*
Εισαγωγή-Μετάφραση ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ
Γεννημένος το 1902 στο Μπρέσλαοθ της τότε Γερμανικής Αυτοκρατορίας (στη σημερινή Πολωνία), ο Günther Anders ανήκε σε εκείνη την εύρωστη, κυρίως γερμανόφωνη, εβραϊκή διασπορά από τα σπλάχνα της οποίας βγήκε κάποτε μια ολόκληρη σειρά σπουδαίων στοχαστών. Αλλά και η ζωή του ακολούθησε μια μοίρα κοινή με αυτή πολλών Εβραίων διανοουμένων της Ευρώπης. Κατά τα προπολεμικά χρόνια, υπήρξε αρχικά μαθητής του Χούσσερλ, υπό την επίβλεψη του οποίου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή, και κατόπιν του Χάιντεγγερ. Λόγω της αντι-σημιτικής υστερίας και του πολέμου, κατέφυγε αρχικά στη Γαλλία και τελικά στις Η.Π.Α. Μετά το τέλος του πολέμου, επέστρεψε στην Ευρώπη· όχι στη Γερμανία (όπου «δεν ήθελε να ξαναπατήσει το πόδι του»), αλλά στην Αυστρία, όπου πέρα από το φιλοσοφικό του έργο, ενεπλάκη και ως ακτιβιστής στα κινήματα κατά της πυρηνικής ενέργειας.
Ο Άντερς αποτελεί περίπτωση ενός μάλλον παραγνωρισμένου στοχαστή του οποίου τα έργα ακόμα δεν έχουν τύχει κάποιας συστηματικής μετάφρασης, ούτε καν στα αγγλικά – αν και κυκλοφορεί μια «ανεπίσημη» μετάφραση του βασικού του έργου στα αγγλικά, αλλά από δεύτερο χέρι, μάλλον από τα ισπανικά. Δύο είναι οι φιλοσοφικές παραδόσεις από τις οποίες κυρίως αντλεί: από τη μία είναι η φαινομενολογία των δασκάλων του, Χούσσερλ και Χάιντεγγερ· από την άλλη ένας κριτικός μαρξισμός, του είδους εκείνου που ανέπτυξε η σχολή της Φρανκφούρτης. Ωστόσο, σε προσωπικό επίπεδο, οι σχέσεις του με εκπροσώπους και των δύο αυτών παραδόσεων δεν υπήρξαν πάντοτε ανέφελες. Ειδικά στην περίπτωση του Heidegger, ο Άντερς δεν φάνηκε ποτέ αρκετά «μεγάθυμος» απέναντί του ώστε να του συγχωρέσει την εμπλοκή του με τη ναζιστική μηχανή. Όσον αφορά στη σχολή της Φρανκφούρτης, οι συγγένειες δεν ήταν μόνο θεωρητικές. Ο Anders ήταν ξάδερφος εκείνου του «περιφερειακού» μέλους της σχολής, του Βάλτερ Μπένγιαμιν· αλλά είχε επαφές και με τα υπόλοιπα μέλη κατά τη διαμονή όλων στις Η.Π.Α. Παρ’ όλα αυτά, δεν δίστασε να φανεί επικριτικός κατά του Αντόρνο για αυτό που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως απροθυμία του τελευταίου για μια πιο άμεση εμπλοκή στα πολιτικά τεκταινόμενα της μεταπολεμικής Ευρώπης. Κι ο Αντόρνο με τη σειρά του, στα προπολεμικά χρόνια, είχε απορρίψει τη διατριβή επί υφηγεσία (Habilitationsschrift στα γερμανικά) που είχε υποβάλει ο Άντερς – μια απόρριψη που, για τα δεδομένα του γερμανικού πανεπιστημίου, μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες, εφόσον αυτή η διατριβή αποτελούσε σχεδόν προαπαιτούμενο για μια ακαδημαϊκή καριέρα. Κατά ειρωνικό τρόπο, παρόμοιες περιπέτειες είχε και ο ξάδερφός του, ο Μπένγιαμιν, με τη δική του διατριβή, κάτι που του στοίχισε μια μόνιμη βιοποριστική αγωνία.
Εν πάση περιπτώσει, το βασικό του, δίτομο έργο Die Antiquiertheit des Menschen (Η απαρχαίωση του ανθρώπου), από το οποίο εδώ μεταφράζουμε ένα δοκίμιο, μπορεί να περιγραφεί συμπυκνωμένα ως εξής: μια προέκταση κι επεξεργασία των παρατηρήσεων του Μαρξ γύρω από την τεχνολογία, ιδωμένων μέσα από το πρίσμα των αναλύσεων του κριτικού μαρξισμού περί «ορθολογικότητας» (όπως αυτών στη Διαλεκτική του διαφωτισμού των Αντόρνο και Χορκχάιμερ και στην Έκλειψη του Λόγου του Χορκχάιμερ) και χρωματισμένων με τις υπαρξιστικές διαστάσεις μιας χαϊντεγγεριανής φιλοσοφίας. Όπως ο ίδιος το έθετε, φιλοδοξία του ήταν να αναπτύξει μια «φιλοσοφική ανθρωπολογία στην εποχή της τεχνοκρατίας». Η χρονολογία συγγραφής ορισμένων δοκιμίων αυτού του έργου ανάγεται ήδη στις δεκαετίες του 1950 και 1960· γεγονός που καθιστά τον Άντερς έναν από τους πρωτοπόρους στην προσπάθεια συστηματικής διερεύνησης των «επιπτώσεων της τεχνολογίας» (με την εξαίρεση της ιδιαίτερης περίπτωσης του Λούις Μάμφορντ, οι προηγούμενες τέτοιες απόπειρες, όπως του Χάιντεγγερ, ήταν πιο αποσπασματικές, ενώ κάποιες άλλες, όπως αυτές της σχολής της Φρανκφούρτης ή και του Κώστα Παπαϊωάννου, κινούνταν περισσότερο στη γραμμή μιας κριτικής του θετικισμού ως ιδεολογίας – κοσμοαντίληψης κι όχι τόσο ως εφαρμοσμένης τεχνικής). Αυτές οι χρονολογίες δεν είναι τυχαίες βέβαια. Ήταν ακριβώς η συνειδητοποίηση των καταστροφικών δυνατοτήτων των ατομικών όπλων που «ανάγκασε» ορισμένους διανοούμενους (κι όχι μόνο) να σκεφτούν εξ αρχής κι από μηδενική βάση τις σχέσεις των ανθρωπίνων κοινωνιών – και ειδικότερα των πιο «προηγμένων» – με τα τεχνολογικά επιτεύγματά τους. Κι ο Άντερς ήταν μία από τις πρώτες τέτοιες περιπτώσεις διανοουμένων (μια άλλη ήταν και ο Ζάκ Ελλύλ με το έργο του Η τεχνολογική κοινωνία, του 1964).
