Η ΙΣΡΑΗΛΙΝΟ-ΑΡΑΒΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ: ΑΠΟ ΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ [1/2]
*
Συνεχίζοντας την προσπάθεια να προσφέρουμε μία ευσύνοπτη μεν, αλλά κατά το δυνατόν ευρύτερη και εγκυρότερη γνώση για την ιστορική περίοδο που διαμόρφωσε την αραβο-ισραηλινή διαμάχη στην Παλαιστίνη μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, προβαίνουμε στη μετάφραση ορισμένων αποσπασμάτων από τρία κεφαλαιώδη έργα για το θέμα. Προτιμήθηκε αυτή του είδους η συμπιληματική κι επιμέρους αφηγηματική συρραφή, όπως θα πρότεινε ένας δάσκαλος μια ποικιλία μελετών στους μαθητές του για το θέμα, προκειμένου να έλθει κανείς σε επαφή με διαφορετικές εκτιμήσεις, παρουσιάσεις και απόψεις γύρω από το ζήτημα μέσα στα στενά όρια μίας ηλεκτρονικής δημοσίευσης και του πιεστικού χρόνου που απαιτεί η υποτυπώδης μετάφρασή τους.
Παρότι έγινε μια προσπάθεια να αποφευχθούν πολλές επικαλύψεις, θεωρήθηκε αναγκαίο εντέλει να υπάρχουν και ορισμένες επαναλήψεις, προκειμένου και με αυτόν τον τρόπο να καταδειχθούν οι ομοιότητες μα και οι διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες. Τα βιβλία αυτά είναι πρώτα από όλα το βασικότερο και λεπτομερέστερο έργο αναφοράς για την Παλαιστίνη και την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση του Charles D. Smith, Palestine and the Arab–Israeli Conflict. Εν συνεχεία το πολυδιαβασμένο και τεκμηριωμένο έργο, που καταπιάνεται με την ιστορία βέβαια όλης της σύγχρονης Μέσης Ανατολής, του Cleveland L. William, A history of the modern Middle East. Και τελευταίο συμπεριλάβαμε το έργο ενός από τους Ισραηλινούς Νέους Ιστορικούς, Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World. Όλα έργα, υψηλού, αναγνωρισμένου και αδιαμφισβήτητου κύρους κι επιστημοσύνης, γραμμένα στις απαρχές της τελευταίας σχεδόν εικοσαετίας, πολυδιαβασμένα και ιδίως τα δυο πρώτα με πάμπολλες επανεκδόσεις. Πολύ θα επιθυμούσα να συμπεριλάβω και έργα από περισσότερους Νέους Ιστορικούς, και κυρίως του Ιλάν Πάπε (το αποκαλυπτικό και ρηξικέλευθο έργο του οποίου, παρά τις εναντιώσεις και την πολεμική που του έχει ασκηθεί, έχει καταστεί εν πολλοίς κοινός τόπος) αλλά είπα να μείνουμε τουλάχιστον στα ευρέως και κοινώς αποδεκτά, προς αποφυγήν πιθανών παρερμηνειών ή παρεξηγήσεων.
Ελπίζουμε αυτές οι άτεχνες, βιαστικές (στο πόδι σχεδόν καμωμένες) μεταφράσεις των συγκεκριμένων επιλογών και αποσπασμάτων να φανούν χρήσιμες σε μια πρώτη, στοιχειώδη κατανόηση του ζητήματος, μα και να υποψιάσουν για το εύρος και το βάθος της ιστορικής σπουδής και της έρευνας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Σύντομη επισκόπηση της ισραηλινο-αραβικής διαμάχης κατά την περίοδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ μέσα από κείμενα διακεκριμένων ιστορικών [1/2]
Παλαιστίνη: Η εβραϊκή μετανάστευση και η βρετανική αντίδραση
Οι ηγέτες του Yishuv [του σώματος των Εβραίων κατοίκων της Παλαιστίνης πριν τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ] είχαν αποφασίσει το 1938, πριν από τη Λευκή Βίβλο του 1939, να επιταχύνουν την παράνομη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη. Oι μη εξουσιοδοτημένοι μετανάστες το 1939 ήταν συνολικά 11.156 από τους 27.561 που έφτασαν. Με το ξέσπασμα του πολέμου τον Σεπτέμβριο, εντάθηκαν τα σχέδια για τη μεταφορά περισσότερων προσφύγων: χιλιάδες προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη, συχνά με την ενθάρρυνση της Γκεστάπο. Αυτές οι προσπάθειες έφεραν σιωνιστές και Βρετανούς αξιωματούχους σε άμεση σύγκρουση στο Λονδίνο καθώς και στην Παλαιστίνη. Οι Βρετανοί τοποθέτησαν παράνομους μετανάστες σε στρατόπεδα εγκλεισμού στην Παλαιστίνη, γεγονός που οδήγησε τους σιωνιστές να προσπαθήσουν να πλημμυρίσουν τη χώρα με μετανάστες για να αναιρέσουν την αποτελεσματικότητα τέτοιων τακτικών. Οι Βρετανοί αποφάσισαν τότε να στείλουν τους πρόσφυγες που έφτασαν στην Παλαιστίνη στο νησί του Μαυρίκιου στον Ινδικό Ωκεανό. Ταυτόχρονα, το Φόρεϊν Όφφις προσπάθησε να ανακόψει τη ροή των προσφύγων από την Ευρώπη ενθαρρύνοντας χώρες όπως η Τουρκία να τους απαγορεύσουν τη διέλευση. Μια αδύνατη κατάσταση προέκυψε μετά τον Σεπτέμβριο του 1939 που δημιούργησε «σχεδόν… έναν πόλεμο μέσα σε έναν πόλεμο». Οι Εβραίοι πικραίνονταν όλο και περισσότερο με αυτό που θεωρούσαν ως βρετανική απανθρωπιά. Οι Βρετανοί ένιωθαν το ίδιο απέναντι στη σιωνιστική ηγεσία, για την οποία θεωρούσαν ότι απαιτούνταν να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή και να αποφεύγει την εκτροπή του πολεμικού υλικού σε μια εποχή που τα μεγάλα θέατρα πολέμου απαιτούσαν ολόκληρη τη διαθέσιμη βοήθεια.
Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Τον Νοέμβριο του 1940, περισσότεροι από 1.700 πρόσφυγες από δύο πλοία που αναχαιτίστηκαν από βρετανικές ναυτικές περιπολίες μεταφέρθηκαν στο Patria στο λιμάνι της Χάιφας για προγραμματισμένη απέλαση στον Μαυρίκιο. Η Χαγκανά, υπό την καθοδήγηση του Εβραϊκού Πρακτορείου, τοποθέτησε μια βόμβα πλάι στο σκάφος για να ακινητοποιήσει το πλοίο, σκοπεύοντας να αναγκάσει τις βρετανικές αρχές να επιτρέψουν στους Εβραίους να παραμείνουν. Το σχέδιο απέτυχε και το πλοίο βυθίστηκε με πάνω από 200 θύματα. Ως απάντηση στη σιωνιστική οργή και προπαγάνδα που κατηγορούσε τους Βρετανούς για το περιστατικό, το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο επέτρεψε στους επιζώντες από το Πάτρια να παραμείνουν στην Παλαιστίνη. Μια τελευταία καταστροφή συνέβη όταν το Struma, ένα ξεχαρβαλωμένο σκάφος με 769 Ρουμάνους Εβραίους, ελλιμενίστηκε στα ανοιχτά της Κωνσταντινούπολης τον Δεκέμβριο του 1941 για επισκευή κινητήρα, ενώ οι Βρετανοί προσπάθησαν να πείσουν τους Τούρκους να απαγορεύσουν το πέρασμά του στη Μεσόγειο προς την Παλαιστίνη. Οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις συνεχίστηκαν για πάνω από δύο μήνες. Μια βρετανική παραχώρηση, τα παιδιά ηλικίας μεταξύ έντεκα και δεκαέξι ετών θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να πάνε από τη στεριά στην Παλαιστίνη, παρεμποδίστηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι θα επέτρεπαν μόνον θαλάσσια ταξίδια. Στο τέλος, οι Τούρκοι έστειλαν το πλοίο πίσω στη Μαύρη Θάλασσα, όπου βυθίστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1942. Υπήρξε μόνον ένας επιζών.
Για τους σιωνιστές, η βύθιση του Στρούμα απέδειξε τη βρετανική κακοπιστία και εκείνοι που θεωρήθηκαν ως οι πλέον υπεύθυνοι για την απώλεια ζωών –ο Χάρολντ ΜακΜάικλ, ύπατος αρμοστής, και ο λόρδος Moyne, γραμματέας της αποικίας– στοχοποιήθηκαν αργότερα για δολοφονία. Η απόπειρα εναντίον του Μόυν τον Νοέμβριο του 1944 ήταν επιτυχής. Για τους Βρετανούς αξιωματούχους, η υπόθεση Στρούμα, αν και τραγική, ήταν μόνο ένα περιστατικό στο μέσον μιας διαρκούς σειράς κρίσεων που απειλούσαν την επιβίωση της αυτοκρατορίας και την ικανότητά της για διεξαγωγή πολέμου. Οι αιγυπτιακές διαδηλώσεις τον Ιανουάριο του 1942 που ζητούσαν μια γερμανική νίκη είχαν επιβάλει μια επίδειξη δύναμης στο Κάιρο. Στις 4 Φεβρουαρίου, ο Βρετανός πρεσβευτής ανάγκασε τον βασιλιά Φαρούκ να αποδεχτεί τον εθνικιστή ηγέτη αλ-Ναχχάς ως πρωθυπουργό, υπό την απειλή της αναγκαστικής παραίτησης από τον θρόνο. Η σιωνιστική αντίληψη της Παλαιστίνης ως καταφυγίου για τον Ευρωπαϊκό Ιουδαϊσμό έρχεται συγκρουόταν με τη βρετανική ανησυχία για τη συνεχιζόμενη σταθερότητα μιας περιοχής που θεωρούσαν κρίσιμη για τη διεξαγωγή του πολέμου.
Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.
~·~
Ο αγώνας για την κρατική υπόσταση [του μελλοντικού εβραϊκού κράτους] συνοδεύτηκε από πολλές διαφωνίες, οι οποίες όμως αφορούσαν περισσότερο την τακτική παρά τον μακροπρόθεσμο στόχο. Η δέσμευση του ίδιου του Μπεν Γκουριόν για την κρατική υπόσταση δεν ταλαντεύτηκε μπροστά στην αραβική αντίθεση ή τις βρετανικές στρεψοδικίες. Έχοντας αναλάβει την πρωτοβουλία να προτείνει τη διχοτόμηση το 1937, η βρετανική κυβέρνηση άρχισε να υποχωρεί από τη διχοτόμηση καθώς πλησίαζε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η υποστήριξη των αραβικών κρατών και του μουσουλμανικού κόσμου γενικότερα ήταν πολύ πιο κρίσιμη για τη Βρετανία στη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Άξονα από ό,τι η υποστήριξη των Εβραίων. H Λευκή Βίβλος της 17ης Μαΐου 1939 ανέτρεψε απότομα τη βρετανική υποστήριξη προς τον σιωνισμό και προς ένα εβραϊκό κράτος. Καταδίκαζε τους Εβραίους σε καθεστώς μόνιμης μειονότητας σε ένα μελλοντικό ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Έτσι, το σιωνιστικό κίνημα οδηγήθηκε στην ανάπτυξη της δικής του στρατιωτικής δύναμης, μέσω της παραστρατιωτικής οργάνωσης που ονομαζόταν Χαγκανά (που στα εβραϊκά σημαίνει άμυνα), προκειμένου να καταπολεμήσει την αραβική αντίσταση. Έχοντας προσχωρήσει σε ένα αμυντικό ήθος που της είχε χρησιμεύσει τόσο καλά στο μέτωπο των δημοσίων σχέσεων, υιοθέτησε μια πολιτική βασισμένη στη βία προκειμένου να αντιμετωπίσει τη χρήση και την απειλή ισχύος από τους Άραβες αντιπάλους της. Το επιθετικό ήθος που ήταν πάντα ενσωματωμένο στο αμυντικό ήθος είχε σε κάθε περίπτωση γίνει πιο εμφανές μετά το ξέσπασμα της αραβικής εξέγερσης.
Ταυτόχρονα, το Γισούβ προέβαλε τη δική του ενεργή αντίσταση στην πολιτική της Λευκής Βίβλου που περιόριζε την αγορά γης από τους Εβραίους και την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939 έθεσε το Γισούβ μπροστά σε οξύ δίλημμα: ακολουθούσε τη Βρετανία στον αγώνα κατά της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τη Βρετανία στον αγώνα για την Παλαιστίνη. Βρέθηκε, ωστόσο, διέξοδος από το δίλημμα, η οποία συνοψίζεται επιγραμματικά στο σύνθημα του Μπεν Γκουριόν: «Θα πολεμήσουμε με τους Βρετανούς εναντίον του Χίτλερ σαν να μην υπήρχε Λευκή Βίβλος· θα πολεμήσουμε τη Λευκή Βίβλο σαν να μην υπήρχε πόλεμος».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Μπεν Γκουριόν γινόταν όλο και πιο διεκδικητικός όσον αφορά το εβραϊκό δικαίωμα στην πολιτική κυριαρχία, αρνούμενος παράλληλα αυτό το δικαίωμα στην αραβική πλειονότητα της Παλαιστίνης. Η λύση στο δημογραφικό πρόβλημα του Γισούβ περιελάμβανε τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη δύο έως τριών εκατομμυρίων Εβραίων αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Το αραβικό πρόβλημα, ισχυριζόταν, ωχριούσε σε σημασία σε σύγκριση με το εβραϊκό πρόβλημα, επειδή οι Άραβες διέθεταν τεράστιους χώρους εκτός Παλαιστίνης, ενώ για τους Εβραίους, οι οποίοι διώκονταν στην Ευρώπη, η Παλαιστίνη αποτελούσε το μόνο δυνατό καταφύγιο. Έτσι, έφτασε να αντιμετωπίζει το αραβικό πρόβλημα μόνο ως ζήτημα νομικού καθεστώτος της αραβικής μειονότητας μέσα σε ένα κράτος με μεγάλη εβραϊκή πλειονότητα.
Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World
~·~
Τρομοκρατία και διακοινοτικός πόλεμος
Η σύγκρουση που δημιούργησε το κράτος του Ισραήλ και επιβεβαίωσε την ύπαρξή του είχε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η εκστρατεία σαμποτάζ του Γισούβ κατά της βρετανικής διοίκησης στην Παλαιστίνη από το 1945 έως το 1947, η δεύτερη ήταν ο σύντομος διακοινοτικός πόλεμος μεταξύ των αραβικών και εβραϊκών κοινοτήτων της Παλαιστίνης το 1947 και το 1948 και η τρίτη ήταν ο πόλεμος του 1948 μεταξύ του Ισραήλ και των δυνάμεων των αραβικών κρατών που εισέβαλαν. Καθεμία από αυτές τις φάσεις συνοδεύτηκε από μια καταιγιστική διπλωματική δραστηριότητα που σταθερά αποτύγχανε να δημιουργήσει μια συμφωνία αποδεκτή τόσο από τους Άραβες όσο και από τους Εβραίους.
Η πρώτη φάση της σύγκρουσης ήταν μέρος της στρατηγικής που περιεχόταν στην απόφαση του Εβραϊκού Πρακτορείου, που ελήφθη προς το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να πιέσει για την άμεση ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους. Οι σιωνιστές ηγέτες στην Παλαιστίνη, που τώρα καθοδηγούνταν περισσότερο από ποτέ από τις απόψεις του Μπεν Γκουριόν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι επειδή η Βρετανία δεν θα υποστήριζε τη σταδιακή ανάπτυξη μιας εβραϊκής εθνικής πατρίδας με την κατάργηση των ποσοστώσεων μετανάστευσης, το εβραϊκό κράτος θα έπρεπε να καταληφθεί με τη βία. Αυτό έπρεπε να επιτευχθεί καθιστώντας τη θέση της Βρετανίας στην Παλαιστίνη μη βιώσιμη.
Cleveland L. William, A history of the modern Middle East
~·~
Ο Μπεν Γκουριόν ενσάρκωσε τον «μαχόμενο σιωνισμό» που αναδύθηκε από τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και απέσπασε την ηγεσία από τα χέρια του Βάιτσμαν, ο οποίος εξακολουθούσε να εμμένει στον «διπλωματικό σιωνισμό» και στη συμμαχία με τη Βρετανία. Ενάντια στις συμβουλές του Βάιτσμαν, η Σιωνιστική Διάσκεψη του Αυγούστου 1945 αποφάσισε μια πολιτική ενεργού αντιπολίτευσης στη βρετανική κυριαρχία και τον Οκτώβριο μια ένοπλη εξέγερση ξεκίνησε. Η Χαγκανά έλαβε εντολή να συνεργαστεί με τις διαφωνούσες ομάδες που γεννήθηκαν από το αναθεωρητικό κίνημα. Η κύρια ομάδα ήταν η Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση (Ιργκούν), η οποία κατεύθυνε τις επιχειρήσεις της εναντίον της βρετανικής διοίκησης στην Παλαιστίνη μετά τη δημοσίευση της Λευκής Βίβλου το 1939. Αργότερα το ίδιο έτος, όταν η Ιργκούν σταμάτησε την εκστρατεία της κατά των Βρετανών, σημειώθηκε διάσπαση. Η πιο εξτρεμιστικά μαχητική πτέρυγα, με επικεφαλής τον Αβραάμ Στερν, αποσχίστηκε από την Ιργκούν και σχημάτισε τους Lohamei Herut Yisrael (Μαχητές για την Ελευθερία του Ισραήλ), γνωστότερους ως Lehi, από το εβραϊκό ακρωνύμιο, ή ως Stern Gang. Η Συμμορία Στερν ήταν τόσο εχθρική προς τους Βρετανούς που επιδίωξε επαφή με τις δυνάμεις του Άξονα προκειμένου να εκδιώξει τους Βρετανούς από την Παλαιστίνη. Αν και τα μέλη της δεν ξεπέρασαν ποτέ τα τριακόσια, η Συμμορία Στερν ήταν ένα μεγάλο αγκάθι στα πλευρά των Βρετανών. Ανάμεσα στον Νοέμβριο 1945 και τον Ιούλιο 1946, οι τρεις παράνομες οργανώσεις ένωσαν τα όπλα τους σε αυτό που έγινε γνωστό ως «το κίνημα της εβραϊκής εξέγερσης».
Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World
~·~
Οι εκτιμήσεις για τα εβραϊκά όπλα διέφεραν, αλλά η Χαγκανά το 1942-1943 είχε περίπου 12.000 πιστόλια, 18.000 τουφέκια, 450 οπλοπολυβόλα και αυτόματα τουφέκια και 162 πολυβόλα, τα περισσότερα σε άριστη κατάσταση και προσεκτικά αποθηκευμένα. Επιπλέον, η Χαγκανά είχε αρχίσει να κατασκευάζει όπλα και παρήγαγε όλμους.
Οι Βρετανοί γνώριζαν αυτές τις δραστηριότητες και τα κίνητρά τους. Οι αξιωματούχοι του Υπουργείου Εξωτερικών και του Αποικιακού Γραφείου συμφώνησαν το 1942 ότι «δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι… οι Εβραίοι σκοπεύουν να καταφύγουν σε άμεση δράση εάν αποτύχουν να εξασφαλίσουν μια μεταπολεμική διευθέτηση συμβατή με τις σημερινές τους φιλοδοξίες». Ελάχιστα όμως μπορούσαν να κάνουν για την απόκτηση τέτοιων όπλων, καθώς χρειάζονταν τη συνεργασία της Χαγκανά σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης στην Αίγυπτο. Μόλις η πιθανότητα γερμανικής επίθεσης στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη εξανεμίστηκε, Βρετανοί αξιωματούχοι στην Παλαιστίνη ξεκίνησαν εκτεταμένες έρευνες όπλων –σπάνια επιτυχείς– και οδήγησαν σε δίκη τους Εβραίους και τους Βρετανούς στρατιώτες που ανακάλυψαν να κάνουν λαθρεμπόριο όπλων για λογαριασμό της Χαγκανά. Επιδρομές σε ύποπτες κρύπτες όπλων προκάλεσαν ανοιχτή εβραϊκή αντίσταση και δημόσιες απειλές για αντίποινα από τους ηγέτες του Γισούβ. Γνωρίζοντας ότι οι Βρετανοί δεν θα μπορούσαν να αναμετρηθούν με μια τέτοια πιθανότητα, ο Ύπατος Αρμοστής συμβούλεψε τον στρατό να σταματήσει, αλλά πίστευε ότι μέχρι το 1944 η σιωνιστική ηγεσία στην Παλαιστίνη διεκδικούσε ουσιαστικά το δικαίωμά της να εξοπλιστεί απέναντι στη βρετανική εξουσία προκειμένου να της αντιταχθεί.
Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.
~·~
Η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή είχε καταρρεύσει με την ολοκλήρωση της αραβικής εξέγερσης στις αρχές του 1939. Πολλοί από τους ηγέτες της βρίσκονταν στην εξορία, έχοντας εγκαταλείψει την Παλαιστίνη για να αποφύγουν τη σύλληψη από τους Βρετανούς. Ο μουφτής είχε απαγορευτεί επίσημα από τη χώρα μετά τη διαφυγή του τον Οκτώβριο του 1937. Με το ξέσπασμα του πολέμου, οι Βρετανοί αξιωματούχοι στην Παλαιστίνη έκαναν διαβήματα στον μουφτή, που βρισκόταν πλέον στη Βαγδάτη, για να ζητήσουν την υποστήριξή του στη Λευκή Βίβλο και την εφαρμογή των μεταναστευτικών περιορισμών της. Το έκαναν αυτό από φόβο για την ικανότητά του να προκαλέσει τη γενική αραβική εχθρότητα απέναντι στη βρετανική θέση στη Μέση Ανατολή εκείνη την εποχή. Ο αλ-Χουσαϋνί απέρριψε αυτά τα αιτήματα και την ίδια τη Λευκή Βίβλο. Αντ’ αυτού, ευθυγραμμίστηκε με την ιρακινή εξέγερση κατά της Μεγάλης Βρετανίας τον Απρίλιο του 1941, και μόλις αυτή απέτυχε, πήρε το δρόμο του, μέσω του Ιράν, προς την Ιταλία και τη Γερμανία. Εκεί πέρασε τον πόλεμο υποστηρίζοντας τη γερμανική πολεμική προσπάθεια και τη γερμανική βαρβαρότητα κατά των Εβραίων.
Άλλα μέλη της Ανώτατης Επιτροπής αποδέχθηκαν τις βρετανικές προσφορές για ασφαλή επιστροφή στην Παλαιστίνη με αντάλλαγμα την υπόσχεση να μην εμπλακούν σε απροκάλυπτη πολιτική δραστηριότητα. Μεταξύ Φεβρουαρίου 1940 και Νοεμβρίου 1942, ορισμένοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Istiqlal και του Αραβικού Κόμματος Παλαιστίνης που εκπροσωπούσε τους Χουσαϋνί, μαζί με τον Χουσαΐν αλ-Χαλίντι του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, εγκαταστάθηκαν εκ νέου στη χώρα. Σε γενικές γραμμές έδειξαν τη συγκρατημένη αποδοχή της Λευκής Βίβλου του 1939 και αποστασιοποιήθηκαν από τον μουφτή, τον οποίο απεικόνιζαν ως ένα μόνο μέλος της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής. Παρά την έντονη προπαγάνδα του Άξονα, που μεταδόθηκε στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια του 1941 και του 1942 και περιελάμβανε τις προτροπές του μουφτή για εξέγερση, η αραβική Παλαιστίνη παρέμεινε ήρεμη. Αν και οφειλόταν εν μέρει στην παρουσία μεγάλου αριθμού στρατιωτικού προσωπικού των Συμμάχων, άλλοι παράγοντες συνέβαλαν στη φαινομενική ηρεμία της αραβικής κοινωνίας. Μεταξύ αυτών ήταν το γεγονός ότι η Παλαιστίνη, μετά από χρόνια οικονομικής στέρησης για τον αραβικό πληθυσμό της, εισήλθε τώρα σε μια περίοδο ευημερίας […]
Μέχρι το τέλος του ευρωπαϊκού πολέμου, τον Μάιο του 1945, το Αραβικό Κόμμα της Παλαιστίνης ήταν και πάλι η πιο ισχυρή πολιτική φωνή στην αραβική κοινότητα, αν και το Istiqlal διέθετε επίσης ευρύ σεβασμό- είχε δραστηριοποιηθεί στην καταπολέμηση του σιωνισμού κατά τη διάρκεια του πολέμου, σε αντίθεση με τον πιο προπαγανδιστικό χαρακτήρα της έκκλησης του αλ-Χουσαϋνί . Οι διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων ήταν σημαντικές, αν και καμία από τις δύο δεν υποστήριζε απόψεις αποδεκτές από τους Σιωνιστές. Το Istiqlal ζητούσε την αυστηρή εφαρμογή της Λευκής Βίβλου, την οποία μέχρι το 1944 οι Βρετανοί απέφευγαν. Αυτή η στάση, αν και αβάσιμη στα μάτια των Σιωνιστών, αναγνώριζε από την πλευρά του Istiqlal την ύπαρξη μιας Εβραϊκής Εθνικής Εστίας που θα αποτελούνταν από τους Εβραίους που βρίσκονταν τότε στην Παλαιστίνη. Οι σιωνιστές ήθελαν απεριόριστη μετανάστευση και ένα εβραϊκό κράτος στο οποίο θα αποτελούσαν την πλειοψηφία. Το Αραβικό Κόμμα της Παλαιστίνης, από την άλλη πλευρά, ζητούσε τη διάλυση της Εβραϊκής Εθνικής Εστίας και τη δημιουργία μιας αραβικής κυβέρνησης που θα ήταν υπεύθυνη για ολόκληρη τη χώρα. Αυτή η μαξιμαλιστική θέση –απόρριψη οποιασδήποτε εβραϊκής παρουσίας στην Παλαιστίνη πέραν αυτής που εντοπίζεται πριν από το 1917– ήταν ανάλογη με τις εκκλήσεις των Irgun και Lehi για ένα εβραϊκό κράτος και στις δύο πλευρές του Ιορδάνη. Η διαφορά ήταν ότι αυτές οι εβραϊκές ομάδες αποτελούσαν μειονότητες εντός της εβραϊκής κοινότητας, ενώ το Αραβικό Κόμμα Παλαιστίνης φαινόταν να αντικατοπτρίζει τη θέση της πλειοψηφίας των Παλαιστίνιων Αράβων, τουλάχιστον εκείνων που βρίσκονταν σε θέσεις τοπικής ηγεσίας.
Η συζήτηση για τις παρατάξεις αυτές αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της παλαιστινιακής κοινής γνώμης, η οποία, αν και ήταν αντίθετη σε ένα εβραϊκό κράτος, θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί ως προς τη φύση της κοινωνίας που οραματιζόταν μετά τον πόλεμο. Είναι σαφές ότι σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές συνέβησαν στην αραβική Παλαιστίνη μεταξύ 1939 και 1945, και ιδίως από το 1943 και μετά, μετά τη δημιουργία του Αραβικού Εθνικού Ταμείου. Οι μουσουλμάνοι άρχισαν να εγγράφονται στο κυβερνητικό εκπαιδευτικό σύστημα σε αυξανόμενους αριθμούς, γεγονός που αντανακλά το αυξημένο ενδιαφέρον των αγροτικών κοινοτήτων των χωριών. Μεταξύ 1943-45 οι Άραβες αγρότες συνεισέφεραν εθελοντικά [το ισοδύναμο] περισσότερων από 1,5 εκατομμύριο δολάρια για εκπαιδευτικούς σκοπούς, σε σύγκριση με 187.200 δολάρια για τα έτη 1941-42. Νέες επαγγελματικές ομάδες εμφανίστηκαν, δημιουργήθηκε ο Αραβικός Ιατρικός Σύλλογος της Παλαιστίνης και οι Παλαιστίνιες άρχισαν να αποκτούν επαγγελματική υπόσταση στα ιατρικά και νομικά επαγγέλματα, δημιουργώντας τον πυρήνα για αυτό που αργότερα έγινε η παλαιστινιακή επαγγελματική τάξη στον ευρύτερο αραβικό κόσμο μετά την αραβική έξοδο και τη δημιουργία του Ισραήλ.
Οι συνεχιζόμενες διενέξεις μεταξύ της παλαιστινιακής πολιτικής ελίτ σήμαινε ότι η πραγματική ηγεσία και η εκπροσώπηση της παλαιστινιακής υπόθεσης περιήλθε και πάλι στους επικεφαλής των γειτονικών αραβικών καθεστώτων, μια διαδικασία που συνεχίστηκε μέχρι το 1948.
[…]
Οι αρχηγοί αραβικών κρατών συναντήθηκαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Οκτώβριο του 1944. Το Πρωτόκολλο της Αλεξάνδρειας που εκδόθηκε από τη διάσκεψη αυτή ζητούσε τον σχηματισμό ενός συνδέσμου αραβικών κρατών που θα μπορούσε να συντονίσει περαιτέρω τις πολιτικές και εμπορικές δραστηριότητές τους. Η Παλαιστίνη επισημάνθηκε προς εξέταση σε ένα ψήφισμα που διακήρυττε ότι
Η Παλαιστίνη αποτελεί σημαντικό τμήμα του αραβικού κόσμου και ότι τα δικαιώματα των [Παλαιστινίων] Αράβων δεν μπορούν να θιγούν χωρίς να θιγεί η ειρήνη και η σταθερότητα στον αραβικό κόσμο…
Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι είναι η δεύτερη φορά που εκφράζει τη λύπη της για τα δεινά που έχουν προκληθεί στους Εβραίους της Ευρώπης από τα ευρωπαϊκά δικτατορικά κράτη. Αλλά το ζήτημα αυτών των Εβραίων δεν πρέπει να συγχέεται με τον Σιωνισμό, διότι δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη αδικία και επιθετικότητα από το να επιλύεται το πρόβλημα των Εβραίων της Ευρώπης με μια άλλη αδικία, δηλαδή με την επιβολή αδικίας στους Άραβες της Παλαιστίνης διαφόρων θρησκειών και δογμάτων.
Εκεί βρισκόταν η καρδιά του αραβικού επιχειρήματος, παλαιστινιακού ή άλλου, κατά του σιωνισμού, το οποίο διαρκεί μέχρι σήμερα. Με το τέλος του πολέμου αντιμετώπισε το σιωνιστικό κάλεσμα για απεριόριστη μετανάστευση στην Παλαιστίνη, προκειμένου να επιλυθεί ακριβώς η αδικία που είχε επιβάλει η ναζιστική Γερμανία στους Ευρωπαίους Εβραίους.
Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.
(Συνεχίζεται)
Η ΙΣΡΑΗΛΙΝΟ-ΑΡΑΒΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ: ΑΠΟ ΤΟΝ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ [2/2]
*
Συνεχίζοντας την προσπάθεια να προσφέρουμε μία ευσύνοπτη μεν, αλλά κατά το δυνατόν ευρύτερη και εγκυρότερη γνώση για την ιστορική περίοδο που διαμόρφωσε την αραβο-ισραηλινή διαμάχη στην Παλαιστίνη μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, προβαίνουμε στη μετάφραση ορισμένων αποσπασμάτων από τρία κεφαλαιώδη έργα για το θέμα. Προτιμήθηκε αυτή του είδους η συμπιληματική κι επιμέρους αφηγηματική συρραφή, όπως θα πρότεινε ένας δάσκαλος μια ποικιλία μελετών στους μαθητές του για το θέμα, προκειμένου να έλθει κανείς σε επαφή με διαφορετικές εκτιμήσεις, παρουσιάσεις και απόψεις γύρω από το ζήτημα μέσα στα στενά όρια μίας ηλεκτρονικής δημοσίευσης και του πιεστικού χρόνου που απαιτεί η υποτυπώδης μετάφρασή τους.
Παρότι έγινε μια προσπάθεια να αποφευχθούν πολλές επικαλύψεις, θεωρήθηκε αναγκαίο εντέλει να υπάρχουν και ορισμένες επαναλήψεις, προκειμένου και με αυτόν τον τρόπο να καταδειχθούν οι ομοιότητες μα και οι διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες. Τα βιβλία αυτά είναι πρώτα από όλα το βασικότερο και λεπτομερέστερο έργο αναφοράς για την Παλαιστίνη και την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση του Charles D. Smith, Palestine and the Arab–Israeli Conflict. Εν συνεχεία το πολυδιαβασμένο και τεκμηριωμένο έργο, που καταπιάνεται με την ιστορία βέβαια όλης της σύγχρονης Μέσης Ανατολής, του Cleveland L. William, A history of the modern Middle East. Και τελευταίο συμπεριλάβαμε το έργο ενός από τους Ισραηλινούς Νέους Ιστορικούς, Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World. Όλα έργα, υψηλού, αναγνωρισμένου και αδιαμφισβήτητου κύρους κι επιστημοσύνης, γραμμένα στις απαρχές της τελευταίας σχεδόν εικοσαετίας, πολυδιαβασμένα και ιδίως τα δυο πρώτα με πάμπολλες επανεκδόσεις. Πολύ θα επιθυμούσα να συμπεριλάβω και έργα από περισσότερους Νέους Ιστορικούς, και κυρίως του Ιλάν Πάπε (το αποκαλυπτικό και ρηξικέλευθο έργο του οποίου, παρά τις εναντιώσεις και την πολεμική που του έχει ασκηθεί, έχει καταστεί εν πολλοίς κοινός τόπος) αλλά είπα να μείνουμε τουλάχιστον στα ευρέως και κοινώς αποδεκτά, προς αποφυγήν πιθανών παρερμηνειών ή παρεξηγήσεων.
Ελπίζουμε αυτές οι άτεχνες, βιαστικές (στο πόδι σχεδόν καμωμένες) μεταφράσεις των συγκεκριμένων επιλογών και αποσπασμάτων να φανούν χρήσιμες σε μια πρώτη, στοιχειώδη κατανόηση του ζητήματος, μα και να υποψιάσουν για το εύρος και το βάθος της ιστορικής σπουδής και της έρευνας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Σύντομη επισκόπηση της ισραηλινο-αραβικής διαμάχης κατά την περίοδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ μέσα από κείμενα διακεκριμένων ιστορικών [2/2]
Το ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών – Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ
Το Εβραϊκό Πρακτορείο μπήκε στη σύγκρουση το 1945, όταν μονάδες της Χαγκανά ανέλαβαν μια σειρά καλά συντονισμένων πράξεων σαμποτάζ κατά των βρετανικών επικοινωνιών στην Παλαιστίνη. Ο κυρίαρχος παλαιστινιακός σιωνισμός βρισκόταν σε πόλεμο εναντίον της Βρετανίας. Κατά τα επόμενα δύο χρόνια, η συνδυασμένη πίεση του σαμποτάζ της Χαγκανά, της τρομοκρατίας της Ιργκούν (όπως η ανατίναξη μιας πτέρυγας του ξενοδοχείου King David στην Ιερουσαλήμ το 1946) και η στάση των ΗΠΑ έφεραν τη Βρετανία σε αδύναμη θέση. Τον Φεβρουάριο του 1947 ο υπουργός Εξωτερικών Έρνεστ Μπέβιν, αναγνωρίζοντας ότι η Βρετανία είχε χάσει τον έλεγχο της κατάστασης στην Παλαιστίνη, παρέπεμψε το θέμα στα Ηνωμένα Έθνη.
Το αίτημα του Μπέβιν προς τα Ηνωμένα Έθνη να διαμορφώσουν μια λύση για την Eντολή της Παλαιστίνης προκάλεσε, για αρκετούς μήνες, μια πυρετώδη διπλωματική δραστηριότητα με επίκεντρο τα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη και τον Λευκό Οίκο στην Ουάσινγκτον. Η Γενική Συνέλευση δημιούργησε μια Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Παλαιστίνη (UNSCOP) και της ανέθεσε να διερευνήσει τις συνθήκες στην Παλαιστίνη και να υποβάλει προτάσεις έως την 1η Σεπτεμβρίου 1947. Αποτελούμενη από εκπροσώπους έντεκα εθνών [της Σουηδίας, της Ολλανδίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ινδίας, του Ιράν, της Γουατεμάλας, του Μεξικού και του Περού], η UNSCOP έφτασε στην Ιερουσαλήμ τον Ιούνιο και πέρασε πέντε εβδομάδες στην Παλαιστίνη. Η επιτροπή διαπίστωσε ότι οι Εβραίοι εξακολουθούσαν να αποτελούν σημαντική μειονότητα, αποτελώντας μόνο το ένα τρίτο του πληθυσμού και κατέχοντας περίπου το 6% της συνολικής γης στην Παλαιστίνη. Η επιτροπή, ωστόσο, αντιλήφθηκε επίσης και μια αίσθηση κατεπείγοντος, όσον αφορά τόσο την επιδείνωση των συνθηκών στην Παλαιστίνη όσο και τη δυσχερή θέση των Εβραίων προσφύγων από την Ευρώπη. Στην έκθεσή της προς τη Γενική Συνέλευση, η UNSCOP συνέστησε ομόφωνα τον τερματισμό τής βρετανικής Εντολής και την παροχή ανεξαρτησίας στην Παλαιστίνη. Αλλά η επιτροπή διχάστηκε, με ψήφους οκτώ έναντι τριών, σχετικά με το είδος του κράτους που θα έπρεπε να είναι η ανεξάρτητη Παλαιστίνη. Η έκθεση της μειοψηφίας [Ινδία, Ιράν και Γιουγκοσλαβία] ζητούσε ένα ομοσπονδιακό κράτος. Η έκθεση της πλειοψηφίας συνιστούσε τη διχοτόμηση της Εντολής σε δύο κράτη, ένα αραβικό και ένα εβραϊκό, με την Ιερουσαλήμ να ορίζεται περιοχή υπό διεθνές καθεστώς. Αν και οι προβλέψεις της έκθεσης της πλειοψηφίας απέχουν πολύ από το να είναι τέλειες, εντούτοις προσέφεραν τη δυνατότητα δύο ανεξάρτητων αραβικών και εβραϊκών κρατών εντός της Παλαιστίνης. Οι σιωνιστές ηγέτες ενέκριναν την έκθεση· οι Άραβες ηγέτες την απέρριψαν.
Ο Πρόεδρος Τρούμαν, που υποστήριζε πλήρως τη δημιουργία εβραϊκού κράτους, ήταν αποφασισμένος να επιτύχει την έγκριση της έκθεσης της πλειοψηφίας. Επειδή η πρόταση απαιτούσε πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γενική Συνέλευση και επειδή ο Ουάσινγκτον υπέθεσε ότι η Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της θα αντιδρούσαν, το αποτέλεσμα αναμενόταν να είναι κοντά σε ισοψηφία. Ο Τρούμαν –αψηφώντας τις συμβουλές των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, οι επικεφαλής των οποίων αναγνώριζαν τη χρησιμότητα της διατήρησης εγκάρδιων σχέσεων με τα νέα ανεξάρτητα αραβικά κράτη– ξεκίνησε μια εντατική προσπάθεια πίεσης υπέρ της έκθεσης της πλειοψηφίας, και φιλοσιωνιστικά μέλη του Κογκρέσου πίεσαν τους αντιπροσώπους του ΟΗΕ με απειλές για την απόσυρση της οικονομικής βοήθειας των ΗΠΑ από τις χώρες τους, αν δεν ψήφιζαν υπέρ της πρότασης UNSCOP. Όταν έγινε η ονομαστική ψηφοφορία στις 29 Νοεμβρίου 1947, υπήρχαν τριάντα τρεις ψήφοι (συμπεριλαμβανομένης αυτής της ΕΣΣΔ) υπέρ, δεκατρείς κατά και δέκα αποχές. Η Γενική Συνέλευση ενέκρινε τον διαμελισμό της Παλαιστίνης σε ξεχωριστά αραβικά και εβραϊκά κράτη και αναγνώρισε διεθνές καθεστώς στην Ιερουσαλήμ. Όπως έγραψε ο Τσαρλς Σμιθ, «όποια και αν ήταν η φύση του σιωνιστικού επιτεύγματος στην Παλαιστίνη, η νίκη στα Ηνωμένα Έθνη κερδήθηκε ουσιαστικά στις Ηνωμένες Πολιτείες». Αυτή η νίκη και οι πολιτικές που απέρρευσαν από αυτήν έχουν διαμορφώσει έκτοτε τις αμερικανοαραβικές σχέσεις.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των πολύμηνων διαπραγματεύσεων, η παλαιστινιακή αραβική κοινότητα ήταν περιέργως στο περιθώριο των συζητήσεων. Από τότε που οι Βρετανοί είχαν διαλύσει την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή και το Ανώτατο Μουσουλμανικό Συμβούλιο το 1936, οι Παλαιστίνιοι Άραβες ήταν χωρίς αποτελεσματική ηγεσία. Ελλείψει ενιαίας ηγεσίας από το εσωτερικό της Παλαιστίνης, η ευθύνη για την παρουσίαση της παλαιστινιακής αραβικής υπόθεσης ανατέθηκε στον Αραβικό Σύνδεσμο και τα κράτη μέλη του.
