*
Το ακόλουθο άρθρο του Volker Gerhardt, καθηγητή της κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου, πρωτοείδε το φως την 4η Μαΐου 2000 στην εφημερίδα DIE ZEIT ως βιβλιοκρισία για το τελευταίο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη, Das Politische und der Mensch. Grundzüge der Sozialontologie, Akademie Verlag, Βερολίνο 1999. (Ελληνική έκδοση: Παναγιώτης Κονδύλης, Το πολιτικό και ο άνθρωπος. Βασικές αρχές της κοινωνικής οντολογίας, 2 τόμοι, μετάφραση Λευτέρης Αναγνώστου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2007).
~.~
Τη ζωή του ανθρώπου τη νοηματοδοτούν μόνον οι πράξεις του.
Π. ΚΟΝΔΥΛΗΣ
Όσο περισσότερο αφήνουμε πίσω μας τον Εικοστό αιώνα, τόσο περισσότερο θα ανακαλύπτουμε ότι προς τα τέλη του έζησε στη Χαϊδελβέργη ένας διδάκτορας της φιλοσοφίας που, κινούμενος πέρα και έξω από τα πανεπιστημιακά θέσμια, συνέχισε την παράδοση του Μαξ Βέμπερ με τρόπο πιο δημιουργικό και πρωτότυπο απ’ όλους τους κρατικοδίαιτους καθηγητές της πολιτειολογίας, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας μαζί. Κι αυτό ισχύει παρά τα όσα σημαντικά συνεισέφερε στην πολιτική θεωρία ένας Καρλ Γιάσπερς, και δεν επιζητεί να αμφισβητήσει τα επιτεύγματα των ιστορικών που εντρυφούν σ’ όλους αυτούς τους κλάδους.
Ο λόγος είναι για τον Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος στη δεκαετία του ’70 εκπόνησε μια μεγάλη, φιλόδοξη διδακτορική διατριβή πάνω στη Γένεση της διαλεκτικής (1979), χωρίς όμως αργότερα να εξελιχθεί ακαδημαϊκά ούτε στη Χαϊδελβέργη, ούτε στην Αθήνα. Αυτό ήταν, όπως δίχως δισταγμό θα ομολογούσαμε, και συνέπεια της ευρύνοιας του πνεύματός του που ήξερε να χειρίζεται τεράστιους όγκους υλικού και να υπερσκελίζει με τρόπο κυρίαρχο τα όρια των επιμέρους γνωστικών κλάδων. Καθένα από τα κατοπινά του έργα, που ακολούθησαν σε πυκνά διαστήματα, θα μπορούσε να γίνει ανέτως δεκτό στις Φιλοσοφικές Σχολές ως υφηγετική διατριβή. Καθώς όμως τόσο στη Γερμανία, όσο και στην Ελλάδα δεν του παραχωρήθηκε καν η ιδιότητα του υφηγητή, ο Κονδύλης είχε την ευκαιρία να προσδώσει νέο κύρος στον από καιρό, όπως πιστεύαμε, παροπλισμένο τίτλο του «ιδιωτεύοντος λογίου» [Privatgelehrte].
Όλες οι μεγάλες εργασίες του Παναγιώτη Κονδύλη –από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό (1981) και τον Συντηρητισμό (1986) ώς τη Θεωρία του πολέμου (1988) και την Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη (1990)– αναδιφούν τους ιστορικούς και ανθρωπολογικούς όρους της κοινωνικής σκέψης. Ύστερα από το περιεκτικό πρώτο σχεδίασμα του Ισχύς και απόφαση (1984), μπορούσαμε να εκλάβουμε όλα τα γραπτά του συγγραφέα ως προεργασίες για μια συστηματική και συνολική πραγμάτευση της κοινωνικής φιλοσοφίας.
Πράγματι ο Κονδύλης ξεκίνησε να συντάσσει το έργο αυτό τη δεκαετία του ’90, με κύριο ζητούμενο να περιγράψει και να διευκρινίσει τι τέλος πάντων εννοούμε με την έννοια «κοινωνία»: Πώς την διακρίνουμε από τα συμβεβηκότα του φυσικού περιβάλλοντος; Πώς μπορούμε να συλλάβουμε το ρόλο της ως θεμελιώδους όρου για την ύπαρξη ατόμων και θεσμών, πολιτισμού και πολιτικής; Τι σημαίνει τελικά κοινωνικό γεγονός;
Αυτά είναι τα στοιχειώδη ερωτήματα μιας οντολογίας που δεν θεματίζει το Είναι ως όλον, αλλά εστιάζει όλη της την προσοχή στην κοινωνία. Ο Κονδύλης κάνει λόγο για «κοινωνική οντολογία» και σχεδίαζε να εκθέσει τα θεμελιώδη της γνωρίσματα σε ένα έργο με πάνω από δύο χιλιάδες σελίδες και τον τίτλο Το πολιτικό και ο άνθρωπος. Πρόκειται για εγχείρημα που εκκρεμεί το αργότερο από την εποχή του Κόντ και του Μαρξ. Όμως τα εξαρτημένα ανακλαστικά της κοινωνικής θεωρίας απέναντι σε οτιδήποτε θα μπορούσε να όζει «μεταφυσικής», το αντιστρατεύονταν. Έτσι στον συγγραφέα ανήκει η τιμή ότι αποτόλμησε να καταπιαστεί με ένα μεγάλο σχέδιο, εκεί όπου απέτυχαν οι κοινωνιολόγοι και οι φιλόσοφοι του 19ου και 20ού αιώνα.
Το γεγονός αυτό κάνει ακόμη οδυνηρότερο το δυστύχημα ότι ο Παναγιώτης Κονδύλης δεν μπόρεσε να φέρει σε πέρας το συστηματικό του έργο. Προτού ακόμη ολοκληρωθεί η σύνταξη του πρώτου τόμου, επρόκειτο να υποβληθεί σε μια ανώδυνη εγχείρηση. Η εγχείρηση απέτυχε και οδήγησε στον θάνατο. Η διαρθρωμένη σε τρία μέρη έρευνα μάς παραδόθηκε αποσπασματική. Ο Falk Horst επιμελήθηκε την έκδοση του εννιακοσιοσέλιδου χειρογράφου του πρώτου τόμου και ελπίζει από τα καταλειπόμενα σημειώματα και προσχέδια να δημοσιεύσει δύο ακόμα τόμους. Ο ένας πραγματεύεται την «Κοινωνία ως πολιτικό συλλογικό υποκείμενο», ο άλλος φέρει τον τίτλο «Ταυτότητα, Ισχύς και Πολιτισμός» και εξετάζει τις προϋποθέσεις τους.
Όση περιέργεια κι αν έχει για το έργο: στην αρχή ο αναγνώστης δυσκολεύεται. Κι αυτό οφείλεται ίσως στην έννοια της «μαζικής δημοκρατίας», από την οποία το εισαγωγικό κείμενο βρίθει. «Μαζικοδημοκρατική επανάσταση», «μαζικοδημοκρατική ιδεολογία», «μαζικοδημοκρατική ομαλότητα», «μαζικοδημοκρατικοί πόθοι», «μαζικοδημοκρατικός πανθεϊσμός» – και ούτω καθεξής, χωρίς διακοπή στις πρώτες ενενήντα σελίδες. Φυσικά κατανοεί κανείς τι έχει κατά νουν ο συγγραφέας: στη δημοκρατία βλέπει μια πραγματικότητα που επικρατεί σε πλανητική κλίμακα. Με δεδομένο τον υπερπληθυσμό, το φαινόμενο αυτό συναρτάται και με το πρόβλημα της οργάνωσης των ευρέων μαζών. Από καθαρά περιγραφικής πλευράς συνεπώς, κάθε σύγχρονη δημοκρατία είναι «μαζική δημοκρατία».
Παραταύτα ο αναγνώστης δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υποψία ότι ο συγγραφέας δεν εννοεί τον διαγνωστικό του αυτόν όρο με τρόπο αμιγώς περιγραφικό. Ωστόσο ο επικριτικός τόνος θα ήταν διαφωτιστικός, μόνο αν είχαμε στη διάθεσή μας μια καλύτερη εναλλακτική επιλογή. Διότι δεν χρειαζόμαστε μόνο μια ιστορική αλλά και μια πολιτική αντιπρόταση στη «μαζική δημοκρατία»· αν επιθυμούμε να εκθέσουμε τον πολιτικό μας προβληματισμό με τρόπο πολιτικά εύστοχο, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να πούμε με ποιο τρόπο είναι δυνατή η υπέρβαση των ελλειμμάτων της.
