ΤΗΣ ΕΛΕΑΝΑΣ ΓΙΑΛΟΥΡΗ*
Σε ένα άρθρο του 2012, o Βρετανός ανθρωπολόγος Τimothy Ingold μετακινείται νοητικά στο έτος 2053, όπου τότε υποθετικά λαμβάνει χώρα στη Βρετανία το συνέδριο για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της Εταιρίας Κοινωνικών Ανθρωπολόγων. Στο συγκεκριμένο χωροχρόνο, αφηγείται ο Ingold, το πρόθεμα αρχαιο- της αρχαιολογίας και το πρόθεμα ανθρωπο- της ανθρωπολογίας έχουν χάσει πλέον την παλαιότερη γοητεία τους. Η κοινωνική ανθρωπολογία, ισχυρίζεται, δεν διακρίνεται, όπως στο παρελθόν, ούτε από την αποκλειστική ενασχόλησή της με τα κοινωνικά φαινόμενα, ούτε από το αξίωμα ότι τα φαινόμενα αυτά αποτελούν πεδίο με μοναδικό σημείο αναφοράς τον άνθρωπο. Αντίστοιχα, συνεχίζει την προφητεία του ο Ingold, το έτος 2053 ο όρος αρχαιολογία επίσης αποτελεί αναχρονισμό, αφού το αντικείμενο έρευνάς της έχει από καιρό απομακρυνθεί από την αποκλειστική του σύνδεση με την αρχαιότητα. Μεταξύ αρχαιολογίας και ανθρωπολογίας δεν υπάρχει πλέον, κατ' αυτόν, διαφορά επί της αρχής, αφού και οι δυο συγκλίνουν προς μια και μοναδική επιστήμη. Επιστήμη, η οποία διερευνά τις συνθήκες και τις δυνατότητες ζωής σε έναν κόσμο που απαρτίζεται από όντα οι ταυτότητες των οποίων καθιερώνονται όχι βάσει της ιδιότητας του είδους τους, αλλά μέσω της σχεσιακής συγκρότησής τους.
Νομίζω πως το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη αποτελεί τεκμήριο που μαρτυρά ότι η προφητεία του Ingold μάλλον βαδίζει προς την πραγμάτωσή της. Αν και ο τίτλος Η Αρχαιολογία και οι Αισθήσεις υπονοεί ότι αυτό αφορά κατ'ουσίαν την αρχαιολογία, εντούτοις τόσο η βιβλιογραφία από την οποία αντλεί, όσο και το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται κινείται ανάμεσα και στις δυο επιστήμες.
Με το βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας επιστρέφει με μια σύνθεση θεμάτων που τον έχουν απασχολήσει και στο παρελθόν (αρχαιότητα - αρχαιολογία - πολιτική, μνήμη - τροφή - αισθήσεις, Εποχή του Χαλκού στην Κρήτη) για να προτείνει μια νέα οντολογία της αρχαιολογίας (αισθητηριακή, όπως την αποκαλεί), η οποία αμφισβητεί τα πρότυπα και τα στερεότυπα που συνδέονται με την Καντιανή, Πλατωνική και Καρτεσιανή κληρονομιά της.
Μέσα από μια διαδρομή που εκκινεί από τη φιλοσοφική σκέψη αρχαίων φιλοσόφων, τη Χριστιανική θεολογία και τη νεοπλατωνική σκέψη έως τις πολιτικές, κοινωνικές και φιλοσοφικές προτάσεις στοχαστών του Διαφωτισμού και του 19ου αιώνα, ο Χαμηλάκης διερευνά διαφορετικές ιεραρχήσεις των αισθήσεων, ενώ αναζητεί τις ρίζες των κυρίαρχων αισθητικών καθεστώτων της νεωτερικότητας στο δυτικό κόσμο και τον αντίκτυπό τους στην αρχαιολογία.
