*
Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την κυβερνητική του αφυπηρέτηση, δεκαπέντε σχεδόν χρόνια από την απαρχή της τωρινής σκοτοδίνης, αυτός ο τόσο ασυνήθιστος για τα ελληνικά μέτρα πολιτικός εξακολουθεί να εμπνέει τους ιθύνοντες νόες της χώρας της οποίας κάποτε ηγήθηκε – και όχι μόνον εκείνους.
Στα μάτια των πολλών, ο Σημίτης έμοιαζε πάντα «Ευρωπαίος» κι αυτό κολάκευε έναν λαό που ήθελε το ίδιο: να περνιέται για ό,τι δεν είναι. Τον είπαν «λογιστή» κι αυτό ήταν βολικό κι αβανταδόρικο σ’ έναν τόπο όπου κανείς δεν ξέρει να λογαριάζει. Τον είπαν «προτεστάντη» για να μπορούν όλοι γύρω του να ξεφαντώνουν ανέμελοι στο όργιο του παρασιτισμού και του λάιφ-στάιλ. Άνθρωπος τακτικός, συστηματικός, συνεπής, σοβαρός, δεν υπήρχε δευτερεύουσα αρετή που να μην την είχε. Ούτε όμως κύρια αρετή που να τη διέθετε. Τις μάχες που επέλεξε να δώσει, όλες τις κέρδισε: ευρώ, Ολυμπιάδα, ταυτότητες. Όμως όλες τους ήταν οι λάθος μάχες. Στο πραγματικό πεδίο της σύγκρουσης δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Νους στρατηγικά βραχυπρόθεσμος, έζεψε την άμαξα πριν από τ’ άλογα. Επέλεξε να αγνοήσει τα πρώτιστα, την παραγωγική αποσάθρωση, τη δημογραφική κατακρήμνιση, την παραλυσία του κράτους. Η σύγκρουση με τις δυνάμεις της καθυστέρησης, με το ίδιο του το κόμμα πρώτα απ’ όλα, θα ήταν ανελέητη, το κόστος τεράστιο. Επέλεξε λοιπόν την υπεκφυγή προς τα εμπρός. Διάλεξε για συμμάχους τούς εχθρούς. Αναγόρευσε το παραμύθι της ΟΝΕ σε πανάκεια. Καλλιέργησε την αυταπάτη ότι αρκεί κανείς να συμμορφωθεί στα κριτήρια των Βρυξελλών και όλα θα πάνε καλά. Πέταξε κι αυτός, όπως ο παλαιός Καραμανλής, τη χώρα στα βαθιά, με την προσδοκία να μάθει κολύμπι. Δεν είδε ότι τα βαθιά ήταν πισίνα υπερπολυτελούς ξενοδοχείου με ναυαγοσώστες, σωσίβια, ξαπλώστρες, κοκτέηλ για μέθυσους – και με πανάκριβο λογαριασμό.
Ο Σημίτης στάθηκε ωστόσο τυχερός. Αποσύρθηκε εγκαίρως, προτού η βόμβα σκάσει στα χέρια του και βγάλουν όλοι τα συμπεράσματά τους. Αυτοί που πήραν και έχουν ακόμη τη θέση του τον κάνουν και σήμερα ακόμη να μοιάζει χαμένη ευκαιρία. Γι’ αυτό και γίνεται πιστευτός όταν όπου σταθεί κι όπου βρεθεί διηγείται το γνωστό συναξάρι: για όσα έγιναν φταίνε οι μετέπειτα, οι διάδοχοι, οι άλλοι.
Οι απελπισμένοι του «εκσυγχρονισμού», τα ορφανά της «Κεντροαριστεράς», οι «φιλελεύθεροι» και οι «μεταρρυθμιστές» του Μαξίμου, τα ανεμομαζώματα της δανεικής ευμάρειας τον νοσταλγούν. Αλλά και άνθρωποι πολλοί, αξιόλογοι, καλόπιστοι αναπολούν ακόμη τις μέρες του, τρέχουν να φωτιστούν στη σκιά του. Αυτός, που υπήρξε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι απ’ το πρόβλημα, τι ειρωνεία, μες στα ερείπια προβάλλει τώρα ως κομμάτι της λύσης που υποτίθεται είχαμε ήδη στα χέρια μας αλλά μάς γλίστρησε και όλο την κυνηγάμε.
«Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο», έγραφε και για κείνον στα 1997 ο Παναγιώτης Κονδύλης. Ο ίδιος θα το ’λεγε ίσως καλύτερα: «Αυτή είναι η Ελλάδα!»