Βασική θέση του Άντερς (που εξηγεί και τον τίτλο του βιβλίου) είναι ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει φτάσει πλέον σε τέτοια επίπεδα ώστε δεν πρέπει να γίνεται λόγος για την τεχνολογία ως μία ακόμα ανθρώπινη δραστηριότητα αλλά ως την κατ’ εξοχήν δραστηριότητα που μεσολαβεί όλες τις υπόλοιπες και που τελικά αναδιαμορφώνει όλες τις υπόλοιπες· κάτι που καθιστά παρωχημένες τις μέχρι τώρα αντιλήψεις μας περί ανθρώπου εν γένει αλλά και ειδικότερα περί εργασίας, ελευθερίας, ιδιωτικότητας κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, η τεχνολογία φαίνεται να αποκτάει ένα είδος «αυτονομίας», σε βαθμό μάλιστα που φτάνει να επιβάλλει τη λογική της στην ίδια την κοινωνία και τις λειτουργίες της. Με δική μας ορολογία: είναι σαν ο Άντερς να περιγράφει τη διαδικασία εκείνη που μέσα από τα τεχνολογικά προϊόντα – προϊόντα μιας αποξενωμένης μορφής εργασίας – οδηγεί σε μια καθολική διαμεσολάβηση του κοινωνικού, την τόσο «απαραίτητη» για την καπιταλιστική αλλαγή παραδείγματος των τελευταίων δεκαετιών. Κάποιες φορές μάλιστα ο Άντερς δίνει την εντύπωση ότι αντιλαμβάνεται αυτή τη διαδικασία σχεδόν ανιστορικά και οιονεί οντολογικά, αδυναμία που ενδεχομένως οφείλεται στις χαϊντεγγεριανές επιρροές του. Σε κάθε περίπτωση, το δοκίμιο περί μηχανών που μεταφράζουμε εδώ προσφέρει κάποιες καλές αφορμές για σκέψη. Κι έχει τη δική του αξία το γεγονός ότι ξεθάβουμε ένα «παλιό» κείμενο: δείχνει το βαθμό στον οποίο έχει υποχωρήσει η κριτική σκέψη κατά τις δεκαετίες που μεσολάβησαν.
Κλείνουμε αυτή την εισαγωγή με ένα βιογραφικό «ανέκδοτο»: το πραγματικό επώνυμο του Anders ήταν Stern. Όταν, κατά τα προπολεμικά χρόνια, ο αρχισυντάκτης κάποιας εφημερίδας τού εξέφρασε τις ανησυχίες του για το γεγονός ότι εμφανίζονταν πολλά εβραϊκά ονόματα ανάμεσα στους συντάκτες, η απάντησή του ήταν: «ε, τότε, ας με φωνάζετε Άλλο». Στα γερμανικά, «anders» σημαίνει το «άλλο», το «διαφορετικό». Κι αυτό το επώνυμο κράτησε έκτοτε, μέχρι το τέλος της ζωής του. Μερικές σκέψεις περί μηχανών από «αλλού», λοιπόν…
~.~
ΓΚΥΝΤΕΡ ΑΝΤΕΡΣ
Η απαρχαίωση των μηχανών
(1969)
Η επέκταση των μηχανών
Πριν λίγο καιρό συνέβη στις Η.Π.Α. ένα γεγονός ιδιαίτερης σημασίας το οποίο ήταν ασυνήθιστο όχι μόνο με το νόημα που δίνει στη λέξη η εντυπωσιοθηρική δημοσιογραφία του συρμού, αλλά και για όλους εκείνους που ασχολούνται με τα προβλήματα της τεχνικής – δηλαδή τα προβλήματα σχεδιασμού και συγκεντροποίησης – από μια φιλοσοφική σκοπιά. Αναφέρομαι στην κατάρρευση του δικτύου ηλεκτροδότησης στα βορειοανατολικά των Η.Π.Α. και στην νοτιοανατολική άκρη του Καναδά που είχε ως συνέπεια την πολύωρη παράλυση μιας περιοχής κατοικούμενης από εκατομμύρια ανθρώπους. Αν κάτι έχει να μας διδάξει αυτό το γεγονός, αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε μόνο αν αναστοχαστούμε πάνω στην φύση της τεχνικής εν γένει και ειδικότερα πάνω στη φύση των μηχανών και των συσκευών. Τονίζω τις λέξεις «εν γένει» καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με σκέψεις που άπτονται ζητημάτων θεμελιώδους σημασίας, δηλαδή με συλλογισμούς που υπερβαίνουν τον διαχωρισμό του σύγχρονου κόσμου μας σε δύο κοινωνικο-οικονομικά συστήματα. Τα συμπεράσματα αυτών των συλλογισμών είτε θα πρέπει να ισχύουν και για τα δύο αυτά συστήματα είτε για κανένα από τα δύο. Θα αναπτύξω τις σκέψεις μου υπό τη μορφή δέκα θέσεων.
Θέση πρώτη: οι μηχανές επεκτείνονται. – Κάθε μεμονωμένη μηχανή διαθέτει εγγενώς μια «Θέληση για Δύναμη» (αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε εδώ μεταφορικά τη νιτσεϊκή φράση). Καμμία μηχανή δεν είναι δυνατό να αντισταθεί σε αυτή τη θέληση. Είτε το θέλει είτε όχι, κάθε μηχανή είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να μεγεθύνεται, εφόσον τείνει προς μια κατάσταση όπου εκείνες οι εξωτερικές ως προς αυτή διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της (εργασίες συντήρησης, παροχή πρώτων υλών κι ενέργειας, αποστολή και διάθεση των προϊόντων της, δημιουργία της ζήτησης και ρυθμός κατανάλωσης, κ.τ.λ.) οφείλουν να εκδιπλώνονται με την ίδια μηχανική ακρίβεια· κάτι που ταυτόχρονα σημαίνει και το εξής: όλες αυτές οι εξωτερικές διαδικασίες, μαζί με όσες ανήκουν στην μηχανή αυτή καθαυτή, οφείλουν να συνενώνονται σε μια εκτεταμένη και μοναδική λειτουργική ολότητα.
Θέση δεύτερη: η επεκτατική ορμή των μηχανών είναι ακόρεστη. – Έστω ότι μια μηχανή (Μ Ι) έχει καταφέρει να εγκολπωθεί το «περιβάλλον» της (δηλαδή τις περιβάλλουσες διαδικασίες που της είναι απαραίτητες) και να το ενσωματώσει μέσα στις δικές της λειτουργίες έτσι ώστε όλες μαζί οι σχετικές διαδικασίες να σχηματίζουν πλέον ένα μοναδικό λειτουργικό σύμπλεγμα ανώτερης τάξης, μία μέγα-μηχανή Μ ΙΙ. Τι είναι αυτό που συμβαίνει κατά τη στιγμή αυτής της σύμφυσης; Απάντηση: μια επανάληψη. Αυτή η επεκτατική τάση μέσω της οποίας η μηχανή Μ Ι μεταμορφώνεται στη μηχανή Μ ΙΙ, εκδηλώνεται εκ νέου σε ένα υψηλότερο επίπεδο αυτή τη φορά· πράγμα το οποίο σημαίνει και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αλλά και η μηχανή Μ ΙΙ απαιτεί επίσης να αφομοιώσει πλέον τις διαδικασίες που συνιστούν προϋποθέσεις της δικής της λειτουργίας έτσι ώστε κι αυτές να εκδιπλώνονται με τρόπο εξίσου ακριβή, εξίσου υπολογίσιμο, εξίσου μηχανικό – εν συντομία: η μηχανή Μ ΙΙ διαστέλλεται για να γίνει μια ακόμα μεγαλύτερη μηχανή Μ ΙΙΙ. Περιττό να σημειώσουμε ότι αυτή η επέκταση εισέρχεται τώρα και σ’ ένα τρίτο στάδιο, κατόπιν σε ένα τέταρτο, κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, αυτή η επαναληπτική διαδικασία θεωρητικά δεν γνωρίζει όρια.
Θέση τρίτη: Ο αριθμός των μηχανών μειώνεται. – Από μόνος του, αυτός ο ισχυρισμός είναι φυσικά παράλογος. Όλες οι νοικοκυρές που αγοράζουν πλυντήρια, όπως κι όλοι οι έφηβοι που αγοράζουν τα μηχανάκια τους με δόσεις, γνωρίζουν ότι ο αριθμός αυτών των αντικειμένων καθημερινά αυξάνεται – κι αυτή η αύξηση συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους με τέτοια ταχύτητα που κανονικά θα έπρεπε να γίνεται λόγος για μια «συσκευική έκρηξη» (κατ’ αναλογία προς την «πληθυσμιακή έκρηξη»). Όμως δεν προτάσσουμε αυτή τη θέση μας ως μεμονωμένο ισχυρισμό, αλλά σε σχέση με τη θεωρία μας περί επέκτασης. Και υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης δεν είναι παράλογος, καθώς, ό,τι ισχύει για τη μεμονωμένη μηχανή Μ Ι (την οποία χρησιμοποιήσαμε ως αρχικό μας μοντέλο) – το γεγονός ότι διέρχεται από τα στάδια ΙΙ, ΙΙΙ, IV κ.ο.κ. – ισχύει στο ακέραιο και για κάθε άλλη μηχανή. Με άλλα λόγια: για να αποδίδει βέλτιστα, κάθε τέτοια μηχανή οφείλει είτε να προσπαθήσει να κατακτήσει το περιβάλλον της, να το αναγκάσει να ενσωματωθεί σ’ αυτήν κι έτσι να σχηματίσουν μαζί μία μέγα-μηχανή είτε να ενσωματωθεί η ίδια σε μια άλλη, μεγαλύτερη μηχανή (κι αυτό είναι που συμβαίνει 99 στις 100 φορές). Επομένως, δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε ως σημείο εκκίνησης, όπως κάναμε προηγουμένως με έναν τόσο μη διαλεκτικό τρόπο, τη μεμονωμένη μηχανή, αλλά το σύνολο των μηχανών, που ήδη δουλεύουν όλες μαζί σε συνεργασία (παρόλο που ακόμα δεν έχουν φτάσει στο σημείο απόλυτης σύζευξης). Αν κάθε μηχανή, ως προϋπόθεση για την αυτοσυντήρησή και την λειτουργική βελτιστοποίησή της, αναπτύσσει ένα είδος συντροφικότητας ελευθέρων ηθών με τις υπόλοιπες (κι εν τέλει με όλες τις άλλες), τότε προφανώς δεν έχει νόημα, από τη σκοπιά της μεμονωμένης μηχανής Μ Ι, να εκλαμβάνεται η μεμονωμένη μηχανή Μ ΙΙ απλά ως μια «άλλη μηχανή». Δεν είναι συνεπώς δυνατό να αποφασίσει κανείς πού ακριβώς ξεκινάει μια μηχανή και πού τελειώνει μια άλλη. Αντιθέτως, θα ήταν καλύτερα, ή μάλλον θα έπρεπε, να μιλάμε για μία μηχανή κι όχι για δύο, κάτι που σημαίνει ακριβώς αυτό – quod erat demonstrandum: μια «μείωση του αριθμού των μηχανών».