Μέσα από την ανασκόπηση αυτή ο Χαμηλάκης παρουσιάζει την αρχαιολογία ως επιστήμη άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νεωτερικότητα και τους αναπαραστατικούς μηχανισμούς της όπως η φωτογραφία, τα μουσεία, οι Διεθνείς Εκθέσεις κοκ. Πρόκειται για μια επιστήμη που κυρίως από τον 19ο αιώνα και μετά κυριαρχείται από την αίσθηση της όρασης και θεμελιώνεται στο πρότυπο της αναπαράστασης του κόσμου ως εικόνας. Μιας εικόνας που εμφορείται από τις δυνάμεις της αποικιοκρατίας, του εθνικισμού και του καπιταλισμού, αλλά και της εδραίωσης της μεσαίας τάξης και της εμφάνισης του ελεύθερου χρόνου και του μαζικού τουριστικού ταξιδιού.
Ωστόσο ο Χαμηλάκης εύστοχα σπεύδει να σημειώσει ότι μολονότι η επίσημη αρχαιολογία ως αυτόνομος κλάδος και επαγγελματικός μηχανισμός οφείλει την ύπαρξή του στη ‘δυτική νεωτερικότητα', δεν είναι αμελητέο το γεγονός ότι υπάρχουν πολλαπλές, εναλλακτικές νεωτερικότητες. Αυτές συνδέονται με διαφορετικές υποκειμενικότητες, κοινωνικές τάξεις, ηθικές και παραδόσεις, όπως π.χ. για να περιοριστούμε στην Ευρώπη, αυτές του προτεσταντικού Βορρά έναντι του καθολικού και ορθόδοξου Νότου. Οι διαφορετικές αυτές νεωτερικότητες συνδέονται αντίστοιχα και με διαφορετικές ‘αρχαιολογίες', με διαφορετικές δηλαδή πρακτικές και λόγους περί του αρχαίου που ιεραρχούν τις αισθήσεις ποικιλότροπα. Υπό αυτή την έννοια ο Χαμηλάκης αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της αισθητηριακότητας και προτάσσει μια αισθητηριακή αρχαιολογία πολιτικά ευαισθητοποιημένη, η οποία δεν ομογενοποιεί ή συγκαλύπτει, αλλά αναδεικνύει τον κατά Jacques Rancière, ‘μερισμό του αισθητού': το τί επιτρέπεται να γίνει αισθητό, από ποιόν, πώς και από ποιούς γίνεται αποδεκτό και από ποιούς αμφισβητείται.
Κατά την ανασκόπησή του ο συγγραφέας κινείται από την παλαιότερη φιλοσοφική σκέψη στο στοχασμό της ύστερης νεωτερικότητας, όταν νέες κοινωνικές δυνάμεις, νέες τεχνολογίες και ιδέες διαμορφώνουν νέες συμπεριφορές απέναντι στην αισθητική εμπειρία: το εργατικό, το φεμινιστικό και το πράσινο κίνημα, η πολυπολιτισμικότητα, αλλά και το κεφάλαιο και οι δυνάμεις της εμπορευματοποίησης προτάσσουν την ενσώματη αισθητηριακή εμπειρία τόσο στη δημόσια κοινωνική και πολιτισμική ζωή όσο και στις επιστημονικές παραδόσεις κλάδων, όπως η φιλοσοφία, η ανθρωπολογία και η αρχαιολογία.
Από έργα-σταθμούς στους κλάδους αυτούς αντλεί έμπνευση ο Χαμηλάκης αλλά και συζητεί κριτικά: έργα φιλοσοφικά όπως του Merleau-Ponty και του Μichel Serres, ανθρωπολογικά όπως της Νάντιας Σερεμετάκη, του David Howes, του Timothy Ingold και του David Sutton, αλλά και αρχαιολογικά, του Paul Rainbird, του Christopher Tilley, του Robin Skeates, καθώς και άλλων που εστιάζονται στον ήχο, το χρώμα, την κιναισθητική. Μέσα από αυτά ο συγγραφέας αναζητεί να διαμορφώσει τη δική του προσέγγιση σε μια αισθητηριακή αρχαιολογία.
Και είναι εδώ που το κείμενό του από μια σαφή, περιεκτική και ιδιαίτερα χρήσιμη ανασκόπηση για όσους επιθυμούν να γνωρίσουν την ιστορία και τη θεωρία της αισθητηριακότητας, μετατρέπεται σε μια αφήγηση η οποία ταξιδεύει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο αισθητηριακών βιωμάτων που παρεκκλίνουν από τα κυρίαρχα αισθητηριακά καθεστώτα της δυτικής νεωτερικότητας. Χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η αναφορά του σε ένα βυζαντινό τελετουργικό μεταξύ 9ου και 12ουαι. μ. Χ. όταν το τρεμάμενο φως των καντηλιών, οι ψαλμωδίες και το άρωμα του λιβανιού και των λουλουδιών που στολίζουν τις εικόνες ζωντανεύουν τις μορφές των αγιογραφιών δημιουργώντας την αίσθηση μιας κινούμενης και συμμετέχουσας στο τελετουργικό παρουσίας τους. Παραδείγματα όπως αυτό αναδεικνύουν όχι μόνο το αδύνατο της απομόνωσης του οπτικού από το απτικό, το οσφρητικό και το ακουστικό, αλλά και τις μεταξύ τους οσμώσεις: Το οπτικό γίνεται μαζί και απτικό όταν εικόνες αγγίζονται ή δέχονται ασπασμούς, το οσφρητικό μπορεί να δημιουργήσει και πρόσθετες γέφυρες αισθητηριακής επικοινωνίας με το θείο.
Η γνωριμία με τα πολλαπλά αισθητηριακά βιώματα εκ των πραγμάτων οδηγεί στην διεύρυνση του αισθητηριακού καθεστώτος των 5 αισθήσεων για να συμπεριλάβει άπειρες αισθητηριακές τροπικότητες που πηγάζουν από διυποκειμενικές συναντήσεις με άπειρα υλικά. Ως παράδειγμα, ο Χαμηλάκης αναφέρει χαρακτηριστικά πως η αφή όπως διαμεσολαβείται από τα πόδια διαφέρει από αυτή των χεριών, ενώ η διαμεσολάβηση διαφορετικών υλικών (το δέρμα, το ύφασμα ή το πλαστικό του παπουτσιού) καθιστά την αίσθηση της αφής διαφορετικό κάθε φορά βίωμα. Με αυτή τη διεύρυνση ο Χαμηλάκης εύστοχα μεταθέτει την προσοχή του από ‘το πράγμα' στα υλικά και από το οριοθετημένο, ατομικό σώμα, στις διασωματικές συναντήσεις οι οποίες συνιστώνται και ορίζονται από διαφορετικά υλικά και μορφές κοινωνικότητας αλλά και από διαφορετικούς χωροχρόνους. Εδώ μάλιστα, αντλώντας από τον Ηenri Bergson, αναδεικνύει τη διαμεσολάβηση της μνήμης σε κάθε αισθητηριακή εμπειρία η οποία με την ικανότητά της να ενεργοποιεί τους πολλαπλούς χρόνους που ενσαρκώνει η ύλη, καθιστά τη ζωή και το βίωμα πολυχρονικό φαινόμενο.
Ο συγγραφέας ωστόσο δεν περιορίζεται σε μια θεωρητική συζήτηση της αισθητηριακής αρχαιολογίας, αλλά αποπειράται να την εφαρμόσει στη μελέτη και την ερμηνεία των επικήδειων τελετών, καθώς και στο θέμα των Μινωικών Ανακτόρων της Κρήτης της εποχής του Χαλκού. Προτείνει έτσι μια εκ νέου ανάγνωση παλαιότερου και νεότερου αρχαιολογικού υλικού, αισθητηριακά ευαισθητοποιημένη, αμφισβητώντας την εμμονή της κυρίαρχης νεωτερικής αρχαιολογίας σε πρότυπα, όπως η πειθαρχημένη και πολιτισμένη κρατική κοινωνία, ο γραμμικός χρόνος, το αυτόνομο άτομο, τα οποία προβάλλονται συνήθως αναχρονιστικά πάνω στην αρχαιότητα. Η εκ νέου αυτή ανάγνωση υποδεικνύει νέες θεωρητικές και μεθοδολογικές δυνατότητες για την αρχαιολογία, αποκαλύπτοντας άγνωστα πεδία εμπειριών ή συστημάτων γνώσης.
