Το δίλημμα παρουσιάσθηκε έντονο κυρίως κατά την μεσοπολεμική περίοδο όταν
το Χριστουγεννιάτικο δένδρο άρχισε να μπαίνει μαζικά στα Ελληνικά σπίτια. Όμως
από τη μια η Ελληνική οικογένεια το αποδέχθηκε πολύ θερμά και σύντομα το
συμπεριέλαβε στον απαραίτητο εορταστικό διάκοσμο και από την άλλη η ίδια η
Ελληνική κοινωνία, εκφραζόμενη κυρίως από τις οικολογικές της ομάδες, κάνει ότι
μπορεί να αποτρέψει τη συνέχιση του εθίμου.
Γιατί όμως το δένδρο προτιμήθηκε τόσο πολύ; Θα περίμενε κανείς ότι το
καράβι με το οποίο η Ελληνική φυλή μεγαλούργησε και που εκφράζει κίνηση και
δράση, θα επικρατούσε από το στατικό και χωρίς κίνηση δένδρο;
Από τη μια λειτουργεί η ενστικτώδης λογική της ανάγκης να προστατέψουμε τα
δάση που απέμειναν. Από την άλλη όμως υπάρχει ο προγονικός δεσμός, που
δημιουργήθηκε από την εποχή που το δάσος χρησίμευε ως πρώτος τροφός και σπίτι
του ανθρώπου. Αν είναι αλήθεια ότι υπάρχει βιολογική μνήμη και μεταδίδεται μέσω
των γονιδίων ως αρχέτυπο, τότε είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί υπάρχει
μόνιμα μέσα μας η ακαταμάχητη έλξη προς τα δένδρα. Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ έλεγε ότι
«το δένδρο κατακλύζει τη σκέψη του ανθρώπου σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτή να
ξεχειλίζει στο θρύλο και τη μυθολογία».
Όταν ο άνθρωπος είχε δυσκολίες έψαχνε για στήριγμά του, τον παλιό του
προστάτη το δένδρο. Σύντομα άρχισε να του δίνει θεϊκές ιδιότητες. Η
δενδρολατρεία έγινε χαρακτηριστικό όλων των πρωτόγονων θρησκειών και συνεχίζει
ως τις ημέρες μας ως λαογραφικό μοτίβο. Όταν οι διάφορες φυλές ξέκοβαν για μια
καλύτερη τύχη μετέφεραν μαζί τους και αυτή την προγονική λατρεία. Δεν είναι
τυχαίο ότι οι Κέλτες ονόμαζαν τα ιερά τους δάση Νέμετ ή Δρυνέμετ, οι Τάταροι
Νέμντα, οι Ιρλανδοί Νέμθα.
Ειδικά στην αρχαιοελληνική λατρεία και μυθολογία τα δένδρα κατέχουν
σπουδαία θέση. Πίστευαν ότι ως θεότητες προσέδιδαν στη γη, στα ζώα αλλά και
στους ανθρώπους γόνιμες ιδιότητες γι’ αυτό το χρησιμοποιούσαν σε τελετές ή
άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις. Οι Ορειάδες, οι Ναϊάδες, οι Μελιάδες, οι Δρυάδες
ήταν οι νύμφες της φύσης. Η Κάρυα, η Βάλανος, η Κρανεία, η Ορεία, η Αίγειρος, η
Πτελέα, η Άμπελος και η Συκιά ήταν οι οκτώ νύμφες Αμαδρυάδες, κόρες του Αξύλου,
που η κάθε μια ζούσε σε ομώνυμο δένδρο και πέθαινε μαζί του. Για το λόγο αυτό
πολλά δένδρα εθεωρούντο ιερά . Ο Ερεσίχθονας πλήρωσε με τη ζωή του, τη μεγάλη
ιερή δρυ που έκοψε, από το ιερό δάσος της Δήμητρας. Αντίθετα ο Αρκάδας
ανταμείφθηκε από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, όταν στερέωσε το κλονισμένο δένδρο της.
