*
Βιώνουμε, για πολλοστή φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, μια ταραγμένη εποχή. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως δεν υπήρξαν μη ταραγμένες εποχές. Οι άνθρωποι είμαστε ζώα σε κρίση, συμπτώματα μιας πτώσης από το οικείο σκοτάδι της μήτρας, στην αφιλόξενη λάμψη του κόσμου και από το σκότος του χάους στο αιχμηρό φως του πολιτισμού. Την δική μας ταραγμένη εποχή την χαρακτηρίζουμε μεταμοντέρνα, μεταπολιτική, μεταβιομηχανική και κάμποσα άλλα «μετά»: προσαγορεύσεις οι οποίες καλύπτονται εν πολλοίς από τον εννοιολογικό πέπλο της Παγκοσμιοποίησης, μιας ακόμα φαντασιακής “στρατηγικής” επιβίωσης του ανθρώπου. Και επιπλέον μιας ακόμα υπερφίαλης προσπάθειας επιβολής του μοντέλου πνευματικής και υλικής ισχύος του επονομαζόμενου Δυτικού Πολιτισμού, εκείθεν του γεωγραφικού ορίζοντά του.
Αυτό που ονομάζουμε Παγκοσμιοποίηση είναι αρχικά ένα σύνολο λίγο ως πολύ συντονισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, που ωστόσο δεν έχει την σχετικά συμπαγή οργάνωση των εθνικών οικονομικών μηχανισμών. Όπως είναι ευρύτατα γνωστό, η καπιταλιστική οικονομία αποτελεί δυναμικό σύστημα δραστηριοτήτων, οι οποίες στηρίζονται σε και στηρίζουν μια κοινωνική λογική με διαρκή τάση διεύρυνσης και ομογενοποίησης των κοινωνικών παραγόντων και λειτουργιών. Η σταθερή ανάπτυξη της παραγωγής απαιτεί αφενός όλο και ευρύτερες αγορές και αφετέρου όλο και εντατικότερο εξορθολογισμό των συνθηκών εμπορικής επικοινωνίας. Δεδομένου δε ότι η εμπορική επικοινωνία υφίσταται εντός της εν γένει κοινωνικής επικοινωνίας, η παραγωγή, διάθεση και κατανάλωση αγαθών απαιτεί την οργάνωση της δεύτερης κατά το πρότυπο της πρώτης – απαίτηση η οποία ναι μεν δεν μπορεί να ικανοποιηθεί απόλυτα, κατορθώνει ωστόσο να αποσπά σημαντικές “νίκες” επί της απροσδιοριστίας της κοινωνικής δημιουργικότητας.
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας, πρόσφερε στον δεσπόζοντα τρόπο παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών μια καλή ευκαιρία να αντιμετωπίσει την εγγενή τάση αύξησης της κοινωνικής εντροπίας, που τον αδρανοποιεί κάθε τόσο· και φυσικά μιαν ευκαιρία τόνωσης της κερδοσκοπικής φύσης του – ανήθικης, παράλογης, αντιαισθητικής, αλλά ανθεκτικής, λόγω της δυνατότητάς της να βελτιστοποιεί κατά περιόδους τις υλικές παραμέτρους της ζωής των ανθρώπων, τους οποίους κατά περιόδους οδηγεί στην απόλυτη ένδεια.
Η Παγκοσμιοποίηση, ως πρόταγμα της καπιταλιστικής λογικής, συνοδεύεται, στηρίζει —και στηρίζεται σε αυτό— ένα πλέγμα πολιτικών, κοινωνικών, νομικών και πολιτισμικών τόπων οι οποίοι προκύπτουν από την προγραμματική αρχή της απόλυτης ελευθερίας της αγοράς εμπορευμάτων και υπηρεσιών, η οποία υποτίθεται πως αυτορυθμίζεται, δημιουργώντας πάντα ένα πλαίσιο υλικής και πνευματικής ευημερίας. Το εν λόγω πλέγμα πολιτικών, κοινωνικών, νομικών και πολιτισμικών τόπων, ελλείψει ενός προσίδιου παγκόσμιου θεσμικού πλαισίου, επικαλείται παράδοξες καταστάσεις εξαίρεσης, που μετασχηματίζουν επί το χείρον τα ήδη σαθρά θεμέλια της Νεωτερικότητας. Αυτοί οι μετασχηματισμοί θέτουν σε κίνηση ένα πρόχειρο ιδεολογικό ρεύμα, το οποίο αντλεί τις ασαφείς αρχές του[1] από τον κλασικό φιλελευθερισμό. Πρόκειται για την κοινωνική λογική μιας υπερεθνικής ομάδας υπαλλήλων Διεθνών Οργανισμών, των οποίων τα επαγγελματικά συμφέροντα διευρύνονται από την κατάργηση των εθνικών συνόρων. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, για να δούμε ποια είναι αυτή η λογική: μια σειρά λοβοτομών των εννοιών οι οποίες συγκροτούσαν τον παραδοσιακό “εγκέφαλο” της Δύσης. Οι υπάλληλοι των θεσμών επιλέγουν από το παραδοσιακό “μενού” εννοιών, δημιουργώντας το κατάλληλο μείγμα κυβερνητικού ελέγχου.[2] Οι διανοούμενοι μετατρέπονται ραγδαία σε “υπερασπιστές” μιας πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης, όπως την εννοούν οι ετερόνομες κοινωνίες της Δύσης. Διακηρύττουν την ανάγκη της παλινόρθωσης των παλιών καλών αξιών και εξαπολύουν μύδρους κατά των “εκτελεστών” του αξιακού οικοδομήματος της Δύσης, συχνά με την ίδια απανθρωπιά, που κάποτε σφυροκοπούσαν τον “συντηρητισμό”, τον “αστισμό”, την “μπουρζουαζία”. Την ίδια στιγμή εξαγγέλλουν την προώθηση της “ατομικότητας”, της “διαφορετικότητας” και της “ελεύθερης” ανάπτυξης της προσωπικότητας, σαν να ήταν αυτονόητο πως μπορούν να συνδυαστούν με τον πιο φυσικό τρόπο οι “παλιές καλές αξίες” με την ελεύθερη ανάπτυξη του δημιουργικού, διαφορετικού ατόμου, χωρίς να φέρουν στην επιφάνεια πλήθος παραδόξων.[3]
Οι δημιουργικότεροι των στοχαστών, προσπαθώντας να διαχειριστούν αυτά τα παράδοξα στο μισοσκόταδο του προτάγματος της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, έχουν χάσει την αίσθηση των συνάψεων που δημιουργούν οι προτάσεις τους με τις πολύπλευρες δραστηριότητες της θεσμοθετημένης εργαλειακής σκέψης.[4] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο στρουκτουραλισμός —μια σύγχρονη εκδοχή της μεσαιωνικής σχολαστικής λογικής— που εξερευνώντας αρχικά τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, με στόχο την αποδιάρθρωση του υπερβατικού λογοκεντρισμού και την θεμελίωση της αυτονομίας του υποκειμένου, μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα σε μια θεωρία, που απέπεμψε το υποκείμενο από τις ίδιες τις πράξεις και τις σκέψεις του, παρέχοντας στους δεσπόζοντες ιδεολογικούς μηχανισμούς πολύ λεπτά εργαλεία ελέγχου του υποκειμένου.
Αφορούν όλα αυτά στην ποίηση; Και πολύ μάλιστα – εκτός αν η ποίηση είναι ο ασπασμός των άστρων από τον θεϊκό νου του ποιητή ή κάποιου άλλο είδος ανυπόφορου συναισθηματικού αναλφαβητισμού. Αλλά δεν είναι. Κι αν σταματούσα εδώ, δεν θα ήταν λίγοι εκείνοι που θα σκέφτονταν: «Μα τι ποίηση να κάνεις μέσα σε αυτήν την αθλιότητα;» Άρα θα είχα κατά κάποιον τρόπο ήδη μιλήσει για την ποίηση και την Παγκοσμιοποίηση.
Όμως τα πράγματα δεν είναι ποτέ απλά. Όταν μιλάμε για την σχέση της ποίησης με το κοινωνικό-ιστορικό περιβάλλον της, στην ουσία μιλάμε για ποιητές, ποιήματα, κριτικούς, θεωρητικούς της ποίησης και αναγνώστες. Μιλάμε δηλαδή για υποκείμενα και φαντασιακές εικόνες περί του πώς και τι της ποίησης. Η Παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να μην μετασχηματίσει —όχι πάντα επί το χείρον— τις τρεις αυτές περιοχές της ποιητικής πρακτικής.
Και πρώτα-πρώτα το Υποκείμενο: αυτό που είναι και αυτό που νομίζει πως είναι ο σημερινός άνθρωπος, διχασμένος ανάμεσα στην ανάληψη του ορθολογικού ρόλου του παραγωγού και του ανορθολογικού ρόλου του καταναλωτή. Ως παραγωγός οφείλει να σκέφτεται και να πράττει σύμφωνα με τα ορθολογικά πρωτόκολλα της παραγωγής. Ως καταναλωτής οφείλει στον εαυτό του την ικανοποίηση των επιθυμιών του. Για να μπορέσει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, πρέπει να τις έχει ήδη συγκρατήσει. Οι διευθυντικές τάξεις αποδείχθηκαν μελετηρές επ’ αυτού του φαινομενικά παράδοξου “διπολισμού”, αλλά αφελώς υπεραισιόδοξες. Σχεδίασαν τα κυβερνητικά προγράμματά τους στην βάση των πιο ακραίων θέσεων της σύγχρονης θεωρίας, που ταυτίζει το υποκείμενο με το γλωσσικό υποκείμενο, το θεωρεί προσωρινό αποτέλεσμα των διάφορων γλωσσικών παιγνίων, τα οποία αναλαμβάνει στην διάρκεια της ζωής του ή —στις πιο hardcore φιλοσοφικές αναλύσεις— απλά η κατοπτρική αντανάκλαση του υποκειμένου, η εικόνα μιας ανυπαρξίας (Λουὶ Αλτουσέρ). Το υποκείμενο έχει χάσει πια την υπερβατικής προέλευσης πρωτοκαθεδρία του, που θεωρείτο δεδομένη από τα παραδοσιακά φιλοσοφικά συστήματα: είναι μια απλή τομή των πολύ διαφορετικών πολιτιστικών περιοχών που είναι αναγκασμένο να επισκεφτεί το άτομο, προκειμένου να ανταποκριθεί στους ρόλους του ορθολογικού παραγωγού και του ανορθολογικού καταναλωτή. Για να μην εξαπατούμε τους εαυτούς μας, δεν υπάρχει καμία σοβαρή απόδειξη της ριζικής ταυτότητας ή ετερότητας του υποκειμένου. Υπάρχουν μόνο τροπικότητες της συμπεριφοράς του, στο πλαίσιο του αγώνα επιβίωσης.[5] Αυτό ακριβώς είναι που το καθιστά ευάλωτο μέχρι διάλυσης —με την παραδοσιακή έννοια— στην βία των πρωτοκόλλων πλήρους εγκλεισμού, απόλυτης ετερονομίας και εύκολης χειραγώγησης, μέσω συστηματικά επιβαλλόμενων από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας μοντέλων αντίληψης και επεξεργασίας των κοινωνικών παραστάσεων.[6] Και είναι επίσης αυτό που του ανοίγει νέους ορίζοντες οικοδόμησης του συνειδησιακού του κέντρου και διαμόρφωσης της αυτονομίας του. Αυτοί οι νέοι ορίζοντες διέπονται, αρθρώνονται στην βάση της ποίησης. Εννοώ, αυτής της στοχαστικής δραστηριότητας, που δεν ήθελε μέσα στα πόδια του ο Πλάτων – και δυστυχώς φαίνεται να μην την θέλουν και σήμερα ουκ ολίγα μέλη του διεθνούς φιλοσοφικού τζετ-σετ, αν δεν πρόκειται για έναν αυτιστικό λυρισμό. Είναι τουλάχιστον άστοχη η έκκληση του Αλαίν Μπαντιού προς τους φιλοσόφους να αναλάβουν τα καθήκοντα που τους αφαίρεσε η ποίηση, μετά τον Χέγκελ[7] Και είναι εξοργιστική η πρόσκληση του Σλαβόι Ζίζεκ να ξαναδούμε με θετικό μάτι την πλατωνική αποπομπή των ποιητών από την πολιτεία —αν δεν αναλάβουν τον ρόλο του προπαγανδιστή των επικυρωμένων “αξιών”— επειδή τάχα η σερβική πατριωτική ποίηση έχει ευθύνη για τις σφαγές στους εμφυλίους, που ακολούθησαν την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας![8]
Η ποιητική στοχαστική δραστηριότητα δεν πρόκειται για κάτι φοβερό και τρομερό που έρχεται από τα ουράνια ή το εκλογικευμένο υποκατάστατό τους: το ασυνείδητο. Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο συλλογίζεται —επιμένω επ’ αυτού— ο ποιητής.[9] Παράγει προτάσεις που δεν ενδιαφέρονται για την επιστημονική συνέπειά τους (η λογική συνέπειά τους είναι άλλη υπόθεση, την οποία δεν κατάφεραν ποτέ να καταρρίψουν οι σημαντικότεροι των επιστημολόγων), αλλά προτείνουν στον αναγνώστη μοντέλα (sic) επέκτασης της πραγματικότητας, στην βάση των βιωμάτων του, παρέχοντάς του ευκαιρίες χειραφέτησης των παραστάσεων, των συναισθημάτων και των προσδοκιών του – πράγματα τα οποία, όπως γνωρίζουμε, είναι εν πολλοίς μορφοποιημένα από το κοινωνικό φαντασιακό, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πάντα έτοιμα να αναλάβουν την ευθύνη της αποδόμησης των εκλογικευμένων εικόνων του. Δεν αναφέρομαι στο λαϊκό ρομάντζο της “απελευθέρωσης” του ασυνειδήτου. Αναφέρομαι στην δυνατότητα του ανθρώπου να ορίζει αυτός την εικόνα του για τον εαυτό του και να μην περιορίζεται στην κοινωνική εικόνα του, να λειτουργεί μέσα στην τάξη λόγου, στην οποία πρέπει να δραστηριοποιείται προκειμένου να επιβιώσει, χωρίς να είναι μόνο ένα ενεργούμενο αυτής της τάξης του λόγου. Ήτοι να παραβιάζει τους κανόνες του συναφούς γλωσσικού παιγνίου και να μην γίνεται να τον βγάλει κανείς από το παιχνίδι, χωρίς να το σταματήσει. Οφείλω να ομολογήσω πως μια τέτοια ποιητική τακτική δεν είναι καθόλου ανώδυνη, αφού πρέπει να στέκεσαι συνέχεια στο χείλος της αβύσσου και μάλιστα να αντλείς από το ενδεχόμενο της πτώσης την δύναμή σου. Εξάλλου, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να βρίσκεται το υποκείμενο εκεί που δεν βρίσκεται – κι αυτό είναι που κάνει τους κοινωνικούς ελεγκτές να ματαιοπονούν, στην προσπάθειά τους να εξορκίσουν την αυτονομία. Το υποκείμενο δεν δεσμεύεται αν δεν θέλει να δεσμευτεί. Γιατί το υποκείμενο αναλαμβάνεται από το ίδιο το υποκείμενο, σε μια διαδικασία που δεν γίνεται να προσδιοριστεί – όχι γιατί ο πραγματικός αλγόριθμος της ψυχογένεσης υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες “παρατήρησης”, που διαθέτουμε —με αποτέλεσμα να μας παρουσιάζεται σαν χαοτικό σύστημα— αλλά διότι η θέσμιση του υποκειμένου από τον εαυτό του μοιάζει να προϋποθέτει αυτό που έπεται της συγκρότησής του. Κι εδώ υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σε Αυτό και αυτό· μια διαφορά που δεν γνωρίζει άλλη γλωσσική λειτουργία από την ποιητική: να λες αυτό που δεν λες ακριβώς επειδή δεν το λες: κάθε λέξη μια λαλίστατη απουσία εκεί που ίσα-ίσα θα έπρεπε να επικυρώνει την μονοσήμαντη παρουσία της: στην φράση· κι εκεί ακριβώς που θα έπρεπε να εγκλείεται στην απόλυτη, εσωστρεφή “λογοτεχνικότητα”, μεταπηδά στο επιλεγόμενο “περικείμενο”, δείχνοντας την έξοδο από το ποίημα.
Ερχομαι τώρα στην γλώσσα. Υπό ιδανικές συνθήκες μια παγκόσμια οικονομία χρειάζεται μια παγκόσμια επικοινωνία. Και αυτή με την σειρά της, μια παγκόσμια γλώσσα.[10] Το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας γλώσσας είναι εντελώς απίθανο. Μα ακόμα κι αν υπάρξει αυτή η γλώσσα —εκτός μεταφοράς τεχνικών δεδομένων— δεν θ’ αργήσει να διασπαστεί σε μυριάδες ιδιολέκτους, εντελώς ακατάλληλες για μια παγκόσμια επικοινωνία. Το πρόβλημα με την γλώσσα βρίσκεται αλλού. Συγκεκριμένα: στην σημασία που έχει η μετάφραση για την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας επικοινωνίας. Είναι άλλωστε φανερό στην έκρηξη των μεταφραστικών σπουδών. Η παγκόσμια επικοινωνία χρειάζεται πρωτίστως αυστηρές εννοιολογικές αντιστοιχίες μεταξύ των γλωσσών. Αυτό γίνεται όλο και πιο επιτακτικό με τα χρόνια. Στόχος είναι να μπορεί ένας αυτόματος διαδικτυακός μεταφραστής να διαχειρίζεται μη ποιητικά κείμενα με την μέγιστη ακρίβεια.[11] Αμέσως καταλαβαίνουμε πως θα δημιουργήσει σοβαρότατα προβλήματα στην ποίηση, στην κατεξοχήν πρακτική της γλωσσικής αμφισημίας. Ίσως οι εκπαιδευτικές μονάδες να βρεθούν μπροστά σε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα. Τι θα διδάξουν στα υπό διαμόρφωση υποκείμενα; Θα τα διδάξουν πως η γλώσσα είναι ένας κώδικας μεταφοράς ελεγμένων και ανακοινώσιμων πληροφοριών και τίποτα περισσότερο;[12] Φαίνεται λογικό να αποφοιτούν από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλο και λιγότεροι δυνητικοί αναγνώστες ποίησης. Φυσικά, στο επίπεδο των λογοτεχνικών σπουδών, η αμφισημία θα διδάσκεται – όχι όμως ως λειτουργία της γλώσσας, αλλά σαν “κοσμητικό στοιχείο”! Πίσω, στον 16ο αιώνα, λοιπόν. Πίσω σε έναν κλασικισμό, του οποίου οι κλασικοί είναι οι διάδοχοι ενός παλαιότερου κλασικισμού. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά με την αντίστροφη φορά των δεικτών του ρολογιού – το οποίο παρεμπιπτόντως ήταν ένα από τα λαμπρότερα προϊόντα του πρώτου κλασικισμού. Ήδη βλέπουμε να αλλάζει χαρακτήρα ο πληθυσμός —ούτως ειπείν— των ποιητών ως προς τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Όλο και περισσότεροι είναι απόφοιτοι πανεπιστημιακών τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών.
Όλο και περισσότεροι προβάλλουν στο βιογραφικό τους μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα. προφανώς για να ειδοποιήσουν τους αναγνώστες —και φυσικά τους κριτές των διαφόρων βραβείων— πως πρόκειται για ανθρώπους με εξαιρετικά μορφωτικά εφόδια.[13] Και όλο και περισσότεροι ερωτοτροπούν με την παλαιά εκείνη αμερικανική σχολή της εξομολογητικής ποίησης, περιστέλλοντας ακόμα και τα ψήγματα αμφισημίας, που διατηρούσε στην αυθεντική της έκφραση. ένας από τους ανομολόγητους —αλλά δυναμικούς— λόγους είναι πως τα ποιήματά τους μπορούν να μεταφραστούν εύκολα – τουλάχιστον στην αγγλική.[14]
Άλλοι επιστρέφουν στην παραδοσιακή ποίηση της ισομετρίας και της ομοιοκαταληξίας, πιστεύοντας -όχι άδικα- πως μερικές γερές “δόσεις” μουσικότητας και νοηματικής συνοχής θα μπορούσαν να στρέψουν την προσοχή ποιητών, κριτικών και αναγνωστών σε μια ποιητική αρετή της κλασσικής αρχαιότητας, την «σημασιακή μουσικότητα».[15] Οπωσδήποτε αυτό το ποιητικό ρεύμα, λειτούργησε —στις δημιουργικότερες εκφάνσεις του— ως κάποιο είδος αρκούντως ισχυρού φράγματος στην προχειρότητα – χωρίς να στερηθεί και αυτό την δική του προχειρότητα, από τους μέτριους εραστές του, οι οποίοι κατέφυγαν όχι μόνο στην τεχνική, αλλά και στο ποιητικό κλίμα, στην ποιητική ευαισθησία, του μεσοπολέμου.[16]
Εν πάση περιπτώσει, όσο ισχυρή κι αν είναι η βούληση των παραγόντων της Παγκοσμιοποίησης να επιβάλλουν σε ευρεία κοινωνική βάση την γλώσσα ως κλειστό κώδικα μεταφοράς τεχνικών πληροφοριών, συναντά τον αρχαίο μονόλιθο της επιθυμίας, του μοναδικού καυσίμου της επιλεγόμενης ελεύθερης αγοράς. Αν στο επίπεδο της παραγωγής η κυριολεξία —ούτως ειπείν— εξασφαλίζει χρόνο και χρήμα, στο επίπεδο της αγοράς τινάζει στον αέρα τις δεξαμενές καυσίμων.