Στη σφαίρα των επικήδειων τελετών χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του τρόπου με τον οποίο διαφορετικά βιώματα μπορεί να διαμορφώνουν διαφορετικές αισθήσεις χρονικότητας και ιστορικότητας, και να πλάθουν διαφορετικές μορφές κοινωνικότητας μέσα από τη συνάντηση ανθρώπων με λείψανα, κτερίσματα, τροφές και άλλα υλικά τα οποία εμπλέκονται στις πολιτικές της μνήμης και της λήθης, συχνά ρυθμίζοντας και παγιώνοντας την αισθητηριακή εμπειρία και προσδιορίζοντας όχι μόνο την καθημερινή ζωή, αλλά και τις μεγάλης κλίμακας κοινωνικές αλλαγές.
Αξίζει εδώ να υπογραμμίσω τη μετατόπιση που πραγματοποιεί ο Χαμηλάκης από μια θεωρητική συζήτηση περί υλικότητας σε μια συζήτηση που εστιάζεται στην αισθητηριακότητα και η οποία ως εκ τούτου φέρνει στο προσκήνιο το σώμα (θέμα συχνά παραμελημένο στη συζήτηση αυτή), ενώ παράλληλα διευρύνει την έννοιά του καθώς το εντάσσει σε μια σφαίρα διασωματικότητας στην οποία συνυφαίνονται σώματα, μνήμες, αισθήσεις, τόποι και υλικά. Ουσιαστική θεωρώ επίσης την πρόθεσή του να εισαγάγει στη συζήτηση το σώμα του αρχαιολόγου προκειμένου να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους οι αισθητηριακοί κόσμοι των αρχαιολόγων ορίζουν και τις ίδιες τις αρχαιολογικές παρεμβάσεις τους. Η πρόθεση αυτή, αν και περιορίζεται τελικά σε ορισμένα σύντομα αυτοβιογραφικά αποσπάσματα, είναι κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα γόνιμη, καθώς μεταθέτει την προσοχή από την αρχαιολογία ως σώμα γνώσης και αντικείμενο παρατήρησης του αρχαιολόγου, στο σώμα του ίδιου του αρχαιολόγου, καθιστώντας το αυτό αντικείμενο μιας κριτικής ματιάς. Υπό αυτή την έννοια την θεωρώ απαραίτητη αν θέλουμε να αποφύγουμε μια ‘ηρωική' αναδιατύπωση του σώματος του αρχαιολόγου, καθώς και μια νύξη ρομαντισμού ή νοσταλγίας για μια υποτιθέμενα άμεση και αυθεντική επαφή του με τα αρχαία υλικά που θα τον οδηγήσουν στην ‘κατοίκηση' της ‘ξένης χώρας του παρελθόντος'. Θεωρώ επίσης πως μια τέτοια κριτική ματιά μας παρακινεί να θέσουμε το ερώτημα του ρόλου του/της αρχαιολόγου ως διαμεσολαβητή/τριας της ετερότητας του παρελθόντος και να ξανασκεφτούμε τη βασική θέση του Χαμηλάκη ότι ‘μια αισθητηριακή αρχαιολογία δεν αποτελεί αναπαράσταση του παρελθόντος, αλλά επίκληση της παρουσίας του, της χειροπιαστής ζωντανής υλικότητάς του'. Ως εκ τούτου το βιβλίο θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για να διατυπώσουμε εκ νέου ερωτήματα, όπως: Μπορούμε άραγε να απαλλαγούμε συλλήβδην από την ‘αναπαράσταση' αναζητώντας αντ'αυτής την ‘παρουσία', και αν ναι, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, πώς η επιθυμία ανάκλησης της παρουσίας του παρελθόντος διαφέρει από την επιθυμία οικειοποίησής του διά της αναπαράστασής του; Πώς μπορούμε να απαλλάξουμε την αρχαιολογία από την κυριαρχία της όρασης χωρίς να την επιβαρύνουμε με την κυριαρχία των υλικών; Μήπως εν έτει 2053, εκτός από το πρόθεμα αρχαιο- , αναθεωρήσουμε και το ρόλο των υλικών ως κεντρικό άξονα της ενιαίας επιστήμης που oραματίζεται ο Ingold; Είναι δυνατόν ο/η αρχαιολόγος να αποφύγει αναχρονιστικές προβολές στο αρχαίο υλικό; Ακόμη και αν αποφύγουμε τις έννοιες του οριοθετημένου αυτόνομου ατόμου, της γραμμικής ιστορικής συνέχειας και των υπόλοιπων εννοιών που στοίχειωσαν τη νεωτερική αρχαιολογία και στις οποίες ασκεί κριτική ο Χαμηλάκης, οι νέες προσεγγίσεις και έννοιες, όπως η ‘βιοπολιτική' ή ‘η αισθητηριακή νεκροπολιτική' που υιοθετούμε στο παρόν δεν αποτελούν εξίσου παροντικές προβολές στο αρχαίο παρελθόν;
Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο του Χαμηλάκη συνιστά εγχείρημα σημαντικό: Αφενός για μια διεπιστημονική ενασχόληση με θέματα που μόλις τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να συζητώνται συστηματικότερα στην Ελλάδα· αφετέρου, ειδικότερα για την ελληνική αρχαιολογία, όπου τα προσωπικά, συναισθηματικά και αισθητηριακά βιώματα των αρχαιολόγων, που προέκυπταν τόσο μέσα από τη σχέση τους με τις αρχαιολογικές πρακτικές, όσο και μέσα από τις εξωαρχαιολογικές συναντήσεις τους, για καιρό δεν είχαν βρει θέση στο αυστηρά επιστημονικό τους έργο, το οποίο ‘όφειλε' να παραμείνει ανέγγιχτο από ‘μη αντικειμενικές' παρεμβολές. Τα συναισθήματα και τα αισθητηριακά βιώματα των αρχαιολόγων αποτέλεσαν παραλειπόμενα, που στην καλύτερη περίπτωση, δημοσιεύονταν, συχνά μετά θάνατον, σε μια διαφορετική ‘μη αρχαιολογική', έκδοση, συνήθως υπό τη μορφή απομνημονευμάτων ή ακόμη και ποιημάτων. Το έργο του Χαμηλάκη επιτρέπει στα βιώματα αυτά να αποκτήσουν τη θέση που τους αρμόζει στο κυρίως ερευνητικό έργο του/της αρχαιολόγου, αναγνωρίζοντάς τα ως αναπόσπαστο μέρος τόσο της αρχαιολογικής διαδικασίας όσο και της τελικής ερμηνείας και της παραγωγής γνώσης συνολικά.
Καθώς διάβαζα το βιβλίο αυτό θυμήθηκα μια ιστορία για τον Αμερικανό αρχαιολόγο Homer Thompson ο οποίος, όταν εντόπιζε ελλείψεις στην ημερολογιακή καταγραφή των ανασκαφικών δεδομένων σχολίαζε επιγραμματικά: ‘αναζήτηση σκιάς κάτω από τον ήλιο', αναφερόμενος στην απουσία του αρχαιολόγου από το σκάμμα όπου όφειλε να βρίσκεται, καθώς το σώμα του αναζητούσε δροσιά εν τω μέσω της καυτής καλοκαιρινής περιόδου κατά την οποία συνήθως λαμβάνουν χώρα οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Παραθέτω την ιστορία αυτή για να ισχυριστώ πως μια αισθητηριακή (ή, καλύτερα, ‘πολυ-/δι-αισθητηριακή) αρχαιολογία ανοίγει το δρόμο αφενός για μια διαφορετική πρακτική ή γραφή της αρχαιολογίας του μέλλοντος, αλλά και για μια εκ νέου προσέγγιση και ανάγνωση της αρχαιολογίας του παρελθόντος μέσα από ένα πρίσμα που θα μας επιτρέψει όχι μόνο να εντοπίσουμε κενά, όπως αυτά που προκύπτουν από την ‘αναζήτηση σκιάς κάτω από τον ήλιο', αλλά και νέα πεδία συγκρότησης της αρχαιολογικής γνώσης και εμπειρίας που για καιρό έμειναν στο περιθώριο. Υπό αυτή την έννοια το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη χαλαρώνει το αρχαιο- πρόθεμα της αρχαιολογίας επιτρέποντάς μας να ‘συν-κινηθούμε' από τις απρόβλεπτες, απρόοπτες και απείθαρχες συνυφάνσεις ενός κόσμου στον οποίο μετέχουμε στο παρόν.
μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 265
*Ελεάνα Γιαλούρη, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Παν/μιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών