ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








ΦΙΛΟΛΟΓΙΖΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ, ΑΠΛΟΪΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ - της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ - ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024 0 comments

 

*

Από το 1976 ο Στέφανος Ροζάνης έγραφε για τις απλουστευτικές ερμηνείες στο έργο του Διονύσιου Σολωμού, διερωτώμενος:

«Ειλικρινά δεν γνωρίζω τι απόμεινε από τον Διονύσιο Σολωμό. Ένα έργο κομματιασμένο, αγωνιακό έγινε βορά των φιλολόγων. Πάτησαν επάνω στο ακρωτηριασμένο σώμα, αγνόησαν τον ποιητή, γέμισαν χιλιάδες άγονα χαρτιά και πήγαν έτσι να στήσουν μια μαρτυρία νεκρή […] [1]».

Η χρονολογία δεν λειτουργεί ως νοσταλγική υπενθύμιση αρχειακού υλικού ενός από τους κομβικούς σύγχρονους φιλοσόφους και βασικό πρόσωπο των Σημειώσεων. Αντίθετα, σημειώνεται ως ενδεικτική αναφορά που επιτονίζει τη σύζευξη ιστορικότητας και πολιτικού από το χθες στο σήμερα, αφού κάνει κριτική στους φιλολογίζοντες κριτικούς, καθώς και στην αυθαίρετη οικειοποίηση των κειμένων χωρίς συγκροτημένο κριτικό λόγο.

Έκτοτε αυτό που επισημάνθηκε στο προηγούμενο απόσπασμα, νομίζω πως σήμερα παρατηρείται σε πολλά κείμενα, ποιητές και συγγραφείς. Στο ίδιο μοτίβο, στις σύγχρονες λογοτεχνικές συνθήκες εντοπίζονται απανωτές απλοϊκές προσεγγίσεις για όλους όσοι παγιώθηκαν ως εμβληματικά πρόσωπα στη λογοτεχνία και την ποίηση, με συνεχόμενες μονοφωνικές αναπαραγωγές κοινών ερμηνευτικών προσεγγίσεων, ακαδημαϊκών ή άλλων.

Για παράδειγμα, το άνοιγμα του αρχείου Καβάφη από το Ωνάσειο Ίδρυμα οδήγησε σε νέα μαζική παραγωγή κειμένων για τον ποιητή και το έργο του σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να επιτονιστεί πως κάθε συντάκτης/συντάκτρια λειτουργεί ως γνώστης/γνώστρια του έργου του. Σαφώς και το φαινόμενο δεν είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, καινούριο. Το έχουν επισημάνει επανειλημμένα πληθώρα στοχαστών και διανοουμένων[2]. Εδώ δεν χωράν μελοδραματικοί θρήνοι ή ηθικιστικές προτροπές για την αγιογραφία προσώπων ή έργων που «κακοποιούνται» από τις λογοτεχνικές συντεχνίες. Τα διάφορα καλλιτεχνικά κυκλώματα υπήρχαν και ενισχύονταν ποικιλοτρόπως από τις απαρχές της λογοτεχνίας. Ας μνημονεύσουμε μόνο τις περίτεχνες κινήσεις του Μιχαήλ Ψελλού στις κριτικές του συνθετικές περιδινήσεις, προκειμένου να επιβιώσει μέσα από αχανείς μηχανορραφίες.