Η επιθυμία —ως μονάδα “παραγωγής” και τόπος “κατανάλωσης” σημασιών— τρέφεται από και τρέφει τον μύθο.[17] Δεν μπορεί καν να νοηθεί έξω από το στοιχείο του μύθου· το ίδιο και ο μύθος, από το στοιχείο της επιθυμίας. Πρόκειται για σχέση καταστατική. Συνεπώς, ακόμα και η πιο ελεγχόμενη επικοινωνία είναι υποχρεωμένη στην ενεργοποίηση του στοιχείου του μύθου.[18]
Είναι κάπως τραγικό να λέμε πως οι ίδιες οι λειτουργίες της σύγχρονης οικονομίας —ενός κοινωνικού τόπου, τον οποίο από παράδοση θεωρούμε ως αξιολογικά αντίθετο της τέχνης— μπορούν να προσφέρουν στην ποίηση τα μέσα της επιβίωσής της, αλλά θα πρέπει ίσως να είμαστε πιο καχύποπτοι με τα λογικά, ηθικά και αισθητικά αξιώματά μας, όχι μόνο διότι μας έφεραν στο χείλος του γκρεμού, αλλά και διότι ισχυρίζονται πως αυτός ο γκρεμός είναι «πρόοδος». Χρειάζεται να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά την κατορθωμένη Ιστορία μας, σκεπτόμενοι πως ο επιλεγόμενος ερμηνευτικός κύκλος ενδέχεται να είναι απλά ένα οντολογικό χαρακτηριστικό της.[19]
Τέλος, ο ορίζοντας αισιοδοξίας της ποίησης θα μπορούσε να αποτελείται από πολλούς, άσχετους σε πρώτη ματιά, κόμβους πολιτισμικής δράσης.[20] Η εικόνα (κινούμενη ή σταθερή), η αμφισβήτηση των ορίων της τέχνης, η επάνοδος του ήχου στο βουβό κείμενο, η θραύση των περιγραμμάτων των κειμενικών ειδών… ό,τι ονομάζουμε σήμερα «διαλογικές τέχνες»,[21] μαρτυρεί την γένεση μιας νέας προφορικότητας, στο πλαίσιο της οποίας η μορφή —με την έννοια της ρωμαιοδυτικής παράδοσης— είναι ένα είδος θανάτου της ποίησης, από τον ιό της φαντασιακής τελειότητας, που καλλιέργησε ο λογοκεντρισμός. Μερικοί αιώνες Νεωτερικότητας κραυγάζουν πως η κανονικότητα είναι η μαμή του χάους. Προφανώς βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας προφορικότητας, την οποία τρέμουν οι διαχειριστές των έργων λόγου, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο να αναγκαστούν να διευρύνουν τα ερμηνευτικά τους εργαλεία πέραν του κειμένου. Αυτή η προφορικότητα ενδέχεται επανεισάγει στην ποίηση την χαμένη από καιρό προϋπόθεση της ευφωνίας – αν όχι εκείνη την απαραίτητη «βαρβαρότητα»[22] που συνδέει τον ποιητικό λόγο με την τελεστική καταγωγή του. Ούτως ή άλλως στην αρχή της ποίησης βρίσκεται ο μάγος και το ακατάληπτο. Η κατά ιστορικές περιόδους απώλεια αυτής της γνώσης, οδηγεί στην αύξηση της εντροπίας του ποιητικού έργου και εν τέλει στην μανιερισμό. Ιδίως το διαδίκτυο —αυτός ο “τροχός” της δικής μας ιστορικής περιόδου— συνδέει έννοιες, ιδέες, αρχές, γεγονότα και όντα, με τρόπο δικτυακό – ούτε κάθετο ούτε οριζόντιο.
Οι μυριάδες συνάψεις που δημιουργούνται παρέχουν στην φαντασία απεριόριστο χώρο δράσης, τον οποίον αντιμετωπίζουν με δέος οι διαχειριστές των θεσμών της κοινωνικής ετερονομίας.[23]