Τη θεραπευτική δράση των τραγουδιών του Στέλιου Καζαντζίδη στις πονεμένες ψυχές των Ελλήνων τη δεκαετία του ’50 πραγματεύεται το βιβλίο «Στέλιος Καζαντζίδης, τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι», του Λεωνίδα Οικονόμου, ο οποίος διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Σε 410 σελίδες ο μελετητής αναλύει τα τραγούδια για τη φτώχια, την αδικία, τη φυλακή, το θάνατο, την ξενιτιά, τη ψευτιά, την αχαριστία, παρουσιάζοντας την… αναλγητική επενέργεια των τραγουδιών που λειτούργησαν με τις λυπητερές μελωδίες και τους δραματικούς στίχους ως μία ομοιοπαθητική θεραπεία σε εποχές κατά τις οποίες σπάνιζε η προσφυγή σε ψυχολόγους…
Η μελέτη επικεντρώνεται στην περίοδο 1952-67 οπότε ο τραγουδιστής ηγεμόνευε στο λαϊκό τραγούδι, κερδίζοντας τον θαυμασμό των φτωχών και των κατατρεγμένων του μετεμφυλιακού κράτους. Παραθέτοντας εκατοντάδες αποσπάσματα από τραγούδια θρήνου, όπως τα διδάχθηκε ο Καζαντζίδης από την τουρκόφωνη μοιρολογίστρα γιαγιά του, ξαναζωντανεύει την κοινωνική ηθογραφία μιας Ελλάδας πληγωμένης πολιτικά και ταξικά.
Η φρασεολογία αυτής της πονεμένης αισθητικής, που έβγαινε από τα χείλη του, είναι ατέλειωτη. Σταχυολογούμε: Βαριά θλιμμένος, το πονεμένο μου κορμί, παλιοζωή, με έφαγαν οι αναστεναγμοί, στην αγάπη προδομένος, τα πικραμένα χείλη μου, θέλω να πεθάνω, λυπήσου πια το σώμα μου, κλαίω την καταδίκη μου, μοίρα με έχεις μισήσει, πολλά φαρμάκια, κοινωνία ένοχη, στης φυλακής την πόρτα, η μαύρη δυστυχία, μανούλα θα φύγω, αφήνω γεια στην μάνα μου, πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μέσα στους ξένους ξένος…
Αυτό το ρεπερτόριο των βασάνων δεν είχε καμία σχέση με το μάρκετινγκ της εποχής , αλλά αποτελούσε βιωματικό υπόβαθρό του. Όπως διηγήθηκε στον προσωπικό του φίλο, ερευνητή του λαϊκού τραγουδιού, αξέχαστο σε όλους μας δημοσιογράφο Πάνο Γεραμάνη, την πρώτη πίκρα την πήρε καθώς είδε να γκρεμίζεται το σπίτι ενός τσιγγάνου στη Νέα Ιωνία κοντά στο φτωχικό του: «Όταν είδα το συνεργείο και παίρνουν φόρα καμιά δεκαριά χωροφύλακες και με σύνθημα χτυπούσαν το ντουβάρι από το χαμόσπιτο και το ρίξαν σε δέκα λεπτά, μέσα μου αναρωτήθηκα : γιατί τόση αδικία;». Χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητας του είναι η παρατήρηση του συγγραφέα ότι , παρά τις αριστερές πεποιθήσεις του- που της πλήρωσε υπηρετώντας τη θητεία του στο στρατόπεδο της Μακρονήσου- ο Καζαντζίδης, ακόμα και στο απόγειο της δόξας του, απέφυγε να πάρει ξεκάθαρη πολιτική θέση στα τραγούδια του, αρκούμενος σ τις κοινωνικοπολιτικές αιχμές που γινόταν κατανοητές από τους ομοιοπαθείς ακροατές του.
Και βέβαια σαν λαϊκός άνθρωπος ο Καζαντζίδης δεν απέφυγε τις καταναλωτικές σειρήνες, αφού στην εποχή των μεγάλων απολαβών του αγόρασε πολυτελές αυτοκίνητο, αλλά δεν έπαψε να υπερηφανεύεται για τις λαϊκές του ρίζες, κάνοντας παρέα -μέχρι και το τέλος της ζωής του- με ανθρώπους του μόχθου, σνομπάροντας την πλουτοκρατία.
Ο Λεωνίδας Οικονόμου έχοντας ένα σοβαρό μελετητικό έργο σε ζητήματα αστικής ανθρωπολογίας και λαϊκού πολιτισμού, προχωρεί στέρεα θεωρητικά. Αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο στην πορεία του τραγουδιστή από τα παιδικά χρόνια μέχρι τη χρυσή εποχή της δισκογραφικής κυριαρχίας, τοποθετώντας τον στο μεταπολεμικό πλαίσιο και τον αναλύει μέχρι την αποχώρησή του από το πάλκο. Ακολούθως, ξετυλίγει το υφολογικό του στίγμα βάσει της μαύρης θεματογραφίας του : Καταστροφές και συμφορές, βιοπάλη και φτώχια, τραγούδια της φυλακής, αρετή, αδικία και μαρτύριο, θάνατοι και θρήνοι, τραγούδια της ξενιτιάς, εθνικά και πολιτικά τραγούδια. (Κατά τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κυπριακής κρίσης του 1964 ηχογράφησε το τραγούδι με τίτλο «Η Κύπρος είναι ελληνική» σε μουσική Μπάμπη Μπακάλη και στίχους Κώστα Βίρβου. «Κι αυτοί που σκοτωθήκανε να σώσουν τους συμμάχους / την Κύπρο να μας δώσετε φωνάζετε από τους τάφους»).
Εισερχόμενος στο φωνητικό στυλ, ειδικά της πρώτης περιόδου, ο μελετητής τεκμηριώνει το λυγμικό ηχόχρωμα ως εξής: «Το κλάμα παράγεται με φωνητικές τεχνικές που περιλαμβάνουν: α) τον ένρινο τόνο που υιοθετείται σε ολόκληρα τραγούδια ή σε μεμονωμένες φράσεις και λέξεις β) την παρατεταμένη διάρκεια και το ιδιαίτερο μέλισμα ορισμένων συλλαβών γ) τις μουσικές εκφωνήσεις αααα και ααααχ δ) ένα μικρότερο ή εντονότερο λυγμό ή αναστεναγμό που αφήνεται να ξεσπάσει στο μέσο μιας λέξης ή σε ορισμένες καταλήξεις».
Το βιβλίο- μελέτημα υπογραμμίζει ότι ο Καζαντζίδης επιτέλεσε αυτό που έκαναν κυρίως στην αγροτική Ελλάδα οι μοιρολογίστρες κατά τις τελετουργίες θρήνου, αποσκοπώντας όχι να εξορίσουν τον πόνο αλλά να τον εξημερώσουν. Στην περίπτωση του θρηνητικού Καζαντζίδη υπήρχε το ηθικό πλεονέκτημα μιας και ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στην ορφάνια, στην προσφυγιά, στην αδικία και στην καταστροφή στην οποία όμως έδωσε το ήθος της χαρμολύπης.
Στον επίλογο καταγράφονται μαρτυρίες θαυμαστών του που βοηθήθηκαν να απαλύνουν το πένθος βρίσκοντας παρηγοριά στη μαγική ηθική φωνή του. Πρόκειται για ένα βιβλίο – τομογραφία γύρω από τη θαυμαστή μετατροπή του ψυχικού πόνου σε περηφάνια, χάρη στο φαρμακευτικό σκεύασμα «Καζαντζίδης». Γραμμένο με ακαδημαϊκή μεθοδικότητα, αποφεύγει συνειδητά την κριτική στο είδωλο που ο κόσμος λάτρεψε ως «ιερή φιγούρα» και θεραπευτή. Ένα έργο για το φαρμακευτικό φαινόμενο που ενδείκνυται για πάσχοντες από αδικία, ξενιτειά και προδοσία. Φτάνει, βεβαίως, να χορηγείται σε σωστές δόσεις…