Θέση τέταρτη: οι μηχανές βρίσκονται σε «φάση παρακμής». – Ωστόσο, με τη μείωση του αριθμού των μηχανών δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τελευταίο στάδιο της διαλεκτικής εκείνης διαδικασίας που προκύπτει από την αρχή των μηχανών. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι που δεν χωράει στη λογική των αριθμών. Αντιθέτως, πρόκειται για μια πραγματικά ποιοτική – διαλεκτική μεταβολή που κάνει την εμφάνισή της. Το γεγονός της διασύνδεσής τους υποβάλλει τις μηχανές σε μια αλλαγή, έτσι ώστε θα μπορούσε να πει κανείς το εξής: μεταμορφώνονται σε κάτι το διαφορετικό. Κάτι κατώτερο.
Τι εννοούμε με αυτό; Φυσικά όχι ότι είναι λιγότερο χρήσιμες από αυτές του παρελθόντος ή ότι χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα – το αντίθετο ισχύει: σταδιακά γίνονται όλο και καλύτερες (στο βαθμό που δεν σχεδιάζονται επί τούτου με τρόπο ώστε να καθίστανται παρωχημένες). Όπως επίσης δεν εννοούμε ότι η κοινωνική αίγλη των μηχανών (ή των κατόχων τους) μειώνεται – κάτι που ενίοτε ενδέχεται όντως να συμβαίνει (το να έχεις ένα αυτοκίνητο πλέον δεν σημαίνει κάτι), αλλά που δεν είναι η γενική περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που εννοούμε είναι ότι οι μηχανές, από το γεγονός αυτό καθαυτό της διασύνδεσης και συνεργασίας τους, παύουν να είναι μηχανές και υφίστανται μια «οντολογική υποβάθμιση»· ήτοι γίνονται εξαρτήματα μιας συσκευής, μέρη άλλων μεγα-μηχανών. Με άλλα λόγια, γίνονται κατώτερες εφόσον η αξιοπρέπεια των μερών βρίσκεται πάντα χαμηλότερα από αυτή του όλου στο οποίο ανήκουν. Ό,τι ισχύει για μας τους ανθρώπους, το γεγονός δηλαδή ότι χάνουμε την προσωπικότητά μας όταν μετατρεπόμαστε σε απλά «γρανάζια μιας μηχανής», το ίδιο ισχύει, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, και για τα ίδια τα αντικείμενα. Η πραγμοποίηση των ανθρώπων, τόσο καθολικά αποδεκτή σήμερα (που μια διαστροφή της μόδας επιβάλλει την αποδοχή της ακόμα και σε εκείνους που συμμετέχουν ή συμβάλλουν σε αυτή την πραγμοποίηση), αυτή η πραγμοποίηση έχει το αντίστοιχό της και σε μια «πραγμοποίηση των πραγμάτων». Αυτό σημαίνει: ο αριθμός των μηχανών που πραγματικά παραμένουν ακόμα μηχανές και δεν έχουν μετατραπεί σε γρανάζια μιας άλλης μηχανής, βαίνει μειούμενος μέρα με τη μέρα· ή τουλάχιστον, μέρα με τη μέρα όλο και αυξάνεται ο κίνδυνος «απώλειας της αυτονομίας» τους. Σε σύγκριση με τις σημερινές μηχανές, αυτές των περασμένων αιώνων μοιάζουν με μοναχικές και κυρίαρχες ατομικές προσωπικότητες, για να μην πούμε με περήφανους «πρωτοπόρους».
Θέση πέμπτη: οι μηχανές μετατρέπονται σε μία, μοναδική μηχανή. – Αυτή η πραγμοποίηση δεν συμβαίνει ευκαιριακά ούτε λαμβάνει χώρα σε ένα μόνο επίπεδο. Η αρχή της «επανάληψης», για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει, ισχύει σε ολόκληρο το βασίλειο των μηχανών. Με αυτό εννοούμε το εξής: όταν μια μεμονωμένη μηχανή «υποτάσσεται», όταν δηλαδή μετατρέπεται σε εξάρτημα μιας μεγα-μηχανής, τότε το ίδιο συμβαίνει και με αυτή την τελευταία· τότε είναι που κι αυτή αρχίζει να μπαίνει σε μια «φάση παρακμής», τότε είναι που κι αυτή μετατρέπεται σε εξάρτημα μιας άλλης μηχανής, σε κομμάτι όλο και μεγαλύτερων μηχανικών συμπλεγμάτων κ.ο.κ. Δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ένα τέρμα σε αυτή την επαναληπτική διαδικασία, εκτός κι αν φανταστούμε ένα «τέρμα» διαφορετικού είδους, κάτι σαν ένα πυρηνικό-αποκαλυψιακό τέλος του κόσμου που θα απέκλειε τελείως τη δυνατότητα για νέες επαναλήψεις. Σε διαφορετική περίπτωση, κάποια στιγμή θα φτάσουμε σε εκείνο το στάδιο όπου όλες οι μηχανές θα ενοποιηθούν σε μία και μοναδική μηχανή μέσα από μια ευλογημένη πράξη αυτο-υπέρβασης και ταύτισης με τους παγκόσμιους μηχανισμούς παραγωγής, συνεργαζόμενες ως τμήματα αυτών των μηχανισμών. Αν όντως πραγματοποιηθεί αυτό το σενάριο, προς το οποίο τείνουν όλες ανεξαιρέτως οι αναρίθμητες μηχανές του σήμερα, αυτό δεν θα σημαίνει βέβαια ότι θα υπήρχε λιγότερη μηχανικότητα σε σχέση το τώρα. Αντιθέτως, τίποτα το μη-μηχανοειδές δεν θα μπορούσε να υπάρξει πλέον. Πράγμα το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι τότε, με την εξαίρεση αυτού του ενός, ολοκληρωτικού, μηχανοειδούς πράγματος στο οποίο θα ανήκουν τα πάντα, κανένα άλλο αντικείμενο δεν θα μπορούσε να υπάρξει που θα διεκδικούσε να περιγραφεί ως μια μεμονωμένη, ατομική μηχανή. Σήμερα δεν υπάρχει καμμία συσκευή που να μην ονειρεύεται αυτή την ολοκληρωτική τελική κατάσταση στην οποία αυτή η ίδια δεν θα λειτουργούσε ως τίποτα άλλο παρά ως μέρος ενός μέρους ενός άλλου μέρους. Το ελάχιστο που θα έπρεπε να κάνει μια μηχανή, αν ήθελε να επιβιώσει, θα ήταν το να προετοιμαστεί έτσι ώστε να συμφιλιωθεί με αυτή την κατάσταση της πλήρους υποβάθμισής της. Αυτό που μας περιμένει επομένως στο εγγύς μέλλον δεν είναι μόνο μια απομείωση του αριθμού των μηχανών (όπως πιστεύαμε στην τέταρτη θέση), αλλά αυτή ακριβώς η κατάργηση του πληθυντικού αριθμού «μηχανές».