Ακόμη στα δένδρα αποδίδονταν και μαντικές ικανότητες. Στο μαντείο της
Δωδώνης υπήρχε η «Ομιλούσα ιερή δρυς» του Δία, την οποία αφουγκράζονταν οι
Σελλοί (ιερείς). Στους Δελφούς η Πυθία χρησιμοποιούσε την ιερή δάφνη για να
παρουσιάσουν τη θέληση των Θεών, ενώ την ιερή φλόγα διατηρούσαν καίγοντας
αποκλειστικά έλατο πού έριχναν απο ειδική οπή.
Η εκτίμηση των αρχαίων Ελλήνων στα δένδρα φαίνεται καθαρά στους μύθους,
όπου η σημαντικότερη επίδειξη ενδιαφέροντος των θεών στους ανθρώπους εθεωρείτο
η προσφορά κάποιου δένδρου. Η σοφότερη των θεών η Αθηνά, χαρίζει στην αγαπημένη
της πόλη την ελιά. Η Δήμητρα επίσης για να ευχαριστήσει το βασιλιά της Αττικής
Φύλατο, για την καλή υποδοχή που της επεφύλαξε καθώς έψαχνε την κόρη της, του
δώρισε το δένδρο της συκιάς και στον Τριπτόλεμο χάρισε το δένδρο της ελιάς..
Γενικά σε κάθε θεό είχαν αφιερώσει και ένα δένδρο. Έτσι στον Απόλλωνα
αφιερώθηκε η δάφνη, στην Αφροδίτη η μυρτιά και η τριανταφυλλιά, στον Ηρακλή το
πλατάνι, στο Βάκχο ο κισσός και η άμπελος, στον Πάνα η πίτυς (πεύκη). Στον
Πλούτωνα αφιερώθηκε το κυπαρίσσι και μάλιστα μέχρι σήμερα το δένδρο αυτό κρατά
συντροφιά τους νεκρούς.
Το δένδρο επίσης εικονίζεται σε πολλές λατρευτικές παραστάσεις χρυσών
δακτυλιδιών, σφραγιδολίθων και σφραγισμάτων ή επάνω σε βωμούς ακόμη και από τη
Μυκηναϊκή εποχή.
Σύμφωνα πάντα με την μυθολογία μας πολλά δένδρα προήλθαν από μεταμορφώσεις
των ανθρώπων από τους θεούς, είτε ως δείγμα ευμένειας, είτε ως τιμωρία, κυρίως
όμως για να ανακουφίσουν τον αβάσταχτο πόνο κάποιου θνητού. Η Ελάτη ήταν αδελφή
των Αλωαδώνων (Ωίου και Εφιάλτη). Οιθεοί την μεταμόρφωσαν σε δένδρο ώστε να
θρηνεί το χαμ’ο των αδελφών της στους αιώνες. Η Πίτυς (πεύκο) είναι το δένδρο
που έβγαλε η γη, για να παρηγορήσει τον Πάνα που τον εγκατέλειψε η ερωμένη του
Ηχώ. Ο Βιργίλιος αναφέρει στην Αινειάδα ότι ο Πολύδωρος γιος του Πριάμου όταν
σκοτώθηκε από τον Πολυνέστωρα, σχηματίσθηκε ένας θάμνος ο οποίος έβγαζε αίμα
όταν τσάκιζες τα κλαδιά του. Την επανάληψη του μύθου τη βρίσκουμε αιώνες
αργότερα; στη Δαντική κόλαση, όπου στο ΙΓ’ Άσμα διαβάζουμε «άνθρωποι πριν και
εμείς, γίναμε τώρα ξερόκλαδα, βογγούν τα δένδρα πουστάζουν αίμα».
Ως λατρευτικό και τελετουργικό σύμβολο το δένδρο και κυρίως το έλατο, η
ελιά και το πεύκο χρησιμοποιήθηκε από πολύ παλιά και μάλιστα με τρόπους πολύ
όμοιους με το σημερινό χριστουγεννιάτικο δένδρο. Κλαδιά από τα παραπάνω δένδρα
στολισμένα με γιρλάντες από άσπρο ή κόκκινο μαλλί, μεταφέρονταν από σπίτι σε
σπίτι, με ευχετικά τραγούδια, τιμώντας την Ειρεσιώνη, το σύμβολο της εφορίας
και της γονιμότητας της γης, στην αρχή της Άνοιξης και του Φθινοπώρου (ειρός =
γιρλάντα). Με το τέλος της περιφοράς η Ειρεσιώνη αφήνονταν έξω από το ναό μέχρι
να ξεραθεί. Πανομοιότυπος ήταν και ο γιορτασμός της Ικερίας, θεότητας υπεύθυνης
για τη γονιμότητα της γης, κατά τον οποίο έψαλαν επίσης ευχετικά για τους
οικοδεσπότες τραγούδια.
Για τα δένδρα πίστευαν επίσης ότι βοηθούσαν τον τοκετό των γυναικών. Είναι
γνωστός ο ιερός φοίνικας που αγκάλιασε η κυνηγημένη Λητώ στη Δήλο, όταν
γεννούσε την Άρτεμη. Η Εστιάδα Ρέα Σύλβια λίγο πριν γεννήσει κρυφά τους Ρώμο
και Ρωμύλο, είδε δύο ιερούς φοίνικες να βγαίνουν από το βωμό της θεάς Εστίας.
Όμως και κατά την γιορτή των Παναθηναίων νέα αγόρια και κορίτσια κρατούσαν
κλαδιά ελιάς. Στην πομπή προς τιμή του Διόνυσου, γίνονταν περιφορά στολισμένων
δένδρων από 150 άνδρες. Από τα κλαδιά των δένδρων αυτών κρέμονταν "θηρία
παντουδαπά και όρνεα". Στη μεγάλη πορεία των Ελευσινίων Μυστηρίων οι
μύστες ήταν στεφανωμένοι με κλαδιά μυρσίνης. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης στις 22
Μαρτίου γιορτάζονταν η "Δενδροφορία" προς τιμή της μεγάλης θεάς
Κυβέλης (της μορφής της μητέρας γης). Για τις ανάγκες της πομπής κόβονταν ένα
πεύκο που οι "Δενδροφόροι" αφού το τύλιγαν με μάλλινες ταινίες το
στεφάνωναν με μενεξέδες και το περιέφεραν στους δρόμους.
Την πρώτη μέρα κάθε χρόνου η αρχαίοι Έλληνες και στη συνέχεια και οι
Ρωμαίοι, στόλιζαν τα σπίτια τους (όπως περίπου και σήμερα), με κλωνάρια έλατου,
δάφνης, πεύκου ή ελιάς. Πρωί-πρωί τα παιδιά γύριζαν στα συγγενικά και φιλικά
τους σπίτια, ψάλλοντας τα κάλαντα (Calendon), τα οποία από τότε είχαν το
σημερινό ευχετικό περιεχόμενο για τους οικοδεσπότες. Συνεχίζεται
-------------------------------
Νωρίς σήμερα αναρτήσαμε το Α Μέρος για την πορεία του ως έθιμο μέσα στους
αιώνες. Επειδή το ενδιαφέρον που υπήρξε ήταν πολύ μεγάλο επισπεύδω την ανάρτηση
του Β Μέρους. ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο επίλογος έχει πληροφορίες που πρέπει να γνωρίζουν όλοι
οι Έλληνες και αφορούν στην παραγωγή και διάθεση των χριστουγεννιάτικων
δένδρων.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΔΡΟ.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΘΙΜΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ. Β. ΜΕΡΟΣ
Το δένδρο βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη σε πολύ βασικούς ρόλους, αρχής
γενομένης από το "δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού". Στο
Μωυσή ο Θεός εμφανίζεται ως "Καιγόμενη Βάτος". Η ελπίδα στο Νώε
έρχεται ως ένα κλαδάκι ελιάς. Στο Άσμα Ασμάτων, στη Σοφία Σειράχ, στο βιβλίο
των Βασιλειών του Σολομώντα περιέχονται αληθινοί ύμνοι για τα δένδρα, κυρίως
του κέδρου του Λιβάνου.
Στην Καινή Διαθήκη βλέπουμε ότι η υποδοχή του Χριστού στην Ιερουσαλήμ έγινε
"μετά Βαΐων και κλάδων" και ότι η κορυφαία στιγμή του Θείου Δράματος
πραγματοποιείται κάτω από τα φύλλα μιας ελιάς, ενώ ο Χριστός αποκαλείται το
"Δένδρο της Ζωής".
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, σύμφωνα με το Φαίδωνα Κουκουλέ, οι Έλληνες
κουβαλούσαν στα σπίτια τους τα Χριστούγεννα κλαδιά από δένδρα τα οποία στόλιζαν
και τα κρατούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του εορταστικού δωδεκαημέρου.
Το δένδρο πριν εμφανισθεί στα σπίτια μας ως Χριστουγεννιάτικο έθιμο,
απετέλεσε διάκοσμο των πρώτων εκκλησιών. Κείμενα του 5ου μ.Χ. αιώνα που
συνέταξε στην Ελληνική γλώσσα ο Παύλος Σιλεντάριος με τίτλο "Έκφραση της
Αγίας Σοφίας Κων/πόλεως", περιγράφει τα φώτα του τέμπλου του μεγάλου ναού.
Πάνω από το επιστύλιο του τέμπλου υπήρχαν μεταλλικά δένδρα που αντί για καρπούς
είχαν λύχνους "κώνοισιν ομοία" σε μορφή που έδιναν την εντύπωση του
οξυκόρυφου δένδρου ("εισίν μεν οξυκάρηνα"). Τέτοια δένδρα αργότερα
βρέθηκαν να διακοσμούν και ψηφιδωτά, όπως π.χ. στην παλαιοχριστιανική Βασιλική
του Αγίου Δημητρίου στη Νικόπολη Ηπείρου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή της θεολογικής σχολής της Θεσσαλονίκης Κ. Καλοκύρη
το δένδρο ως διάκοσμος εκκλησιών πρωτοεμφανίστηκε σε ναό της Β. Συρίας στο Tur
Abdin που έκτισε ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α' το 512 μ.Χ. Σύμφωνα
με χειρόγραφο που υπάρχει στο Βρετανικό Μουσείο φαίνεται ότι στο ναό αυτόν
υπήρχαν δύο ορειχάλκινα δένδρα, στημένα στις δυο πλευρές της Ωραίας Πύλης, δώρα
του ιδίου του αυτοκράτορα. Πάνω στα φύλλα του κάθε δένδρου στηρίζονταν 180
λύχνοι και πενήντα αλυσίδες από χρυσό, ασήμι και χαλκό. Υπήρχαν επίσης
διακοσμητικά από κόκκινα αυγά, μικρά ζώα, πουλιά, σταυροί, στεφάνια, καμπάνες
και σταφύλια. Η περιγραφή των δένδρων δείχνει μια καταπληκτική ομοιότητα με τα
σημερινά δένδρα. Η περιοχή που πρωτοεμφανίζεται το δένδρο στον εκκλησιαστικό
διάκοσμο δεν είναι τυχαία, αφού, από ένα κείμενο του Λουκιανού του 2 μ.Χ.
αιώνα, πληροφορούμαστε για τη Συριακή θεά της Ιεραπόλεως ("περί της Συρίας
Θεού"), η οποία δέχονταν θυσίες, τα σφάγια των οποίων κρέμονταν από δένδρα
μαζί με διακοσμητικά υφάσματα και διάφορα χρυσά και ασημένια αντικείμενα,
έχοντας την έννοια του αποτρόπαιου, δηλ. την απομάκρυνση του κακού. Αυτή λοιπόν
η ειδωλολατρική συνήθεια κατά πάσα πιθανότητα μεταβιβάσθηκε ως παράδοση στους
χριστιανούς της περιοχής. Καταργήθηκε βέβαια η θυσία των ζώων. Στα δένδρα
τοποθετήθηκαν οι αλυσίδες (γιρλάντες) και τα αθύρματα όχι πια ως αποτρόπαια
αλλά ως αθώα διακοσμητικά. Και επειδή είναι γνωστός ο ρόλος που έπαιξε η
Συριακή εκκλησία στη χριστιανική τέχνη και παράδοση, πρέπει να θεωρηθεί ότι
είναι πολύ πιθανό, ως συνήθεια να μεταφέρθηκε στο Βυζάντιο και από εκεί στη
Δύση.
Στην πραγματικότητα όμως ακόμη και κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας στον
Ελληνικό χώρο το δένδρο κράτησε σημαντική θέση στις λατρευτικές διαδικασίες και
στα διάφορα έθιμα χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα.
Στο Καλέντζι των Ιωαννίνων την παραμονή των Χριστουγέννων στόλιζαν κέδρου
με βαμβάκι και άλλα μικροπαιχνιδάκια και το κράταγαν 40 ημέρες. Στον Κρουσώνα
Ηρακλείου έφερναν ένα κλωνάρι χαρουπιάς στο σπίτι για να τύχουν οι ένοικοι όλα
τα καλά. Εκπληκτικά είναι πολύ παλιά κάλαντα της Τήνου όπου τα παιδιά έψαλλαν
"Αρσή χρουνιά τσ`αρχή μηνιά τσ' αρχή απ΄του Γενάρ / μι χιόνια τσαι
παραγουνιές τσαι μ'έλατου κλωνάρ". Στα κάλαντα αυτά βλέπουμε να
γιορτάζεται ο ερχομός του νέου χρόνου σε ένα νησί που ποτέ σε αυτό δεν αναπτύχθηκαν
έλατα η δε μεταφορά τους με τα στοιχειώδη μεταφορικά μέσα των προηγούμενων
αιώνων, από την ηπειρωτική Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολη. Πρέπει να συμπεράνουμε ότι
το έθιμο του έλατου ήταν αρκετά διαδεδομένο στον Ελληνικό χώρο εδώ και πολλές
εκατονταετίες.
Στην Ελλάδα το έθιμο με τη σημερινή μορφή του εμφανίζεται την εποχή του
Όθωνα. Για πολλά χρόνια στόλιζε μόνο τα ανάκτορα, τα σπίτια των Βαυαρών και
λίγων αριστοκρατών Αθηναίων. Οι λαϊκές μάζες με την έμφυτη απέχθεια για κάθε τι
"φράγκικο" αρνούνταν πεισματικά να δεχθούν το νέο έθιμο. Η Έλλη
Αλεξίου περιγράφοντας τα παιδικά της χρόνια λέει "Τότε δε στολίζαμε
δένδρο. Ήταν έθιμο ευρωπαϊκό και δεν το βάζαμε στα σπίτια μας". Μαζί με το
έλατο στο χριστουγεννιάτικο διάκοσμο συμπεριλήφθηκε το "ου" δηλ. το
αρκουδοπούρναρο και το "γκυ" δηλ. ο ιξός που σύμφωνα με τις
παραδόσεις συγκεντρώνουν το φύλλωμά τους τα καλά πνεύματα και απομακρύνουν τα
κακά. Το έθιμο φαίνεται να έρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία, όπου από τα πολύ
παλιά χρόνια κρέμαγαν έξω από τις πόρτες τους ένα κλαδί ή ένα στεφάνι από τα
φυτά αυτά.
Την περίοδο του μεσοπολέμου το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δένδρου κατακτά
πολλές οικογένειες. Όμως η ανεύρεση των δένδρων γίνεται με ληστρικές επιδρομές
στα περιαστικά δάση, όπου η λαθροϋλοτομία καταντά μια πραγματική μάστιγα. Έτσι
στο 1ο άρθρο του από 25-1-1936 Α.Ν. "περί τροποποιήσεως των περί δασών
νόμων" απαγορεύεται "η υλοτομία και η μεταφορά νεαρών ελάτων ή
κορυφών ή κλάδων ελάτης δυναμένων να χρησιμοποιηθούν ως δένδρα
Χριστουγέννων".
Όμως η ζήτηση αυξήθηκε ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα την εισαγωγή
δενδρυλλίων από το εξωτερικό. Για να μειωθεί η απώλεια πολύτιμου συναλλάγματος
μέχρι το 1964 η Δασική Υπηρεσία καλύπτει μέρος της αγοράς με δενδρύλλια που
προέρχονταν από καθαρισμούς και αραιώσεις που γίνονταν στα δάση και από τις
κορυφές των έλατων που υλοτομούνταν για παραγωγή ξύλου. Στις δύο τελευταίες
δεκαετίες η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση οδήγησε την ηγεσία του Υπουργείου
Γεωργίας, να πάρει μέτρα που από τη μια να προστατευθούν τα δάση και από την
άλλη να καλυφθεί η αύξηση της ζήτησης, με γνώμονα πρώτα το συμφέρον των ορεινών
πληθυσμών (απασχόληση και οικονομική ενίσχυση), έπειτα την αξιοποίηση των
εγκαταλειμμένων άγονων αγρών και τέλος τη μείωση της εισαγωγής δένδρων από το
εξωτερικό. Οι αγρότες των ορεινών περιοχών που έχουν στην κατοχή τους άγονα
χωράφια, ενθαρρύνθηκαν στη φύτευση δενδρυλλίων πεύκης και ελάτης με
αποκλειστικό προορισμό την κοπή τους ως Χριστουγεννιάτικων δένδρων. Στην αρχή
παραχωρήθηκαν στους ενδιαφερόμενους δωρεάν φυτευτικό υλικό, ενώ αργότερα η
δραστηριότητα αυτή άρχισε να επιδοτείται. Η Αγροτική Τράπεζα παραχώρησε πολλά
δάνεια για το σκοπό αυτό. Υπολογίζεται σήμερα ότι στα φυτώρια αυτά μεγαλώνουν
περισσότερα από 1.500.000 δενδρύλλια, τα μισά από τα οποία βρίσκονται στη
Χαλκιδική.
Σπουδαία πηγή παραγωγής Χριστουγεννιάτικων δένδρων αποτελούν επίσης και τα
καστανοπερίβολα όπου το έλατο φυτρώνει με φυσικό τρόπο, από σπόρους των
γειτονικών δασών, αλλά εάν δεν απομακρυνθεί έγκαιρα θα αποξηράνει τις ήμερες
καστανιές και θα τις αφανίσει. Τέλος μεγάλος αριθμός δένδρων λαμβάνεται από
τους καθαρισμούς των δένδρων που γίνεται κάτω από τις γραμμές του ηλεκτρικού
και τηλεφωνικού δικτύου της χώρας.
Όπως μπορεί να καταλάβει ο κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης, ούτε
σφαγιάζονται χρήσιμα δένδρα, ούτε κινδυνεύουν με αφανισμό τα δάση μας εξαιτίας
του εθίμου. Κάθε δένδρο που κυκλοφορεί στην Ελληνική αγορά έχει τη σφραγίδα και
την έγκριση των πλέον ειδικών στο θέμα αυτό που είναι οι Δασολόγοι της πατρίδας
μας, οι οποίοι κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες επισημαίνουν τα πλέον
κατάλληλα δένδρα για το σκοπό αυτόν. Πρέπει να τονισθεί ότι κάθε χρόνο
περισσότερα από 20.000.000 δένδρα υλοτομούνται στα πλαίσια της ορθολογικής
διαχείρισης των δασών μας. Τα περισσότερα από αυτά είναι κωνοφόρα με κορυφές
κατάλληλες για Χριστουγεννιάτικα δένδρα, που ούτως ή άλλως θα παραμείνουν στο
δάσος ως λεπτό και μη εμπορεύσιμο υλικό, αυξάνοντας την καύσιμη ύλη σε
περίπτωση πυρκαγιάς.
Πρέπει τέλος να γνωρίζουμε ότι η αγορά ενός έλατου βοηθά τους ξεχασμένους
της Ελληνικής κοινωνίας που είναι οι κάτοικοι των ορεινών μας περιοχών και οι
οποίοι εξακολουθούν πεισματικά να παραμένουν στα μέρη τους. Έχουν και αυτοί το
δικαίωμα να απαιτούν από όλους εμάς, να έχουμε καθαρότερο μυαλό και πολύ γνώση.
Οικολογικές διαμαρτυρίες που στερούνται τη στοιχειώδη σωστή πληροφόρηση μόνο
κακό κάνουν. Και στο κάτω κάτω είναι φαρισαϊσμός να μιλούμε κάθε χρόνο, για
σφαγιασμούς των δένδρων, με το στόμα γεμάτο από τη γαλοπούλα και το αρνάκι. Και
το χειρότερο είναι ότι εξαιτίας της όποιας λαθεμένης εντύπωσης, να προσπαθούμε
να πείσουμε τα παιδιά μας ότι η φύση μπορεί να παραχαράσσεται με πλαστικές
βέργες ντυμένες με νάιλον φύλλα, προϊόντα της βιομηχανικής εποχής μας και αυτά.
Και ότι αφορά το πράγματι θλιβερό θέαμα των ξηρών δένδρων, μετά το τέλος των
εορτών, πιστεύουμε ότι δε διαφέρει σε τίποτε με κάθε παιδικό παιχνίδι που όταν
παλιώνει το πετάμε.