«Αυτός που κατέχει τα μεγα-χωροκοινωνικά δεδομένα μπορεί: α) να τα χρησιμοποιήσει για να κάνει προβλέψεις, να βελτιώσει καταστάσεις ή να προβλέψει κινδύνους κ.α., και β) να τα εκμεταλλευθεί για ίδιο συμφέρον ή να τα ανοίξει σε κοινή κτήση, ως κοινά, ως πλούτος που έχει παραχθεί συλλογικά. Γίνεται έτσι κατανοητή η σημασία του φορέα διαχείρισης των δεδομένων, ένα από τα πιο σοβαρά διακυβεύματα για την Αριστερά στην digital εποχή»
Το «έξυπνο» έχει μπει για καλά στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια. Καθημερινά χρησιμοποιούμε έξυπνα κινητά, έξυπνους υπολογιστές, έξυπνα τάμπλετ, έξυπνα ρολόγια, έξυπνα αυτοκίνητα, τα σπίτια των ευκατάστατων έχουν «έξυπνες» εφαρμογές για να ανάβουν τα φώτα, να ρυθμίζουν τη θέρμανση, να ελέγχουν διαρροές και τόσα άλλα.
Παράλληλα, έχει τεκμηριωθεί ότι αυτές οι ευκολίες, με τα γνωστά cookies, αποτελούν και μέσα «νόμιμης» παρακολούθησης, συχνά εν αγνοία μας. Το ίχνος που αφήνουμε σε κάθε χρήση τους παράγει πολύτιμα δεδομένα για τις επιχειρήσεις, είναι το «ορυκτό καύσιμο» του 21ου αιώνα. Αποτελεί τη νέα μορφή δόλιας υφαρπαγής αξίας, γιατί τα ίχνη μας συνδυάζονται και δημιουργούν κάθε μέρα μετα-δεδομένα μεγέθους δισεκατομμυρίων gigabytes και αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ τα οποία, χωρίς τη συγκατάθεσή μας, διακινούνται στην παγκόσμια αγορά [1]. Έτσι, η ατομική καθημερινή χρήση των έξυπνων εφαρμογών δημιουργεί πλούτο για τις «αρπακτικές» εταιρίες διαχείρισης δεδομένων, όπως η Google, η Facebook, η Instagram ή πλατφόρμες πωλήσεων όπως η Amazon. Ενώ η υφαρπαγή αυτή είναι γνωστή, παραμένει σε σημαντικό βαθμό ανεξέλεγκτη, με εξαίρεση τις πρόσφατες ρυθμίσεις από την ΕΕ [2], έπειτα από πρωτοβουλία της Ευρωομάδας της Αριστεράς [3].
Από τις αρχές του 2000, τα ολιγοπωλιακά εργαστήρια των τεχνολογικών γιγάντων (IBM, Cisco, Siemens, Google GPS, Software AG, Apple, Alibaba κ.α.) επινόησαν και έξυπνες λύσεις για τις πόλεις, ώστε μέσω αυτών να αντλούν δεδομένα από τη συλλογική καθημερινότητα των κατοίκων τους. Στις πόλεις, ο χώρος και η χρήση του από τους κατοίκους παράγει μέγα χωρο-κοινωνικά δεδομένα όταν χρησιμοποιούμε το έξυπνο κινητό μας, το GPS, τα goggle maps, κ.α. Δεκάδες εφαρμογές βρίσκονται ήδη σε λειτουργία για τον έλεγχο της κυκλοφορίας, τη ρύπανση και τη τηλε-ιατρική, για τα μέσα μαζικής μεταφοράς και τη στάθμευση, για τη χαρτογραφία, τη διαχείριση αποβλήτων, τις εξυπηρετήσεις και την πληροφόρηση κατοίκων, κ.α. Δεν αμφισβητώ τη χρησιμότητα των παραπάνω εφαρμογών, ούτε υποστηρίζω ότι πρέπει να πετάξουμε τα έξυπνα κινητά μας, τους υπολογιστές ή να αρνηθούμε τη τεχνολογική πρόοδο, όπως έκαναν οι λουδίτες τεχνίτες τον 19ο αιώνα. Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν, μετά από μια πρώτη περιγραφή της λειτουργίας των αυτο-αποκαλούμενων έξυπνων πόλεων, θέτουν ερωτήματα στο κυρίαρχο πρότυπο του smart και προσπαθούν να φωτίσουν τους κινδύνους, εκεί όπου υπάρχει μια συνολική, άκριτη αποδοχή των «έξυπνων» εφαρμογών, ακόμη και από την Αριστερά [4].
Τι είναι και πως λειτουργεί μια «έξυπνη» πόλη
Τα «έξυπνα» προγράμματα πήραν την ονομασία τους από την χρησιμοποίηση τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης και διαχείρισης μέγα-χωροκοινωνικών δεδομένων. Δημιούργησαν μια νέα αγορά και όποια πόλη τα αγοράσει και τα εφαρμόσει ανακηρύσσεται «έξυπνη», εντείνοντας έτσι τις ανισότητες και τον ανταγωνισμό μεταξύ πόλεων κατά το νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κάποιος ορισμός τι είναι «έξυπνη» πόλη: είναι μια ιδιότητα/χαρακτηριστικό που προκύπτει από τη δυνατότητα να αγοράσεις και να εφαρμόσεις μια τεχνολογική εφαρμογή. Όπως έλεγα παραπάνω, οι εφαρμογές αυτές βασίζονται στη συλλογή και στην επεξεργασία μιας τεράστιας ποσότητας δεδομένων που σχετίζονται με τον χώρο, άμεσα (π.χ. τι ψάχνουμε στο google maps) ή έμμεσα (π.χ. με την αναζήτηση ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας στη πόλη). Αυτός που κατέχει τα μεγα-χωροκοινωνικά δεδομένα μπορεί: α) να τα χρησιμοποιήσει για να κάνει προβλέψεις, να βελτιώσει καταστάσεις ή να προβλέψει κινδύνους κ.α., και β) να τα εκμεταλλευθεί για ίδιο συμφέρον ή να τα ανοίξει σε κοινή κτήση, ως κοινά, ως πλούτος που έχει παραχθεί συλλογικά. Γίνεται έτσι κατανοητή η σημασία του φορέα διαχείρισης των δεδομένων, ένα από τα πιο σοβαρά διακυβεύματα για την Αριστερά στην digital εποχή. Τα μεγα-χωροκοινωνικά δεδομένα συλλέγονται με πολλούς τρόπους, εκ των οποίων οι συχνότεροι είναι:
1. από ειδικό σταθερό δίκτυο, π.χ. σταθμοί μέτρησης κυκλοφοριακής ροής, ρύπανσης αέρα, αισθητήρες μέτρησης ρύπανσης, θερμοκρασίας κ.α.
2. από οπτική καταγραφή, πχ. κάμερες επιτήρησης δημόσιων χώρων, κάμερες αναγνώρισης προσώπων
3. από κινητές ασύρματες διαδικτυακές εφαρμογές, π.χ. αναζητήσεις στα smartphones, στον υπολογιστή, από ενσωματωμένα GPS σε οχήματα, εμπορεύματα, άτομα
4. από ενσύρματες σταθερές διαδικτυακές εφαρμογές, π.χ. χρήση ΑΤΜ, πληρωμές διοδίων και εισιτηρίων, σύνδεση με κατοικίες για υποστήριξη ΑΜΕΑ, για αντικλεπτικά, κ.α.
Με τη βοήθεια διαφημίσεων και επιστημονικοφανών καταχωρήσεων σε μεγάλες εφημερίδες και τηλεοπτικά μέσα, οι γίγαντες της τεχνητής νοημοσύνης έχουν δημιουργήσει μια σχεδόν θεολογική πίστη στα μεγα-χωροκοινωνικά δεδομένα. Έχουν πείσει πολιτικούς, δημάρχους και δημοσιογράφους για την αυθύπαρκτη αξία αυτών των εφαρμογών οι οποίες, υποτίθεται, θα κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και ανθεκτικότερη, θα εκσυγχρονίσουν τις πόλεις και θα μεγιστοποιήσουν την ευημερία των πολιτών. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι όλα γίνονται με γνώμονα το «γενικό συμφέρον». Ο όρος αυτός είναι εξίσου ελαστικός με τον όρο «εθνική ασφάλεια» ή με τον όρο «ασφάλεια των πολιτών», η επίκληση των οποίων νομιμοποίησε τις πρόσφατες «επισυνδέσεις». Αξίζει λοιπόν να δούμε μερικά προβλήματα που προκύπτουν από την υλοποίηση των έξυπνων εφαρμογών στις πόλεις μας.
Όταν οι υπηρεσίες προς τους πολίτες δημιουργούν πλούτο για τρίτους
• Πρόβλημα πρώτο: η αναγωγή των «έξυπνων» εφαρμογών σε αναπτυξιακό στόχο
Η κυβέρνηση της ΝΔ χρησιμοποιώντας κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ επιδοτεί εφαρμογές για «έξυπνες» πόλεις στην Ελλάδα. Έχουν προγραμματιστεί 320 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ για πόλεις άνω των 100.000 κατοίκων, με την υπόθεση ότι η ευημερία των πολιτών θα ενισχυθεί αν αυτές οι πόλεις μετατραπούν σε έξυπνες. Η συγκεκριμένη δράση της κυβέρνησης/ΕΕ χρηματοδοτεί την αγορά και τη λειτουργία των εφαρμογών που διαθέτουν οι τεχνολογικοί γίγαντες, οι οποίες όμως δεν συμπίπτουν με τις επείγουσες ανάγκες των ελληνικών πόλεων, αφήνοντας άλυτα τα χρονίζοντα προβλήματα. Το Ηράκλειο της Κρήτης, π.χ., θα είναι μια από τις πόλεις που θα χρηματοδοτηθούν, αλλά οι «έξυπνες» εφαρμογές δεν ενδιαφέρονται για τα 35.000 αυθαίρετα, μερικά πάνω στη θάλασσα, για το υποβαθμισμένο περιβάλλον, ούτε για τις συχνές πλημμύρες από τα μπαζωμένα ρέματα. Ο αναπτυξιακός στόχος του «έξυπνου» αδιαφορεί για τα κρίσιμα θέματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές πόλεις και δεν καλύπτει τις ειδικές ανάγκες τους, όπως εξάλλου και πολλές άλλες εθνικές πολιτικές που μιμούνται κακότεχνα τα βορειο-κεντρικά «πρότυπα».
• Πρόβλημα δεύτερο (συνέχεια του πρώτου): οι δημοτικές προτεραιότητες
Τα έξυπνα προγράμματα βοηθούν τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό σε επιμέρους πολεοδομικές λειτουργίες. Όμως οι πόλεις λειτουργούν ως σύνολο και μπορεί μια λειτουργία να είναι έξυπνη, π.χ. η κυκλοφορία, αλλά άλλες, π.χ. η προσιτή κατοικία, η έλλειψη πρασίνου ή τα βατά πεζοδρόμια να παραμένουν ως πρόβλημα. Η προτεραιότητα που δίνεται στο «έξυπνο», μειώνει κρίσιμους πόρους αναγκαίους για άλλες κοινωνικές και περιβαλλοντικές υπηρεσίες. Το πρόβλημα που αγνοούν οι άκριτοι υποστηρικτές των έξυπνων πόλεων, είναι ότι αυτές υφίστανται και έχουν σωρευμένα προβλήματα δεκαετιών τα οποία αγνοούνται υπέρ των glamourous smart εφαρμογών. Στην πιο «έξυπνη» πόλη της Ελλάδας, τα Τρίκαλα, ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 12% το 2022 και έφτασε τις 14.500, όπως αυξήθηκαν κατά 30% τα γεύματα των απόρων που χορηγεί ο δήμος, ενώ οι τεχνολογικές εφαρμογές δεν εμπόδισαν τις πλημμύρες τον Αύγουστο 2022, ούτε έκαναν την πόλη πιο ελκυστική: η τελευταία απογραφή έδειξε μείωση του πληθυσμού της κατά 7%.
• Πρόβλημα τρίτο: Η διεύρυνση των χωροκοινωνικών ανισοτήτων και ο συγκεντρωτικός έλεγχος
Επειδή λοιπόν οι πόλεις μας είναι παλιές και με άλυτα τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά τους προβλήματα, η εφαρμογή των έξυπνων τεχνολογιών διευρύνει και βαθαίνει τις υφιστάμενες χωρο-κοινωνικές ανισότητες. Γιατί οι χρήστες, άρα και οι ευνοημένοι από τις «έξυπνες» εφαρμογές, είναι ταξικά, έμφυλα, ηλικιακά και εθνοτικά διαφοροποιημένοι ως προς τις δυνατότητες πρόσβασης σ’ αυτές. Η διάσταση των χωρικών ανισοτήτων είναι εξίσου σημαντική, στο εσωτερικό των πόλεων, αλλά και μεταξύ πόλεων και περιφερειών. Εδώ υπεισέρχεται και ένας ακόμη κρίσιμος παράγοντας, η ύπαρξη/ανυπαρξία ικανών δικτύων η οποία διευρύνει τις χωρο-κοινωνικές ανισότητες. Το πόσο άνιση είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, εμφανίστηκε με το φιάσκο των διαδικτυακών μαθημάτων που οργάνωσε η CISCO όταν τα σχολεία ήταν κλειστά λόγω κόβιντ, ενώ παραμένει άγνωστη η κατάληξη των δεδομένων που συγκέντρωσε η εταιρία. Επιπλέον, οι έξυπνες εφαρμογές είναι συγκεντρωτικές και ελέγχονται από ένα μοναδικό κέντρο. Αποκλείουν έτσι εκ προοιμίου τη συμμετοχή των πολιτών σε αποφάσεις, ενισχύουν την αδιαφάνεια και αποτελούν, με άλλα λόγια, οπισθοδρόμηση στην πορεία εκδημοκρατισμού της αυτοδιοίκησης. Τέλος, η συγκέντρωση των δεδομένων σε ένα γιγάντιο server ενέχει υψηλό βαθμό διακινδύνευσης: ένα ατύχημα ή μια κακόβουλη παρεμβολή ενός χάκερ μπορεί να διακόψουν ή να εκτρέψουν εκεί όπου επιθυμούν τη ζωή μιας πόλης, κάτι που μας θυμίζουν συχνά οι ταινίες δράσης.
• Πρόβλημα τέταρτο: η συνεχής μαζική επιτήρηση
Η συλλογή και επεξεργασία τεχνικών και φυσικών χωρικών δεδομένων (πχ κυκλοφορίας, ρύπανσης, θερμοκρασίας) είναι, κατά κανόνα, απρόσωπη. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα χωρο-κοινωνικά δεδομένα των πολιτών, η επεξεργασία των οποίων ανοίγει το τεράστιο πρόβλημα της ιδιωτικότητας και της παράνομης χρήσης/μεταπώλησης προσωπικών δεδομένων. Ο αυταρχισμός και η κοινωνική ανασφάλεια διευρύνονται όταν τα χωρο-κοινωνικά δεδομένα καταλήγουν σε ανεξέλεγκτα κέντρα, την αχίλλειο πτέρνα του «έξυπνου», όπως έδειξαν οι παρακολουθήσεις στην Ελλάδα. Οι κάμερες επιτήρησης που υπάρχουν παντού στις πόλεις είναι το προφανές παράδειγμα. Μετατρέπουν τις πόλεις σε αρένες μαζικής επιτήρησης, ένα γιγάντιο πανοπτικό σύστημα παρακολούθησης το οποίο, με πρόσχημα τη βελτίωση της καθημερινής ζωής ή την πάταξη της εγκληματικότητας, μπορεί να καταλήξει σε αντιδημοκρατικές και κατασταλτικές εκδοχές, όπως στο Ρίο ντε Τζανέιρο και στην Παλαιστίνη.
