ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Καζαντζίδης: Μια αστραπή από το παρελθόν είναι η φωνή του Καζαντζίδη. Αλλού όμως πρέπει να αναζητήσουμε τις σπίθες, τις μικρές φευγαλέες αστραπές που θα μπορούσαν να φωτίσουν το μέλλον.

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024 0 comments




Καζαντζίδης: Μια αστραπή από το παρελθόν

σε Η δεύτερη ματιά



Μαριάννα Τζιαντζή

Ο Στέλιος Καζαντζίδης επιστρέφει με την κινηματογραφική βιογραφία του και με τις συζητήσεις που άρχισαν και θα συνεχιστούν. Όμως ο κόσμος του Καζαντζίδη δεν είναι πια εδώ. . Ένας άλλος κόσμος, με διαφορετικό τρόπο βασανισμένος, έχει πάρει τη θέση του.

Να που 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Στέλιος Καζαντζίδης επιστρέφει με την κινηματογραφική βιογραφία του και με τις συζητήσεις που άρχισαν και θα συνεχιστούν. Πέρασαν 42 χρόνια από τότε που ο Στέλιος, στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, είχε ζητήσει να κρατικοποιηθεί η φωνή του ελπίζοντας ότι έτσι θα απαλλασσόταν από το αδιέξοδο της σχέσης του με τη γνωστή δισκογραφική εταιρεία. Μόνο μες στο πάθος της πρώιμης Μεταπολίτευσης θα μπορούσε να διατυπωθεί ένα τέτοιο σουρεαλιστικό, όπως φαίνεται σήμερα, αίτημα. Εκείνη η ανεπανάληπτη φωνή δεν κρατικοποιήθηκε, όμως τα πάντα στη χώρα μας έχουν ιδιωτικοποιηθεί – γιατί όχι και ο περίφημος «καημός», το «αααχ» του Καζαντζίδη;

Δεν κρίνω την ταινία, δεν πρόλαβα να τη δω, όμως είμαι σίγουρη ότι θα τη δουν πολλοί. Θέλω όμως να διευκρινίσω ότι το δίπολο «εμένα μου αρέσει/δεν μου αρέσει ο Καζαντζίδης» δεν έχει νόημα. Ο άνθρωπος δεν ορίζεται από τις μουσικές, διατροφικές, αναγνωστικές, ζωοφιλικές και άλλες προτιμήσεις του αλλά από τις πράξεις του. Η αγάπη για τον Καζαντζίδη δεν ισοδυναμεί με πιστοποιητικό λαϊκότητας, ιδίως αν αναλογιστούμε εκείνους που χρόνια τώρα πιάνουν στο στόμα τους τα τραγούδια του, παίρνοντας την αλήθεια τους και κάνοντάς την ψέμα. Ακόμα και άνθρωποι που έχουν ξεπουλήσει τα πάντα και δηλώνουν λάτρεις της χρυσής εποχής του κλασικού, του «αγνού» λαϊκού τραγουδιού.

Η αλήθεια των τραγουδιών του Καζαντζίδη ανήκει στην εποχή που πρωτοειπώθηκαν και διαδόθηκαν. Στην εποχή που οι στίχοι του Κώστα Βίρβου της Καταχνιάς («δεν βρήκα πουθενά ψωμί / και σπίτι πώς να πάω / θα με πληγώσει μια φωνή / “πατέρα μου, πεινάω“») έφερναν δάκρυα στα μάτια του ακροατή καθώς ήταν νωπές ακόμα οι μνήμες της κατοχικής πείνας. Στα 60 χρόνια που πέρασαν από τότε που κυκλοφόρησε ο σπουδαίος αυτός δίσκος του Χρήστου Λεοντή, ο εφιάλτης της πείνας μετακινήθηκε αλλού. Αλλού τα παιδιά πεινάνε, αλλού κρυώνουν, αλλού ακρωτηριάζονται και σκοτώνονται. Και αυτό το «αλλού» δεν πέφτει πολύ μακριά από τα μέρη μας.

