I ΑΥΓΗ Κυριακή 22 Σεπτ. 2024
Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε να αναβιώνει μια παμπάλαιη τάση, ότι η Ελληνική Τραγωδία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από το σύγχρονο κοινό επειδή έχουν αλλάξει οι όροι πρόσληψής της και οι βασικές συνθήκες της κοινωνίας, θρησκεία και οικονομία αφίστανται επίσης. Θεωρείται γι’ αυτό αναγκαίο να επεμβαίνουμε στα κείμενα, μεταφέροντάς τα περισσότερο ή λιγότερο στη δική μας εποχή.
Ωστόσο προσωπικά θα διαφωνήσω με την αντίληψη ότι το αρχαιοελληνικό Δράμα, Τραγωδία και Κωμωδία, έχει χάσει την επαφή του με το σύγχρονο κοινό και χρειάζεται μετασκευή. Επειδή είναι αλήθεια ότι στην Τραγωδία αλλά και στην Κωμωδία, η Ιστορία και η Αιωνιότητα συμπλέκονται στενά, σχεδόν αξεδιάλυτα. Όχι όμως με τον διαλεκτικό τρόπο του Έγελου ή του Μαρξ, αλλά με τον τραγικό τρόπο, του είδους.
Θα δώσω ένα παράδειγμα από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Στις «Ευμενίδες», το τρίτο μέρος της Τριλογίας, ο ηρωικός αντίλογος της Αθηνάς με τις Ερινύες έχει φθάσει σχεδόν στο τέλος, και οι κόρες της νύχτας, λίγο πριν από τη μεταμόρφωσή τους, θέτουν έναν ακόμη όρο στη Θεά: να εγγυηθεί ότι οι Αθηναίοι θα τους προσφέρουν πάντα τις τιμές που τους έταξε και ότι θα τηρούν αιώνια τα συμφωνημένα. Και η Θεά αρνείται: «Πώς μπορώ να εγγυηθώ κάτι που δεν γνωρίζω; Εγώ μόνο υποσχέθηκα στους Αθηναίους Πολίτες ότι όσο μένουν πιστοί στον όρκο τους, θα με έχουν στο πλευρό τους. Η απόφαση είναι δική τους».
Βλέπουμε δηλαδή στο τέλος της τριλογίας τα πάντα να μπαίνουν κάτω από τη σκέπη της αιωνιότητας, εκτός από αυτήν τη μικρή αλλά καθοριστική «λεπτομέρεια». Μένει μια σχεδόν ανεπαίσθητη ρωγμή στον «καταστατικό χάρτη» της καινούργιας Δημοκρατικής Πόλεως, του Άστεως που αναδύεται, από την οποία εισέρχεται πλησίστια η Ιστορία. Θυμίζει λίγο, τηρουμένων των αναλογιών, την πασίγνωστη ακροτελεύτια διάταξη των σύγχρονων Ελληνικών Συνταγμάτων. Αν αυτό δεν είναι μοντέρνο, τότε τι είναι; Ποιος το λέει ότι το αρχαιοελληνικό Δράμα έχει χάσει την επαφή του με το σύγχρονο κοινό; Και ποιος είναι ο λόγος να επιχειρούμε να το «αναμορφώνουμε» επειδή το διαβάζουμε συνήθως επιπόλαια και επιφανειακά φοβούμενοι να «βρέξουμε το πόδι μας», χωρίς να μπαίνουμε στα βαθιά νερά του;
Απόψεις που εκφράζονται και περιλαμβάνονται σε προγράμματα παραστάσεων, μάλιστα του Εθνικού Θεάτρου («Η σκηνική ιστορία της Ορέστειας δεν είναι μόνο μια ιστορία αποκατάστασης της σκανδαλώδους αθώωσης ενός γυναικοκτόνου…»), είναι παντελώς αστήρικτες και επιπλέον ανοίγουν επίφοβους δρόμους. Είδαμε και πάθαμε να γλιτώσουμε από τη «Μαύρη Αθηνά» κάποιου Μπερνάλ, που την κονιορτοποίησε η Αμερικανοεβραία καθηγήτρια Μαίρη Λέφκοβιτς, και μας έρχονται πολύ χειρότερα. Στις Η.Π.Α. έχει ξεκινήσει ένα κίνημα να αποσυρθούν από τις Δημόσιες βιβλιοθήκες οι Ελληνικές Τραγωδίες γιατί είναι (άκουσον!) ρατσιστικές. Δεν είναι ώρα για μεταμοντέρνες ανοησίες.
Αυτά για την αρχαία Τραγωδία. Θα συμπληρώσω ότι και η Κωμωδία περνάει τα ίδια πάθη.
Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ είναι ριζικά παρεξηγημένος. Το ανατρεπτικό και απίστευτα σύγχρονο τέλος όλων σχεδόν των έργων του, περνάει συνήθως απαρατήρητο. Παίρνω ως παράδειγμα τους «Ιππής». Σε αυτήν την κωμωδία ο ποιητής σαρκάζει την μέχρι σήμερα κρατούσα αντίληψη ότι τον κακό πολιτικό τον διώχνεις μόνο με έναν χειρότερο. Ιδού λοιπόν, σε μια Αθήνα που μαστίζεται από πολιτική κρίση, οι δυο ευφάνταστοι δούλοι του ξεμωραμένου Δήμου (προσωποποίηση της πάσχουσας Δημοκρατίας), αποφασίζουν να δοκιμάσουν αυτή τη «θεραπεία» ανεβάζοντας στην εξουσία έναν τυχάρπαστο απατεώνα της πιάτσας, για να διώξουν τον προηγούμενο, απατεώνα της αγοράς. Και τι ακολουθεί; Ο χειρότερος αποδεικνύεται καλύτερος και αρχίζει να βελτιώνει τα πράγματα. Είναι αλήθεια αυτό; Είναι μια αριστοφανική «αλήθεια». Και ας τσακίζονται οι μελετητές να καταλάβουν την τακτική του Αριστοφάνη και γιατί ο χειρότερος γίνεται καλύτερος. Μας αποκοιμίζει ο Αριστοφάνης για να προετοιμάσει το εκρηκτικό τέλος. Με πρόταση του «χειρότερου», οι δύο δούλοι του ξεμωραμένου γέρο Δήμου, ρίχνουν τον κύριό τους σε ένα καζάνι με βραστό νερό, προσδοκώντας ότι από εκεί μέσα θα βγει ξανανιωμένος, φρέσκος και ωραίος. Αλλά αντί γι’ αυτά, βγαίνει… βραστός. Το φινάλε παραπέμπει στον μύθο της Μήδειας, που έπεισε τις κόρες του βασιλιά Πελία να κάνουν το ίδιο στον πατέρα τους και βγήκε από το καζάνι… βραστός. Το ίδιο παθαίνει και η Αθηναϊκή Δημοκρατία κάτω από την ηγεσία του «χειρότερου». Ένα μήνυμα εσαεί. Ποιος, όμως, το ακούει;