Προσαρμογή των πεύκων στη φωτιά.
Σήμερα θα συνεχίσουμε για τις προσαρμογές των μεσογειακών ειδών στην επιβίωσή τους από τις φωτιές. Χθες είδαμε ότι οι θάμνοι διαθέτουν για δεκάδες χρόνια οφθαλμούς σε λήθαργο, οι οποίοι ενεργοποιούνται μετά από το κόψιμο ή το κάψιμο του υπέργειου τμήματός τους.
Πώς όμως η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη που δεν πρεμνοβλαστάνουν μπορούν να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται, μετά από τις τόσο καταστρεπτικές πυρκαγιές; Τι πράγματι συμβαίνει και ποιες προσαρμοστικές δυνάμεις κρύβουν;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα πεύκα εξελίχθηκαν ίσως 200 εκατομμύρια χρόνια πριν. Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη είναι τα πιο διαδεδομένα πεύκα στη χώρα μας. Καταλαμβάνουν μια έκταση περίπου 567.700 εκτάρια δηλαδή το 8.71% των ελληνικών δασών και το 50% της όλης έκτασης που καλύπτουν όλα μαζί τα κωνοφόρα μας. Γεωγραφικά τα δυο αυτά είδη πεύκων δεν συναντώνται πουθενά, διότι η μεν χαλέπιος εμφανίζεται δυτικά της νοητής γραμμής Στρυμονικός Κόλπος –δυτικό όριο Κρήτης και η τραχεία πεύκη ανατολικά της.
Υπολογίζεται ότι κατά την αρχαιότητα καταλάμβαναν έκταση περίπου 1.250.000 εκταρίων (διπλάσια δηλαδή από τη σημερινή). Το 30% από τις εκτάσεις αυτές (περίπου 375.000 εκτάρια) αποδόθηκαν στη γεωργία και άλλες οικονομικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Παρατηρούμε λοιπόν ότι παρά την κατασπατάληση από τον άνθρωπο σε ξύλευση, από την έντονη βοσκή και από τις επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές (φυσικές και εμπρησμοί) μόλις 300.000 εκτάρια υποβαθμίσθηκαν τελείως και έχασαν οριστικά τα δάση τους. Η χαλέπιος και η τραχεία κατάφεραν να επιβιώσουν κυριολεκτικά από τη φωτιά και το τσεκούρι και να διατηρούνται σήμερα κυρίαρχες στις απρόσιτες ή στις λιγότερο γόνιμες περιοχές της χώρας (ασβεστολιθικές, γρανιτικές κ.λπ.).
Σήμερα τα δάση της χαλεπίου και της τραχείας καίγονται περίπου 2 φορές μέσα σε κάθε αιώνα, στις περιαστικές περιοχές ακόμη συχνότερα. Πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου ο μόνος τρόπος για να καεί μια έκταση ήταν κυρίως ο κεραυνός και πιθανά και τα ηφαίστεια. Σήμερα οι πυρκαγιές από τους κεραυνούς περιορίζονται μόλις στο 1,6% για τις Μεσογειακές χώρες (2.2% για τη χώρα μας). Οι εκτάσεις που καίγονται κάθε χρόνο εξαιτίας των κεραυνών, υπολογίζονται μόλις στο 2,3% του συνόλου των καμένων εκτάσεων. Όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη όταν παλιά, πριν την εμφάνιση του ανθρώπου, ξέσπαγε μια πυρκαγιά, μπορεί και να έκαιγε για εβδομάδες, διότι τα δάση ήταν συνεχή σε βουνά και σε πεδιάδες και μόνο τυχαία περιστατικά θα μπορούσαν να τη σβήσουν (βροχή, αλλαγή κατεύθυνσης αέρα, φυσικά εμπόδια κ.λπ.).
Πως όμως αναπαράγονται όταν καούν τα δένδρα που δεν παραβλαστάνουν;
Εδώ ξεκινά μια άλλη καταπληκτική προσαρμογή και ενεργοποιείται ένας θαυμαστός μηχανισμός ώστε τα πεύκα να ξαναφυτρώνουν στις περιοχές που βρίσκονταν πριν τη φωτιά.
Τα πεύκα αναπαράγονται από τους σπόρους τους γι αυτό χαρακτηρίζονται ως ενεργητικά πυρόφυτα (την ταξινόμηση την κάναμε στο χθεσινό άρθρο). Το ερώτημα είναι ότι, αφού τα δένδρο καίγεται, που βρίσκονται οι σπόροι; Η απάντηση είναι στα κουκουνάρια. Από τα αρχαία ελληνικά χρόνια, το κουκουνάρι σχετίζεται με τον Έλληνα θεό της ανδρικής γονιμότητας, τον Διόνυσο. Αποτελούσε σύμβολο αθανασίας και αιώνιας ζωής και όχι άδικα, διότι οι σοφοί σύντομα διαπίστωσαν, ότι από το κουκουνάρι ξεπετάγεται νέα ζωή μετά από τη φωτιά και αυτό εξασφάλιζε την αιώνια παρουσία των πεύκων στις μεσογειακές περιοχές.
Προκειμένου λοιπόν τα πεύκα να προστατέψουν από τη φωτιά τους αναγκαίους για την αναγέννησή τους σπόρους δημιούργησαν τα κουκουνάρια και τους τοποθέτησαν κάτω από τα χονδρά φυλλώδη πτερύγιά τους, τα οποία είναι δύσφλεκτα και παράλληλα μειώνουν τη θερμοκρασία της φωτιάς στο εσωτερικό τους.
Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη αρχίζουν να σπερμοφορούν σε μικρή ηλικία. Από τη στιγμή που θα γονιμοποιηθεί το άνθος και αρχίζει να δημιουργείται ο κώνος χρειάζονται τρία χρόνια για να ωριμάσουν. Ένας αριθμός κώνων ανοίγει αμέσως μετά την ωρίμανση και οι σπόροι πέφτουν στο έδαφος μέχρι το επόμενο φθινόπωρο, όπως συμβαίνει με όλους τους καρπούς, όλων των δένδρων. Όμως η μοναδικότητα των πεύκων είναι, ότι μεγάλο μέρος των κώνων παραμένει κλειστό στα κλαδιά, με σπόρους ικανούς να βλαστήσουν, ακόμα και για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε χρόνων, μερικές φορές μπορεί να μείνουν πάνω στο δένδρο και για δέκα χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο το πεύκο διατηρεί ένα πολύ μεγάλο απόθεμα σπόρων που εξασφαλίζει την αναγέννησή του ακόμη και αν η φωτιά συμβεί νωρίς την άνοιξη, πριν την ωρίμανση των νέων σπόρων. Μπορεί ο κάθε ένας να ξεχωρίσει τους παλιούς από τους νέους κώνους από το χρώμα τους. Αυτοί που ωρίμασαν τη χρονιά που τους βλέπουμε έχουν πράσινο χρώμα, ενώ οι παλιότεροι καφέ χρώμα.
Το γεγονός αυτό, δηλαδή της ωρίμανσης και της διατήρησης πάνω στα δένδρα ώριμων σπόρων, αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Οι κώνοι σε κανονικές πυρκαγιές, όπου οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται φθάνουν τους 400° έως 700°C δεν καταστρέφονται και προστατεύουν τους σπόρους, ώστε να μην χάνουν τη φυτρωτική τους ικανότητα.
Όμως οι υψηλές θερμοκρασίες ενεργοποιούν έναν μηχανισμό, που προκαλεί άνοιγμα των φύλλων των κώνων, ελευθερώνοντας τους σπόρους που προφύλασσαν γι αυτήν την περίπτωση για πολλά χρόνια. Ο διασκορπισμός των σπόρων αρχίζει 24 ώρες μετά το πέρασμα της φωτιάς, ώστε το έδαφος να επανέλθει σε φυσιολογική θερμοκρασία.
Σε κάθε ώριμο πεύκο κανονικής ανάπτυξης, δημιουργούνται κάθε χρόνο περίπου κατά Μ.Ο. 300 κώνοι. Από αυτούς παραμένουν κλειστοί επάνω στο δένδρο γύρω στους 100 και σε κάθε έναν περίπου κώνο περικλείονται γύρω στους 70 βιώσιμοι σπόροι. Δηλαδή σε κάθε δένδρο χαλεπίου ή τραχείας πεύκης υπάρχει απόθεμα περίπου 7.000 σπόρων, πέρα από αυτούς που ωριμάζουν την ίδια χρονιά. Ανοίγοντας οι κώνοι, διασκορπίζουν τα σπέρματα σε μια απόσταση, που υπολογίστηκε ότι είναι τριπλάσια με τετραπλάσια περίπου από το ύψος που βρίσκεται ο κώνος. Ο διασκορπισμός αυτός υποβοηθείται από πτερύγια που διαθέτουν τα σπέρματα.
Εάν υποθέσουμε, ότι το μέσο του ύψους μιας χαλεπίου πεύκης βρίσκεται στα 10 μέτρα, τότε θα πρέπει να αναμένεται, ότι κάθε δένδρο θα καλύπτει επιφάνεια γύρω στα 4 στρέμματα, στην οποία θα διασκορπιστούν τα 7.000 αποθεματικά σπέρματα. Η έκταση αυτή γίνεται μεγαλύτερη όταν φυσάει δυνατός αέρας, σε κεκλιμένα εδάφη, όπου λόγω του βάρους των σπόρων ή ακόμη και με τη βοήθεια του νερού των βροχών, μετακινούνται προς τα κατάντη. Εάν λάβουμε υπόψη, ότι σε κάθε στρέμμα υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια δένδρα μπορούμε να αντιληφθούμε τον αριθμό των σπόρων, που διασκορπίζονται μετά από κάθε πυρκαγιά.
Όλοι αυτοί οι σπόροι, αμέσως μετά τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια, φυτρώνουν, δίνοντας μετά μερικές εβδομάδες στο περιβάλλον την όψη κήπου με γκαζόν. Από τα χιλιάδες νεαρά φυτάρια, μέσα από τη διαδικασία του ανταγωνισμού και της φυσικής επιλογής, τελικά θα επιβιώσουν λίγα, τα οποία όμως θα έχουν τα καλύτερα γενετικά χαρακτηριστικά και θα παρουσιάζουν τις καλύτερες προσαρμογές για το τοπικό περιβάλλον.
Τον πρώτο χρόνο το νεαρό φυτό δημιουργεί πλούσιο ριζικό σύστημα που φθάνει μέχρι και 1,5 μέτρο, εάν το επιτρέπει το έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγει τις δηλητηριώδεις ουσίες του φαινομένου αλληλοπάθειας. Επειδή τα πεύκο είναι λιτοδίαιτο είδος, έχει την ικανότητα να αναπτύσσεται στα πλέον ακραία από κλιματεδαφικής άποψης περιβάλλοντα. Αυτό εξηγεί την καταπληκτική ικανότητα ανάπτυξης των πευκοδασών στις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές και εκεί όπου η οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου έχει διαταράξει ριζικά, πολλούς από τους οικολογικούς παράγοντες.
Για το λόγο αυτόν θα πρέπει κατά τη συλλογή των σπόρων για τα φυτώρια, να λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να αφήνεται σημαντικό ποσοστό κώνων σε κάθε δένδρο και η κωνοσυλλογή να γίνεται ομοιόμορφα από ολόκληρη την επιφάνεια.
Μια άλλη μορφή ενεργητικής πυροφυτικής αντίδρασης είναι αυτή που ανέπτυξαν τα είδη της οικογένειας Cistaceae (λαδάνια). Αυτά αναπτύσσονται συχνά σε πυκνούς σχηματισμούς με ψηλό βαθμό κάλυψης και σε ζώνες όπου οι φωτιές είναι συχνές. Τα λαδάνια έχουν πολύ μικρούς σπόρους οι οποίοι, εκτός από το ότι εισχωρούν βαθιά στο έδαφος και γλιτώνουν έτσι την καταστροφή, μπορούν επίσης να μεταφερθούν με τον άνεμο (λόγω του μικρού βάρους των), στην καμένη έκταση από γειτονικές περιοχές.
Τελικό συμπέρασμα
Όπως είδαμε στην ενότητα αυτή των 4 άρθρων, τα είδη της μεσογειακής βλάστησης, λόγω της άριστης προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος, είναι αναντικατάστατα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής νέων ειδών, που δεν διαθέτουν τους μηχανισμούς επιβίωσης απέναντι στη φωτιά πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου ως αποτυχημένη, δεδομένου ότι η φωτιά είναι ένα ενδεχόμενο που στις ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η φωτογραφία που ακολουθεί είναι από το Σέιχ-Σου ακριβώς 10 χρόνια μετά την πυρκαγιά του 1997. Σε κύκλο φαίνονται τα κουκουνάρια που ήδη άρχισαν να σχηματίζονται σε τόσο μικρή ηλικία.