Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

«Διασκέδαση μέχρι θανάτου» του Νιλ Πόστμαν (κριτική) – Το «λάθος» του Όργουελ και η δικαίωση του Χάξλεϋ: από την τηλεόραση στον πολιτισμό της εικόνας


«Διασκέδαση μέχρι θανάτου» του Νιλ Πόστμαν (κριτική) – Το «λάθος» του Όργουελ και η δικαίωση του Χάξλεϋ από την τηλεόραση στον πολιτισμό της εικόνας

Για το βιβλίο του Νιλ Πόστμαν [Neil Postman] «Διασκέδαση μέχρι θανάτου: ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος» (μτφρ. Φωτεινή Ρουγκούνη, Αφροδίτη Τζαμουράνη, εκδ. Παπαζήση).

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης

Το περίφημο βιβλίο Διασκέδαση μέχρι θανάτου: ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος (μτφρ. Φωτεινή Ρουγκούνη, Αφροδίτη Τζαμουράνη, εκδ. Παπαζήση) γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, και επανεκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά, ύστερα από μερικά χρόνια μη κυκλοφορίας. Συγγραφέας του ήταν ο γνωστός εκπαιδευτικός και αναλυτής των ΜΜΕ και της τεχνολογίας, Neil Postman.

Επιρροές του είναι κατά πρώτο λόγο οι Cassirer, Mumford, Huxley, και περισσότερο όλων ο Marshall McLuhan, που αποτέλεσε και δάσκαλό του, και στον οποίο οφείλουμε τόσο τις γνωστές ρήσεις «το μέσο είναι το μήνυμα», «παγκόσμιο χωριό», όσο και την πρόβλεψη της δημιουργίας του παγκοσμίου «ιστού» (το γνωστό, σε όλους μας, Διαδίκτυο).

Το μέσο κατά κάποιον τρόπο «αναδημιουργεί» τον κόσμο μας. Αυτή τη σημασία έχει ίσως και η φράση ότι «είναι το μήνυμα».

Η δική του απήχηση φανερώνεται εδώ, όταν θίγεται το ζήτημα των διανοητικών συνεπειών των μέσων ενημέρωσης και ψυχαγωγίας στην ανθρώπινη σκέψη. Όπως μας εξηγεί ο Postman:

«[…] το θέμα του βιβλίου μου είναι το γρήγορο και βεβιασμένο άλμα της φυλής μας από τη μαγεία του γραπτού λόγου στην ηλεκτρονική μαγεία. Αυτό που θέλω να θίξω εδώ είναι ότι η εισαγωγή στον πολιτισμό ενός μηχανισμού, όπως είναι η γραφή ή το ρολόι, δεν είναι απλώς μια επιπλέον δυνατότητα του ανθρώπου να δεσμεύει τον χρόνο, αλλά μια μεταλλαγή του τρόπο υμε τον οποίο σκέφτεται- και ασφαλώς είναι μια αλλαγή του περιεχομένου του πολιτισμού του. Αυτό εννοώ όταν ονομάζω το μέσο “μεταφορά”» (σελ. 25).

Το μέσο κατά κάποιον τρόπο «αναδημιουργεί» τον κόσμο μας. Αυτή τη σημασία έχει ίσως και η φράση ότι «είναι το μήνυμα». Συγκεκριμένα:

«Είτε βιώνουμε τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της ομιλίας είτε μέσω του γραπτού λόγου ή της τηλεοπτικής κάμερας, τα μέσα-μεταφορές τα οποία διαθέτουμε ταξινομούν τον κόσμο για λογαριασμό μας, τον οργανώνουν, τον διαμορφώνουν, τον μεγεθύνουν, τον μειώνουν, τον χρωματίζουν και καθορίζουν την εικόνα του» (σελ. 22).

Εν ολίγοις, κάθε μέσο αποτελεί μια νέα και διαφορετική «επιστημολογία». Στόχος του παρόντος βιβλίου είναι η αναλυτική διερεύνηση της «τηλεοπτικής επιστημολογίας», του τρόπου πρόσληψης του κόσμου που δημιουργεί σε εμάς η τηλεόραση.

Νιλ Πόστμαν

Ο Νιλ Πόστμαν –κριτικός, συγγραφέας, εκπαιδευτικός και επικοινωνιολόγος– είναι καθηγητής στον τομέα της Επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Φοίτησε στο State University της Νέας Υόρκης και στο Columbia University. Είναι κάτοχος του Αριστείου Διδασκαλίας Lindback Award και εκδίδει το περιοδικό Et Cetera που κινείται στο χώρο της γενικής γραμματολογίας. Έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία, ανάμεσα στα οποία τα Teaching As a Subversive ActivityThe soft Revolution και The disappearance of Childhood.

Ο Postman υπογραμμίζει ακούραστα την καίρια σημασία που είχε ο γραπτός λόγος στην πρώιμη αμερικανική ιστορία. Σε εκείνη την τόσο απόμακρη για εμάς κοινωνία τα επίπεδα αναλφαβητισμού ήταν απρόσμενα υψηλά, περιοδικά και βιβλία κυκλοφορούσαν με ταχύτητα μεγάλη, και συγγραφείς όπως ο Dickens, όταν επισκέπτονταν τη συγκεκριμένη ήπειρο, αποθεώνονταν από το ευρύ κοινό που εκτιμούσε το έργο τους.

Το έντυπο, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, καλλιέργησε έναν τρόπο σκέψης («τυπογραφική αντίληψη» το ονομάζει ο Postman) που έδινε προτεραιότητα στην αντικειμενικότητα, στη λογική, ενθαρρύνοντας δημόσιο λόγο με σοβαρό και στιβαρό περιεχόμενο. Ήταν η εποχή του αφηγηματικού λόγου.

Η εξάπλωση της τυπογραφίας, μαζί με το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, ήταν άμεσα αποτελέσματα του Διαφωτισμού, που είχαν επιλεγεί με στόχο να «ξεκλειδώσουν» τα μυστικά του κόσμου μας, να τον κάνουν κατανοητό και άρα επιδεχόμενο ελέγχου από εμάς, οδηγώντας μας προς μια πορεία συνεχούς κοινωνικής προόδου.

Αυτή η προσήλωση στον γραπτό λόγο ήταν στενά συνδεδεμένη με μια αντιμετώπιση της πραγματικότητας που ήταν εδραιωμένη στον ορθό λόγο: το αμερικανικό κοινό ήταν τότε σε θέση, όπως αποδεικνύει ο Postman, να παρακολουθεί πολύωρες πολιτικές συζητήσεις με παράθεση επιχειρημάτων και τεχνικών λεπτομερειών, ψηφίζοντας πολιτικούς με κριτήρια διαφορετικά από την προσωπική τους ζωή.

Ίσως σήμερα μας φαίνεται απίστευτο, αλλά υπήρξε μια εποχή όπου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνώριζαν εξ όψεως τους πολιτικούς τους αντιπροσώπους, αρκούμενοι προ παντός στον έντυπο λόγο για την πολιτική τους ενημέρωση.

Πώς αλλιώς εξηγείται, ομολογουμένως, η εκλογή του προέδρου Αβραάμ Λίνκολν, ενός τόσο σκυθρωπού και καταθλιπτικού ανθρώπου; Ίσως σήμερα μας φαίνεται απίστευτο, αλλά υπήρξε μια εποχή όπου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνώριζαν εξ όψεως τους πολιτικούς τους αντιπροσώπους, αρκούμενοι προ παντός στον έντυπο λόγο για την πολιτική τους ενημέρωση.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις διαφημίσεις, οι οποίες τότε χαρακτηρίζονταν από αμεσότητα, σαφήνεια και κυριολεξία, σε βαθμό που σήμερα μας μοιάζει σχεδόν απίστευτο. Μια διαφήμιση διατύπωνε, αποκλειστικά με λέξεις και προτάσεις, ισχυρισμούς για να πείσει το κοινό.

Σύμφωνα με τον Postman, μόλις στα 1890 άρχισε η διαφήμιση να εγκαταλείπει την ορθολογική απόπειρα προσέγγισης κοινού, υιοθετώντας πλέον slogans και εύπεπτα τραγουδάκια. Αντίστοιχα, οι θρησκευτικοί κήρυκες του 18ου αιώνα δεν συμπεριφέρονταν όπως οι σύγχρονοι τηλε-ευαγγελιστές πάστορες, αλλά επίσης επικαλούνταν τον ορθό λόγο και επιθυμούσαν να μεταστρέψουν τους μη πιστούς με την επιχειρηματολογία τους και, σε γενικές γραμμές, χωρίς να καταφεύγουν κάθε λίγο σε ακραίες και ανόητες συναισθηματικές εξάρσεις.

Ιστορικά, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, η εποχή του αφηγηματικού λόγου έδωσε τη θέση της σε μια νέα εποχή: η εποχή του θεάματος ήταν πλέον γεγονός. Η μεταβολή αυτή, λέει ο συγγραφέας, οφείλεται προ παντός σε δύο τεχνολογικά επιτεύγματα: τη φωτογραφία και τον τηλέγραφο. Η πρώτη έδωσε τη ζωντάνια της εικόνας, ενώ ο δεύτερος πέτυχε να «εκμηδενίζει» πρακτικά τις αποστάσεις και τον χρόνο, φέρνοντας νέα από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο.

Μια πολιτική αντιπαράθεση, μια θρησκευτική κατήχηση και μια μετάδοση ειδήσεων, όλες τείνουν τελικά να ακολουθούν τους τηλεοπτικούς κανόνες για να είναι ευχάριστοι και διασκεδαστικοί, και έτσι να έχουν απήχηση.

Το πρόβλημα που προκαλεί η τηλεόραση δεν είναι ότι προσφέρει ψυχαγωγία αλλά ότι μετατρέπει την ψυχαγωγία σε φυσικό πλαίσιο για την παρουσίαση όλων των άλλων καταστάσεων. Αυτός είναι ο λόγος που ο Postman είναι βαθιά επικριτικός με διάφορα εκπαιδευτικά τηλεοπτικά προγράμματα σαν το Sesame Street.

Τέτοιου είδους προγράμματα, κατά τη γνώμη του, δεν προετοιμάζουν απλώς το παιδί για το σχολείο αλλά, αντίθετα, του καλλιεργούν την επιθυμία για ευχάριστη και ψυχαγωγική μάθηση. Όταν το παιδί στη συνέχεια αρχίσει το σχολείο, ασυναίσθητα θα έχει την απαίτηση να είναι το σχολείο παρόμοια ευχάριστο και ψυχαγωγικό με τα αγαπημένα του προγράμματα, μη θέλοντας να ακούσει για πειθαρχία που απαραίτητα ακολουθεί κάθε σοβαρή αναζήτηση γνώσης.

Επιπλέον, ο ίδιος κανόνας της ψυχαγωγίας ακολουθεί κάθε τηλεοπτικό θέμα. Μια πολιτική αντιπαράθεση, μια θρησκευτική κατήχηση και μια μετάδοση ειδήσεων, όλες τείνουν τελικά να ακολουθούν τους τηλεοπτικούς κανόνες για να είναι ευχάριστοι και διασκεδαστικοί, και έτσι να έχουν απήχηση.

Εν συντομία, ο τρόπος που η τηλεόραση παρουσιάζει τον κόσμο, λόγω της εντυπωσιακής της απήχησης, τείνει να γίνεται τελικά το πρότυπο όλων των υπόλοιπων δραστηριοτήτων του πολιτισμού μας:

«Με άλλα λόγια, η τηλεόραση μετατρέπει τον πολιτισμό μας σε μια τεράστια αρένα για το θέαμα. Είναι, βεβαίως, εξαιρετικά πιθανό ότι στο τέλος αυτό θα μας είναι ευχάριστο και θα αποφασίσουμε ότι μας αρέσει κιόλας. Αυτό ακριβώς φοβόταν για το μέλλον μας ο Άλντους Χάξλεϊ πριν από πενήντα χρόνια» (σελ. 102).

Η σύγκριση του Aldous Huxley με τον George Orwell (κάπως ειρωνικά, το βιβλίο γράφεται στα 1984) παίζει έναν βασικό ρόλο, καθώς βασική άποψη του Postman είναι ότι ήταν ο Huxley και όχι ο Orwell ο αληθινά «προφητικός» συγγραφέας.

Εκεί όπου ο Orwell έβλεπε σκληρούς τυράννους, βασανιστήρια και λογοκρισία, ο Huxley προέβλεπε χαρωπούς διασκεδαστές και σταδιακή εξαφάνιση της κριτικής μας σκέψης.

Παρότι αναγνωρίζεται και στον τελευταίο κάποια διορατικότητα, μιας και περιέγραψε με ακρίβεια τον αυταρχισμό των κομουνιστικών κοινωνιών, ο Huxley συνέλαβε με ακρίβεια το βασικό πρόβλημα της εποχής μας, το οποίο δεν είναι άλλο από την απειλή της διασκεδαστικής αποβλάκωσης.

Στον Orwell ο πολιτισμός γίνεται φυλακή, στον Huxley μετατρέπεται σε παρωδία. Εκεί όπου ο Orwell έβλεπε σκληρούς τυράννους, βασανιστήρια και λογοκρισία, ο Huxley προέβλεπε χαρωπούς διασκεδαστές και σταδιακή εξαφάνιση της κριτικής μας σκέψης. Με τα λόγια του ίδιου, ο Μεγάλος Αδελφός φαίνεται να είναι ο Χάουντι Ντούντι. Η Αμερική, αναγγέλλοντας στον υπόλοιπο κόσμο την εποχή της τηλεόρασης, έδωσε την πιο σαφή εικόνα του χαξλεϊκού κόσμου.

Διασκέδαση μέχρι θανάτου: ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματοςΕίναι φανερός εδώ ο γενικότερος πεσιμισμός που διατρέχει το βιβλίο, ωστόσο ο Postman θεωρεί ότι δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε. Υπάρχουν δύο πιθανές προτάσεις για να διορθωθεί το πρόβλημα: η πρώτη, που χαρακτηρίζεται απλή αλλά οφθαλμοφανώς καταδικασμένη σε αποτυχία, θα ήταν να προβάλλονται τηλεοπτικά οι κίνδυνοι της τηλεόρασης και να παροτρύνονται οι τηλεθεατές να περιορίζουν τον χρόνο που ξοδεύουν σε αυτή. Η δεύτερη, πιο δύσκολη αλλά ίσως και με καλύτερες προοπτικές, θα ήταν το σχολείο προειδοποιεί συστηματικά τους μαθητές για την τηλεόραση και τους ανθρώπους που αυτή διαμορφώνει.

Αλλά δεν είναι άραγε εφικτή μια διαφορετική χρήση της τηλεόρασης, που να ευνοεί τη σοβαρή μάθηση και την κριτική σκέψη; Ο Postman παραδέχεται πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό, αλλά το παρομοιάζει με την περίπτωση εκείνου του φοιτητή που, επειδή δεν είχε λάμπα, αναγκάστηκε να ανοίξει την τηλεόραση για να διαβάσει υπό το φως της ένα πανεπιστημιακό σύγγραμμα: ασφαλώς είναι εφικτές και άλλες χρήσεις της τηλεόρασης, αλλά αυτές είναι καταδικασμένες να είναι πάντα σπανιότερες και περιθωριακές.

Στο τεχνητό σύμπαν που συγκροτεί η τηλεόραση, η σοβαρότητα παραμερίζεται από την επιθυμία της διασκέδασης και κάθε είδηση, όσο σοβαρή ή και τραγική και αν είναι, συνοδεύεται πάντα από το ανάλαφρο «και τώρα, ας περάσουμε στο επόμενο θέμα». Οι διαφορές ανάμεσα σε έναν λογοκεντρικό και σε έναν εικονοκεντρικό πολιτισμό, διαβάζουμε στο παρόν βιβλίο, είναι σημαντικές. Και γι’ αυτό πρέπει να έχουμε επίγνωσή τους.

ΑΠΟ: https://bookpress.gr/kritikes/koinonia/18391

24 Σεπτεμβρίου 2023 * Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.