Τα παραδείγματα είναι πολλά. Θα μπορούσαν να γεμίσουν εκατοντάδες σελίδων. Σκέφτομαι εδώ πώς υπεισέρχεται σε όλα αυτά ένας άγονος εγκιβωτισμένος βιογραφισμός που επιμένει, ακόμα και αν «ενδύεται» κριτικές προσεγγίσεις. Παραδείγματα: η ομοφυλοφιλία του Καβάφη, η παγίωση του Παπαδιαμάντη από τους θεολόγους ως λαϊκού «αγνού» γέροντα που διαφυλάσσει τις παραδοσιακές ελληνικές αξίες, ο για χρόνια εγκλωβισμός του Καρυωτάκη ως πεισιθανάτιου ποιητή της μελαγχολίας ή ματαιωμένου έρωτα της Μαρίας Πολυδούρη. Για τον τελευταίο και τις εμμονικές αναπαραγωγές και συνέπειες στις κατασκευές και τις ερμηνείες του καρυωτακικού έργου αναφέρω αποσπασματικά την τοποθέτηση της Λιλής Ζωγράφου, η οποία, όπως αναφέρει η Αριστέα Παπαλεξάνδρου[3], αναπαράγει την απομυθοποίηση και των δύο.

«Ούτε λίγο ούτε πολύ για την Ζωγράφου ο Καρυωτάκης αποδεικνύεται ο “κομπλεξικός της αδικημένης του εμφάνισης […] το κιτρινιάρικο αγόρι που μένει έκθαμβο όχι μόνο μπροστά στην ακτινοβόλα της ομορφιά, αλλά κυρίως μπροστά στον σίφωνα Πολυδούρη”»[4].

Αυτό που παρατηρώ είναι πως στη συνθήκη που οι περισσότεροι από εμάς γράφουμε, και στην οποία η εκδοτική παραγωγή (συχνά στηριγμένη σε αυτοχρηματοδοτούμενες από τους συγγραφείς εκδόσεις που συντελούν στην επιβίωση των πολυπληθών εκδοτικών οίκων), είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από τους αναγνώστες/αναγνώστριες, έτσι ώστε η γραφή, κριτική ή καλλιτεχνική, να οδηγείται συχνά στην κατάργηση και την αισθητική ή ερμηνευτική «ερείπωσή» της.  Με όρους συμβάντος αυτό έχει συγκεκριμένες συνέπειες και δημιουργεί ιδεολογικά, πολιτικά και αισθητικά διλήμματα ως προς τις ευθύνες και την τοποθέτηση όσων συμμετέχουν στο πεδίο της γραφής και της τέχνης. Αν, λοιπόν, το πολιτικό, κριτικό, αισθητικό πρόταγμα είναι πολλές φορές δύσκολα εντοπίσιμο στη «μαζική» υπερπαραγωγή κειμένων και θέσεων, τότε αυτό επιδρά και επηρεάζει ό,τι κατασκευάζεται ως κριτικό πεδίο. Επίσης η συσσώρευση κειμενικών αναφορών με όρους φλύαρους και επιφανειακούς διαμορφώνει παράλληλα και ένα αναγνωστικό σώμα που έχει απολέσει τα πολυάριθμα ιδιώνυμα της αναγνωστικής συνθήκης και καταναλώνει ό,τι εκάστοτε προβάλλεται ως «καλό». Όταν τα κριτήρια, αξιολογικά, συνθετικά και ποιοτικά ελαχιστοποιούνται καταλήγουμε με αυτούς τους όρους σε ένα «πανηγύρι ματαιοδοξίας και επιδεικτικής κατανάλωσης». Η συσσώρευση μιας κριτικογραφίας που θυμίζει έκθεση ιδεών, μηχανική αναπαραγωγή εκλαϊκευμένων φιλολογικών κριτηρίων μόνο με όρους ανάλυσης περιεχομένου είναι χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας, η οποία εντάσσεται στην ολοένα και αυξανόμενη «κοινωνία του θεάματος[5]».

Όπως η κάθε ανακοίνωση που προσανατολίζει στους γνωστούς μεσσιανικούς τόνους και προσκαλεί σε μια αοριστολογική πατριωτική εθνική αφύπνιση, προτείνοντας τους άξονες για ένα «εθνικό σχέδιο για το ελληνικό όνειρο», αντίστοιχα και ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας λογοτεχνικής σκηνής αναλώνεται σε ισοπεδωτικές νομενκλατούρες, βερμπαλισμούς και ποικίλα φληναφήματα, ισχυριζόμενη πως προάγει τον χώρο του βιβλίου και της κριτικής θεωρίας. Όταν το πολιτικό της γραφής αποδυναμώνεται με τέτοιους όρους και γίνεται καταναλωτισμός ή κουλτούρα χωρίς αξιολογικά κριτήρια, η ασταμάτητη μαζική κριτικογραφία «αφανίζει» ακαριαία την κριτική αναγνωστική συνθήκη που απαιτεί: χρόνο, μελέτη, σύνθεση.

Στα κύρια χαρακτηριστικά των καιρών εντοπίζονται τα εξής: η κυκλοφορία, παρά την οικονομική κρίση, πληθώρας έντυπων και ηλεκτρονικών περιοδικών με τους ίδιους σχεδόν συνεργάτες και πανομοιότυπο περιεχόμενο και λόγο, η ύπαρξη πολλαπλών βραβείων και διακρίσεων, η κατάρτιση λιστών με τα ευπώλητα βιβλία του μήνα ή της χρονιάς, η τάση να γράφει ο ένας για τον άλλον κριτικές για τα βιβλία στο πλαίσιο ενός εντεινόμενου «δούναι και λαβείν», η προώθηση συγκεκριμένων ονομάτων με εκθειαστικά σχόλια που δεν ανταποκρίνονται στην ποιότητα του έργου, η «μανιώδης» συγγραφή σε κάθε ένα από αυτά τα περιοδικά  κειμένων από τα ίδια άτομα. Επιπρόσθετα, παρατηρείται στα κείμενα αυτά η ουσιοκρατική αντιμετώπιση του λόγου ως ιερού «μυθεύματος» με αοριστολογικούς πλατωνικούς και αριστοτελικούς αφορισμούς για το πνεύμα, την ψυχή, το ύψιστο της γραφής, την αλήθεια κ.λ.π. Αυτή η ασθμαίνουσα fast food παραγωγή κειμένων που πριν καταναλωθούν αμέσως ακολουθούνται από τα επόμενα, και απευθύνεται σε μια εσώκλειστη ομάδα, αυτοαναφορική και βαθύτατα περίκλειστη κινείται σε αυτό που περιέγραψε ο Τζέημσον [6] στο βιβλίο του ως πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού. Αρθρώνονται τοιουτοτρόπως δυστοπίες κουλτούρας επιδεικτικής που εξαντλείται ανάμεσα στα άλλα σε ατέλειωτες παρουσιάσεις βιβλίων στις οποίες όλοι τα έχουν καλά με όλους και κάθε θέση μπορεί να συνυπάρχει με την άλλη αδιάκριτα και προς όφελος της προσωπικής ανέλιξης στα «λογοτεχνικά συνάφια».

Όπως σημείωνε από το βάθος των χρόνων ο Ράιτ Μιλλς στην εισαγωγή του για τη Θεωρία της αργόσχολης τάξης του Τορστάιν Βέμπλεντ: «είναι δύσκολο να παραμείνεις ο κριτικός μιας κοινωνίας που εντρυφά στον ψόγο, καθώς και στον έπαινο[7]», ιδιαίτερα, θα πρόσθετα, όταν διαπιστώνεται πως με την κινητοποίηση πιο συνθετικών κριτικών αναγνώσεων «βρίσκουμε τον κόσμο γεμάτο από τα μεγαλοπρεπή ερείπια των καλλιτεχνικών απολιθωμάτων[8]». Απέναντι σε αυτήν την «περίοπτη κατανάλωση»[9] κουλτούρας  απαιτείται ίσως μια διαδικασία απομάγευσης, η οποία θα αποδομεί ό,τι αθροιστικά κατασκευάζεται από όσους αυτοπροσδιορίζονται με ευκολία «ειδικοί» της κουλτούρας και «περιφέρονται» συμβολικά και κυριολεκτικά με τα «σεντόνια» παράλληλων τίτλων: ποιητές/τριες, συγγραφείς, κριτικοί λογοτεχνίας και ποίησης, μεταφραστές/στριες, επιμελητές/τριες και που αρέσκονται να οικοδομούν έναν κόσμο που ταιριάζει στα μέτρα τους.

Ένα άλλο ζήτημα που παραμένει είναι αυτό της ιστορικότητας, η οποία συχνά αγνοείται από κείμενα γραμμικά τα οποία υπερασπίζονται την αδιάσπαστη συνέχεια παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος ως προς την ελληνική λογοτεχνική και ποιητική παράδοση, ακόμα και αν σε μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να την αμφισβητούν. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της Τίνας Μανδηλαρά. Η κριτικός βιβλίου της LiFO κατηγόρησε πρόσφατα τον Κώστα Κουτσουρέλη πως «μαλλιαρίζει» όπως ο Βάρναλης στις μεταφραστικές του επιλογές για την ποιητική της Έμιλυ Ντίκινσον. Εδώ νομίζω πως επιτυγχάνεται κάτι που επαναφέρει τη σύζευξη του πολιτικού με την ιστορικότητα. Ασκώντας αυτόν τον τύπο «παραδοσιακής» και ετεροχρονισμένης κριτικής, η Μανδηλαρά αποπειράται να πλήξει για άλλη μια φορά τον Βάρναλη ως δημοτικιστή αριστερό διανοούμενο, ο οποίος είχε επιλέξει στο γλωσσικό ποιητικό του ιδίωμα «μια ακραία, γκροτέσκα δημοτική[10]».

Αν όλα τα παραπάνω εντάσσονται σε ό,τι προσδιορίζεται ως «μεταμοντέρνα συνθήκη» (διαφοροποιώ για προφανείς λόγους το μεταμοντέρνο ως μέθοδο και ως πολιτική ιστορική συνθήκη), τότε εξακολουθητικά  ισχύει η αρχική διαπίστωση του Τζέημσον πως κάθε αναφορά σε ό,τι εντάσσεται στον μεταμοντερνισμό ως ιστορική συνθήκη του ύστερου καπιταλισμού πρέπει να εξετάζεται ως άμεση ή έμμεση πολιτική τοποθέτηση στο περιεχόμενο του πολυεθνικού καπιταλισμού με τα ζητήματα κουλτούρας[11].

Μια τέτοια προσέγγιση επαναφέρει το αίτημα για μια «ριζοσπαστική πολιτική στη σφαίρα του πολιτισμού»[12]. Στο «νέο αβαθές»[13] και με την ιστορικότητα συνήθως απούσα κυριαρχούν, όπως ειπώθηκε και πριν, κείμενα για την τέχνη με έντονους συναισθηματικούς τόνους, τα οποία μονοφωνικά συνοδεύονται από ποικίλες ιδεαλιστικές αποχρώσεις. Σε αυτό το σημείο είναι ανάγκη να ενταθούν εκ νέου οι συνθετικές κριτικές αναγνωστικές προσλήψεις, οι οποίες ενταγμένες στη διαχρονική ιστορικότητα της λογοτεχνίας και της κριτικής θα υπερβούν τελεολογικές προσεγγίσεις και καταναλωτικές αγκυλώσεις. Ο κριτικός αναστοχασμός και οι αναγνωστικές επιλογές με την απαιτούμενη μελέτη μπορούν να δημιουργήσουν νέα κριτικά αξιολογικά σχήματα στο θεωρητικό και καλλιτεχνικό πεδίο. Και όπως ο Νίκος Φωκάς εισήγαγε στα κριτικά σχήματα τη διάκριση ποιητών και ποιηματογράφων, πιθανότατα ένα αντίστοιχο σχήμα για την κριτική: η διάκριση κριτικών και κριτικογράφων, θα ήταν επικουρικό και στην αξιολόγηση της κριτικής στον δημόσιο χώρο. Κι αν όπως έγραφε ο Λάγιος:

Σε
Όλους
Αρέσουν
Οι Ρομαντισμοί [14]

ισχύει παράλληλα η οργισμένη αντίδρασή του:

«Τζάστε οι μάστοροι της υγείας, οι τέκτονες της ψυχικής ανοικοδόμησης, οι σεπτοί και σεβάσμιοι πατριάρχες της, εις αυτογνωσίαν, παλλινοστήσεως [15]».