Ποιός και πώς θα τραγουδήσει τη μοντέρνα φτώχεια, τους σύγχρονους φόβους κι εφιάλτες; Τη δίκαιη λαϊκή οργή, τη φανερή και τη βουβή; Ασφαλώς υπάρχουν τραγουδοποιοί που μιλούν με τη γλώσσα του σήμερα για το πικρό έως βρόμικο ψωμί όχι της ξενιτειάς αλλά την ίδιας της πατρίδας. Υπάρχουν ωραίες φωνές, όμως δεν υπάρχει εκείνη η φωνή που «μπουκώνει τα μικρόφωνα», όπως έλεγαν κάποτε για τη φωνή του Στέλιου.

Σήμερα όλοι αναγνωρίζουν τη μοναδικότητα, το ανεπανάληπτο αυτής της φωνής. Όμως η μοναδικότητα εκείνη έλαμψε, μεγαλούργησε στη διάρκεια μιας μοναδικής ιστορικής εποχής, χονδρικά της δεκαπενταετίας 1950-1965. Το βάθρο όπου πάτησε ο Στέλιος το έχτισαν πολλοί, άλλοι επιφανείς και άλλοι αφανείς. Εννοώ τους ταλαντούχους λαϊκούς συνθέτες, τους στιχουργούς, τους οργανοπαίχτες – και μάλιστα πολλοί από τους τελευταίους πέθαναν ξεχασμένοι και στην ψάθα. Και αυτοί, οι χιλιάδες αδικημένοι εργάτες του λαϊκού τραγουδιού, θα ήταν πολύ περισσότεροι αν ο Καζαντζίδης δεν είχε δώσει μάχη για να παίρνουν δικαιώματα οι ερμηνευτές και οι εκτελεστές για τα τραγούδια που ηχογραφούσαν. Μια μάχη που την κέρδισε, όπως όλοι αναγνωρίζουν.


Ποιός και πώς θα τραγουδήσει τη μοντέρνα φτώχεια, τους σύγχρονους φόβους κι εφιάλτες;

Το ηθικό κύρος που ακόμα και σήμερα περιβάλλει τον Καζαντζίδη δεν προέρχεται από τις κατά καιρούς δηλώσεις και αφορισμούς του, που κάθε άλλο παρά πολιτικά ορθοί μπορούν να θεωρηθούν (για να μη χρησιμοποιήσουμε πιο βαρείς χαρακτηρισμούς). Προέρχεται και από την απόφασή του να γυρίσει την πλάτη στην κερδοφορία της πίστας, να ασχοληθεί με το ψάρεμα και να συναναστρέφεται μόνο απλούς, λαϊκούς ανθρώπους όπως ο ίδιος αντιλαμβανόταν τη λαϊκότητά τους. Δύσκολο να τον φανταστούμε να φωτογραφίζεται πλάι στην κυρία Μενδώνη και τους μεγαλοσχήμονες της εποχής του.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί ίσως να αναπαραγάγει τη φωνή του Στέλιου, να κατασκευάσει ένα πειστικό ομοίωμα της μορφής του. Όμως ο κόσμος του Καζαντζίδη δεν είναι πια εδώ. Ένας άλλος κόσμος, με διαφορετικό τρόπο βασανισμένος, έχει πάρει τη θέση του. Τα τραγούδια του Στέλιου δεν είναι παντός τόπου και καιρού. Δεν είναι τραγούδια ψυχαγωγικά, εκδρομικά, δεν ταιριάζουν με τους μεγαλοεργολάβους, με την τουριστική και επενδυτική αρπακτικότητα. Όπως ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του στον Πάνο Γεραμάνη το 1990: «Ζούμε σε περίεργη εποχή και νομίζω ότι οι εικόνες που παρουσιάζουν τα δικά μου τραγούδια άρχισαν να μην έχουν σχέση με τη σημερινή ζωή».

Μια αστραπή από το παρελθόν είναι η φωνή του Καζαντζίδη. Αλλού όμως πρέπει να αναζητήσουμε τις σπίθες, τις μικρές φευγαλέες αστραπές που θα μπορούσαν να φωτίσουν το μέλλον.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 21-22 Δεκεμβρίου 2024
Ετικέτες: