Είναι μια αμήχανη αίσθηση να βλέπεις τα έργα της ελληνικής Μπιενάλε Νέων Αρχιτεκτόνων και τα μάτια σου να σκαλώνουν ακατάπαυστα σε πισίνες. Εκεί ειδικά όπου θα περίμενες μια πυρετώδη αναμέτρηση με τις σύγχρονες επιτακτικές προκλήσεις, να βλέπεις μια αρχιτεκτονική ευθυγραμμισμένη με όλα τα εκμαυλιστικά κλισέ του lifestyle. Λευκές επαύλεις σε όλες τις παραλλαγές του νεομοντέρνου μανιερισμού, υπόσκαφες βίλλες και διάφορες εκτροπές προς όπου φυσάει ο άνεμος της μορφολογικής επιτήδευσης.
Όμως τα ζητήματα ύφους και οι όποιες στιγμές σχεδιαστικής ευφυΐας και εντιμότητας έχουν μικρή σημασία μπροστά στο γεγονός ότι ο πρώτος και κύριος στόχος της αρχιτεκτονικής τείνει πλέον να είναι το πλασάρισμά της στο χρηματιστήριο των καταναλωτικών επιθυμιών.
Η αρχιτεκτονική που παράγεται σήμερα σπάνια μεταφέρει εντός της μια ξεκάθαρη και συνειδητή άποψη για το πως οραματιζόμαστε τον κόσμο. Και σίγουρα δεν κάνει αυτό που έκανε συνήθως η αρχιτεκτονική πρωτοπορία: να παίρνει μια θέση αμφισβήτησης της δεδομένης τάξης πραγμάτων, να υπονομεύει κανονιστικά στερεότυπα και δομές κυριαρχίας και να προτάσσει συλλογικά νοήματα και λειτουργίες. Αυτό το βαθύτερο διακύβευμα του σχεδιασμού μοιάζει να έχει παραλύσει στις μέρες μας. Η αρχιτεκτονική δημιουργικότητα παραπέμπει όλο και πιο πολύ σε συμβατική παροχή υπηρεσιών, και όχι σε μια ψυχοδιανοητική πάλη με το ενδεχόμενο της ουτοπίας.
Κι αυτό γιατί τα κριτικά αντανακλαστικά μας βρίσκονται εκ των πραγμάτων σε σύγχυση. Βρισκόμαστε όλοι σε μια κατάσταση γενικευμένου αποσυντονισμού. Είμαστε παγιδευμένοι στην παθητική πρόσληψη καταιγιστικών ερεθισμάτων, υπνοβάτες στον κόσμο των ψηφιακών μέσων, ανίκανοι να σταθμίσουμε νοήματα και αξίες του κόσμου μας. Δυσκολευόμαστε έτσι να καταλάβουμε το ποιοι πραγματικά είμαστε και τι πραγματικά θέλουμε. Και άρα δεν μπορούμε να εκφράσουμε αυθεντικά την συλλογική μας αυτοεικόνα στο χτισμένο περιβάλλον μας.
Τη θέση αυτού του ελλείμματος προσπαθούμε να καλύψουμε με μια εμμονική προσκόλληση στην κατ’ επίφαση καινοτομία. Πάντα με το απατηλό φωτοστέφανο της προόδου, το καινούριο έχει γίνει στρατηγική ανάγκη της καταναλωτικής κουλτούρας. Και η αρχιτεκτονική δημιουργία τρέχει πίσω από αυτήν την επινοημένη αναγκαιότητα. Κάθε προϊόν του σχεδιασμού πρέπει να είναι καινοφανές, να συντηρεί το ανικανοποίητο της επιθυμίας για κατανάλωση εμπειριών, να προσφέρει καύσιμα στην αγορά. Παράγεται έτσι ναρκισσιστικά μια καινοτομία χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα και χωρίς ηθική gravitas, αλλά μόνο με εφήμερη ανταλλακτική αξία.