• Πρόβλημα πέμπτο: ο α-πολίτικος τεχνοκρατισμός που διέπει το «έξυπνο»
Ο περιορισμός της έννοιας «έξυπνο» μόνο ως το αποτέλεσμα ψηφιακών εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, αποτελεί εγγενώς τεχνολογικό ντετερμινισμό και υποβιβάζει τις κοινωνικές καινοτομίες, ως εάν η γνώση βρίσκεται μόνο στους υπολογιστές. Οι χωρο-κοινωνικές ανισότητες και τα άλυτα προβλήματα των πόλεων δεν απασχολούν τους υποστηρικτές των έξυπνων εφαρμογών, γιατί εκκινούν από την α-πολιτική τεχνο-ιδεολογία η οποία υποστηρίζει ότι οι ανισότητες θα εξαλειφθούν με την πάροδο του χρόνου∙ τώρα πρέπει να προλάβουμε το τραίνο της προόδου. Αδιαφορούν για το γεγονός ότι οι πολίτες μετατρέπονται σε καταναλωτές και υποκείμενα παραγωγής δεδομένων και εν δυνάμει παρακολούθησης, και δεν είναι ενεργά πολιτικά υποκείμενα, μια υποκειμενοποίηση μέσω της φουκοϊκής «υπεύθυνης εκούσιας συμμετοχής». Η καθημερινή ζωή ανακατασκευάζεται και προσαρμόζεται με όρους και γλώσσα που επιτρέπουν την εφαρμογή των κωδίκων της τεχνητής νοημοσύνης. Η δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων μετατρέπεται σε τεχνοκρατική διαχείριση δεδομένων και καταλήγει σε προσδιορισμό πολιτικών, ερήμην των πολιτών.
Η «εξυπνάδα» ως επιτακτική εντολή
Ανακεφαλαιώνοντας, η χρήση των «έξυπνων» εφαρμογών, ατομικά ή συλλογικά, έχει συγκροτήσει ένα νεοφιλελεύθερο δέον: όλοι και όλες θέλουν να εμφανίζονται ως «έξυπνοι», γιατί η νεογλώσσα της εξυπνάδας υπονοεί στην καλύτερη περίπτωση την καθυστέρηση ως μειονεξία και στη χειρότερη ως βλακεία, όταν δεν έχεις ή δεν κάνεις χρήση αυτών των εφαρμογών. Ο καταιγισμός των διαφημίσεων φροντίζει να συντηρεί τα συναισθήματα ατομικής υπεροχής/μειονεξίας, ενώ κρατικές και κοινοτικές πολιτικές επιδοτούν «έξυπνες» εφαρμογές σε πόλεις προωθώντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Έτσι, η εξυπνάδα, το “smart”, αποτελεί τον απαραίτητο επιθετικό προσδιορισμό της εποχής και λειτουργεί ως επιτακτική εντολή: πρέπει να έχεις το τελευταίο μοντέλο έξυπνου κινητού-αυτοκινήτου-σπιτιού, πρέπει να χρησιμοποιείς έξυπνες τεχνολογίες για να είσαι ανταγωνιστικός, πρέπει να κάνεις έξυπνες αγορές και έξυπνες διακοπές, και τέλος, πρέπει να ζεις σε έξυπνες πόλεις για να κάνεις τη ζωή σου πιο εύκολη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι περισσότεροι δήμαρχοι στην Ελλάδα κομπάζουν ότι η πόλη τους έγινε «έξυπνη» επειδή αγόρασαν μια εφαρμογή, όπως ο δήμαρχος Αθηναίων με το «project Αθηνά» τοποθετώντας αισθητήρες σε κάδους απορριμμάτων, ενώ η πόλη βοά τέσσερα χρόνια τώρα για τις «βλακώδεις» αποτυχίες του «Μεγάλου Περιπάτου». Ακόμη και ο δήμαρχος Νάξου ανακοίνωσε, το καλοκαίρι, ότι η πόλη θα γίνει «έξυπνη», επειδή η Amazon ενδιαφέρθηκε να φτιάξει data center κάπου στο νησί, αγνοώντας τις καταστροφικές περιβαλλοντικές συνέπειες που έχουν αυτά τα κέντρα δεδομένων.
