Το παρακάτω δοκίμιο γράφτηκε για το 13ο τεύχος της επιθεώρησης Internationale situationniste αλλά λόγω της διάλυσης της ομάδας παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι και την έκδοση του στη συλλογή La planète malade (Gallimard, 2004) και αγγλικά The Sick Planet (Seagull Books, 2008), διαθέσιμο από την ηλεκτρονική επιθεώρηση e-flux. O Guy Debord (1931-1994) ήταν θεωρητικός του μαρξισμού, φιλόσοφος, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και ιδρυτικό μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς.


Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Η «ρύπανση» είναι στη μόδα σήμερα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είναι και η επανάσταση: κυριαρχεί σε ολόκληρη τη ζωή της κοινωνίας και αναπαρίσταται με πλασματική μορφή στο θέαμα. Είναι το αντικείμενο της ψυχοφθόρας φλυαρίας σε μια πληθώρα λανθασμένων και μυστηριακών γραπτών και λόγων, όμως πραγματικά τους έχει πιάσει όλους από το λαιμό. Παρουσιάζεται παντού ως ιδεολογία, ωστόσο κερδίζει συνεχώς έδαφος ως υλική εξέλιξη. Δύο ανταγωνιστικές τάσεις, η πρόοδος προς την υψηλότερη μορφή εμπορευματικής παραγωγής και το πρόταγμα της πλήρους άρνησής της, εξίσου πλούσιες σε αντιφάσεις στο εσωτερικό τους, δυναμώνουν όλο και περισσότερο παράλληλα η μία με την άλλη. Εδώ είναι οι δύο πλευρές με τις οποίες εκδηλώνεται μια μοναδική ιστορική στιγμή, πολυαναμενόμενη και συχνά περιγραφόμενη εκ των προτέρων με μερικούς και ανεπαρκείς όρους: η στιγμή κατά την οποία γίνεται αδύνατο για τον καπιταλισμό να συνεχίσει να λειτουργεί.

Μια εποχή που διαθέτει όλα τα τεχνικά μέσα που είναι απαραίτητα για τον πλήρη μετασχηματισμό των συνθηκών ζωής στη γη είναι επίσης μια εποχή – χάρη στην ίδια ξεχωριστή τεχνική και επιστημονική ανάπτυξη – με τη δυνατότητα να διαπιστώνουμε και να προβλέπουμε, με μαθηματική ακρίβεια, πού ακριβώς (και μέχρι πότε) μας οδηγεί η αυτόματη ανάπτυξη των αλλοτριωμένων παραγωγικών δυνάμεων της ταξικής κοινωνίας: να μετράμε, με άλλα λόγια, τη ραγδαία υποβάθμιση των ίδιων των συνθηκών επιβίωσης, τόσο με την πιο γενική όσο και με την πιο απλοϊκή έννοια του όρου αυτού.

Οι οπισθοδρομικοί αεριτζήδες συνεχίζουν να φλυαρούν (ενάντια) στην αισθητική κριτική όλων αυτών, φαντάζοντας τους εαυτούς τους ξεκάθαρους και μοντέρνους και εναρμονισμένους με την εποχή τους όταν υποστηρίζουν ότι οι αυτοκινητόδρομοι ή οι δημόσιες κατοικίες ενός τόπου όπως η Σαρσέλ έχουν τη δική τους ομορφιά – μια ομορφιά προτιμότερη τελικά από τις ενοχλήσεις των «γραφικών» παλαιών γειτονιών. Αυτοί οι «ρεαλιστές» παρατηρούν με σοβαρό ύφος ότι ο πληθυσμός στο σύνολό του, εκτός εκείνους που νοσταλγούν την «αληθινή» μαγειρική, τρώει σήμερα πολύ καλύτερα από ό,τι παλαιότερα. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται είναι ότι το πρόβλημα του εκφυλισμού του συνόλου του φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος έχει ήδη πάψει να παρουσιάζεται με όρους απώλειας της ποιότητας, είτε αισθητικής είτε άλλου είδους· το πρόβλημα έχει γίνει πλέον το πιο θεμελιώδες: αν ένας κόσμος που ακολουθεί μια τέτοια πορεία μπορεί να διατηρήσει την υλική του ύπαρξη. Στην πραγματικότητα, η αδυναμία του να το κάνει αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το σύνολο της αποστασιοποιημένης επιστημονικής γνώσης, η οποία δεν συζητά πλέον τίποτα άλλο σε αυτό το πλαίσιο εκτός από το χρονικό διάστημα που απομένει και τα παρηγορητικά μέτρα που θα μπορούσαν ενδεχομένως, αν εφαρμοστούν δυναμικά, να αποτρέψουν την καταστροφή για λίγο. Αυτή η επιστήμη δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να βαδίζει χέρι-χέρι με τον κόσμο που την παρήγαγε – και που την κρατά σφιχτά – στο δρόμο της καταστροφής· ωστόσο είναι υποχρεωμένη να το κάνει με τα μάτια ανοιχτά. Αποτελεί έτσι επιτομή – σχεδόν σε βαθμό καρικατούρας – της αχρηστίας της γνώσης στη μη εφαρμοσμένη μορφή της.

Αξιοθαύμαστα ακριβείς μετρήσεις και προβλέψεις γίνονται διαρκώς σχετικά με την ταχεία αύξηση της χημικής ρύπανσης της αναπνεύσιμης ατμόσφαιρας, όπως και των ποταμών, των ρεμάτων και, ήδη, των ωκεανών· τη μη αναστρέψιμη συσσώρευση ραδιενεργών αποβλήτων που συνοδεύει την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας για τους λεγόμενους ειρηνικούς σκοπούς· τις επιπτώσεις του θορύβου· το γέμισμα του διαστήματος με πλαστικά σκουπίδια που απειλούν να το μετατρέψουν σε μια αιώνια χωματερή· τα ποσοστά γεννήσεων που βρίσκονται εκτός ελέγχου· την παρανοϊκή υποβάθμιση των τροφίμων· η αστική εξάπλωση που κατακλύζει παντού αυτό που κάποτε ήταν πόλη και ύπαιθρος, και, ομοίως, η εξάπλωση των ψυχικών ασθενειών – συμπεριλαμβανομένων των νευρωτικών φόβων και ψευδαισθήσεων που είναι βέβαιο πως θα πολλαπλασιαστούν ως αντίδραση στην ίδια τη ρύπανση, τα ανησυχητικά χαρακτηριστικά της οποίας αναγράφονται παντού – και των αυτοκτονιών, των οποίων ο ρυθμός αύξησης είναι ακριβώς παράλληλος με την επιταχυνόμενη κατασκευή αυτού του περιβάλλοντος (για να μην αναφέρουμε τις επιπτώσεις του πυρηνικού ή βακτηριολογικού πολέμου, τα μέσα για τον οποίο είναι ήδη διαθέσιμα και κρέμονται από πάνω μας σαν τη δαμόκλειο σπάθη, αν και, φυσικά, είναι δυνατόν να αποφευχθούν).

Με λίγα λόγια, αν η έκταση και ακόμη και η πραγματικότητα του «τρόμου του έτους 1000» αποτελούν ακόμη αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των ιστορικών, ο τρόμος του έτους 2000 είναι τόσο πασιφανής όσο και καλά θεμελιωμένος· μάλιστα, βασίζεται πλέον σε επιστημονική βεβαιότητα. Ταυτόχρονα, αυτό που συμβαίνει δεν είναι σε καμία περίπτωση κάτι το ουσιαστικά νέο: μάλλον, είναι απλώς το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας. Μια κοινωνία που είναι όλο και πιο άρρωστη, αλλά όλο και πιο ισχυρή, έχει αναδημιουργήσει τον κόσμο – παντού και σε συγκεκριμένη μορφή – ως περιβάλλον και σκηνικό της αρρώστιας της: έχει δημιουργήσει έναν άρρωστο πλανήτη. Μια κοινωνία που δεν έχει ακόμη επιτύχει την ομοιογένεια, και που δεν είναι ακόμη αυτοκαθοριζόμενη, αλλά αντίθετα καθορίζεται όλο και περισσότερο από ένα μέρος της που τοποθετείται πάνω από την ίδια, έξω από την ίδια, έχει θέσει σε εφαρμογή μια διαδικασία κυριαρχίας επί της Φύσης που δεν έχει ακόμη εγκαθιδρύσει την κυριαρχία πάνω στον εαυτό της. Ο καπιταλισμός έχει επιτέλους αποδείξει, λόγω της ίδιας του της δυναμικής, ότι δεν μπορεί πλέον να αναπτύξει τις δυνάμεις της παραγωγής – και αυτό, όχι με την ποσοτική έννοια, όπως το έχουν καταλάβει πολλοί, αλλά μάλλον με την ποιοτική.

Για την αστική σκέψη, ωστόσο, μιλώντας μεθοδολογικά, μόνο το ποσοτικό είναι έγκυρο, μετρήσιμο και αποτελεσματικό, ενώ το ποιοτικό δεν είναι παρά αόριστη υποκειμενική ή καλλιτεχνική διακόσμηση του πραγματικά αληθινού, το οποίο μετριέται μόνο με την πραγματική του αξία. Για τη διαλεκτική σκέψη, αντίθετα, και συνεπώς για την ιστορία και για το προλεταριάτο, το ποιοτικό είναι η πιο αποφασιστική διάσταση της πραγματικής προόδου. Αυτό είναι που ο καπιταλισμός, από τη μια πλευρά, και εμείς, από την άλλη, θα έχουμε τελικά αποδείξει.

Οι αφέντες της κοινωνίας είναι πλέον υποχρεωμένοι να μιλάνε για τη ρύπανση, τόσο για να την καταπολεμήσουν (γιατί άλλωστε ζουν στον ίδιο πλανήτη με εμάς – πράγμα που είναι η μόνη έννοια με την οποία μπορεί να ειπωθεί πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει πραγματικά φέρει ένα βαθμό ταξικής συγχώνευσης) όσο και για να την αποκρύψουν, γιατί το απλό γεγονός ότι υπάρχουν τέτοιες επιβλαβείς και επικίνδυνες τάσεις αποτελεί τεράστιο κίνητρο για εξέγερση, μια υλική προϋπόθεση των εκμεταλλευόμενων εξίσου ζωτική με τον αγώνα των προλετάριων του 19ου αιώνα για το δικαίωμα στο φαγητό. Μετά τη ουσιαστική αποτυχία των ρεφορμισμών του παρελθόντος – που όλοι τους ανεξαιρέτως φιλοδοξούσαν στην οριστική επίλυση του ταξικού προβλήματος – ένα νέο είδος ρεφορμισμού κάνει την εμφάνιση του στο προσκήνιο που απαντά στις ίδιες ανάγκες με τις προηγούμενες εκδοχές, δηλαδή στο λάδωμα της μηχανής και στο άνοιγμα νέων κερδοφόρων τομέων για επιχειρήσεις αιχμής. Ο πιο σύγχρονος τομέας της βιομηχανίας τρέχει να ασχοληθεί με διάφορα παυσίπονα για τη ρύπανση, βλέποντας σε αυτά τόσες νέες ευκαιρίες που γίνονται ακόμα πιο ελκυστικές από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που μονοπωλεί το κράτος είναι διαθέσιμο για επενδύσεις και εκμετάλλευση σε αυτό το πεδίο. Ενώ αυτός ο νέος ρεφορμισμός είναι εγγυημένο ότι θα αποτύχει για τους ίδιους ακριβώς λόγους με τους προκατόχους του, διαφέρει ριζικά από αυτούς στο ότι έχει ξεμείνει από χρόνο.

Η ανάπτυξη της παραγωγής έχει μέχρι τώρα επιβεβαιώσει πλήρως τη φύση της ως πραγμάτωση της πολιτικής οικονομίας: ως ανάπτυξη της φτώχειας, η οποία έχει εισβάλει και έχει ρημάξει τον ίδιο τον ιστό της ζωής. Μια κοινωνία όπου οι παραγωγοί αυτοκτονούν δουλεύοντας και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να ατενίζουν από μακριά το προϊόν της εργασίας τους, τους επιτρέπει τώρα με κάθε  διαφάνεια να δουν – και να αναπνεύσουν – το γενικό αποτέλεσμα της αλλοτριωμένης εργασίας, το οποίο έχει αποδειχθεί εξίσου θανατηφόρο. Αυτή η κοινωνία κυβερνάται από μια υπεραναπτυγμένη οικονομία, η οποία μετατρέπει τα πάντα – ακόμα και το νερό της πηγής και τον αέρα της πόλης – σε οικονομικά αγαθά, δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει οικονομικά κακά – αυτή η «πλήρης άρνηση του ανθρώπου» που έχει φτάσει τώρα στην τέλεια υλική κατάληξη της. Η σύγκρουση στον καπιταλισμό μεταξύ των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, είτε αστικών είτε γραφειοκρατικών, έχει εισέλθει στο τελικό της στάδιο. Ο ρυθμός παραγωγής της μη-ζωής έχει αυξηθεί διαρκώς στη γραμμική και σωρευτική πορεία του· ένα τελικό κατώφλι που μόλις έχει ξεπεραστεί σε αυτή την εξέλιξη, αυτό που παράγεται τώρα, άμεσα, είναι ο θάνατος.

Σε έναν κόσμο όπου οι εργοδότες ασκούν όλη τη δύναμη χάρη στο θεσμό της εργασίας ως εμπόρευμα, η απόλυτη, αναγνωρισμένη και ουσιαστική λειτουργία της αναπτυγμένης οικονομίας του σήμερα είναι η παραγωγή απασχόλησης. Πράγματι, απέχει πολύ από την «προοδευτική» προσδοκία του 19ου αιώνα πως η επιστήμη και η τεχνολογία θα μείωναν την ανθρώπινη εργασία αυξάνοντας την παραγωγικότητα, και έτσι θα ικανοποιούσαν ευκολότερα τις ανάγκες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν πραγματικές από όλους, χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή στην ποιότητα των αγαθών που θα ήταν διαθέσιμα για το σκοπό αυτό. Είναι για χάρη της «δημιουργίας θέσεων εργασίας» (ακόμη και σε αγροτικές περιοχές που σήμερα δεν υπάρχουν αγρότες), δηλαδή για χάρη της χρήσης της ανθρώπινης εργασίας ως αλλοτριωμένης εργασίας, ως μισθωτής εργασίας, που γίνονται όλα τα άλλα· και ως εκ τούτου, βλακωδώς, τα ίδια τα θεμέλια της ζωής του είδους – που σήμερα είναι ακόμη πιο εύθραυστα από τη σκέψη ενός Kennedy ή ενός Brezhnev – τίθενται σε κίνδυνο.

Ο ίδιος ο παλιός ωκεανός δεν νοιάζεται καθόλου για τη ρύπανση, αλλά η ιστορία δεν είναι καθόλου αδιάφορη γι’ αυτήν. Η ιστορία μπορεί να σωθεί μόνο με την κατάργηση της εργασίας ως εμπορεύματος. Και η ιστορική συνείδηση δεν είχε ποτέ άλλοτε τόσο μεγάλη και επείγουσα ανάγκη να κατακτήσει τον κόσμο της, γιατί ο εχθρός στις πύλες της δεν είναι πλέον η ψευδαίσθηση αλλά ο ίδιος της ο θάνατος.

Όταν οι αξιοθρήνητοι αφέντες μιας κοινωνίας της οποίας το άθλιο πεπρωμένο είναι πλέον ορατό – μια μοίρα πολύ χειρότερη, ας πούμε, από εκείνες που αναφέρουν οι φιλιππικοί ακόμη και των πιο ριζοσπαστών ουτοπιστών μιας παλαιότερης εποχής – αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι το περιβάλλον μας έχει γίνει κοινωνικό ζήτημα και ότι η διαχείριση των πάντων έχει γίνει άμεσα πολιτική, μέχρι και το χορτάρι των αγρών και τη δυνατότητα να πίνουμε νερό, να κοιμόμαστε χωρίς χάπια ή να πλένουμε χωρίς να αναπτύσσουμε πληγές – σε τέτοιες συνθήκες, είναι προφανές ότι η παλιά εξειδικευμένη πολιτική πρέπει αναγκαστικά να κηρύξει τον εαυτό της εντελώς χρεοκοπημένο.

Χρεοκοπημένη, μάλιστα, στην ύψιστη έκφραση του βολονταρισμού της, δηλαδή στην ολοκληρωτική γραφειοκρατική εξουσία των λεγόμενων σοσιαλιστικών καθεστώτων, όπου οι γραφειοκράτες στην εξουσία αποδείχθηκαν ανίκανοι να διαχειριστούν ακόμη και το προηγούμενο στάδιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Αν αυτά τα καθεστώτα ρυπαίνουν πολύ λιγότερο (μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες παράγουν το 50% της παγκόσμιας ρύπανσης), αυτό οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι είναι πολύ φτωχότερα. Μια χώρα όπως η Κίνα, αν θέλει να διατηρήσει τον σεβασμό ως δύναμη ανάμεσα στα φτωχά έθνη, δεν έχει άλλη επιλογή από το να θυσιάσει ένα δυσανάλογο μέρος του ισχνού προϋπολογισμού της για την παραγωγή μιας αξιοπρεπούς ποσότητας ρύπανσης, όπως για παράδειγμα για την (εκ νέου) ανακάλυψη ή το φρεσκάρισμα της τεχνολογίας του θερμοπυρηνικού πολέμου (ή, ακριβέστερα, του τρομακτικού θεάματος του θερμοπυρηνικού πολέμου). Ένας τόσο υψηλός συντελεστής φτώχειας, τόσο υλικής όσο και ψυχικής, που στηρίζεται από τόσο τρόμο, ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη για τις γραφειοκρατίες που βρίσκονται σήμερα στην εξουσία. Αυτό που καταδικάζει τις πιο σύγχρονες μορφές αστικής εξουσίας, αντίθετα, είναι η υπερβολή του πλούτου που στην πραγματικότητα είναι δηλητηριασμένος. Η υποτιθέμενη δημοκρατική διαχείριση του καπιταλισμού, σε οποιαδήποτε χώρα, δεν προσφέρει τίποτε άλλο εκτός από τις εκλογικές νίκες και ήττες που – όπως ήταν πάντα προφανές – δεν άλλαξαν ποτέ τίποτα γενικά και ελάχιστα ειδικότερα σε σχέση με μια ταξική κοινωνία που φαντάζεται ότι μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Ούτε οι εκλογές αλλάζουν κάτι περισσότερο σε εκείνες τις περιπτώσεις που το ίδιο το σύστημα διαχείρισης εισέρχεται σε κρίση και το κατευθύνει στο να επιθυμεί κάποιο αόριστο είδος καθοδήγησης για την επίλυση δευτερευόντων αλλά επειγόντων προβλημάτων από ένα αλλοτριωμένο και αποβλακωμένο εκλογικό σώμα (όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιταλία, τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γαλλία). Όλοι οι ειδικοί έχουν επισημάνει από καιρό – χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν το γεγονός – πως οι ψηφοφόροι δεν αλλάζουν σχεδόν ποτέ τις «απόψεις» τους, για τον λόγο ότι οι ψηφοφόροι είναι άνθρωποι που για μια σύντομη στιγμή αναλαμβάνουν έναν αφηρημένο ρόλο που έχει σχεδιαστεί, ακριβώς, για να τους εμποδίζει να υπάρχουν από μόνοι τους και, ως εκ τούτου, να αλλάζουν. (Αυτός ο μηχανισμός έχει αναλυθεί αμέτρητες φορές τόσο από την απομυθοποιημένη πολιτική επιστήμη όσο και από την επαναστατική ψυχανάλυση). Ούτε οι ψηφοφόροι είναι πιο πιθανό να αλλάξουν επειδή ο κόσμος γύρω τους αλλάζει όλο και πιο απότομα· ως ψηφοφόροι, δεν θα άλλαζαν ακόμη και αν ο κόσμος έφτανε στο τέλος του. Κάθε αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι ουσιαστικά συντηρητικό, ενώ οι συνθήκες μιας καπιταλιστικής κοινωνίας δεν ήταν ποτέ επιρρεπείς στη συντήρηση. Βρίσκονται διαρκώς, και όλο και πιο γρήγορα, υπό τροποποίηση, αλλά οι σχετικές αποφάσεις – οι οποίες τελικά πάντα ευνοούν το να δοθεί προτεραιότητα στην οικονομία της αγοράς – αφήνονται εξ ολοκλήρου στους πολιτικούς, οι οποίοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από διαφημιστές, είτε κατεβαίνουν αδιαφιλονίκητοι είτε εναντίον άλλων που πρόκειται να κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα – και το παραδέχονται ανοιχτά. Και όμως, το άτομο που μόλις ψήφισε «ελεύθερα» τους Γκωλιστές ή το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως ακριβώς και κάποιος που αναγκάστηκε να ψηφίσει έναν Gomułka, είναι πολύ ικανό να δείξει ποιος πραγματικά είναι μια εβδομάδα αργότερα, συμμετέχοντας σε μια άγρια απεργία ή μια εξέγερση.

Στην κρατικά διοικούμενη και ρυθμιζόμενη μορφή του, ο «αγώνας κατά της ρύπανσης» είναι βέβαιο ότι, αρχικά, δεν θα σημαίνει τίποτα περισσότερο από νέες ειδικότητες, υπουργεία, δουλειές για τα παιδιά και προαγωγές μέσα στη γραφειοκρατία. Η αποτελεσματικότητα του αγώνα θα είναι απόλυτα σύμφωνη με αυτή την προσέγγιση. Ποτέ δεν θα καταλήξει σε μια πραγματική βούληση για αλλαγή μέχρι να μετασχηματιστεί εκ βάθρων το σημερινό σύστημα παραγωγής. Ποτέ δεν θα υλοποιηθεί δυναμικά μέχρις ότου όλες οι σχετικές αποφάσεις, που λαμβάνονται δημοκρατικά και με πλήρη γνώση των θεμάτων από τους παραγωγούς, να παρακολουθούνται και να εκτελούνται μόνιμα από τους ίδιους τους παραγωγούς (τα πετρελαιοφόρα αναπόφευκτα θα χύσουν το φορτίο τους στον ωκεανό, για παράδειγμα, μέχρι να τεθούν υπό την εξουσία αυθεντικών ναυτικών σοβιέτ). Πριν όμως οι παραγωγοί μπορέσουν να κυβερνήσουν και να δράσουν σε τέτοια ζητήματα, πρέπει να ενηλικιωθούν: πρέπει, όλοι τους, να καταλάβουν την εξουσία.

Η επιστημονική αισιοδοξία του 19ου αιώνα τσακίστηκε πάνω σε τρία βασικά ζητήματα. Το πρώτο ήταν ο ισχυρισμός ότι η έλευση της επανάστασης ήταν βέβαιη και ότι αυτή θα εξασφάλιζε την ευτυχή επίλυση των υπαρχουσών συγκρούσεων· αυτή ήταν η αριστερή-χεγκελιανή και μαρξιστική ψευδαίσθηση, η λιγότερο έντονα αισθητή στην αστική διανόηση, αλλά η πλουσιότερη και τελικά η λιγότερο απατηλή. Το δεύτερο ζήτημα ήταν η θεώρηση του σύμπαντος, ή ακόμη και απλώς της ύλης, ως αρμονικής. Το τρίτο ήταν μια ευφορικά γραμμική αντίληψη για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αφού αντιμετωπίσουμε το πρώτο ζήτημα, θα ασχοληθούμε κατ’ επέκταση με το τρίτο, επιτρέποντάς μας έτσι, έστω και πολύ αργότερα, να ασχοληθούμε με το δεύτερο, να το μετατρέψουμε σε αυτό που διακυβεύεται για μας. Δεν είναι τα συμπτώματα αλλά η ίδια η ασθένεια που πρέπει να θεραπευτεί. Σήμερα, ο φόβος είναι παντού και θα ξεφύγουμε από αυτόν μόνο μέσω της δικής μας δύναμης, της δικής μας ικανότητας να καταστρέψουμε κάθε σημερινό είδος αλλοτρίωσης και κάθε εικόνα της εξουσίας που μας έχει αφαιρεθεί: μόνο υποτάσσοντας τα πάντα – εκτός από τον εαυτό μας – στην αποκλειστική εξουσία των εργατικών συμβουλίων, κατέχοντας και ανασυγκροτώντας συνεχώς την ολότητα του κόσμου – υποτάσσοντας τα πάντα, με άλλα λόγια, σε μια αυθεντική ορθολογικότητα, μια νέα νομιμότητα.

Όσο για το «φυσικό» και το ανθρωπογενές περιβάλλον, όσο για τα ποσοστά γεννήσεων, τη βιολογία, την παραγωγή, την «τρέλα» κ.ο.κ., η επιλογή δεν θα είναι ανάμεσα στο πανηγύρι και τη δυστυχία, αλλά, μάλλον, συνειδητά και σε κάθε στροφή του δρόμου, ανάμεσα σε μυριάδες δυνατότητες από τη μια πλευρά, ευτυχισμένες ή καταστροφικές αλλά σχετικά αναστρέψιμες, και στο τίποτα από την άλλη. Οι τρομερές επιλογές του κοντινού μέλλοντος, αντίθετα, δεν ισοδυναμούν παρά με μία μόνο εναλλακτική λύση: απόλυτη δημοκρατία ή απόλυτη γραφειοκρατία. Όσοι έχουν ενδοιασμούς για την απόλυτη δημοκρατία θα πρέπει να προσπαθήσουν να δοκιμάσουν οι ίδιοι τη δυνατότητά της, δίνοντάς της την ευκαιρία να αποδειχθεί στην πράξη· διαφορετικά, θα μπορούσαν κάλλιστα να διαλέξουν μια ταφόπλακα για τον εαυτό τους, διότι, όπως το διατύπωσε ο Joseph Déjacque, «Έχουμε δει το έργο της Εξουσίας, και το έργο της την καταδικάζει απόλυτα».

Το σύνθημα «Επανάσταση ή Θάνατος!» δεν είναι πλέον η λυρική έκφραση της εξεγερμένης συνείδησης: μάλλον, είναι η τελευταία λέξη της επιστημονικής σκέψης του αιώνα μας. Ισχύει τόσο για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το είδος όσο και για την αδυναμία των ατόμων να ανήκουν. Σε μια κοινωνία όπου είναι γνωστό ότι το ποσοστό αυτοκτονιών αυξάνεται, οι ειδικοί αναγκάστηκαν να παραδεχτούν, απρόθυμα, ότι κατά τη διάρκεια του Μάη του 1968 στη Γαλλία έπεσε σχεδόν στο μηδέν. Εκείνη η άνοιξη μάς εγγυήθηκε επίσης έναν καθαρό ουρανό, και μάλιστα αβίαστα, επειδή λίγα αυτοκίνητα κάηκαν και η έλλειψη βενζίνης εμπόδισε τα υπόλοιπα να μολύνουν τον αέρα. Όποτε βρέχει, όποτε υπάρχουν σύννεφα αιθαλομίχλης πάνω από το Παρίσι, ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι γι’ αυτό φταίει η κυβέρνηση. Η αλλοτριωμένη βιομηχανική παραγωγή προκαλεί τη βροχή. Η επανάσταση προκαλεί τη λιακάδα.
Δημοσιεύθηκε την 
από: https://geniusloci2017.wordpress.com - styga.gr