*
Η κατάρρευση του δικτύου
Και τώρα επιστρέφουμε στο συμβάν που έλαβε χώρα στις Η.Π.Α. και με το οποίο ξεκινήσαμε. Εκεί συνέβη κάτι το αρκετά αξιοπερίεργο που φωτίζει από μία νέα πλευρά την τάση που έχουμε περιγράψει παραπάνω: την επεκτατική εκείνη διαδικασία που αναδύεται ως αποτέλεσμα της ίδιας της φύσης των μηχανών και που δείχνει προς την κατεύθυνση της «Ολομηχανής». Και που θα έκανε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, δηλαδή κάθε μη δογματικό άνθρωπο, να θέσει εξ αρχής σε νέες βάσεις το πρόβλημα της «διαλεκτικής των μηχανών».
Τι συνέβη λοιπόν; Κάπου, σε κάποια γωνία αυτού του γιγαντιαίου και πολυεπίπεδου δικτύου από συσκευές που είναι μέρη άλλων συσκευών που κι αυτές είναι μέρη κάποιων άλλων συσκευών, μέσα στο οποίο όλες αυτές οι συσκευές έχουν μεγαλώσει μαζί – σε κάποια μικρή γωνιά του, εφόσον τα λάθη δεν είναι μόνο ανθρώπινα, συνέβη μια ελάχιστη αστοχία. Όμως όχι, δεν ήταν καθόλου ελάχιστη· γιατί τι σημαίνει «ελάχιστη» όταν έχει τέτοιες συνέπειες; Μέσα από αυτή την αστοχία φάνηκε καθαρά αυτό που αναπτύξαμε στη Θέση 3, ότι δηλαδή χιλιάδες μηχανών δεν είναι πλέον μηχανές, αλλά αντιθέτως μέρη μιας μηχανής. Αυτό που, από θετική άποψη, λαμβάνει χώρα υπό τη μορφή ενός «δικτύου» αναρίθμητων, συνεργαζόμενων μηχανικών μερών, σημαίνει ταυτόχρονα, από αρνητική άποψη, ότι κάθε τμήμα μιας μηχανής εξαρτάται από όλα τα υπόλοιπα· επομένως κι από τα ολισθήματά τους. Επειδή συνέβη μια αστοχία σε ένα μόνο τμήμα του, ξαφνικά αστόχησε και ολόκληρο το δίκτυο. Ξαφνικά έγινε εμφανές ότι αυτή η «εγγενής» στις μηχανές επεκτατική ορμή, η συνάρθρωση μεμονωμένων μηχανών σε μηχανικά συμπλέγματα, έχει ταυτόχρονα ως συνέπεια μια αύξηση του βαθμού στον οποίο απειλείται κάθε μεμονωμένη μηχανή ή, πιο σωστά, κάθε ξεχωριστό μηχανικό τμήμα.
Θέση έκτη: Όσο μεγαλύτερη μια μεγα-μηχανή, τόσο πιο σοβαρός κι ο κίνδυνος για τα μέρη της, τα οποία, πριν τη συνένωσή τους, λειτουργούσαν ως ανεξάρτητα κομμάτια. Λόγω μιας δευτερεύουσας αστοχίας σε κάποια ξεχασμένη γωνιά του δικτύου – εδώ περιορίζομαι μόνο στη Νέα Υόρκη, αν και επηρεάστηκε μια πολύ ευρύτερη γεωγραφική περιοχή – ξαφνικά βρέθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων εγκλωβισμένοι στις στοές του μετρό και στα βαγόνια του υπόγειου σιδηροδρόμου της Νέας Υόρκης, σταματημένοι σαν να ήταν πέτρες ή τραπέζια, και από το μυαλό των οποίων δεν είχε περάσει ποτέ ότι μέχρι πριν λίγο θεωρούνταν, αλλά και ήταν στην πράξη, κινούμενα αντικείμενα. Καθώς τα αστικά φαράγγια των δρόμων από κάτω τους βυθίζονταν σε ένα ασυνήθιστο σκοτάδι, χιλιάδες άλλοι βρέθηκαν μετέωροι μέσα σε ακινητοποιημένους ανελκυστήρες κάπου μεταξύ ασφάλτου και εκατοστού ορόφου, σαν ορειβάτες που, μεταξύ ουρανού και γης, αναγκάζονται να σταματήσουν και να στήσουν έναν καταυλισμό στα μισά της διαδρομής. Εκατομμύρια λίτρα γάλα χαλάσανε μέσα σε υποτιθέμενα ψυγεία, αδιαφορώντας για το αν υπάρχουν ή όχι μωρά στον κόσμο – εφόσον οι νόμοι της φυσικής έχουν προτεραιότητα. Χειρουργικές αίθουσες βυθίστηκαν στο σκοτάδι, ανεξάρτητα από το αν εκείνη τη στιγμή γινόταν κάποια επέμβαση ανοιχτής καρδιάς ή μερικά ράμματα στο δάχτυλο. Οι αριθμητικές μηχανές αρνούνταν να υπολογίσουν τον τζίρο της ημέρας, είτε επρόκειτο για τα ψιλά από το μπακάλικο της γειτονιάς είτε για τα εκατομμύρια μιας εταιρείας. Οι οθόνες στις κινηματογραφικές αίθουσες σκοτείνιασαν, όπως σκοτείνιασαν ακόμα και οι εικόνες των πτωμάτων. Και μπορεί να φανταστεί κανείς – δεν είναι κάτι δύσκολο – έναν θανατοποινίτη, καθισμένο στην ηλεκτρική του καρέκλα, να περιμένει για ώρες στον θρόνο του, σαν μακάβριος θριαμβευτής μέσα σε αυτή την απόκοσμη νύχτα. Εν συντομία: ξαφνικά φάνηκε σαν αυτό το τεράστιο, ηλεκτρικά διασυνδεδεμένο σύμπλεγμα της μητρόπολης να μην είναι τίποτα άλλο παρά ένας σωρός από απομιμήσεις κτιρίων, μηχανών και πινακίδων, στημένων χωρίς κανένα λόγο, έτσι, «for the hell of it», σαν κάποιο pop-art έργο. Φάνηκε ξαφνικά, ή μάλλον έγινε ξαφνικά σε όλους ξεκάθαρο με τον πιο τρομακτικό τρόπο (εφόσον, φυσικά, όλοι το ξέραν ήδη), ότι δεν υπάρχει πλέον καμμία συσκευή ως μεμονωμένη συσκευή, καμμία μηχανή ως μεμονωμένη μηχανή. Το στιχάκι της Gertrud Stein «a rose is a rose is a rose», που θεωρήθηκε υποτιμητικά ως μια avant-garde ανοησία, απέκτησε ξαφνικά ένα νέο νόημα, εφόσον φάνηκε ότι πλέον δεν έστεκε· ότι τα ψυγεία δεν ήταν πλέον ψυγεία, ότι τα βαγόνια του μετρό δεν ήταν πλέον βαγόνια, ότι οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες δεν ήταν πλέον λαμπτήρες. Τίποτα δεν μπορούσε να διατηρήσει την ταυτότητά του πια· από τη στιγμή που κάθε μικρό κομματάκι είχε μετατραπεί τόσο αποφασιστικά σε προσάρτημα της κεντρικής μηχανής, αν αυτή η κεντρική μηχανή κατέρρεε, τότε όφειλε και το ίδιο το κομμάτι να χάσει το νόημά του. Ή αλλιώς ειπωμένο – κι αυτή η εναλλακτική διατύπωση δεν είναι λιγότερο θεμιτή – εφόσον κάθε «προσάρτημα» δεν ήταν μόνο αυτό εξαρτημένο από όλα τα άλλα, αλλά και όλα τα υπόλοιπα από αυτό, είχε γίνει αυτό το κέντρο του δικτύου. Εν πάση περιπτώσει, έγινε ξαφνικά απ’ όλους αντιληπτό ότι οι ελπίδες και τα όνειρα των μηχανών να συνενωθούν κάποια στιγμή σε μία, ενιαία Ολομηχανή δεν πρέπει μόνο να μας γεμίζουν με ελπίδα αλλά και με τρόμο.
Με άλλα λόγια: η κατάρρευση του ηλεκτρικού δικτύου κατέδειξε ότι η διαδικασία της επέκτασης, εφόσον φέρει εντός της τον κίνδυνο μιας ακινητοποίησης ή μιας απόκλισης, και μάλιστα σε όλο και αυξανόμενο βαθμό, δεν μπορεί να προχωράει με βήμα απλό και εύτακτο, σαν ολοένα επεκτεινόμενοι ομόκεντροι κύκλοι. Ο κίνδυνος της αποτυχίας, ακόμα κι ο κίνδυνος μιας καταστροφής, αυξάνεται αναλογικά προς τον βαθμό με τον οποίο οι μηχανές αναπτύσσονται σε μεγα-μηχανές, οι μεγα-μηχανές σε συμπλέγματα μεγα-μηχανών και τα συμπλέγματα μεγα-μηχανών σε ένα ολόκληρο δίκτυο συμπλεγμάτων. Στο βαθμό που μια μηχανή δουλεύει σχετικά απομονωμένα, η πιθανότητα να επιμολυνθεί με τα σφάλματα άλλων μηχανών (ή να επιμολύνει αυτή τις άλλες με τα δικά της σφάλματα) είναι αρκετά μικρότερη σε σχέση με την περίπτωση που είναι συνδεδεμένη με τις υπόλοιπες. Η αποτυχία μιας μοναχικής μηχανής δεν έχει πολλές συνέπειες. Στην περίπτωση όμως που το εξάρτημα Ι μιας συσκευής είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει ένα μεγαλύτερο εξάρτημα ΙΙ μιας άλλης μηχανής κι αυτό με τη σειρά του χρειάζεται για τη λειτουργία ενός ακόμα μεγαλύτερου εξαρτήματος ΙΙΙ κ.ο.κ. τότε αυξάνεται ο κίνδυνος που φέρει εντός του το κάθε ξεχωριστό κομμάτι, στο βαθμό που κάποια στιγμή αυτό μπορεί να αστοχήσει. Αναμφισβήτητα, το εξάρτημα Ι εξαρτάται από το όλο: από τη μέγα- ή όλο-μηχανή, μέσα στην οποία είναι ενσωματωμένο. Εξίσου αναμφισβήτητα όμως εξαρτάται και το όλο από το εξάρτημα· όπως επίσης αυξάνονται και οι δυνατότητες για σαμποτάζ, εγγενείς σε κάθε μικρό κομματάκι, όσο μεγαλύτερο γίνεται και το όλο, μέρος του οποίου είναι το κομματάκι.
Κι ως συνέπεια έχουμε την έβδομη θέση: παρά την ενσωμάτωση του μέρους στο όλο, πρέπει το μέρος να προφυλάσσεται από το όλο όπως και το όλο από τα μέρη – το μέρος από την αποτυχία του όλου και το όλο από την αποτυχία των μερών.