Τα μεταπολεμικά αραβικά καθεστώτα όμως, ιδίως σε κράτη-κλειδιά όπως η Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ, αντιμετώπισαν αυξανόμενες εσωτερικές ταραχές. Η άρχουσα ελίτ αυτών των καθεστώτων, που αγωνιούσε να ενισχύσει την εσωτερική υποστήριξη, υιοθέτησε μια σκληρή στάση στο Παλαιστινιακό ζήτημα σαν μέσο κατάδειξης του αντιμπεριαλισμού της επιβεβαίωσης της νεοαποκτηθείσας ανεξαρτησίας της στην εξωτερική πολιτική. Εκ μέρους των Παλαιστινίων, απέρριψαν όλες τις προσπάθειες συμβιβασμού, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου διχοτόμησης του ΟΗΕ, διαβεβαιώνοντας τους Άραβες της Παλαιστίνης ότι ήταν έτοιμοι να τους υπερασπιστούν στρατιωτικά. Επρόκειτο για μία αυταπάτη.
Η αναταραχή στο εσωτερικό της Παλαιστίνης εντάθηκε από την άρνηση της Βρετανίας να συνδράμει στην εφαρμογή του σχεδίου διχοτόμησης του ΟΗΕ. Όταν η έκθεση της UNSCOP παρουσιάστηκε στον ΟΗΕ, η Βρετανία δεν περίμενε την ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης και ανακοίνωσε αμέσως τον Σεπτέμβριο του 1947 ότι η Εντολή στην Παλαιστίνη θα τερματιζόταν στις 15 Μαΐου 1948. Στους μήνες που μεσολάβησαν μεταξύ της ανακοίνωσης και της τελικής βρετανικής αποχώρησης, η Παλαιστίνη βυθίστηκε στο χάος. Αυτή ήταν η περίοδος του διακοινοτικού πολέμου κατά τη διάρκεια του οποίου οι εβραϊκές δυνάμεις προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν το έδαφος που είχε παραχωρηθεί στο εβραϊκό κράτος από την απόφαση του ΟΗΕ. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του εδάφους εξακολουθούσε να κατοικείται από την αραβική πλειονότητα, ήταν φυσικό να υπάρξει αραβική αντίσταση. Ωστόσο, οι διασκορπισμένες αραβικές ομάδες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις πειθαρχημένες δυνάμεις της Χαγκανά και μέχρι την άνοιξη του 1948 τα μεγάλα κέντρα του αραβικού πληθυσμού που βρίσκονταν εντός του προτεινόμενου εβραϊκού κράτους βρίσκονταν υπό εβραϊκό έλεγχο και οι Άραβες κάτοικοι, περίπου 400.000 Παλαιστίνιοι, είχαν ήδη τραπεί σε φυγή. Κατά τη διάρκεια του διακοινοτικού πολέμου, η Ιργκούν διέπραξε μια από τις πιο διαβόητες πράξεις της: σφαγίασε τους 250 άμαχους κατοίκους του χωριού Dayr Yassin κοντά στην Ιερουσαλήμ. Η είδηση της σφαγής διαδόθηκε στον αραβικό πληθυσμό και συνέβαλε στον πανικό που έκανε τόσους πολλούς να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Μια αραβική μονάδα αντεπιτέθηκε ως αντίποινα για το Ντέιρ Γιασίν και έστησε ενέδρα σε μια εβραϊκή αυτοκινητοπομπή ιατρικής βοήθειας στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, σκοτώνοντας αρκετούς γιατρούς. Έτσι, η μία φρικαλεότητα διαδέχθηκε την άλλη φρικαλεότητα στην περιοχή που εξακολουθούσε να είναι υπό την ευθύνη της Βρετανίας. [Η νεώτερη έρευνα των Ισραηλινών Νέων Ιστορικών (Ιλάν Πάππε) πρόσφατα κατέδειξε κι ένα άλλο πολυπληθές και φρικτό έγκλημα μαζικής δολοφονίας Παλαιστινίων αμάχων στην Ταντούρα, που παρέμενε κρυφό μυστικό για την ισραηλινή κοινωνία έως τις μέρες μας.]
Καθ’ όλη τη διάρκεια του διακοινοτικού πολέμου, η βρετανική διοίκηση κατέβαλε ελάχιστες προσπάθειες για την επιβολή της τάξης, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές της στις προετοιμασίες για την αποχώρησή της. Στις 14 Μαΐου 1948, εν μέσω της αναταραχής, ο τελευταίος Βρετανός Ύπατος Αρμοστής, ο στρατηγός Alan Cunningham, αναχώρησε αθόρυβα από τη Χάιφα. Όπως ένας αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε τη στιγμή: «η σημαία της Ένωσης υποστέλλεται και με την ταχύτητα μιας εκτέλεσης και τη σιωπή ενός πλοίου που περνάει μες στη νύχτα η βρετανική κυριαρχία στην Παλαιστίνη τερματίστηκε». Δεν είχε υπάρξει επίσημη μεταβίβαση εξουσιών από την αρχή της εντολής σε μια νέα τοπική κυβέρνηση για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχε κυβέρνηση της Παλαιστίνης. Η Βρετανία είχε αποτύχει να δημιουργήσει πολιτικούς θεσμούς κατά τη διάρκεια της Εντολής της, αφήνοντας αντ’ αυτού την αραβική και την εβραϊκή κοινότητα να παλεύουν για κυριαρχία. Σε αυτόν τον αγώνα, η εβραϊκή κοινότητα βγήκε νικήτρια· λίγες ώρες μετά την αναχώρηση του Ύπατου Αρμοστή Cunningham, ο Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ανεξαρτησία του κράτους του Ισραήλ. Το νέο κράτος αναγνωρίστηκε αμέσως από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση.
Cleveland L. William, A history of the modern Middle East
~·~
Καθώς το Παλαιστινιακό πρόβλημα ερχόταν ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών, η αραβική ηγεσία βρισκόταν για άλλη μια φορά σταθερά στα χέρια του αλ Χουσέινι, γεγονός που υποδήλωνε την αποκατάσταση του ελέγχου στην παραδοσιακή εξουσία των επωνύμων με επίκεντρο την Ιερουσαλήμ. Ούτε η αγροτιά ούτε τα μέλη της αναδυόμενης αστικής τάξης των πόλεων είχαν πραγματική εκπροσώπηση· μάλιστα, οι αγρότες γενικά ταυτίζονταν με την ιδέα της ασυμβίβαστης εθνικιστικής αντίστασης στον σιωνισμό που ενσάρκωνε ο μουφτής. Από τη σιωνιστική πλευρά, οι ακτιβιστές με επικεφαλής τον Μπεν Γκουριόν κυριαρχούσαν στο κίνημα και, κατά καιρούς, δυσκολεύονταν να συγκρατήσουν όσους επιθυμούσαν να επικεντρωθούν εξ ολοκλήρου στη βία ως το μοναδικό μέσο για την εκδίωξη των Βρετανών. Αλλά οι Σιωνιστές μπορούσαν ακόμα να βασίζονται σε συμμάχους στο εξωτερικό για να ασκήσουν ισχυρές πιέσεις ώστε να επηρεάσουν τις αποφάσεις υπέρ τους, κάτι που στερούνταν οι Άραβες οποιασδήποτε πολιτικής τοποθέτησης. Αυτό είχε τεράστια σημασία για τη σιωνιστική επιτυχία, διότι στην ίδια την Παλαιστίνη οι Εβραίοι εξακολουθούσαν να αποτελούν σημαντική μειονότητα.
Στο τέλος του 1946, εκτιμάται ότι υπήρχαν 1,269 εκατομμύρια Άραβες στην Παλαιστίνη και 608.000 Εβραίοι, μια αναλογία δύο προς ένα. Οι Εβραίοι κατείχαν περίπου 1,6 εκατομμύρια dunams, περίπου το 20% της καλλιεργήσιμης γης και λίγο πάνω από το 6% της συνολικής έκτασης. Όποια και αν ήταν η ακαμψία του μουφτή, δεδομένων αυτών των αριθμών, λίγοι Παλαιστίνιοι ήταν πιθανότατα πρόθυμοι να συμφωνήσουν στη διχοτόμηση. Κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής και εξακολουθούσαν να αποτελούν σημαντική πλειοψηφία στην πατρίδα τους. Για τους Εβραίους, η μειονοτική τους θέση δεν μετρίαζε καθόλου την παραδοχή του δικαιώματός τους για ένα κράτος σε όλη την Παλαιστίνη, αν και ο Μπεν Γκουριόν είχε μειώσει τις σιωνιστικές απαιτήσεις αποδεχόμενος τη διχοτόμηση. Οι σιωνιστές πίστευαν πιο σταθερά από ποτέ ότι ένα κράτος στην Παλαιστίνη τους αναλογούσε, όχι μόνο με βάση την κληρονομιά, αλλά ακόμη περισσότερο υπό το φως του Ολοκαυτώματος. Εδώ η ανάγκη για μετανάστες έγινε υψίστης σημασίας, τόσο ως λύση στο πρόβλημα των προσφύγων στην Ευρώπη όσο και ως μέσο αύξησης του μειονοτικού εβραϊκού πληθυσμού για να ενισχυθούν τα σιωνιστικά επιχειρήματα ότι ένα εβραϊκό κράτος θα ήταν βιώσιμο. Αν και οι περισσότεροι δυτικοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Τρούμαν, δεν ήταν πεπεισμένοι ότι ένα εβραϊκό κράτος θα προωθούσε τη σταθερότητα της περιοχής, κινούνταν προς το συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, έστω και μόνο επειδή η υπάρχουσα κατάσταση υπόσχονταν ακόμη περισσότερη βία.
Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.
~·~
Στις 29 Νοεμβρίου 1947 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ιστορικό ψήφισμα 181 υπέρ της διχοτόμησης της Παλαιστίνης. Σε μια σπάνια περίπτωση συμφωνίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση ψήφισαν υπέρ του ψηφίσματος, ενώ η Βρετανία απείχε. Το ψήφισμα καθόριζε ένα χρονοδιάγραμμα για τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους και ενός αραβικού κράτους που θα συνδεόταν με οικονομική ένωση, καθώς και ένα διεθνές καθεστώς για την Ιερουσαλήμ. Εξαιρετικά μακριά και ελικοειδή σύνορα χώριζαν το εβραϊκό κράτος από το αραβικό, με ευάλωτα σημεία διέλευσης για να συνδέσουν τις απομονωμένες περιοχές του στην ανατολική Γαλιλαία, την παράκτια πεδιάδα και τη Νεγκέβ. Τα σύνορα αυτών των δύο περίεργα διαμορφωμένων κρατών, που έμοιαζαν με δύο μαχόμενα φίδια, ήταν ένας στρατηγικός εφιάλτης. Όχι λιγότερο ανώμαλη και ελάχιστα πιο βιώσιμη ήταν η δημογραφική δομή του προτεινόμενου εβραϊκού κράτους, που αποτελούνταν από περίπου 500.000 Εβραίους και 400.000 Άραβες.
Παρ’ όλους τους περιορισμούς και τις ανωμαλίες του, το ψήφισμα του ΟΗΕ αντιπροσώπευε έναν σημαντικό θρίαμβο για τη σιωνιστική διπλωματία. Αν και υπολειπόταν κατά πολύ της πλήρους σιωνιστικής φιλοδοξίας για ένα κράτος που να περιλαμβάνει ολόκληρη την Παλαιστίνη και την Ιερουσαλήμ, παρείχε έναν ανεκτίμητο χάρτη διεθνούς νομιμότητας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους. Η είδηση της ψηφοφορίας του ΟΗΕ έγινε δεκτή από τους Εβραίους παντού με πανηγυρισμούς και χαρά. Αλλά οι οπαδοί του Ze’ev Jabotinsky στην Ιργκούν και τη Συμμορία Στερν δεν συμμετείχαν στους γενικούς πανηγυρισμούς. Μια μέρα μετά την ψηφοφορία του ΟΗΕ, ο Μεναχέμ Μπέγκιν, ο διοικητής της Ιργκούν, διακήρυξε το ‘πιστεύω’ των αντιστασιακών μαχητών: «Η διχοτόμηση της Παλαιστίνης είναι παράνομη. Δεν θα αναγνωριστεί ποτέ. . . . Η Ιερουσαλήμ ήταν και θα είναι για πάντα η πρωτεύουσά μας. Το Έρετς Ισραήλ θα αποδοθεί στον λαό του Ισραήλ. Ολόκληρο. Και για πάντα».
Το Εβραϊκό Πρακτορείο αποδέχτηκε επίσημα το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ, αλλά οι περισσότεροι ηγέτες του το έκαναν με βαριά καρδιά. Δεν τους άρεσε η ιδέα ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, ήταν απογοητευμένοι με τον αποκλεισμό της Ιερουσαλήμ και είχαν σοβαρές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του εβραϊκού κράτους εντός των συνόρων του ΟΗΕ. Παρ’ όλα αυτά, το ψήφισμα του ΟΗΕ αντιπροσώπευε ένα τεράστιο όφελος από την διεθνή υποστήριξη για την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους, εξ ου και η απόφασή τους να προχωρήσουν με αυτό.
Οι Άραβες της Παλαιστίνης, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους Εβραίους, είχαν κάνει ελάχιστα για να προετοιμάσουν την κρατική τους υπόσταση, απέρριψαν το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ. Η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή, η οποία τους εκπροσωπούσε, κατήγγειλε το σχέδιο ως «παράλογο, ανέφικτο και άδικο». Τα αραβικά κράτη, χαλαρά οργανωμένα από το 1945 στον Αραβικό Σύνδεσμο, ισχυρίστηκαν επίσης ότι το σχέδιο του ΟΗΕ ήταν παράνομο και απείλησαν να αντισταθούν στην εφαρμογή του με τη βία. Την 1η Δεκεμβρίου η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή κήρυξε τριήμερη απεργία, η οποία συνοδεύτηκε από βίαιες επιθέσεις εναντίον Εβραίων πολιτών. Η ψήφος του ΟΗΕ υπέρ της διχοτόμησης παρείχε έτσι όχι μόνο διεθνή νομιμοποίηση για τη δημιουργία εβραϊκών και αραβικών κρατών, αλλά, ακούσια, το σύνθημα για έναν άγριο πόλεμο μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Παλαιστίνη.
Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World
~·~
Η παλαιστινιακή κοινωνία διαλύθηκε υπό τον αντίκτυπο της εβραϊκής στρατιωτικής επίθεσης που ξεκίνησε τον Απρίλιο, και η έξοδος των Παλαιστινίων ξεκίνησε. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για την έξοδο των Παλαιστινίων, συμπεριλαμβανομένης της πρόωρης αποχώρησης των Παλαιστινίων ηγετών όταν τα πράγματα έγιναν δύσκολα, αλλά ο πιο σημαντικός λόγος ήταν η εβραϊκή στρατιωτική πίεση. Το Σχέδιο D δεν ήταν ένα πολιτικό σχέδιο για την εκδίωξη των Αράβων της Παλαιστίνης: ήταν ένα στρατιωτικό σχέδιο με στρατιωτικούς και εδαφικούς στόχους. Ωστόσο, διατάζοντας την κατάληψη αραβικών πόλεων και την καταστροφή χωριών, επέτρεψε και δικαιολογούσε τη βίαιη εκδίωξη Αράβων αμάχων. Στα τέλη του 1948 ο αριθμός των Παλαιστινίων προσφύγων είχε αυξηθεί σε περίπου 700.000. Όμως το πρώτο και μεγαλύτερο κύμα προσφύγων σημειώθηκε πριν από την επίσημη έναρξη των εχθροπραξιών στις 15 Μαΐου. Ο κύριος όγκος των προσφύγων κατέληξε στη Δυτική Όχθη, στη Λωρίδα της Γάζας και σε γειτονικές αραβικές χώρες, ιδιαίτερα στην Υπεριορδανία, τη Συρία και τον Λίβανο.
Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World
~·~
Το θέμα των Αράβων προσφύγων ήταν από τότε υπό αμφισβήτηση. Ισραηλινοί αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι οι Άραβες ενθαρρύνθηκαν να φύγουν από τους Άραβες προπαγανδιστές, οι οποίοι τους υποσχέθηκαν μια εύκολη επιστροφή μόλις οι αραβικοί στρατοί θα νικούσαν τους σιωνιστές. Έτσι, αυτοί οι Άραβες δεν πρέπει να θεωρούνται πρόσφυγες με δικαίωμα επιστροφής μετά την παύση των εχθροπραξιών, και το Ισραήλ ήταν δικαιολογημένο να επιτρέψει στους Εβραίους μετανάστες να καταλάβουν τα εδάφη και τα σπίτια τους. Αυτή ήταν μια εκ των υστέρων στάση του Ισραήλ, που ελήφθη για να στηρίξει μια ήδη υπάρχουσα κατάσταση. Η επιστημονική συζήτηση σχετικά με τη φυγή Παλαιστινίων δεν αμφισβητεί πλέον το γεγονός ότι οι σιωνιστικές/ισραηλινές δυνάμεις απέλασαν βίαια την πλειονότητα των προσφύγων. Το ερώτημα μάλλον είναι εάν αν το Σχέδιο D της Χαγκανά είχε επισήμως διαταχθεί ή όχι. Το Σχέδιο D διέτασσε πως οι Παλαιστίνιοι, ιδιαίτερα οι Μουσουλμάνοι, που δεν είχαν ήδη εγκαταλείψει τις περιοχές που είχαν παραχωρηθεί στο εβραϊκό κράτος στο σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ το 1947, θα εκδιώκονταν. Ο Ilan Pappé δηλώνει ότι η εντολή δόθηκε. Ο Benny Morris επιβεβαιώνει ότι οι σιωνιστικές δυνάμεις ενήργησαν σύμφωνα με το Σχέδιο D από τις αρχές Απριλίου και μετά, αλλά αρνείται ότι ο Μπεν Γκουριόν, ως επικεφαλής του Εβραϊκού Πρακτορείου, ζήτησε πράγματι την εφαρμογή του. Δεν ήταν η απέλαση η επίσημη πολιτική, αντίθετα οι σιωνιστές διοικητές που γνώριζαν το σχέδιο έδρασαν μόνοι τους. Αλλά και οι δύο συμφωνούν ότι οι στόχοι του Σχεδίου D επιδιώχθηκαν, είτε διατάχθηκαν επισήμως είτε όχι.
Αυτές οι ενέργειες, σε συνδυασμό με τον ψυχολογικό πόλεμο και τις απειλές των μελλοντικών Ντέιρ Γιασίν που μεταδόθηκαν στις αραβικές πόλεις, σήμαιναν περισσότερα για τους Άραβες πολίτες από ό,τι οι εκκλήσεις ορισμένων Εβραίων, όπως ο δήμαρχος της Χάιφα, να παραμείνουν οι Άραβες της Χάιφα. Η ύπαρξη σιωνιστικής πολιτικής έγινε φανερή όταν ορισμένοι Άραβες από τη Χάιφα ζήτησαν άδεια να επιστρέψουν δέκα ημέρες αργότερα, με την υποστήριξη αρχηγών αραβικών κρατών. Η Χαγκάνα απέρριψε αυτές τις εκκλήσεις και άλλη μία που έγινε στα μέσα Μαΐου, λίγο μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας. Οι εισερχόμενοι Εβραίοι μπορούσαν να μεταφερθούν στα άδεια σπίτια σε πόλεις και χωριά, και όπου τα χωριά θεωρούνταν πρωτόγονα, ισοπεδώθηκαν έτσι ώστε να μην υπάρχει τίποτα για να επιστρέψουν [οι Άραβες]. Νέα ισραηλινά χωριά χτίστηκαν πάνω ή δίπλα τους. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί ένα πολύ πιο συνεκτικό εβραϊκό κράτος με πολύ μικρότερο αραβικό πληθυσμό.
Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.
~·~
Στις τέσσερις το απόγευμα της 14ης Μαΐου 1948, μπροστά στους ηγέτες του Γισούβ στο Μουσείο Τέχνης του Τελ Αβίβ, ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν διάβασε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και κήρυξε την ίδρυση του εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, το οποίο ονομάζεται Medinat Israel – το κράτος του Ισραήλ. Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας δεσμευόταν ότι το Κράτος του Ισραήλ θα βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης όπως επινοήθηκαν από τους Προφήτες του Ισραήλ· θα υποστηρίζει την πλήρη κοινωνική και πολιτική ισότητα όλων των πολιτών της, χωρίς διάκριση θρησκείας, φυλής ή φύλου· και θα υποστήριζε πιστά τις αρχές της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών. Υποσχέθηκε συγκεκριμένα ίσα δικαιώματα στους Άραβες κατοίκους του Κράτους του Ισραήλ και έτεινε χείρα ειρήνης σε όλα τα γειτονικά αραβικά κράτη.Μια φωτογραφία του Θεόδωρου Χερτσλ κρεμασμένη στο κέντρο της κεντρικής αίθουσας ατένιζε την ομάδα των ηγετών που είχαν συγκεντρωθεί για να εκπληρώσουν το όραμα του εβραϊκού κράτους που είχε διατυπώσει πενήντα χρόνια νωρίτερα στο Πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο, στη Βασιλεία. . Από την αρχή ο Χερτσλ οραματίστηκε την ανάγκη να ζητήσει την υποστήριξη μιας μεγάλης δύναμης, και αυτό το όραμα μεταφράστηκε σε πραγματικότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το Κράτος του Ισραήλ, με τον Πρόεδρο Χάρι Τρούμαν να ενεργεί ενάντια στις συμβουλές του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η Σοβιετική Ένωση ακολούθησε το παράδειγμά της. Το Ισραήλ γεννήθηκε έτσι με δύο νονούς, τις δύο υπερδυνάμεις της μεταπολεμικής εποχής, που άρχιζαν να υποκαθιστούν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, το Ισραήλ αντιμετώπισε μια άμεση απειλή από τους εξαγριωμένους Άραβες γείτονές του. «Η μοίρα του», έγραψε λακωνικά ο Μπεν Γκουριόν στο ημερολόγιό του, «είναι στα χέρια των αμυντικών δυνάμεων».
Avi Shlaim, The Iron Wall: Israel and the Arab World
~·~
Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου η κατάσταση ήταν τεταμένη. Οι ηγέτες του Ισραήλ ήταν αποφασισμένοι να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη, εκμεταλλευόμενοι την αποδιοργάνωση των Αράβων. Ο μεσολαβητής του ΟΗΕ, ο κόμης Folke Bernadotte της Σουηδίας, αμφισβήτησε τις αξιώσεις τους. Ο Μπερναντότε ήθελε μια γρήγορη διευθέτηση προκειμένου να τερματιστούν οι εχθροπραξίες, αλλά πίστευε ότι οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των Αράβων και των Ισραηλινών θα έπρεπε να επιτύχει μια ισορροπία στα εδαφικά κέρδη για να μειωθούν τα αλυτρωτικά συναισθήματα. Καθώς οι Ισραηλινοί κατείχαν ήδη τη δυτική Γαλιλαία, αντιτάχθηκε στην επιθυμία τους να αποκτήσουν και τη Νεγκέβ. Θα μπορούσαν να έχουν είτε το ένα είτε το άλλο, αλλά όχι και τα δύο. Αλλά οι Ισραηλινοί δεν ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τη Γαλιλαία, με το πλούσιο έδαφός της, ούτε να συναινέσουν στην αραβική κατοχή της Νεγκέβ, την οποία θεωρούσαν με βιβλικό τρόπο ως μέρος του αρχαίου Ισραήλ και με πρακτική προοπτική ως μια δυνητικά εύφορη περιοχή που προσέφερε πρόσβαση στην Ερυθρά Θάλασσα. Οι Ισραηλινοί αντιτάχθηκαν έντονα στις διατυπώσεις του Μπερναντότε, οι οποίες έγιναν αποδεκτές τόσο από τους Βρετανούς όσο και από τους Αμερικανούς. Απαράδεκτη ήταν επίσης η ιδέα του να διεθνοποιηθεί η Ιερουσαλήμ, μια ιδέα που δεν ικανοποιούσε εξίσου τον Αμπντάλαχ της Ιορδανίας. Στις 18 Σεπτεμβρίου, εν τω μέσω μιας βιτριολικής εκστρατείας του ισραηλινού Τύπου εναντίον του, ο Μπερναντότε δολοφονήθηκε από μέλη της Lehi. Ο διάδοχός του, ο Ralph Bunche των Ηνωμένων Πολιτειών, διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις για την ανακωχή μεταξύ του Ισραήλ και διαφόρων αραβικών κρατών στο νησί της Ρόδου από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 1949. Οι συμφωνηθείσες γραμμές ανακωχής καθόρισαν τα σύνορα του Ισραήλ μέχρι τον πόλεμο του 1967, αλλά κατ’ αρχήν εξακολουθούσε να υπάρχει κατάσταση πολέμου· είχε επιτευχθεί μόνο η παύση των εχθροπραξιών.
Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.
~·~
Ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος
Στις 15 Μαΐου 1948, μονάδες από τους στρατούς της Αιγύπτου, της Συρίας, του Λιβάνου, της Υπεριορδανίας και του Ιράκ εισέβαλαν στο Ισραήλ, ξεκινώντας έναν περιφερειακό πόλεμο, ο οποίος διακόπηκε από διάφορες ανακωχές και διήρκεσε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1948 και είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των αραβικών δυνάμεων, τη διεύρυνση της ισραηλινής επικράτειας και την κατάρρευση της πρότασης του ΟΗΕ για ένα αραβικό παλαιστινιακό κράτος.
Λειτουργώντας φαινομενικά υπό την ενιαία εξουσία του Αραβικού Συνδέσμου, κάθε ένα από τα αραβικά κράτη που συμμετείχαν στην εισβολή έθεσε στην πραγματικότητα τα δικά του συμφέροντα σε προτεραιότητα. Έτσι, η εισβολή στο Ισραήλ παρεμποδίστηκε από την αρχή από τις ενδο-αραβικές πολιτικές αντιπαλότητες που οδήγησαν με τη σειρά τους σε έλλειψη συντονισμού στο πεδίο της μάχης. Επιπλέον, οι αραβικές δυνάμεις, με εξαίρεση την Αραβική Λεγεώνα του βασιλιά Αμπντάλαχ, δεν ήταν μόνο ανεπαρκώς προετοιμασμένες, ανεπαρκώς εξοπλισμένες και ανεπαρκώς καθοδηγούμενες· ήταν επίσης λιγότερες. Ο μύθος ενός ανυπεράσπιστου, νεογέννητου Ισραήλ που αντιμετώπιζε την επίθεση ορδών Αράβων στρατιωτών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου των μαχών από τις 15 Μαΐου έως τις 11 Ιουνίου 1948, οι συνδυασμένοι αραβικοί στρατοί αριθμούσαν περίπου 21.500, ενώ η Χαγκανά και οι συνδεδεμένες με αυτήν μονάδες διέθεταν δύναμη περίπου 30.000 ατόμων. Οι αριθμοί, φυσικά, δεν λένε όλη την ιστορία. Οι ισραηλινές δυνάμεις, υπό τη γενική στρατηγική διοίκηση του Μπεν Γκουριόν, παρακινούνταν από την πεποίθηση ότι συμμετείχαν σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου για την ίδια την ύπαρξη ενός εβραϊκού κράτους. Οι επιδόσεις τους ήταν εξαιρετικά καλές, επιδεικνύοντας την τόλμη και τον πολεμικό αυτοσχεδιασμό που θα χαρακτήριζαν τον ισραηλινό στρατό στους επόμενους πολέμους του. Μέχρι τη στιγμή της πρώτης ανακωχής του ΟΗΕ τον Ιούνιο, οι αραβικές επιθέσεις είχαν αποκρουστεί σε όλα τα μέτωπα εκτός από την Ιερουσαλήμ, όπου η Αραβική Λεγεώνα κατέλαβε την Ανατολική Ιερουσαλήμ και οι ισραηλινές δυνάμεις κράτησαν το νέο, δυτικό τμήμα της πόλης. Παρόλο που και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν την ανακωχή για να βελτιώσουν τον οπλισμό τους, οι Ισραηλινοί εισήλθαν στον επόμενο γύρο των μαχών (9-18 Ιουλίου) με σαφώς ανώτερες δυνάμεις. Το μέγεθος της Χαγκανά διπλασιάστηκε και η δύναμη πυρός της αυξήθηκε σημαντικά με την προμήθεια προμηθειών φορητών όπλων, βαρέος εξοπλισμού, ακόμη και μερικών αεροσκαφών από την Ευρώπη. Όταν τον Ιούλιο τέθηκε σε ισχύ η δεύτερη ανακωχή, η ισραηλινή νίκη ήταν εξασφαλισμένη.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δώδεκα μηνών, κάθε ένα από τα εμπόλεμα αραβικά κράτη συνήψε συμφωνία ανακωχής με το Ισραήλ. Οι συμφωνίες αυτές δεν ήταν συνθήκες ειρήνης και δεν συνιστούσαν αναγνώριση του Ισραήλ από την πλευρά των Αράβων υπογραφόντων· απλώς σταθεροποίησαν τα σύνορα της κατάπαυσης του πυρός χωρίς να τα θεωρούν οριστικά. Η Παλαιστίνη είχε ουσιαστικά διαιρεθεί μεταξύ του Ισραήλ, της Αιγύπτου (η οποία είχε υπό την κατοχή της τη Λωρίδα της Γάζας) και της Υπεριορδανίας (η οποία είχε καταλάβει την παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ και τα εδάφη δυτικά του Ιορδάνη ποταμού).
Όχι μόνο δεν υπήρχε παλαιστινιακό αραβικό κράτος, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του αραβικού πληθυσμού στο έδαφος που έγινε Ισραήλ –πάνω από 700.000 άτομα– είχε μετατραπεί σε πρόσφυγα. Η φυγή των Αράβων από την Παλαιστίνη ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του διακοινοτικού πολέμου και αρχικά ήταν η φυσιολογική αντίδραση ενός άμαχου πληθυσμού στις κοντινές μάχες· μια προσωρινή εκκένωση από τη ζώνη της μάχης με σχέδια επιστροφής μόλις σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού του 1948, η φυγή των Παλαιστινίων Αράβων μετατράπηκε σε μια μόνιμη μαζική έξοδο, καθώς οι χωρικοί εγκατέλειψαν τα πατρογονικά τους εδάφη και οι κάτοικοι των πόλεων άφησαν πίσω τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους. Μόλις άρχισε η φυγή των Αράβων, ενθαρρύνθηκε από τη Χαγκανά. Προκειμένου να διασφαλίσει το εσωτερικό του ισραηλινού κράτους και να προστατεύσει τους εβραϊκούς οικισμούς που βρίσκονταν εκτός των οριοθετημένων από τον ΟΗΕ συνόρων του, η Χαγκανά τον Απρίλιο του 1948 ενέκρινε μια εκστρατεία εναντίον δυνητικά εχθρικών αραβικών χωριών. Γνωστή ως Σχέδιο D, η εκστρατεία «προέβλεπε την κατάκτηση και τη μόνιμη κατοχή ή ισοπέδωση αραβικών χωριών και πόλεων». Οι αξιωματικοί της Χαγκανά ερμήνευσαν το Σχέδιο D ότι τους έδινε την εξουσία να αναλάβουν τη συστηματική εκδίωξη των Παλαιστινίων Αράβων που ζούσαν μέσα στην περιοχή που είχε παραχωρηθεί στο εβραϊκό κράτος, καθώς και εκείνων των οποίων τα χωριά βρίσκονταν ακριβώς μέσα στην περιοχή που είχε παραχωρηθεί στο αραβικό κράτος. Η εφαρμογή του Σχεδίου D ενέτεινε τους φόβους που ήδη υπήρχαν στον αραβικό πληθυσμό και συνέβαλε στη φυγή που σύντομα πήρε μια μη αναστρέψιμη δυναμική. Καθώς εκατοντάδες χιλιάδες Άραβες πολίτες κατευθύνονταν προς τα σύνορα, η ισραηλινή διοίκηση εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που παρουσιάστηκε για να εξασφαλίσει ένα συνεκτικό και ομοιογενές εβραϊκό κράτος με μια σταθερή εβραϊκή πλειοψηφία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του υπόλοιπου 1948 και μέχρι το 1949, υπήρξαν περιστατικά αναγκαστικής εκδίωξης Αράβων. Ως αποτέλεσμα, μέχρι τη σύναψη της τελευταίας συμφωνίας ανακωχής το 1949, παρέμεναν μόνο 160.000 Άραβες εντός των συνόρων του Ισραήλ.
Η πλειονότητα όσων είχαν διαφύγει ή απελαθεί ήταν άποροι και συνωστίζονταν σε προσφυγικούς καταυλισμούς σε διάφορα αραβικά κράτη. Η βίαιη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ αντικατέστησε το ευρωπαϊκό εβραϊκό προσφυγικό πρόβλημα με ένα προσφυγικό πρόβλημα της Μέσης Ανατολής, το οποίο έκτοτε προκαλεί μεγάλη προσωπική δυστυχία και περιφερειακή πολιτική αναταραχή.
Εκτός από τη δημιουργία της τραγωδίας των εκτοπισμένων Παλαιστινίων, η αποφασιστική στρατιωτική νίκη του Ισραήλ –που αναφέρεται ως Πόλεμος της Ανεξαρτησίας στο Ισραήλ– επί των εισβολέων αραβικών δυνάμεων δυσφήμισε τα καθεστώτα που είχαν διατάξει τόσο απροετοίμαστες μονάδες να πολεμήσουν. Η αραβική ήττα απέκτησε πολιτιστικές προεκτάσεις, προκαλώντας μια κριτική αυτοεξέταση των κοινωνικών και πολιτικών βάσεων της αραβικής ζωής. Ένα από τα πιο επιδραστικά αραβικά σχόλια επί του θέματος, το βιβλίο του Constantine Zurayq «Το νόημα της καταστροφής», έλαβε τόσο ευρεία κυκλοφορία ώστε κατέστησε τον όρο καταστροφή συνώνυμο της αραβικής ήττας του 1948. Αυτή η ήττα, και η ευρεία καταδίκη της μεταξύ των ίδιων των Αράβων, μετέτρεψε τον αρχικό αγώνα μεταξύ των Αράβων και των Εβραίων κατοίκων της Παλαιστίνης στην τραγική αραβοϊσραηλινή σύγκρουση.
Cleveland L. William, A history of the modern Middle East
~·~
Για τους Παλαιστίνιους Άραβες οι πόλεμοι του 1948, τόσο πριν όσο και μετά την ανεξαρτησία, ήταν καταστροφικοί. Κατά τη διάρκεια του πολέμου με τα αραβικά κράτη, οι Ισραηλινοί εκδίωξαν πολύ περισσότερους Άραβες από τα εδάφη που κατέλαβαν και τους ανάγκασαν να περάσουν τα όρια των αραβοκρατούμενων εδαφών· 400.000 έως 450.000 εκδιώχθηκαν ή έφυγαν. Από τους περίπου 860.000 Άραβες που ζούσαν στην περιοχή της Παλαιστίνης που τώρα ονομαζόταν Ισραήλ, παρέμειναν 133.000. Από τους υπόλοιπους, 470.000 έμειναν σε στρατόπεδα στην αραβική Παλαιστίνη, που ελεγχόταν από την Ιορδανία, και στη Λωρίδα της Γάζας, που κατείχε η Αίγυπτος. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στον Λίβανο, τη Συρία και την ίδια την Ιορδανία, ενώ η Αίγυπτος και το Ιράκ πήραν λιγότερους. Με τη διασκορπισμό τους, το παλαιστινιακό ζήτημα μετατράπηκε σε ζήτημα προσφύγων, το οποίο έπρεπε να χειριστούν τα αραβικά κράτη, μέχρι τη δεκαετία του 1960, όταν άρχισε να αναδύεται ένα παλαιστινιακό εθνικό κίνημα, το οποίο συχνά ήταν και το ίδιο πιόνι στους ανταγωνισμούς των αραβικών κρατών. Οι προσπάθειες του μουφτή να σχηματίσει μια αραβική κυβέρνηση ολόκληρης της Παλαιστίνης, με έδρα τη Γάζα, απορρίφθηκαν από τον Αμπντάλαχ, ο οποίος το είδε ως μέσο απόρριψης της εξουσίας του στην ανατολική Παλαιστίνη. Τον Δεκέμβριο του 1948, ανακήρυξε την ενότητα της αραβικής Παλαιστίνης και της Ιορδανίας και διόρισε τον παλιό αντίπαλο τού μουφτή, Raghib al-Nashashibi, ως τον πρώτο στρατιωτικό κυβερνήτη του στην Παλαιστίνη, που σήμερα είναι η Δυτική Όχθη της Ιορδανίας.
Στο Ισραήλ, ο Μπεν Γκουριόν και το κυρίαρχο Κόμμα Mapai του ενεργοποιήθηκαν για να εδραιώσουν τους καρπούς της νίκης. Είχε θριαμβεύσει σε μια μεγάλη σύγκρουση με τον Μπέγκιν και το Ιργκούν τον Ιούνιο, κατά τη διάρκεια της πρώτης εκεχειρίας, όταν αμφισβήτησε το δικαίωμα του Μπέγκιν να ελέγχει μια αποστολή όπλων που είχε φτάσει στο Τελ Αβίβ με το πλοίο Altalena. Κατά την άποψη του Μπεν Γκουριόν, αυτά τα όπλα ανήκαν τώρα στην ισραηλινή κυβέρνηση και τις ένοπλες δυνάμεις της, όχι σε μια ξεχωριστή μονάδα που φοβόταν ότι θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να αμφισβητήσει τη νόμιμη κρατική εξουσία. Μετά από μια συμπλοκή μεταξύ των δυνάμεων Χαγκανά και Ιργκούν που είχε ως αποτέλεσμα θύματα και την προσάραξη της Altalena, το Ιργκούν συνθηκολόγησε και η κύρια εσωτερική απειλή για την κυβέρνηση απομακρύνθηκε. Με τις εκλογές στις αρχές του 1949, ο Μπέγκιν εισήλθε στο ισραηλινό κοινοβούλιο (Κνεσέτ) μαζί με τους ηγέτες της Lehi και τρεις Άραβες.
Μέχρι τα τέλη του 1949, ο πληθυσμός του Ισραήλ είχε εκτιναχθεί στο ένα εκατομμύριο καθώς μια πλημμυρίδα μεταναστών εισήλθε στο νέο κράτος. Περίπου οι μισοί από τους νεοφερμένους ήταν Εβραίοι από αραβικά εδάφη των οποίων η διαβίωση εκεί είχε γίνει σχεδόν αδύνατη, ιδίως στο Ιράκ, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας του Ισραήλ. Μέχρι το 1952, 325.000 Εβραίοι από την αραβική Μέση Ανατολή είχαν μεταναστεύσει στο Ισραήλ, τερματίζοντας αιώνες ύπαρξής τους ως μειονοτήτων υπό μουσουλμανική κυριαρχία. Μεταξύ των Αράβων και των Ισραηλινών υπήρχε μόνο μια αβέβαιη ειρήνη, βασισμένη στη στρατιωτική αναγκαιότητα. Οι Άραβες απέρριψαν τη νομιμότητα του εβραϊκού κράτους, ενώ οι Ισραηλινοί ήταν αποφασισμένοι να πείσουν τους Άραβες ότι δεν μπορούσαν να απειλήσουν την ύπαρξή τους. Μια νέα φάση της σύγκρουσης ξεκινούσε τώρα και επικεντρώθηκε στις αραβοϊσραηλινές κρατικές και στρατιωτικές αλληλεπιδράσεις, οι οποίες επηρεάζονταν, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στο παρελθόν, από τους ανταγωνισμούς μεγάλων δυνάμεων και τη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση μεταξύ του σοβιετικού μπλοκ και των δυτικών δυνάμεων.
Charles D. Smith, Palestine and the Arab-Israeli Conflict, 9th ed.
*
*