Επ’ αυτού ο συγγραφέας σιωπά. Αρκείται να υποδαυλίζει τη δυσφορία απέναντι στο υφιστάμενο πολιτικό καθεστώς, υποβάλλει με την εννοιολογία του την εντύπωση ότι πρέπει να υπάρχει κάτι καλύτερο από τη «μαζική δημοκρατία» και παραβλέπει ότι με τον τρόπο αυτό θέτει σε κίνδυνο και τη φήμη της ίδιας της δημοκρατίας. Ασφαλώς δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τον Κονδύλη όταν θεωρεί το παρόν, όπως και κάθε ιστορική περίοδο, εποχή μεταβατική. Έχει απόλυτα δίκιο όταν στρέφεται εναντίον της ακόμα και σήμερα διαδεδομένης ψευδαίσθησης μιας post-histoire. Όταν όμως δεν λέμε τι θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη «μαζική δημοκρατία», η διαγνωστική έννοια χάνει το νόημά της.
Μόλις ο αναγνώστης ξεπεράσει την απαρέσκεια που του προξενεί η ανεπαρκής διάγνωση της παρούσας ιστορικής συγκυρίας, η ανταμοιβή του είναι πλούσια: πρώτο μέλημα του συγγραφέα είναι να υπερασπίσει το σχέδιό του απέναντι στην κυρίαρχη στις κοινωνικές επιστήμες σκέψη. Ωφελιμισμός και οικονομικός ορθολογισμός, συστημικός κοινωνιολογισμός και οικουμενισμός της τεχνολογίας του διαλόγου στον προκατειλημμένο αγώνα τους κατά της μεταφυσικής δεν αφήνουν χώρο για το οντολογικό ερώτημα, τι είναι τελικά η κοινωνία ως κοινωνία .
Για τους λόγους αυτούς η έρευνα εγκαινιάζεται με μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του Zeitgeist. Ο συγγραφέας προσεγγίζει με κέφι αλλά και γνώση τη χορεία των κοινωνιολόγων, οικονομολόγων και φιλοσόφων των τελευταίων δύο αιώνων και αναπτύσσει τις θέσεις του εντρυφώντας στις παραδεδομένες απόψεις. Το πόρισμά του είναι κατά κύριο λόγο επικριτικό: όθεν δεν του απομένει παρά να εκθέσει τις δικές του απόψεις διά της οδού της πολεμικής.
Αυτό δεν αλλάζει ούτε όταν περνά στη συστηματική ανάλυση. Το γνήσιο ιχνηλατικό αισθητήριο αυτού του διανοητή τον ωθεί διαρκώς στον εντοπισμό και την αποκάλυψη των θετικιστικών συντομογραφιών που, σε μια εποχή όπου οι θεωρητικές ζητήσεις κινούνται υπό τον αστερισμό του linguistic turn, είναι τόσο χαρακτηριστικές για όλα εκείνα τα ρεύματα τα οποία δεν ασχολούνται παρά με ζητήματα επικοινωνίας, διαδικασιών και ορθολογικότητας ή με την κατασκευή μοντέλων. Όμως όλα αυτά αποκρύπτουν τη σημασία της κοινωνικότητας που ως πρωταρχικός δεσμός μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας προηγείται κάθε Λόγου, κάθε νοήματος και κάθε συμβόλου.
Το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών περιλαμβάνει και τον Καρλ Σμιτ. Στον τελευταίο καταλογίζεται μια υπέρ το δέον στενή κατανοήση της σχέσης φίλου-εχθρού. ‘Αλλωστε ο Σμιτ καταπιάνεται μόνο με την έχθρα· η φιλία αντίθετα δεν διαδραματίζει ρόλο στο έργο του. Όμως ακριβώς η φιλία είναι αποφασιστικής σημασίας για την εμπειρία της «εγγύτητας» που συγκροτεί τις κοινωνικές σχέσεις. Η «εγγύτητα», πάλι, είναι αυτονόητο ότι χρωστά την πρωταρχική κοινωνική της αξία μόνο στην «απόσταση» που είναι ανά πάσα στιγμή δυνατή. Όσοι λοιπόν μιλούν περί φιλίας, δεν επιτρέπεται να λησμονούν ότι στις εννοιολογικές της προϋποθέσεις καταλέγεται και η έχθρα. Η συνέχεια στο φάσμα των κοινωνικών στάσεων περιλαμβάνει επίσης τη δυνατότητα αλλαγής της προοπτικής: απέναντι στον κοινό εχθρό ακόμα και δυο εχθροί μπορεί να είναι φίλοι.
Η κοινωνία είναι ο χώρος όπου έχουν κατ’ αρχήν θέση όλες οι μορφές εμφανίσεως του ανθρώπινου Είναι. Και ακριβώς η παρουσία τους εκεί τους προσδίδει τελικά τον χαρακτήρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Από το γεγονός αυτό προκύπτει μια στενή συνάρτηση μεταξύ ανθρωπολογίας και κοινωνικής οντολογίας. Ακόμα και το καλό και το κακό απαντούν πάντοτε μόνο μέσα στις κοινωνικές συνθήκες. Για τον λόγο αυτό η κοινωνική οντολογία δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σε καμιά ηθική, όσο ευρύχωρη ή αβαθής κι αν είναι αυτή.
Ανάλογα ισχύουν για τους κανόνες της σκέψης και της ομιλίας. Ήδη η αποβλεπτικότητα, δηλαδή η εξ αρχής προσανατολισμένη στις εμπράγματες σχέσεις διανοητική δραστηριότητα του ανθρώπου, έχει μορφή κοινωνικού ενεργήματος. Η κοινωνικότητα ιδρύει την επικοινωνία – και όχι αντίστροφα. Ώστε η φιλοσοφία της γλώσσας πόρρω απέχει απ’ το να είναι και φιλοσοφία της κοινωνίας.
Ο Κονδύλης θεμελιώνει την οντολογία της κοινωνικής πραγματικότητας αποκλειστικά στα συμβεβηκότα του ανθρώπινου πράττειν. Στο μέτρο αυτό η οντολογία του εκπορεύεται αποκλειστικά από εμπειρικά δεδομένα. Αρκεί να μη μας διαφεύγει η λεπτομέρεια ότι μέρος αυτής της πραγματικότητας είμαστε και εμείς οι ίδιοι. Γι’ αυτό και όσοι αποπειρώνται να κατανοήσουν την κοινωνία ως απλή προϋπόθεση, πλαίσιο ή θεμέλιο του πράττειν, σκέπτονται πάντοτε πρωθύστερα.
Η κοινωνικότητα περιέχεται εξαρχής στα ενεργήματα των δρώντων προσώπων· αυτή είναι ο φορέας του νοήματός τους, δίχως όμως, όπως το θέλουν οι εκφραστές της γλωσσαναλυτικής σκέψης, να έχει ως δικό της φορέα ένα νόημα. Διότι το θεμελιώδες κοινωνικό γεγονός είναι η διεργασία του ίδιου του πράττειν. Στους κόλπους του διαμορφώνεται η κοινωνική πραγματικότητα, έτσι ώστε ένα νόημα να έχει σημασία μόνο μέσα της. Ακόμα και η ορθολογικότητα, της οποίας η ανθρωπολογική απαρχή πρέπει να αναζητηθεί στην αργοπορία μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης, εκδιπλώνεται πρώτα όταν οι πράξεις του δρώντος υποκείμενου συναντήσουν την ανταπόκριση της σύμπραξης ή της αντίπραξης: «ορθολογική γίνεται η πράξη μόνον όπου διασταυρώνεται με πράξη». Και σ’ αυτήν την «αμοιβαιότητα» εκδιπλώνεται η προοπτική της πολλαπλότητας, εντός της οποίας σχηματίζεται η κοινωνία – και εντός της οποίας οφείλουμε να κατανοήσουμε και την κοινωνία την ίδια.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης μάς άφησε ένα σημαντικό βιβλίο. Όχι μόνο για το πλήθος των αναλύσεων πάνω στα θεωρητικά μορφώματα δύο αιώνων που περιέχει, αλλά και διότι μας υποδεικνύει έναν δρόμο πέρα από τον μεταρρομαντικό εξτρεμισμό. Εξτρεμισμό που επιστημονικά δεν μπορούσε να σταθεί παρά ως θετικισμός.