Ως αλληγορία για τα διλημματικά κριτικά/καλλιτεχνικά τεκταινόμενα του παρόντος φαίνεται ότι η κριτική αναγνωστική πολυφωνική πρόσληψη, ως άλλη Χιονάτη, βρίσκεται σε διαρκή ύπνο σε κλειστό κιβούρι. Για να μπορέσουμε να την ξυπνήσουμε από τον ύπνο, ίσως, και να χρειαστεί να εξετάσουμε εκ νέου τη λιβελλογραφία ως κριτικό είδος που «έξω απ’ τα δόντια» περιέγραφε τους ανθρώπινους, καλλιτεχνικούς και πολιτικούς συμβιβασμούς. Ενθυμούμαι πολλά κείμενα του Γιώργη Ζάρκου για επίδοξους διανοούμενους και πολιτικά πρόσωπα της εποχής του[16].

~.~

[1] Ροζάνης, Σ. (1976), Το δαιμονιακό ύψιστο: Δοκίμιο για τον Δ. Σολωμό, Αθήνα: Προοπτικές-Εκδόσεις των φίλων, σ. 7
[2] Αναφέρομαι ενδεικτικά στους: Κώστα Βούλγαρη, Γιάννη Δάλλα, Κώστα Κουτσουρέλη, Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, Στέφανο Ροζάνη.
[3] Παπαλεξάνδρου, Α. (2023), Μαρία Πολυδούρη, εισαγωγή-ανθολόγηση Παπαλεξάνδρου, Α., Αθήνα: Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος.
[4] Ζωγράφου, Λ. (1977), Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, σ. 9, Αθήνα: Παπαζήσης, όπως αναφέρεται στην Παπαλεξάνδρου, Α. (2023), Μαρία Πολυδούρη, εισαγωγή-ανθολόγηση Παπαλεξάνδρου, Α., σ. 18, Αθήνα: Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος.
[5] Debord, G (2016), Η κοινωνία του θεάματος, Αθήνα: Μεταίχμιο.
[6] Jameson, F. (1999), Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, Αθήνα: Νεφέλη.
[7] Veblen, T. (1982), Η θεωρία της αργόσχολης τάξης, σ. 7, Αθήνα: Κάλβος.
[8] Veblen, T. (1982), ό.π., σ. 8.
[9] Ό.π., σ. 19.
[10] Βούλγαρης, Κ. (2022), Η δικιά μας Ελένη: Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης, σ. 57, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
[11] Jameson, F. (1999), ό.π., σ. 36.
[12] Ό.π., σ. 40.
[13] Ό.π., σ. 40.
[14] Λάγιος, Η. (2009), Ποιήματα, Αλέξη Φωκά: Ασκήσεις, Το παιδί των εξουσιών, σ. 162, Αθήνα: Ίκαρος.
[15] Ό.π., (2009), Η αρπαγή της κούτας (λαϊκόν αφήγημα), σ. 643.
[16]  Ζάρκος, Γ. (2007), Τέσσερις Λίβελοι, Αθήνα: Φαρφουλάς.
https://neoplanodion.gr/2024/01/24/philologizontes-kritikoi/?fbclid=IwAR0Ml5OB7MOScVoN5R-yNcBF7PQbioE0dBsbcTeq0XOq6bL5oIOpMOd43fU

Ετικέτες: