Ευρώπη ή η απάτη – του Τζόρτζιο Αγκάμπεν
Πιθανόν πολύ λίγοι από αυτούς που προτίθενται να ψηφίσουν στις ευρωεκλογές έχουν αναρωτηθεί για το πολιτικό νόημα της χειρονομίας τους. Εφόσον καλούνται να εκλέξουν ένα –όχι κατά την ακριβέστερη έννοια του όρου– «ευρωπαϊκό κοινοβούλιο», μπορεί να πιστεύουν, λίγο-πολύ καλή τη πίστει, ότι κάνουν κάτι που αντιστοιχεί στην εκλογή των κοινοβουλίων των χωρών των οποίων είναι πολίτες. Είναι σημαντικό καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Όταν μιλάμε για την Ευρώπη σήμερα, το μεγάλο απωθημένο μας είναι πρώτα και κύρια η πολιτική και νομική πραγματικότητα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ότι πρόκειται για μια πραγματική απώθηση φαίνεται από το γεγονός ότι αποφεύγουμε με κάθε τρόπο να συνειδητοποιήσουμε μια αλήθεια που είναι τόσο άβολη και δυσάρεστη όσο και έκδηλη. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι, από την άποψη του συνταγματικού δικαίου, η Ευρώπη δεν υπάρχει: αυτό που ονομάζουμε «Ευρωπαϊκή Ένωση» είναι τεχνικά ένα σύμφωνο μεταξύ κρατών, το οποίο αφορά αποκλειστικά το διεθνές δίκαιο. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1993 και έδωσε στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη σημερινή της μορφή, είναι η απόλυτη επικύρωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας ως μιας απλής διακυβερνητικής συμφωνίας μεταξύ κρατών. Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η συζήτηση περί δημοκρατίας σε σχέση με την Ευρώπη δεν είχε επομένως νόημα, οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπάθησαν να καλύψουν αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα συντάσσοντας το σχέδιο ενός –αποκαλούμενου έτσι– ευρωπαϊκού συντάγματος.
Είναι σημαντικό ότι το κείμενο που φέρει αυτήν την ονομασία, το οποίο συντάχθηκε από επιτροπές γραφειοκρατών χωρίς κανένα λαϊκό έρεισμα και εγκρίθηκε από μια διακυβερνητική διάσκεψη το 2004, απορρίφθηκε ηχηρά, όταν υποβλήθηκε σε λαϊκή ψηφοφορία, όπως έγινε στη Γαλλία και την Ολλανδία το 2005. Ενώπιον, πλέον, της αποτυχίας της λαϊκής έγκρισης, που ουσιαστικά κατέστησε άκυρο το κατ’ επίφαση «σύνταγμα», το έργο εγκαταλείφθηκε σιωπηρά –και ίσως θα έπρεπε να πούμε επαίσχυντα– και αντικαταστάθηκε από μια νέα διεθνή συνθήκη, τη λεγόμενη «Συνθήκη της Λισαβόνας» του 2007. Εξυπακούεται ότι, από νομική άποψη, αυτό το έγγραφο δεν είναι σύνταγμα, αλλά μια επιπλέον συμφωνία μεταξύ κυβερνήσεων, της οποίας το περιεχόμενο αφορά μόνο το διεθνές δίκαιο και, ως εκ τούτου, μεριμνήθηκε ώστε να μην υπόκειται στη λαϊκή έγκριση. Δεν προκαλεί, επομένως, έκπληξη το γεγονός ότι το αποκαλούμενο «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», που πρόκειται να εκλεγεί και πάλι, δεν είναι, στην πραγματικότητα, κοινοβούλιο, καθότι δεν έχει την εξουσία να προτείνει νόμους, πράγμα που παραμένει εξ ολοκλήρου στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το πρόβλημα του ευρωπαϊκού συντάγματος είχε πάντως προκαλέσει μια συζήτηση μεταξύ ενός Γερμανού νομικού, του οποίου κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την ικανότητα, του Ντίτερ Γκριμ, και του Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος, όπως η πλειοψηφία εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται φιλόσοφοι, στερείται πλήρως νομικής παιδείας. Ενάντια στον Χάμπερμας, που πίστευε ότι το σύνταγμα θα μπορούσε τελικά να εδραστεί στην κοινή γνώμη, ο Ντίτερ Γκριμ δεν δυσκολεύτηκε να υποστηρίξει βάσιμα ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω η δυνατότητα πρότασης συντάγματος, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχε ευρωπαϊκός λαός και άρα η συντακτική εξουσία στερούνταν κάθε ερείσματος. Εάν είναι αλήθεια ότι η συντεταγμένη εξουσία προϋποθέτει κάποια συντακτική εξουσία, η ιδέα μιας ευρωπαϊκής συντακτικής εξουσίας είναι ο μεγάλος απών στις συζητήσεις για την Ευρώπη.
Ως προς το υποτιθέμενο λοιπόν σύνταγμά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καμία νομιμότητα. Είναι συνεπώς απολύτως κατανοητό ότι μια πολιτική οντότητα χωρίς νόμιμο σύνταγμα δεν μπορεί να εκφράσει τη δική της πολιτική. Η μόνη εντύπωση ενότητας κατορθώνεται να δοθεί όταν η Ευρώπη ενεργεί ως υποτελής των Ηνωμένων Πολιτειών, συμμετέχοντας σε πολέμους, που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στα κοινά συμφέροντα και ακόμη λιγότερο στη λαϊκή βούληση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί σήμερα ως ένα παρακλάδι του ΝΑΤΟ (το οποίο ΝΑΤΟ είναι μια στρατιωτική συμφωνία μεταξύ κρατών).
Γι’ αυτόν τον λόγο, παραλλάζοντας –με κάποια ειρωνεία– τη διατύπωση που χρησιμοποιούσε ο Μαρξ για τον κομμουνισμό, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ιδέα μιας ευρωπαϊκής συντακτικής εξουσίας είναι το φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη σήμερα και κανείς δεν τολμά να επικαλεστεί. Ωστόσο, μόνο μια τέτοια συντακτική εξουσία θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη νομιμότητα και την πραγματικότητα στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τα οποία –αν ο “impostore” είναι, σύμφωνα με τα ιταλικά λεξικά, «εκείνος που κατορθώνει με την πειθώ να επιβάλλει (το ιταλικό ρήμα “imporre” σημαίνει επιβάλλω) στους άλλους να πιστεύουν πράγματα ξένα προς την αλήθεια και να ενεργούν σύμφωνα με την ευπιστία τους σε αυτά»– δεν συνιστούν επί του παρόντος τίποτα περισσότερο από αυτό που σημαίνει η λέξη “impostura”, δηλαδή καλά σχεδιασμένη απάτη που επιβάλλεται και κατισχύει.
Η ιδέα μιας άλλη Ευρώπης θα είναι εφικτή μόνο όταν θα έχουμε ξεκαθαρίσει το πεδίο από αυτή την απάτη. Για να το θέσω χωρίς προσχήματα ή επιφυλάξεις: εάν θέλουμε πραγματικά να σκεφτόμαστε μια πολιτική Ευρώπη, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να βγάλουμε από τη μέση την Ευρωπαϊκή Ένωση ή, τουλάχιστον, να είμαστε έτοιμοι για την –όπως ήδη φαίνεται– επικείμενη στιγμή, που αυτή καταρρέει .
⸙⸙⸙
[Ο τίτλος φαίνεται ότι παραπέμπει στο δοκίμιο του Νοβάλις Η Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη (1769). Το κείμενο αναρτήθηκε στο Quodlibet, στις 20.5.2024. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]