*
Το έσχατο καταφύγιο
Τα ηλεκτρικά τραίνα σταμάτησαν, όχι όμως και τα αυτοκίνητα. Τι σημαίνει αυτό;
Προφανώς ότι οι μηχανές ήταν τόσο πιο αξιόπιστες όσο πιο «αυτόνομα» λειτουργούσαν κι όσο λιγότερο βασίζονταν σε μια συνεχή σύνδεση με άλλες μηχανές. Ωστόσο λέω «σε μια συνεχή σύνδεση», καθώς είναι αυτονόητο ότι ούτε τα αυτοκίνητα συνιστούν ανεξάρτητες συσκευές· αντιθέτως η «αυτάρκειά» τους οφείλεται στα μηχανήματα παροχής βενζίνης και μόνο προσωρινά είναι «αυτάρκη», για το διάστημα εκείνο που μεσολαβεί από το ένα γέμισμα στο επόμενο. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι ασήμαντο, εφόσον η κατάρρευση του δικτύου παροχής βενζίνης (π.χ., λόγω απεργίας) δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια τη διακοπή λειτουργίας των μεμονωμένων μηχανών· σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ., αν η απεργία ήταν σύντομη) αυτές θα μπορούσαν να συνεχίσουν να λειτουργούν.
Με άλλα λόγια: ενώ τα τραίνα και το μετρό παρέλυσαν, αναμένοντας το πότε θα γίνουν και πάλι τμήματα μιας μηχανής ώστε να είναι σε θέση να λειτουργήσουν ξανά, τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα, διαθέτοντας τα δικά τους ενεργειακά αποθέματα για ένα μικρό χρονικό διάστημα, εξακολούθησαν να λειτουργούν σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Πράγμα το οποίο όμως δεν σημαίνει, όπως έχουμε ήδη πει, ότι υπάρχουν δύο θεμελιωδώς διαφορετικοί τύποι συσκευών. Ούτε ότι όσες ανήκουν στον ένα τύπο δουλεύουν μόνο ως εξαρτήματα μιας τεράστιας μηχανής, ενώ αυτές του άλλου τύπου, π.χ. τα αυτοκίνητα, είναι αυτάρκη μέσα που βασίζονται αποκλειστικά στον εαυτό τους και που μπορούν να παρακολουθούν από απόσταση και με αδιαφορία καταστροφές, όπως αυτή της κατάρρευσης του ηλεκτρικού δικτύου. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Χωρίς το δίκτυο παροχής βενζίνης, το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται από το εισαγωγικό εμπόριο, που κι αυτό με τη σειρά του βασίζεται στην εξόρυξη πετρελαίου, που κι αυτή εξαρτάται από σχέσεις πολιτικής ισχύος – χωρίς όλα αυτά κανένα μεμονωμένο αυτοκίνητο δεν θα ήταν βέβαια σε θέση εκείνη τη σκοτεινή νύχτα να παραμείνει αύταρκες και να συνεχίσει με τις «δικές του δυνάμεις», την ώρα που τα ηλεκτρικά τραίνα είχαν καταδικαστεί σε ακινησία. Μπορούμε όμως να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από αυτή τη διαφορά:
Θέση όγδοη: η μέγα-μηχανή, στην οποία όλες οι άλλες μεμονωμένες μηχανές είναι ενσωματωμένες σε τέτοιο βαθμό που πλέον παίζουν τον ρόλο εξαρτημάτων, οφείλει, για όσο λειτουργεί, να προσφέρει σε κάθε εξάρτημά της ένα έσχατο καταφύγιο, κάποιες λύσεις έκτακτης ανάγκης που θα επιτρέψουν στο εξάρτημα να αντέξει σε περίπτωση αποτυχίας της μέγα-μηχανής. – Ή αλλιώς διατυπωμένο: η κεντρική μηχανή πρέπει να είναι προετοιμασμένη για την έκτακτη περίπτωση που ίσως χρειαστεί να υποστεί μια αποκέντρωση: πρέπει να λειτουργεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί, τουλάχιστον προσωρινά, να καθιστά τον εαυτό της περιττό.
Αναμφίβολα, η διασύνδεση όλων των μηχανών και των συσκευών (όπου η ενεργειακή οικονομία έχει να επιδείξει τις μεγαλύτερες προόδους) έχει τεράστια πλεονεκτήματα· όμως εξίσου αναμφίβολα αυξάνεται και το μέγεθος του κινδύνου μαζί με το μέγεθος της μέγα-μηχανής. Όσο μεγαλύτερο το σύμπλεγμα, τόσο μεγαλύτερη και η καταστροφή, όταν το σύμπλεγμα αποτυγχάνει. Και δεν ισχύει μόνο ότι μπορούν να εκτεθούν σε κινδύνους οι επιχειρήσεις που έχουν ενσωματωθεί εντός του μέγα-δικτύου, αλλά και το αντίστροφο: οι μέγα-επιχειρήσεις συνιστούν έναν τέτοιο κίνδυνο που ίσως αποδειχτεί ότι επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους είναι εν τέλει πιο πρακτικές. Ίσως αποδειχτεί ότι τα μηχανικά συμπλέγματα, πέρα από ένα συγκεκριμένο, μέγιστο μέγεθος, καθοριστέο κατά περίπτωση, είναι αντι-οικονομικά, λόγω υψηλού ρίσκου.
Θέση ένατη:στο μέλλον ένα από τα κύρια καθήκοντα κάθε σχεδιασμού (που σημαίνει: της συγκεκτροποίησης χιλιάδων δραστηριοτήτων και μηχανών και της επιστράτευσης τους για ένα μοναδικό σκοπό) θα είναι και ο καθορισμός του μεγέθους των μεγα-μηχανών. Η μικρότερη μηχανή μπορεί να μην είναι η καλύτερη· όμως είναι εξίσου δυνατό να μην είναι ούτε η μεγαλύτερη μηχανή η καλύτερη δυνατή.
