Έχουν γραφτεί πολλά για τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Πώς λειτουργούν σαν μια εκτόνωση από την εσωστρέφεια των διαμερισμάτων, πώς υπήρξαν υποκατάστατο της αυλής στα νέο-αστικοποιημένα στρώματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, ή πώς παρέχουν μια μεσολάβηση ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Όλα αυτά δεν εξηγούν την, καθόλου αυτονόητη για αντίστοιχα κτίρια άλλων χωρών, επικράτησή τους που έχει σημαδέψει με την οριζοντιότητά τους το ελληνικό αστικό τοπίο. Ειδικά, τα παράλογα στενά, επιμήκη, κι εν πολλοίς άχρηστα, μπαλκόνια οφείλονται και στον επί δεκαετίες παροξυσμό της αντιπαροχής με την καρμπόν αναπαραγωγή μοντέλων από ανίδεους εργολάβους και μηχανικούς.
Σήμερα, η υπεραξία των μπαλκονιών στο χρηματιστήριο της κτηματαγοράς μοιάζει να εκτοξεύεται. Συγκεκριμένα, στις πολυτελείς κατασκευές της Αθηναϊκής Ριβιέρας, σε μια επίδειξη ακραίας κατασκευαστικής σπατάλης, τα μπαλκόνια ανταγωνίζονται πλέον σε μέγεθος τα ίδια τα διαμερίσματα. Οι τεράστιοι πρόβολοί τους περιορίζουν σημαντικά το φυσικό φως που φτάνει στους εσωτερικούς χώρους. Φαίνεται όμως ότι μετράει πιο πολύ η συμβολική αξία του μεγέθους των εξωστών και η δυνατότητά τους να ολοκληρώσουν την αίσθηση ενός περίφρακτου ιδιωτικού σύμπαντος που δεν θέλει πια να συγχρωτίζεται με το αμάλγαμα πόλης και τις αξίες του συλλογικού χώρου.