνει η ίδια ένα πριν. Το μέλλον είναι η εξελικτική πορεία του παρελθόντος, μέσω του παρόντος. Η συνέχεια του νοήματος στον εκκοσμικευμένο χρόνο βρίσκεται στην παραγωγή. Ο παραγωγικός χρόνος γίνεται αξίωμα με την άνοδο του καπιταλισμού και της τεχνοεπιστήμης. Η ηθική της αξίας της εργατικότητας απαιτεί τη σωστή χρήση του χρόνου, δηλαδή τη μέγιστη παραγωγικότητα στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Τα αξιώματα της καπιταλιστικής κοσμοεικόνας στηρίζονται στην έννοια της ταχύτητας. Ο χρόνος της εκκοσμίκευσης είναι και ο χρόνος της ταχύτητας. Τηλέγραφος, τηλέφωνο, ταχεία αμαξοστοιχία και σήμερα τρένα υψηλής ταχύτητας (TGV, Frecciarossa), γρήγορο ίντερνετ και fast food είναι συνώνυμα της ριζοσπαστικής εκκοσμίκευσης που κεφαλοποιούν τον χρόνο. Η περατότητα μετριέται πλέον στα δευτερόλεπτα και τα νανοδευτερόλεπτα. Ο φυτικός και φυσικός κόσμος δεν θα μπορούσαν να μείνουν έξω από αυτό το πλέγμα χρονοδημιουργίας. Η κεφαλαιοποίηση της φύσης ξεπετάχθηκε μέσα από τη μήτρα της τεχνοεπιστήμης του κεφαλαίου και διαμόρφωσε την έννοια του βοτανικού κήπου.
Η αρχή των Νεότερων Χρόνων γίνεται μέσω της μείωσης των αριστοτελικών κατηγοριών. Φιλόσοφοι όπως ο Ramus θα ισχυριστούν ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τις πρώτες αιτίες κι έτσι θα περιοριστεί μέσω της inventio (που είναι η συλλογή και κατάταξη εμπειρικών δεδομένων) σε μία νέα αντίληψη όσον αφορά στη γνώση. Αυτή με την σειρά της θα οδηγήσει τη μέθοδο σε μία περιγραφική και ποσοτική αντίληψη για τη φύση. Όπως παρατηρεί ο Κονδύλης:
Η μετατροπή της σκέψης σε προσθαφαιρετική πράξη σημαίνει την επικράτηση της ποσοτικής θεώρησης απέναντι στην ποιοτική, δηλαδή την κατάλυση της κάθετης οντολογικής ιεραρχίας των ποιοτήτων για χάρη μιας οριζόντιας συμπαράταξης και συνομάδωσης εμπειρικών δεδομένων. Την ποσοτική θεώρηση ενισχύει ο Ramus, όταν αντικαθιστά την (ποιοτική) σχέση (γένους-είδους) με την (ποσοτική) σχέση μέρους και όλου, οπότε το είδος ταυτίζεται με το μεμονωμένο άτομο και το γένος παύει να αποτελεί αυθύπαρκτη οντότητα, για να μετατραπεί σε σύνολο ατόμων.
Αναμφισβήτατα, αυτή η ριζοσπαστικοποίηση της σκέψης, που προβάλει ως μια εικόνα ενός συνόλου που κρατά εντός του τα εξατομικευμένα μέρη, μετατράπηκε σε οικονομία.
Μέσα στο εννοιολογικό πλέγμα της δημιουργίας του χρόνου και κατά συνέπεια της μέτρησής του βρίσκουμε στη βραδύτητα τον αντίποδα της ταχύτητας. Στο αξιολογικό σύστημα του κόσμου μας, η βραδύτητα έχει αποκτήσει μια αρνητική αξία. Καθόλου τυχαίος αποφατισμός καθώς αυτή η έννοια εμφανίζεται πλέον και ως εχθρός των καθημερινών δραστηριοτήτων. Η δράση του βραδέος ανθρώπου ταυτίζεται με την αεργία, την αργία αλλά και με την οκνηρία. Μέσα στην πόλη, το πιο γνωστό παράδειγμα βραδύτητας θα ήταν εκείνος ο τύπος που εξασκεί την flânerie μέσα στους δαιδαλώδεις δρόμους της και όπως το θέλει η αστική μυθολογία χρησιμοποιούσε μια χελώνα με λουρί περιφερόμενος στα παρισινά βουλεβάρτα. Στο φαντασιακό της υπερκινητικής πόλης, η βραδύτητα συνδέεται με την έλλειψη παραγωγικότητας και με τη σπατάλη του ατομικού αλλά και του κοινού οργανωμένου χρόνου μιας και ο flâner ενσαρκώνει μια από της φιγούρες της σπατάλης. Μπορεί να περιφέρεται με ελαφρότητα ανάμεσα σε όλους τους τομείς της πόλης, από το αστικό κέντρο μέχρι τις παραγκουπόλεις που συνιστούν τα σύνορά της, δίχως να ανήκει σε καμμία (υπ)ομάδα.
Η ενατένιση αποκτά μια νέα μορφή και περιεχόμενο μέσα στον βιομηχανικό κόσμο. Ο Νίτσε είναι από τους τελευταίους φιλοσόφους που θα μιλήσει για την αναγκαιότητα της ενατένισης, αντιτάσσοντάς την στη βουλιμία της συσσώρευσης. Στo απόσπασμα 280 της Χαρούμενης επιστήμης («Αρχιτεκτονική για τους ανθρώπους της γνώσης»), αναφέρει:
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε μια μέρα, κι ίσως η μέρα αυτή δεν αργεί, τι λείπει κυρίως από τις μεγάλες μας πόλεις: ήσυχα και ευρύχωρα, πολύ εκτατεμένα μέρη για στοχασμό, μέρη με μακριά και ψηλά περιστύλια, για την κακοκαιρία και το λιοπύρι, όπου δεν θα έφταναν φωνές ή θόρυβοι αμαξιών και όπου μια λεπτότερη ευρέπεια θα απαγέρευε ακόμη και στον ιερέα να προσεύχεται με δυνατή φωνή: κτίρια και κήπους που ως σύνολο θα έκφραζαν την ευγένεια της περισυλλογής και του βαδίσματος χωριστά από τους άλλους.
Προς απογοήτευση του φιλοσόφου και όσων θέλησαν να ακολουθήσουν την vita contemplativa εντός της πόλης, εκείνη αντιπρόσφερε τον θόρυβο και την διαρκή κίνηση στο αργό βλέμμα και στις επιδιώξεις της περισυλλογής. Ο φιλόσοφος βρήκε στα βουνά του Sils Maria τον ενατενιστικό βίο που επιδίωκε αναπτύσσοντας την έννοια της Απόστασης από την παλιά μορφή ηθικής και εισάγοντας το βλέμμα των «πολυειδών ματιών» στην εικόνα της σκέψης.
Στους Νεότερους Χρόνους, η vita contemplativa συμπληρώνεται από την έννοια της βραδύτητας. Ενίοτε δε ταυτίζεται με εκείνην. Αυτός ο τρόπος του βλέμματος ορίζεται από το δικό του ρυθμό και κίνηση. Ιστορικά, το λατινικό επίθετο lentus (αργός) χρησιμοποιείται κυρίως από ποιητές και φυσιοδίφες και ορίζει το ον που είναι ευέλικτο και εύκαμπτο. Ο όρος προσιδιάζει στον φυτικό κόσμο και χρησιμοποιείται ευρέως από συγγραφείς όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος για την περιγραφή φυσικών στοιχείων όπως τα ποτάμια και τα δένδρα. Πέρα από την έλλειψη ταχύτητας στη δράση, ο όρος έχει και την έννοια της αντίστασης· φυσικής αρχικά και μεταφορικής, αργότερα, στη λογοτεχνία.
Για τον Λαυρέντιο των Μεδίκων τόπος της ευτυχίας είναι η ενατένιση της φύσης από τα υψώματα της Φλωρεντίας. Εκεί, καθώς αναφέρει, μπορεί να εξασκήσει την χαρούμενη ακηδία (lieta accidia). Όρος που στον Χριστιανισμό είναι εμποτισμένος με αρνητική σημασία καθ΄ότι σηματοδοτεί την έλλειψη ζήλου για τα πνευματικά έργα. Αυτή η κατάσταση οκνηρίας του ανθρώπου, που σήμερα μπορούμε να την ταυτίσουμε με την ανία, μπορεί να τον οδηγήσει στην απόγνωση. Στην αναγεννησιακή ποίηση του Λαυρέντιου, το νόημα της λέξης αντιστρέφεται και γίνεται συνώνυμο με τον καινούργιο τρόπο αναζήτησης του θείου καθώς και με την πρακτική της θέασης του τοπίου.
Στις λατινογενείς γλώσσες η βραδύτητα προσλαμβάνει μια αρνητική χροιά με αποκορύφωμα τη σημερινή της κατάληξη. Στα σύγχρονα ελληνικά o οκνηρός λέγεται και αργόσχολος. Πρόκειται για μια αντίφαση εν τοις όροις. Ο λεξιπλάστης προσάρτησε στην αρχαία ελληνική σχόλη τη βραδύτητα αλλά και την αργία και αυτό για να τονισθεί παραπάνω η έλλειψη παραγωγικότητας. Η σχόλη όπως και η λατινική αντιστοιχία της που βρίσκουμε στο otium περιλαμβάνει ήδη τη βραδύτητα. Η δραστηριότητα της σχόλης ανήκει στην σφαίρα της ενατενιστικής ζωής. Αναγκαστικά, λοιπόν, διαχωρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την πρακτική ζωή. Η σύγχρονη αντιστοιχία του ενατενισμού είναι ο ρεμβασμός.
Η έννοια της βραδύτητας μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλούς συνειρμούς για τη σχέση που διατηρούμε με το φυτικό κόσμο αλλά και για τον τρόπο λειτουργίας του και την αντίθεσή του με τις εκτιμήσεις του τεχνητού χρόνου. Υπό το σημερινό δόγμα της ταχύτητας, ο κήπος είναι μια απασχόληση που παίρνει χρόνο. Ως εικόνα αντανάκλασης του ρυθμού της φύσης και ως περίφρακτη αισθητική και θρεπτική μικροπολιτεία, η σύσταση και η διαμόρφωση του κήπου δεν χρειάζεται απλώς χρόνο· είναι η ίδια χρόνος. Χρόνος στην αρχή γυμνός από κάθε έννοια που αργότερα θα μετεξελιχθεί σε πρωτόγονο κυκλικό χρόνο. Όσο και να ψάξουμε μακριά από αυτήν την περιοδική κίνηση των εποχών, δεν θα μπορέσουμε να αποδράσουμε εννοιολογικά: ο κήπος θα ανοίξει ένα ξέφωτο κυκλικού χρόνου μέσα στο σύγχρονο ευθύγραμμο χρόνο.
Η καλλιέργεια της γης διδάσκει την καλλιέργεια της ψυχής. Ο κηπουρός πρέπει και χρειάζεται να μάθει να είναι υπομονετικός· να αντλεί δυνάμεις από την καθημερινή εργασία για την επανάληψή της στο μέλλον. Η επιμονή και η υπομονή είναι δύο από τις βασικές ποιότητες και αρετές του κηπουρού. Το τώρα της κηπουρικής δεν αντιστοιχεί στα αποτελέσματα του καταναλωτικού τώρα που ο άνθρωπος ως παντοκράτορας έχει μάθει να αναζητά μέσω του πληκτρολογίου. Το τώρα της κηπουρικής στιγμής είναι μια χαρά που σπέρνεται (κυριολεκτικά) και που ξεδιπλώνεται αργά. Ταυτόχρονα, είναι μια χαρά που ετεροκαθορίζεται · σε πολλές περιπτώσεις από το φυτό-σύντροφο.
Η Amélie Nothomb θα ορίσει αυτήν τη συντροφιά ως εξής:
Το ρόδο που πεθαίνει από δίψα έχει ανάγκη τον κηπουρό, αλλά ο κηπουρός έχει ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη το ρόδο που πεθαίνει από τη δίψα: δίχως τη δίψα του λουλουδιού, εκείνος παύει να υπάρχει.
Ο κήπος διδάσκει την συνύπαρξη των όντων, την επιμέλεια της ψυχής και την ταπεινότητα –κυρίως όταν ο κηπουρός στέκει γονατιστός πάνω στη γη δουλεύοντάς την– που θα οδηγήσει στην αυτάρκεια. Η στάση του κηπουρού είναι η διαχρονική στάση του ανθρώπου μπροστά στη φύση. Έρχεται σε επαφή μαζί της όχι ως εχθρός αλλά ως φίλος και συγγενής. Η νηφαλιότητα θα γεννηθεί από την ενατένιση των στοιχείων και την περιποίηση και όχι από τη χρησιμοθηρία.
Η συνύπαρξη πολυσύνθετων οργανισμών μέσα σε ένα απόσπασμα χώρου είναι η ακύρωση του εγωτιστικού και ναρκισσιστικού πνεύματος. Ο κήπος εμφανίζεται ως μια συνέργεια. Ξεκινά ως έργο του κηπουρού που εναποθέτει την ενέργειά του μέσα στο χώρο για να μετεξελιχθεί σε ένα περιβάλλον συμβίωσης έμβιων όντων. Οι πρωταγωνιστές του θεάτρου του κήπου είναι τα δένδρα και τα μικρότερα φυτά οι συμπρωταγωνιστές. Αλλά, μέσα σε αυτό το οίκημα-έργο συγκάτοικοι είναι και η αράχνη, το μυρμήγκι, το σαλιγκάρι, η μέλισσα, η σαραντοποδαρούσα, τα σκουλήκια, οι πεταλούδες, οι σαύρες και τα πουλιά. Το νερό και ο ήλιος συνθέτουν την εικαστική εικόνα του κήπου. Και τα δύο στοιχεία πέφτουν κυριολεκτικά πάνω στα έμβια για να τα τροφοδοτήσουν με ζωή.
Σε αντιδιαστολή με την ελευθεριακότητα της κηπουρικής, οι φυτείες αποτελούν μια αλλοίωση εκείνου που άλλοτε ήταν η καλλιέργεια. Ο συνδυασμός του χρόνου και του χρήματος, του “κάθε δευτερόλεπτο μετρά” εκτόξευσε του τελευταίους αιώνες τη δημιουργία φυτειών μονοκαλλιέργειας. Από τις φυτείες ζάχαρης στις Δυτικές Ινδίες, περνώντας από τις φυτείες βαμβακιού των νότιων ΗΠΑ μέχρι τη σημερινή παραγωγή τομάτας στην Ανδαλουσία, η φυτεία συνδέεται με το καπιταλιστικό χρόνο παραγωγής που όχι απλώς την καθοδηγεί αλλά και την κατασκευάζει. Πριν την κατάργηση της δουλοπαροικίας, το ρολόι και το μαστίγιο ταυτίζονται σε τέτοιο σημείο που γίνονται ένα. Το μαστίγιο είναι η κινητήριος δύναμη του χρόνου στην εποχή της συγκομιδής. Ως όργανο δεν έχει ως σκοπό τη σαδιστική ολοκλήρωση του δυνάστη αλλά αποτελεί την ιδέα και την ενσάρκωση του χρόνου παραγωγής.
Σήμερα, στην εποχή της καταργημένης δουλείας και της παγκοσμιοποίησης, το μαστίγιο αντικαθίσταται από τα χημικά φυτοφάρμακα. Η αυξημένη χρήση των χημικών στις σύγχρονες μονοκαλλιέργειες αντανακλά τις ανάγκες για ελαχιστοποίηση της απώλειας κέρδους από την συγκομιδή. Αν και τα βιολογικά φυτοφάρμακα χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα για την καταπολέμηση των ζιζανίων και των καταστροφικών για την καλλιέργεια εντόμων, η σύγχρονη εντατική τους χρήση στις μονοκαλλιέργειες αλλοιώνει σε τέτοιο βαθμό τη σύσταση των ποιοτικών στοιχείων των φυτών και των λαχανικών που ενίοτε μετατρέπονται σε κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την αρχική θεώρηση για τη βρώση τους. Τα φάρμακα για τη γονιμοποίηση του εδάφους ακυρώνουν τον κύκλο των εποχών και καταργούν μια σειρά από έθιμα και παραδόσεις που συνιστούσαν τη ζωή στην ύπαιθρο.
Η εισβολή των χημικών στην ζωή του αγρότη και η εκβιομηχάνιση της καλλιέργειας καθώς και η αυξανόμενη χρήση των μηχανών μετατρέπουν τον καλλιεργητή σε βιομηχανικό εργάτη και την αγροκαλλιέργεια σε εργοστάσιο. Ο θόρυβος και οι δονήσεις των μηχανών μεταφέρουν τις βιομηχανικές νευρώσεις των πόλεων στην ύπαιθρο καταλύοντας τον τρόπο παραγωγής χιλιετιών. Το αίτημα για αύξηση της παραγωγής και η παγκοσμιοποίηση της αγοράς τον αναγκάζουν να χρεώνεται όλο και περισσότερο στις τράπεζες για την αγορά μηχανών. Η προέκταση των σύγχρονων νευρώσεων της πόλης μετατρέπουν τον αγρότη σε εργάτη εργοστασίου που αποσκοπεί στην αύξηση της παραγωγής. Το άγχος και η πίεση τον κατακλύζουν. Παρακολουθεί έντρομος τις κινήσεις τις αγοράς στο διαδίκτυο για την επόμενη αυξομείωση της τιμής της παραγωγής. Χάνει τη σιωπή του και τη βραδύτητά του. Δεν συμπορεύεται πλέον με τη μουσική του αγρού και την εορτή των εποχών. Έτσι η ύπαιθρος μοιάζει με ένα ξεχασμένο εργοστάσιο παραγωγής στη μέση του πουθενά και ο αγρότης γίνεται μια τραγική φιγούρα του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού.
ΑΠΟ: ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