*
Η διαλεκτική της τεχνικής
Στις προηγούμενες σελίδες, μέσα από τη διαλεκτική των μηχανών, εξήγαμε κάποια συμπεράσματα που μπορούν να παρερμηνευτούν – επ’ αυτού δεν έχω ψευδαισθήσεις. Να παρερμηνευτούν όχι μόνο ως μια αντιδραστική πολεμική κατά της σχεδιασμένης οικονομίας, αλλά και κατά αυτής καθαυτή της τεχνικής· σαν έκκληση για μια «καταστροφική έφοδο κατά των μηχανών». Μάλιστα, αυτή η έκφραση έχει χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις που αφορούν στο έργο μου, σε επιθέσεις που έχω δεχτεί όχι μόνο από το καπιταλιστικό αλλά κι από το κομμουνιστικό στρατόπεδο. Επ’ αυτού θα ήθελα να προσθέσω δύο παρατηρήσεις:
- Σε καμμία περίπτωση δεν αρκεί να επαναλαμβάνει κανείς ότι η τεχνική πρέπει να χρησιμοποιείται για αγαθούς κι όχι για κακούς σκοπούς, για έργα εποικοδομητικά κι όχι καταστροφικά. Τέτοια επιχειρήματα, που τόσο μονότονα ακούγονται ξανά και ξανά από τα χείλη πολλών hommes de bonne volonté, είναι χωρίς δεύτερη κουβέντα μυωπικά. Αυτό που σήμερα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης είναι το κατά πόσον έχουμε την ελευθερία να χρησιμοποιούμε την τεχνική κατά βούληση. Αυτή την ελευθερία δεν πρέπει να τη θεωρούμε αυτονόητη. Με άλλα λόγια: δεν είναι καθόλου απίθανο ο κίνδυνος που μας απειλεί να μην προέρχεται από τις καταχρήσεις της τεχνικής, αλλά να βρίσκεται μέσα στην ίδια την ουσία της τεχνικής.
- Ανεξάρτητα από το ποια πλευρά υποστηρίζουν, αντιδραστικοί είναι όσοι διακατέχονται από τον φόβο μην τυχόν και στιγματιστούν ως Λουδδίτες. Είναι παιδιάστικο το να πιστεύει κανείς ότι υπάρχουν περιοχές απαλλαγμένες από εσωτερικές αντιφάσεις και διαλεκτικές εντάσεις κι ότι μάλιστα η τεχνική είναι ένα τέτοιο πεδίο. Δεν αποτελεί καμμιά έκπληξη το ότι τόσοι και τόσοι θιασώτες της προόδου, είτε μαρξιστές είτε αντι-μαρξιστές, είναι τόσο αφελείς που μόνο εγκωμιαστικά λόγια έχουν να πουν για την τεχνική, ανεξαρτήτως συμφραζομένων και περιστάσεων. Κάτι που όμως είναι ανεπίτρεπτο για εκείνους τους μαρξιστές που σέβονται τη λέξη «διαλεκτική» και βλέπουν σε αυτή κάτι παραπάνω από μια επίσημη, επαγγελματική κάρτα. Αντιθέτως, έχουν την υποχρέωση να αναγνωρίσουν, να εξετάσουν και να καταπολεμήσουν τις εγγενείς αντιφάσεις της τεχνικής και τους πιθανούς κινδύνους της. Δεν υπάρχει τίποτα πιο γελοίο από το να βλέπει κανείς κάτι το γελοίο σε αυτούς τους κινδύνους ή από το να αντιμετωπίζει τις συζητήσεις περί αυτών των κινδύνων ως κάτι το γελοία μη μαρξιστικό. Από τη στιγμή που ο Μαρξ κατέστησε τις μηχανές και την τεχνολογία των καπιταλιστικών κοινωνιών ως υπεύθυνες για την αποξένωση κι από τη στιγμή που διακήρυξε ότι η αυτο-υπέρβαση του καπιταλισμού θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό, ανεξαρτήτως του αν είχε δίκιο ή όχι, την ίδια στιγμή επιβεβαίωνε ακριβώς την ύπαρξη διαλεκτικών τροπισμών μέσα στην τεχνική.
Φυσικά, δεν είναι μέσα στις προθέσεις μου, με αυτή την κριτική της τεχνικής, να αποτρέψω τους τεχνολογικά υπανάπτυκτους λαούς, τους καταπιεζόμενους από την υπεροχή των τεχνολογικών υπερδυνάμεων, από το να επιχειρήσουν οι ίδιοι τη δική τους «περιπέτεια της τεχνολογίας». Πρέπει να υπάρχει μια διαφορετική αντιμετώπιση της τεχνικής στις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με υπανάπτυκτες χώρες σε σχέση με την περίπτωση των τεχνολογικά υπερ-ανεπτυγμένων χωρών. Στις υπανάπτυκτες χώρες ο κίνδυνος από την απουσία της τεχνολογίας είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από τον κίνδυνο της ύπαρξής της. Οι προειδοποιήσεις για την τεχνική, που ισχύουν στη δική μας περίπτωση, σε αυτές τις χώρες μάλλον ακούγονται ως σκέτη τρέλα.
Θέση δέκατη: Χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης του κόσμου δεν είναι μόνο ο διαχωρισμός του σε ένα καπιταλιστικό κι ένα κομμουνιστικό ημισφαίριο ή σε τεχνολογικά υπερ-ανεπτυγμένες και τεχνολογικά υπανάπτυκτες ζώνες, αλλά και το γεγονός ότι οι κάτοικοι των πολύ προνομιούχων περιοχών οφείλουν να τηρούν μια διαφορετική στάση έναντι της τεχνικής. Θα ήταν παρανοϊκό το να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στην τεχνική αυτή καθαυτή ενώπιον ενός λιμοκτονούντος Ινδού του οποίου η χώρα θα μπορούσε να σωθεί από την εφαρμογή μεθόδων μαζικής παραγωγής τρακτέρ.
Σίγουρα είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς στην ερώτηση πότε πρέπει να λέμε Ναι και πότε να βάζουμε ένα Όχι στην τεχνική. Γιατί η τεχνική μπορεί να γίνει απειλητική όχι μόνο εκεί (όπως σήμερα στις Η.Π.Α.) όπου ουσιαστικά έχει μετατραπεί σε τεχνική της απειλής. Ένα από τα κύρια έργα της φιλοσοφίας της τεχνικής στο μέλλον θα είναι και το να μπορεί να εντοπίζει και να καθορίζει το διαλεκτικό εκείνο σημείο όπου το Ναι μας στην τεχνική οφείλει να μετατρέπεται σε περίσκεψη ή ακόμα και σε ένα ξεκάθαρο Όχι.