Σε κάτι παρόμοιο αναφερόταν ο Juhani Pallasmaa όταν έγραφε: «Το λάθος της νέας αρχιτεκτονικής δεν έγκειται στον ακραίο ριζοσπαστισμό της, αλλά στο ότι δεν εμφορείται από έναν ριζοσπαστισμό ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την πραγματικότητα».
Δεν είναι παράξενο λοιπόν, που πολλοί αρχιτέκτονες εκχωρούν ολοκληρωτικά την δημιουργική τους διάνοια στις ορέξεις των απανταχού πελατών κι επενδυτών. Οχυρωμένοι στην αυταπάτη ότι ο σχεδιασμός τους συμβάλλει σε έναν καλύτερο κόσμο, παράγουν αρχιτεκτονικές εξτραβαγκάντζες, άλλοτε με εύστοχες ιδέες κι άλλοτε με παιδαριώδεις συμβολισμούς. Τα βλέπουμε όλα αυτά, για παράδειγμα, στις νέες πολυκατοικίες των ακριβών αθηναϊκών προαστίων. Τα βλέπουμε στα φαραωνικά έργα του Ελληνικού και στα διάφορα πεντάστερα resorts, στην υπερφίαλη σπατάλη και στον ιλλουστρασιόν εντυπωσιασμό.
Ακόμα χειρότερα, βλέπουμε κοινωνικά ενδιαιτήματα και πολύτιμες συλλογικές μας συγκροτήσεις στον χώρο να κατεδαφίζονται, με την ανοχή και σύμπραξη των αρχιτεκτόνων. Γειτονιές πόλεων και ολόκληρα νησιά, να θυσιάζονται στον βωμό του real-estate και του τουριστικού οδοστρωτήρα και όλο το παραγωγικό και κοινωνικό τους οικοσύστημα να οδηγείται σε κατάρρευση.
Αλληλένδετη με αυτήν την συνθήκη είναι και η ανάπτυξη ενός πολυπλόκαμου μηχανισμού προβολής, δημοσίων σχέσεων και μάρκετινγκ. Αρχιτεκτονική και μάρκετινγκ έχουν γίνει αδιαχώριστα φαινόμενα, όχι μόνο στο αναμενόμενο πεδίο των αγοραπωλησιών. Εναγκαλίζονται σφιχτά στο branding εταιρειών και ιδρυμάτων, και με έναν πιο περίτεχνο τρόπο στο επίπεδο της συμβολικής επικύρωσης της αρχιτεκτονικής. Ένα συνεχώς διογκούμενο σύστημα εκδηλώσεων και βραβεύσεων έρχεται ουσιαστικά να προσδώσει διαπιστευτήρια ποιότητας και καλλιτεχνική καταξίωση σε μια αρχιτεκτονική που μέχρι πρόσφατα απολάμβανε μόνο την εμπορική αποδοχή. Σε αστραφτερά corporate κτίρια, σε πανάκριβες ιδιωτικές κατοικίες και σε αποικιοκρατικές τουριστικές επενδύσεις.
Σε ένα τέτοιο κλίμα οι αρχιτέκτονες, οι φοιτητές αλλά και μερίδα των ακαδημαϊκών τους δασκάλων, εύκολα ενστερνίζονται και εσωτερικεύσουν μια στρεβλωμένη σημασία του τουρισμού και της αναψυχής. Έχουν παραδοθεί σε έναν, υπαγορευμένο από διαφημιστικά επιτελεία, ψυχαναγκασμό της θετικότητας και της ευφορίας. Χωρίς να το καταλάβουμε, έννοιες όπως η «χαλάρωση», η «καλοπέραση», το «easy living» άρχισαν να νομιμοποιούνται ως κεντρικές προτεραιότητες του σχεδιασμού. Η αρχιτεκτονική έχει φτάσει να βλέπει ως κύρια αποστολή της το να σκηνογραφεί καταναλωτικές τελετουργίες οι οποίες υποβάλλονται ως κοινωνικοί νόμοι από τον οργουελικό λόγο των μήντια.
Με αυτές τις μεθόδους αναπτύσσεται σταδιακά και ένα είδος ιδεολογικής ηγεμονίας. Μέσα από έναν επικοινωνιακό ορυμαγδό και μια αποστειρωμένη μανατζερίστικη νοοτροπία, αναδιαμορφώνεται η ατζέντα του δημόσιου λόγου για την αρχιτεκτονική, και συγκροτείται ένα πεδίο συζήτησης αποψιλωμένο από κάθε κριτική αιχμή κι από κάθε χειραφετητική βλέψη. Επιχειρείται όχι απλώς η απενοχοποίηση των πιο αγοραίων μορφών της αρχιτεκτονικής αλλά και η επικυριαρχία τους στο πεδίο των ιδεών, η καθιέρωσή τους ως μονόδρομος. Βρισκόμαστε, δηλαδή, αντιμέτωποι με μιαν αντιστροφή σε ότι αφορά τον ορίζοντα προσδοκιών της αρχιτεκτονικής. Τα ιδεώδη πρότυπά μας δεν θα είναι πια έργα πνευματικής συντάραξης, κοινωνικής δραστικότητας, και ρήξεων με τον κονφορμισμό, αλλά απονευρωμένα έργα πλήρως πειθήνια στην νεοφιλελεύθερη κανονικότητα.
Βέβαια, η προελαύνουσα νεοσυντηρητική ιδεολογική ηγεμονία θα ολοκληρωθεί όταν αλωθεί και ο θύλακας της ακαδημαϊκής διανόησης. Κάτι που ήδη επιχειρείται, είτε με τον αργό στραγγαλισμό του Δημόσιου Πανεπιστημίου, είτε μέσω της ισχυροποίησης των πιο συστημικών φωνών στο εσωτερικό του. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσωπα της ακαδημαϊκής αρχιτεκτονικής κοινότητας σχετίζονται, φανερά ή παρασκηνιακά, με τις πιο αμφιλεγόμενες κυβερνητικές πρωτοβουλίες στη σύγχρονη Αθήνα, όπως ο Μεγάλος Περίπατος, το τσιμέντωμα της Ακρόπολης ή η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η αντιπαράθεση σε αυτό το ρεύμα είναι για την ώρα άτονη και περιθωριακή. Διότι, αρχιτέκτονες της πράξης ή της θεωρίας, παρά την προοδευτική τους ρητορική ή την αρχιτεκτονική τους ακεραιότητα, εύκολα βουλιάζουν μέσα στην κινούμενη άμμο της συστημικής αποπλάνησης και της γενικευμένης συντηρητικοποίησης. Τότε η κριτική σκέψη στομώνει, αδρανεί, ή υπεκφεύγει σε επιστημονικούς σχολαστικισμούς. Και η σχεδιαστική έρευνα, στις καλύτερες περιπτώσεις, επιδίδεται σε ένα αποσπασματικό problem-solving, περιορισμένο όμως από άκαμπτα διαμορφωμένα πλαίσια και ηγεμονικές πολιτικές. Ή καταφεύγει στην comfort zone των μορφικών αναζητήσεων, πάντοτε εξαγνισμένων και από εύκολες φιλοπεριβαλλοντικές διαβεβαιώσεις.
Σε αυτήν την ανομολόγητη σύγκρουση ιδεών η αρχιτεκτονική κινδυνεύει να μεταλλαχτεί ριζικά. Κινδυνεύει να απαρνηθεί ακόμα και ως σηματοδότες της την κοινωνική της ευθύνη, τα ριζοσπαστικά της προτάγματα και τον βιοκεντρικό της πυρήνα. Και να γίνει αποκλειστικά ένα εργαλείο νομιμοποίησης των εξουσιών και ωραιοποίησης της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.