Τοπίο της φαντασίας-Ακρυλικό σε ξύλο
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ - 06.09.24 - Τάσης Παπαϊωάννου*
Το καινοφανές βαφτίζεται με περισσή ευκολία «νέο», ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει να επιδείξει καμιά καινοτομία.
Ζούμε σε μια εποχή συγκλονιστικών αλλαγών και έντονων μετασχηματισμών που συντελούνται με αστραπιαίες ταχύτητες, αδυνατώντας τις περισσότερες φορές να τους αντιληφθούμε τη στιγμή που γίνονται, πόσο μάλλον να κατανοήσουμε και να κρίνουμε τις επιπτώσεις τους στην καθημερινότητά μας. Την ίδια στιγμή, όλα μοιάζουν να υποτάσσονται δουλικά στο ιδεολόγημα ότι τάχατες ο ανθρώπινος πολιτισμός (κυρίως αυτόν που αποκαλούμε δυτικό) διαρκώς προοδεύει, αναπτύσσεται και γίνεται καλύτερος. Κάθε αλλαγή βαφτίζεται a priori «πρόοδος» και σχεδόν καθετί νέο ή διαφορετικό αξιολογείται ως υπέρτερο, ανώτερο, συγκρινόμενο με τα προηγούμενα. Μια σχεδόν μοιρολατρική πίστη στην «πρόοδο», η οποία θεμελιώνεται στο παρόν και προοιωνίζεται πάντοτε ένα καλύτερο μέλλον.
Ενα από τα χαρακτηριστικά, μάλιστα, του καιρού μας είναι αυτή η τάση για συνεχή και ακατάσχετη «πρωτοτυπία»: στη ζωγραφική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην αρχιτεκτονική... παντού. Το καινοφανές βαφτίζεται με περισσή ευκολία «νέο», ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει να επιδείξει καμιά καινοτομία. Είναι απλώς ματαιόδοξο, ερωτευμένο με τον εαυτό του. Η ανάγκη π.χ. των σύγχρονων αρχιτεκτόνων για μια άνευ όρων πρωτοτυπία χαρακτηρίζει χρόνια τώρα το σινάφι μας. Θαρρείς και θέλουμε να αποδείξουμε πως τώρα μόλις εμφανίστηκε η τέχνη της αρχιτεκτονικής κι εμείς είμαστε οι πρώτοι που θα την εφαρμόσουμε. Μας θέλγει (όχι μόνο στην αρχιτεκτονική, φυσικά, μα γενικότερα) αυτό που τάχατες πρωτοεμφανίζεται στον κόσμο, αυτό που δεν το συνδέει τίποτε με το παρελθόν. Την ίδια ώρα βαυκαλιζόμαστε -αστόχαστα- ότι εμείς πρώτοι το δημιουργήσαμε, σαν ένα είδος πρωτόγνωρης ανακάλυψης. Τι πλάνη!
Βλέπουμε αρχιτέκτονες, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίοι διακατέχονται από ένα άγχος για διαρκή ανανέωση, για έργα που πρέπει οπωσδήποτε να καταπλήσσουν με τη μορφή τους, άσχετα αν αυτά τελικά καταντούν -τις περισσότερες φορές- μια ατελέσφορη και ανούσια επιδειξιομανία, ένας βαρετός και στείρος καταναλωτισμός μορφών. Εργα τα οποία δεν στοχεύουν σ’ έναν άλλο, καινοτόμο και καλύτερο τρόπο ζωής, να υπηρετήσουν, δηλαδή, μια ουσιαστική ανάγκη, αλλά το πώς αυτά θα διαφοροποιηθούν μορφοπλαστικά και μόνο από τα γειτονικά τους. Μια αρχιτεκτονική που αδιαφορεί επιδεικτικά τόσο γι’ αυτά που υπήρξαν χθες όσο και γι’ αυτά που θα έρθουν αύριο, εστιάζοντας εμμονικά μόνο στη φαντασμαγορία του παρόντος.
Η αρχιτεκτονική, τέχνη παμπάλαια όσο και ο άνθρωπος, γεννήθηκε από την ανάγκη του για στέγαση, τη δημιουργία ενός ασφαλούς και οικείου καταλύματος. Η ουσιαστική της αποστολή, η οποία αποτελεί και την ιδρυτική της συνθήκη, είναι ακριβώς η στέγαση της ανθρώπινης ανάγκης, η δημιουργία χώρων -κάθε φορά- καλύτερης και ανετότερης διαβίωσης. Ετσι, δεν μπορείς να την ξεχωρίσεις από τη ζωή που φέρει μέσα της, αφού για να χτιστεί προϋποθέτει την ύπαρξή της. Αλλαζε μέσα στους αιώνες με αργούς ρυθμούς όσο άλλαζε και η ζωή των ανθρώπων. Από εκεί, βαθιά στο παρελθόν, αντλούν οι ρίζες τού πραγματικά νέου του νέου που είναι την ίδια στιγμή και πολύ παλιό, που φέρει μέσα του όλη τη συσσωρευμένη γνώση, αλλά και τη σοφία των περασμένων γενεών. Τίποτε δεν γεννιέται από το μηδέν! Να πετύχεις με το έργο σου αυτό το μπόλιασμα, ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον μέσα από το παρόν: να ποιο είναι το δύσκολο στοίχημα! Κι αν το πετύχεις ίσως τότε «να τρεμοπαίζουν πάνω του οι ανταύγειες του μέλλοντος» όπως έλεγε ο Αντρέ Μπρετόν.
Γιατί πρέπει να σκάψει κανείς βαθιά μέσα στο παρελθόν, προκειμένου εκεί -σε στέρεο έδαφος- να θεμελιωθεί το χτίσμα του μέλλοντος. Είναι μάθημα μεγάλο, για τη δική μας σύγχρονη αρχιτεκτονική, η μελέτη των παλαιών κτισμάτων που έφτασαν ώς εμάς σήμερα. Αυτά είναι που μας βοηθούν ακριβώς να κατανοήσουμε πως δεν υφίσταται μια «συνεχής πρόοδος» στην τέχνη της αρχιτεκτονικής, αλλά μόνον αριστουργήματα που χτίστηκαν σε κάθε εποχή, σε κάθε τόπο, όπως πάντοτε συνέβαινε στην ανθρώπινη ιστορία. Κάθε ιστορική περίοδος έχει να επιδείξει τα δικά της επιτεύγματα, δίχως να έχει καμία σημασία αυτά να χαρακτηρίζονται καλύτερα ή χειρότερα από τα προηγούμενα. Αθροίζονται κι αυτά με τη σειρά τους στον μακρύ κατάλογο των σημαντικών αρχιτεκτονικών έργων, σαν μικρά λιθαράκια που προστίθενται σταδιακά στο πανάρχαιο οικοδόμημα της αρχιτεκτονικής.
Γράφει σχετικά ο Asger Giorn: «Αναρωτηθήκαμε, άραγε, ποτέ τι ήταν το «νέο», ποιος νόμος το δημιουργεί και ποια βασική αρχή το δικαιώνει; Προφανώς όχι»1. Μη λησμονούμε, λοιπόν, πως μόνο ο χρόνος είναι αυτός (και σε μεγάλη -μάλιστα- διάρκεια) που ξεδιαλέγει και αναδεικνύει στην αρχιτεκτονική το πραγματικά καινούργιο. Ο χρόνος είναι πάντοτε ο οριστικός και αντικειμενικός κριτής κι ας έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ζούμε στα πλαίσια ενός αέναου και σταθερού παρόντος. Το έργο, το κάθε έργο, δεν ανήκει μόνο στο παρόν, αλλά την ίδια στιγμή στο παρελθόν και στο μέλλον ή όπως σημειώνει ο Μίλαν Κούντερα: «κάτι προορισμένο να διαρκέσει και να συνδέσει το παρελθόν με το μέλλον»2.
Το «πραγματικά νέο» σπάνια μπορούμε να το δούμε στον καιρό μας, αφού χρειάζεται να συνομιλήσει επί μακρόν, όχι μόνον με αυτά που υπάρχουν, αλλά και με αυτά που πρόκειται να υπάρξουν στο μέλλον. Αντίθετα, σήμερα, μας συνεπαίρνει η μέθη της πρωτοτυπίας, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που συχνά λησμονούμε ότι κάθε νέο βλασταίνει πάνω στο χώμα το ποτισμένο με όλων των καιρών το νερό. Το χώμα το οργωμένο και σπαρμένο, ξανά και ξανά μέσα στους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας, ή όπως ωραία το διατυπώνει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος για την ποίηση (που ισχύει απαράλλαχτο και για την αρχιτεκτονική): «…το παράξενο και τόσο σπάνιο φαινόμενο που ονομάζομε ποίηση δε φυτρώνει ποτέ χωρίς χώματα»3. Πάνω σ’ αυτό το χώμα μας έλαχε να κάνουμε αρχιτεκτονική. Σ’ αυτό το χώμα που είναι την ίδια στιγμή μήτρα και τάφος μαζί της ζωής. Από εκεί απ’ όπου όλα ξεκινούν και εκεί όπου όλα καταλήγουν.
1. Asger Giorn, Περί μορφής - Σκιαγραφία μιας μεθοδολογίας των Τεχνών, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2002
2. Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», Αθήνα 2023
3. Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες Β’, Δόμος, Αθήνα 2007
*Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