(07/06/2023)
Αν τα κοινωνικά κινήματα του καιρού μας τολμούσαν, κάποια στιγμή, να θέσουν το ερώτημα «Μα γιατί δεν πείθουμε, γαμώτο!», αν είχαν την γενναιότητα να ξεφύγουν από την βαθύτατη πικρία που υποκρύπτει αυτό το «γαμώτο» στο τέλος του ερωτήματος, αν άντεχαν να αναμετρηθούν καθαρά με τις πραγματικές αιτίες των χρόνιων μειονοτικών κοινωνικών τους (μας) απόψεων, αν έθεταν με μια συμπονετική περιέργεια το «Γιατί οι απόψεις μας, το όνειρό μας, δεν πείθει τους πολλούς;
Γιατί δεν καταφέρνουμε να ασκήσουμε ισχυρή κοινωνική επιρροή;», αν δεν μας αρκούσαν οι ανακουφιστικές ψευδο-απαντήσεις για την μη ωριμότητα των συνθηκών ή για την ισχύ των αντίπαλων κυρίαρχων τάξεων ή για την ισχύ των μέσων του καθεστώτος ή εν πάση περιπτώσει για τα δεκάδες διαθέσιμα εργαλεία καθυπόταξης των κυρίαρχων ελίτ, αν όλα αυτά, τότε τα κοινωνικά κινήματα θα συναντιόντουσαν με την ψυχολογία και όλοι θα ανακαλύπταμε με μιαν έκπληξη πως δεν είμαστε εν τέλει καταδικασμένοι σε μια ηρωική ή αυτοθυσιαστική επαναστατική πρακτική που στο τέλος απομένει πάντα αδικαίωτη και ανολοκλήρωτη.
Αν όλα αυτά, τότε θα ανακαλύπταμε πως στην επαναστατική εξίσωση της εποχής μας υπάρχει «κάτι» εξαιρετικά σημαντικό που μας διαφεύγει.
Κι αυτό το «κάτι» μας το λέει η ψυχολογία: Όλοι οι άνθρωποι έχουμε υπαρξιακή ανάγκη για ασφάλεια, κοινωνική αποδοχή, συναισθηματικές συνδέσεις, αυτονομία, ελευθερία, αυτοέκφραση και αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η βιολογία της εξέλιξης μας. Και ξέρουμε πια πως είτε πρόκειται για σεξουαλική κακοποίηση, είτε για την παραμέληση ενός παιδιού, είτε για τις επιπτώσεις του ρατσισμού και της ομοφοβίας, είτε για τα φαινόμενα mobbing στο χώρο της εργασίας, στην πραγματικότητα πρόκειται για ανταποκρίσεις στο Τραύμα, δηλαδή για «τραυματικές απαντήσεις» στις ανεκπλήρωτες αυτές υπαρξιακές μας ανάγκες.
Το Τραύμα καταστρέφει ένα μέρος της αξιοπρέπειας μας. Και εύλογα τότε εμφανίζονται οι ενσωματωμένες σε όλους μας στρατηγικές επιβίωσης: η αντίδραση πάλης ή φυγής ή το συναισθηματικό πάγωμα ή η αποστασιοποίηση. Πώς περιμένουμε λοιπόν από έναν τραυματισμένο-συναισθηματικά μουδιασμένο άνθρωπο να αντιδράσει, να βγει από την παθητικοποίηση, όταν έχει ακρωτηριαστεί η αξιοπρέπεια του; Μπορούμε άραγε να φανταστούμε την οδυνηρή εσωτερική σύγκρουση που βιώνει ο ανθρώπινος ψυχισμός που για να νοιώθει μια κάποια ασφάλεια δεν μπορεί να νοιώθει αξιοπρέπεια; Πως νοιώθει άραγε ο άνθρωπος που μπορεί να συνδεθεί συγκροτώντας συλλογικότητες, αλλά για να το κάνει πρέπει να εγκαταλείψει την ασφάλεια του;
Χρειάζεται πλέον να το πούμε καθαρά, ότι αυτό ακριβώς είναι το τραύμα που προκαλεί ο καπιταλισμός: μια διαρκή εσωτερική δυσφορία, μια απελπισία που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, επειδή τίποτα δεν έχει συνοχή.
Και το πιο «καταπληκτικό» είναι πως όλοι μας σχεδόν είμαστε πεισμένοι πως ο καπιταλισμός και το τραύμα είναι εντελώς άσχετα. Η θεραπεία και το πολιτικό πεδίο δεν συναντιούνται πουθενά. «Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα ή τώρα είναι πολύ καλύτερα!» θα σου πουν οι θιασώτες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ανενημέρωτοι και οι ίδιοι πως στην πραγματικότητα «μιλάει» το δικό τους τραύμα, κλείνοντας τα μάτια στα δραματικά στοιχεία αύξησης του επιπολασμού μιας σειράς ψυχικών ή και ψυχογενών παθήσεων. Έχουμε να κάνουμε πλέον με μια πανδημία ψυχικής νόσου, αλλά αυτό είναι απλά ένα άθροισμα μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ατομικών περιπτώσεων, που δεν έχει καμία σχέση με την τοξική κουλτούρα του καπιταλισμού!
Αλλά το πραγματικά ερώτημα είναι πως ξεμπλέχτηκαν αυτά τα δυο; Πως στο καλό το κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό σύστημα έφτασε να θεωρείται άσχετο με την ψυχική και σωματική υγεία των ανθρώπων; Πως ο καπιταλισμός είναι αθώος για το Τραύμα; Και η απάντηση είναι πως και αυτό είναι συνέπεια του καπιταλιστικού τραύματος, που κατάφερε να «φαίνεται» αόρατο, όπως ακριβώς οι μεγάλες μάζες των αόρατων ανθρώπων που τραυματίζει .
Η μεγαλύτερη «επιτυχία» του Καπιταλισμού έγκειται στο ότι κατάφερε να διαχωρίσει το τι συμβαίνει στην ύπαρξη, στο σώμα, στις οικογένειες και στα σπίτια μας με το τι συμβαίνει στον πολιτικό-κοινωνικό χώρο, πείθοντας μας πως αυτά είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους.
Η αλήθεια είναι πως το ένα είναι συνέπεια του άλλου και πως αυτά τα δυο είναι εγγενώς συνδεδεμένα μεταξύ τους, με τον ίδιο τρόπο που ένα άνυδρο, ανήλιο και βραχώδες περιβάλλον είναι καταστροφικό για την ανάπτυξη της ζωής ενός δέντρου! Το πολιτικό και οικονομικό σύστημα που κυριαρχεί είναι πολλαπλά τραυματικό.
Όπως λέει η Marianne Williamson, υποψήφια πρόεδρος στις ΗΠΑ, «Μεγάλο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας είναι μια παρανόηση. Είμαστε παρα-πληροφορημένοι. Από την πρώτη στιγμή της ζωής μας διδασκόμαστε λανθασμένα τη ζωή και ενστικτωδώς γινόμαστε πιο επιρρεπείς στο φόβο, πιο επιρρεπείς στο θυμό, πιο επιρρεπείς στην άμυνα, σε σημείο που μια φυσική στοργική σκέψη να μας φαίνεται αφύσικη, ώσπου η αφύσικη σκέψη που βασίζεται στο φόβο γίνεται φυσική. Η πολιτική είναι το τέλειο παράδειγμα γι’ αυτό. Το να καταστρέφουν τη γη φαίνεται φυσικό, φυσιολογικό, κανονικό, ενώ η αγάπη, η αλληλεγγύη, η κοντινότητα με τον άλλο, φαίνονται ανόητα και γελοία»
Όπως υποστηρίζει η Staci K Haines συγγραφέας του βιβλίου The Politics of Trauma: Somatics, Healing and Social Justice, «Οι βαθύτερες αιτίες του τραύματος, ακόμη και σωματικά, είναι η ανισότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα που βασίζονται στην κυριαρχία, γιατί ακριβώς τα συστήματα αυτά διατηρούνται μέσω της βίας και της κατάχρησης. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είναι και όλη η προοπτική κυριαρχίας στη γη, σαν να είμαστε ξέχωροι από τη γη και όχι η ίδια η γη. Και αυτό διαιωνίζεται ιστορικά. Η βασική αιτία του τραύματος, είναι η δουλεία, η αποικιοκρατία και ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Η βαθύτερη αιτία των πολλαπλών τραυμάτων είναι η συστημική καταπίεση».
«Υπάρχει ισχυρή διασύνδεση ανάμεσα στην «φλεγμονή» στο πολιτικό πεδίο και στην φλεγμονή στο σωματικό πεδίο, επισημαίνει η Dr. Rupa Marya ακτιβίστρια και καθηγήτρια ιατρικής στο University of California. Οι ρίζες όλου αυτού βρίσκονται στον αποικιοκρατικό καπιταλισμό. Είναι το τραύμα που προκλήθηκε από νοοτροπίες που απαιτούν να διακόψουμε τη σχέση μας με τα πράγματα που μας κρατούν καλά και υγιείς στο ζωή μας, στις σχέσεις μεταξύ μας και στα καθήκοντα μας προς τους άλλους. Το τραύμα είναι φανερό στη γη, στο νερό, είναι έκδηλο σε όλα γύρω μας. Αλλά έχει καταστεί αόρατο. Ό,τι συμβαίνει στο σώμα μας είναι συνέπεια της κοινωνικής αδικίας».
Όπως υποστηρίζει ακόμη η σωματική ψυχοθεραπεύτρια, ακτιβίστρια και συγγραφέας Prentis Hemphill «Η πολιτική είναι ένα είδος ιστορίας για το «ανήκειν». Μιλάμε για την ασφάλεια, το ανήκειν και την αξιοπρέπεια. Η πολιτική λέει ποιος ανήκει και ποιος όχι. Ποιος είναι σε θέση να λάβει τους αναγκαίους πόρους και ποιος όχι, ποιος δεν μπορεί και γιατί. Μπορούμε να πλάσουμε διάφορες ιστορίες για το ποιος αξίζει και ποιος όχι να μοιραστούμε μαζί του τους πόρους. Όταν μιλάμε για τον φόβο ως κεντρικό στοιχείο της πολιτικής είναι επειδή κάποιοι πολιτικοί ενεργοποιούν αυτή την απειλή απώλειας του ανήκειν. Κάποιος θα σου πάρει κάτι, κάποιοι δεν θέλουν να είσαι εδώ και λοιπά».
Και μήπως δεν το ζήσαμε στο πετσί μας στην χώρα μας αυτό; Γιατί τι άλλο ήταν τα Μνημόνια και η εργαλειοποίηση της πανδημίας, από μια αφήγηση, μια ιστορία, για το “ανήκειν”; Μια αφήγηση για την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια μας. Τα «ευλογημένα» Μνημόνια και η Πανδημία είπαν ποιος ανήκει και ποιος όχι. Ποιος είναι σε θέση να λάβει τους αναγκαίους πόρους και ποιος δεν μπορεί και γιατί. Με άλλα λόγια ενεργοποίησαν τον φόβο ως κεντρικό στοιχείο της πολιτικής. Τον φόβο της απώλειας του ανήκειν. Και αυτό είναι το Τραύμα της νεοελληνικής πολιτικής κακοποίησης, που όπως πάντα ενεργοποιεί αυτόν ακριβώς το φόβο. Τα Μνημόνια προκάλεσαν ένα τραύμα αβοηθησίας/ανημπόριας στον ελληνικό λαό και αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανταπόκριση του λαού μας στο τραύμα αυτό. Η μετακίνηση του αξιακού άξονα της κοινωνίας μας προς την με κάθε τρόπο ασφάλεια, η παραίτηση από την ευθύνη της ελευθερίας, είναι συνέπεια αυτού του τραύματος.
Και βέβαια, οι τραυματισμένοι άνθρωποι χειραγωγούνται και εξαπατώνται ώστε να πιστέψουν την κυρίαρχη αφήγηση. Πρόκειται για τα επαναλαμβανόμενα πρότυπα συμπεριφοράς του δούλου με τα οποία η κυριαρχία γίνεται εύκολη πάνω μας. Και εδώ έχουμε μια επιπλέον δυσκολία, ότι μεγάλα τμήματα της αριστεράς αντιλαμβάνονται αυτή την καταπίεση με διανοητικούς ή με υλικούς όρους του προηγούμενου αιώνα, «αγνοώντας», συνειδητά ή ανεπίγνωστα, ότι η παρουσία αυτής της κυριαρχίας γίνεται αισθητή με εντελώς πραγματικό τρόπο στα σώματα, στα σπίτια μας και στις ζωές μας. Η «ψυχούλα» μας το ξέρει, δηλαδή!
Το Σύστημα, δηλαδή, έχει βρει έναν θαυμάσιο τρόπο να μας χειραγωγεί και να μας εξαπατά.
Πρώτα μας τραυματίζει προκαλώντας διαρκώς μια απειλή στην αίσθηση του “ανήκειν” και στη δυνατότητα να λαμβάνουμε ή όχι τους απαραίτητους πόρους για να νοιώσουμε ασφαλείς και μετά μας εμφυτεύει μια κυρίαρχη αφήγηση που κανονικοποιεί αυτή την απειλή.
Με άλλα λόγια, πίσω από τα “γίδια” ή τα “πρόβατα” που τόσο απλοϊκά καταγγέλλουμε, πίσω από τον άνθρωπο δούλο των συστημάτων, κρύβεται ο τραυματισμένος και εγκαταλειμμένος άνθρωπος, που είναι έτοιμος να θυσιάσει την αξιοπρέπεια του για λίγη ασφάλεια. Γιατί αυτό του ορίζει το Τραύμα του. Και αυτό καθιστά εύκολη την κυριαρχία επάνω του, δηλαδή την υποδούλωση του.
Τι χρειάζεται να γίνει λοιπόν;
Όπως εντοπίζει εύστοχα η Prentis Hemphill «Τα κοινωνικά κινήματα χρειάζεται να πουν μια ιστορία για το ανήκειν που δεν έχει ειπωθεί ακόμη. Γιατί το τραύμα της καταπίεσης διαταράσσει την αίσθηση του ανήκειν. Ακόμη και οι ίδιοι οι καταπιεστές έχουν μια διακεκομμένη αίσθηση του «ανήκειν». Ανήκουν πέρα από το σώμα τους, ανήκουν πέρα από την κοινότητα, πέρα από την πρόσκληση τους σε μια γη ή σ έναν τόπο. Υπάρχει μια διακοπή στο ανήκειν που δεν αφορά μόνο τους καταπιεσμένους. Όλα αυτά χρειάζεται να αναδιαμορφωθούν να θεραπευτούν και να αλλάξουν».
Υπάρχει όμως μια διακοπή στο ανήκειν, πέρα από την κοινότητα τους, που συχνά αφορά ακόμη και στους αντίπαλους των καταπιεστών, στους κοσμοπολίτες ψευτο-επαναστάτες του καιρού μας.
Το τώρα λοιπόν απαιτεί να ενσωματώσουμε τη θεραπεία σε άτομα και συλλογικότητες και να συνδέσουμε τη θεραπεία του τραύματος με τα κοινωνικά κινήματα. Ή τουλάχιστον να λάβουμε υπόψιν στις αναλύσεις μας το Τραύμα και τις συνέπειες του.
Όπως πολύ εύστοχα το ορίζει η Prentis Hemphill, «Το είδος της αλλαγής που επιδιώκουμε είναι κυτταρικό και θεσμικό, είναι προσωπικό και οικείο, είναι συλλογικό αλλά και πολιτισμικό. Να κάνουμε την αγάπη συνώνυμο της δικαιοσύνης».
Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε τη σύνδεση ανάμεσα στο πολιτικό πεδίο και στο τι συμβαίνει στην ύπαρξη μας, στο σώμα, στις οικογένειες μας και στα σπίτια μας. Χρειάζεται να τα επανασυνδέσουμε όλα αυτά και να αναλάβουμε την ευθύνη για το «όλον».
Χρειάζεται να αποκαταστήσουμε την πραγματικότητα, αφαιρώντας τα στρεβλωτικά γυαλιά που μας έχει φορέσει το Σύστημα και να δούμε το γελοίο της πολιτικής που πουλιέται για σοβαρό και αληθινό. Αρκεί κανείς να δει διάφορους ηγέτες που μιλούν στον τηλεοπτικό του δέκτη απομονώνοντας την φωνή τους, ώστε να αποκαλυφθεί το μικρό τρομαγμένο «εσωτερικό τους παιδί» που ναρκισσεύεται μεγαλομανιακά!
Χρειάζεται να στηρίξουμε τους ανθρώπους να παραιτηθούν από το σύστημα σκέψης που βασίζεται στο φόβο. Να τους εξηγήσουμε πως η θέση τους αυτή είναι απλά η ανταπόκριση τους στο τραύμα που προκαλεί το ίδιο το σύστημα. Να τους πούμε πως μεγάλο μέρος της πολιτικής βασίζεται στο φόβο.
Χρειάζεται να ενημερώσουμε τους ανθρώπους πως η αιτία του ψυχικού τραύματος είναι το τυραννικό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, που για να δώσει μια σταλιά ασφάλειας απαιτεί την ολοσχερή εξαφάνιση της αξιοπρέπειας. “Ακριβώς όπως οι θεραπευτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κοινωνικούς παράγοντες που κρύβονται πίσω από το τραύμα, έτσι και οι κοινωνικοί ακτιβιστές πρέπει να κατανοούν τις σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις του τραύματος στη δική τους ζωή και στις ζωές των κοινοτήτων με τις οποίες οργανώνονται. Δηλαδή, η θεραπεία του τραύματος και η κοινωνική αλλαγή είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αλληλεξαρτώμενες. Όπως το γράφει η Staci Haines, «χρειάζεται να προσκαλέσουμε τους ανθρώπους να κοιτάξουν πέρα από τις ατομικές εμπειρίες του σώματος και του νου για να εξετάσουν τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ρίζες του τραύματος—συμπεριλαμβανομένου του ρατσισμού, της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, του σεξισμού και της φτώχειας».
Χρειάζεται, και αυτό είναι πρωταρχική ευθύνη των κοινωνικών κινημάτων, να υποστηρίξουν την αποκατάσταση της κοινοτικής αίσθησης του ανήκειν όλων των τραυματισμένων ανθρώπων.
Χρειάζεται να αποκαταστήσουμε αυτό που είναι πιο αληθινό, πιο στοργικό, πιο αγαπητικό και που από το κυρίαρχο σύστημα παραγκωνίζεται.
Αν είναι αλήθεια πως «γινόμαστε αυτό που κάνουμε» ίσως χρειάζεται ακόμη να αναρωτηθούμε: αυτό που κάνουμε είναι ευθυγραμμισμένο με την ισότητα, την δικαιοσύνη, την αγάπη; Ή έχουμε εσωτερικεύσει πράγματα, κληρονομημένα μέσα από τις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες, με τα οπαία δεν συμφωνούμε;
Χρειάζεται, με άλλα λόγια, μια νέα συμπεριληπτική αφήγηση, ένα νέο ανήκειν που δεν θα αποκλείει, αλλά θα τρυφερεύει. Μια επανάσταση της φροντίδας και της τρυφερότητας. Γιατί, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική αλλαγή χωρίς θεραπεία του Τραύματος και δεν μπορεί να υπάρξει θεραπεία του Τραύματος χωρίς πολιτική αλλαγή.