Η διαχρονική βεβαιότητα ότι κάθε νέα τεχνολογία θα λύσει τα χωροκοινωνικά προβλήματα αποτελεί φενάκη όπως ανόητη και φοβική παραμένει η άρνηση κάθε νέας τεχνολογίας. Παρά κάποιες επιμέρους κοινωνικά χρήσιμες εφαρμογές, η έξυπνη πόλη είναι μια λάθος ιδέα, φτιάχτηκε από λάθος ανθρώπους και ρίχτηκε στην αγορά με λάθος τρόπο. Ένα εργαλείο για να μετρά και να προβλέπει φυσικές διεργασίες έχει μετατραπεί σε ένα αρπακτικό των δεδομένων της καθημερινής ζωής των κατοίκων μιας πόλης, σε μια γιγάντια οθόνη παρακολούθησης. Στο ανθρωπογενές υλικό χώρο της πόλης επικάθεται ο άυλος digital χώρος του έξυπνου σαν ένα βίντεο-παιγνίδι με άγνωστες επιπτώσεις στους νεαρούς παίκτες, όπως π.χ. το στρατηγικό παιγνίδι SimCity ή οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας∙ μόνο που τώρα μιλάμε για πραγματικές πόλεις. Η περιορισμένη μέχρι σήμερα παρουσία της έξυπνης πόλης στην Ελλάδα και η ευτελής χρήση της από δημάρχους δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού, γιατί το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων φωτίζει τους μελλοντικούς κινδύνους.
Ας κρατήσουμε λοιπόν τις «έξυπνες» εφαρμογές, απαιτώντας όμως ρυθμίσεις σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για την προστασία, εκδημοκρατισμό και έλεγχο του πλούτου που παράγουμε ως πολίτες, όπως κάνει, πχ., η Βαρκελώνη [5]. Και ας αναζητήσουμε πίσω από την χρυσόσκονη του smart γιατί και πώς αναπαράγονται στις πόλεις μας η φτώχεια, η κρίση στέγης, η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, οι ανισότητες και τα άλλα δομικά αστικά προβλήματα, για τα οποία οι κυρίαρχες πολιτικές για τις «έξυπνες» πόλεις αδιαφορούν.
* Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι μαρξιστής γεωγράφος, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
Σημειώσεις:
1. βλ. τρία βασικά βιβλία: Nick Srnicek (2017) Platform capitalism, N.YQ John Wiley, Shoshana Zuboff (2019) The Age of Surveillance Capitalism. The fight for a human future at the new frontier of power, Profile Books, και Katharina Pistor (2019) The Code of Capital. How the law creates wealth and inequality, Princeton University Press.
2. βλ. https://digital-strategy.ec.europa.eu (Declaration of the European Commision: Shaping Europe’s digital future. Digital Rights and Principles: Presidents of the Commission, the European Parliament and the Council sign European Declaration).
3. βλ. https://www.pressenza.com/el/2022/12/rithmisi-tis-psifiakis-dimosias-sfa... (κριτική παρουσίαση της Ευρωπαϊκής Διακήρυξης στην Αθήνα από το ΕΝΑ σε συνεργασία με την ευρωομάδα της Αριστεράς).
4. Για περιγραφή και κριτική στις έξυπνες πόλεις βλ.: Adam Greenfield (2013) Against the smart city, N.Y. Do projects, Bruce Sterling (2018). "Stop Saying 'Smart Cities: Digital stardust won't magically make future cities more affordable or resilient", The Atlantic. Ανάκτηση από: https://www.theatlantic.com/technology/archive/2018/02/stupid-cities/553....”, https://theatlantic.com/technology/archive, Jim E. Thacher, Craig M. Dalton (2022) Data Power: radical geographies of control and resistance, Pluto Press.
5. https://ajuntament.barcelona.cat/dates/en/work-plan-2020-2023