Με έργο πολυσχιδές και ογκώδες που αδιαφορεί εντελώς για τους τεχνητούς φραγμούς μεταξύ των ακαδημαϊκών κλάδων, ο Κώστας Μελάς δεν ανήκει στην συντεχνία των «ειδημόνων» που κατακλύζουν το Πανεπιστήμιο και τα ΜΜΕ. Η σκέψη του αγκαλιάζει παράλληλα και συγχρόνως την οικονομία και την κοινωνία, τις διεθνείς σχέσεις και την ιστορία, τη λειτουργία των ιδεών και των θεσμών. Ξεκινώντας από το παρόν και τα καθέκαστά του, συνιστά συνολική παρατήρηση της συμπεριφοράς του πολιτικού ανθρώπου. Με έναυσμα τις καταιγιστικές εξελίξεις που δρομολόγησαν ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι πλανητικές προεκτάσεις του, ο Κώστας Μελάς απάντησε στα ερωτήματα που του έθεσαν το Νέο Πλανόδιον και ο Κώστας Κουτσουρέλης.
~ . ~
– Θα ξεκινήσω με ερώτημα αναμενόμενο βέβαια, στο μέτρο που απευθύνεται σε δεινό μελετητή των οικονομικών φαινομένων. Πόση αισιοδοξία επιτρέπει η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας αυτή τη στιγμή; Πολλοί μιλούν για τον «βαρύτερο χειμώνα μετά το 1945», για επικείμενο κραχ που θα επισκιάζει εκείνο του 2008 ή και του 1929 ακόμη, έχουμε σε εξέλιξη μείζονες κρίσεις, επισιτιστική, ενεργειακή, έχουμε πληθωρισμό συνδυαζόμενο με ύφεση κ.ο.κ.
Αγαπητέ Κώστα, δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας σίγουρα σε βραχυχρόνιο διάστημα –για το 2023– αλλά νομίζω ούτε και για τον επόμενο χρόνο, το 2024. Η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε ιδιαίτερα δύσκολη φάση, η οποία κυριαρχείται από υψηλότατες αβεβαιότητες. Αβεβαιότητες που δεν προέρχονται μόνο – αν μπορούμε να το πούμε αυτό– από καθαρούς «οικονομικούς» λόγους, αλλά και από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις στον πλανήτη. Όπως έχω προσπαθήσει να δείξω στο βιβλίο μου Η ατελέσφορη επιστήμη δεν πιστεύω σε μια «καθαρή οικονομική discipline» από τους πολιτικούς παράγοντες. Λέγοντας πολιτικούς παράγοντες εννοώ παράγοντες ισχύος. Οι τελευταίοι εκλείπουν παντελώς από τις προκείμενες συγκρότησης της οικονομίας ως συστηματικής discipline. Μάλιστα όταν ενταχθούν στο πλαίσιο συγκρότησής της, που δεν είναι άλλο από αυτό «της αρμονίας των συμφερόντων», από καταρρέει, απογυμνώνοντάς την όποια προβαλλόμενη αντικειμενικότητα. Τέλος πάντων. Όλα τα παραπάνω τα είπα, για να δείξω, ότι πάντα, αλλά προπαντός στην παρούσα συγκυρία, των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στην κατανομή της ισχύος και στην διαπάλη των ανταγωνισμών και εχθροτήτων που συμβαίνουν στον πλανήτη, δεν μπορούμε ποτέ να δείξουμε, με συστηματικό τρόπο πως επηρεάζεται η κατάσταση στην οικονομία. Τούτων λεχθέντων, και με τους περιορισμούς που απορρέουν, μπορώ να πω ότι η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο δεδομένου ότι συνυπάρχουν συνδυαστικά τα εξής αρνητικά χαρακτηριστικά: υψηλός πληθωρισμός, υψηλά επιτόκια υψηλό χρέος, ενεργειακή κρίση και κρίση στην προσφορά (εφοδιαστική αλυσίδα).
Όλες οι εκτιμήσεις των πολυμερών οργανισμών συγκλίνουν ότι η μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ θα κινηθεί στο 2,0% με 2,5% το 2023 ενώ υπάρχει και το σενάριο η μεγέθυνση να είναι ακόμη χαμηλότερη από 1%. Η μεγέθυνση γύρω από το 2,0% είναι ένας πολύ χαμηλός ρυθμός. Έχει καταγραφεί μόνο πέντε φορές από το 1970. Αναφέρω ενδεικτικά ότι αυτό συνέβη το 1973 με το σοκ στην τιμή του πετρελαίου, το 1981 με τον αποπληθωρισμό του Βόλκερ, αλλά και η οικονομική κρίση του 2008. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα στη συλλογική μας μνήμη ως εποχές δυσκολιών.
Περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να συρρικνωθεί φέτος ή το επόμενο έτος, ενώ οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες –οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα– θα συνεχίσουν να τελματώνουν. Το σημαντικό είναι ότι και τα υπόλοιπα 2/3 της παγκόσμιας οικονομίας παρότι μπορεί να εισέλθουν τυπικά σε ύφεση, εντούτοις θα ζήσουν με την αίσθηση ότι υπάρχει ύφεση.
Το κλειδί προκειμένου να εξηγηθεί η επιβράδυνση της μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας είναι η γενίκευση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής καθοδηγούμενη από το μεγαλύτερο του αναμενομένου ύψους του πληθωρισμού. Επίσης σημαντικός παράγοντας είναι η πολιτική μηδενικής ανοχής στη πανδημία COVID-19 που εφαρμόζει η Κίνα. Άλλοι παράγοντες είναι η διάβρωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού, η χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη και οι υψηλές τιμές της ενέργειας και κυρίως του φυσικού αερίου ειδικά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων.
Η συνεχής αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους των Κεντρικών Τραπεζών, ως μέσον μείωσης του πληθωρισμού, ακολουθεί την απλή λογική μείωσης της ζήτησης προκειμένου να εξισορροπηθεί με την πλευρά της ελλείπουσας προσφοράς η οποία είναι υπεύθυνη για την σημερινή αύξηση των τιμών. Η αδυναμία παρέμβασης στην πλευρά της προσφοράς, οδηγεί τις Κεντρικές Τράπεζες σε αυτή την συμπεριφορά οι συνέπειες της οποίας είναι η συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ και η αρνητική διασάλευση όλων των μακροοικονομικών μεταβλητών του ήδη «κουρασμένου» καπιταλιστικού συστήματος. Μα το βασικότερο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί, επειδή κανείς δεν ην ελέγχει, η προσφορά. Επομένως κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποιο θα είναι το κατώτατο σημείο ισορροπίας.
Οι συνέπειες της ανόδου των επιτοκίων είναι λίγο πολύ γνωστές: μείωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, των επενδύσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αύξηση της ανεργίας, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (λόγω της ανάγκης της κρατικής παρέμβασης σε καθεστώς ύφεσης), αύξηση του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, χρεοκοπίες επιχειρήσεων, μείωση απολαβών, εξάπλωση της φτώχειας, με παράλληλη σώρευση του πλούτου στο 1,0% του πληθυσμού του πλανήτη.
Η άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων προκαλεί και άνοδο της αξίας του δολαρίου. Για τον υπόλοιπο κόσμο, η άνοδος του δολαρίου είναι βραχνάς. Το ισχυρό δολάριο καθιστά ακριβότερα τα χρέη των αναδυόμενων οικονομιών, τα οποία διογκώθηκαν από την επέλαση του κορωνοϊού. Σύμφωνα μάλιστα με το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, εκτιμάται ότι οι αναδυόμενες οικονομίες θα έχουν μέχρι το τέλος του 2023 χρέη ύψους 83 δισ. δολαρίων. Οι μνήμες από την κρίση χρέους των χωρών της Λατινικής Αμερικής στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ζωντανεύουν.
Συγχρόνως οι υψηλές αναλογίες χρέους εταιρειών και κυβερνήσεων αποτελούν βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί. Καθώς αυξάνονται τα ποσοστά και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, πολλοί οργανισμοί ζόμπι, νοικοκυριά ζόμπι, επιχειρήσεις, τράπεζες, σκιώδεις τράπεζες και χώρες ζόμπι πρόκειται να πεθάνουν. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος μπορεί να επιβιώσει.
Ένας ακόμη μεγάλος κίνδυνος είναι η αποσταθεροποίηση, του ήδη προβληματικού χρηματοπιστωτικού τομέα, με δεδομένο ότι η ρευστότητα της αγοράς έχει επιδεινωθεί σε όλες τις βασικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ταχείας, άτακτης ανατιμολόγησης που θα μπορούσε να αλληλεπιδράσει –και να ενισχυθεί– με προϋπάρχουσες ευπάθειες και κακή ρευστότητα της αγοράς. Απλά αναφέρω ως υπενθύμιση, ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας κατάφερε να παρουσιάζεται ως σημαντικός, λόγω των επί εικοσαετίας χαμηλών επιτοκίων και της υψηλής απορρόφησης του τεράστιου όγκου ρευστότητας που δημιουργούσαν οι Κεντρικές Τράπεζες. Η μοναδική πραγματική προσφορά του ήταν η αύξηση των ανισοτήτων στην κατανομή πλούτου υπέρ των ελαχίστων και η ενσωμάτωση της κερδοσκοπικής του λειτουργίας στην πραγματική οικονομία και άρα και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
– Παρακολουθώντας τις ειδήσεις σε ημερήσια βάση αναρωτιέται κανείς ποιος από τους παράλληλους πολέμους που διεξάγονται αυτή τη στιγμή είναι ο πιο ανελέητος. Ο συμβατικός της Ουκρανίας, ή ο παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον σχεδόν όλων των άλλων. Δύο χθεσινά παραδείγματα: οι «σαρωτικές» και «εξαιρετικά επιθετικές», όπως αποκλήθηκαν, νέες απαγορεύσεις εξαγωγής αμερικανικής τεχνολογίας στην Κίνα και οι απειλές πολλών Αμερικανών πολιτικών κατά του ΟΠΕΚ και ειδικά της Σαουδικής Αραβίας μετά από την πρόσφατη απόφαση για μείωση της παραγωγής πετρελαίου κατά 2.000.000 βαρέλια την ημέρα.
Οι σύγχρονες πλανητικές εξελίξεις θα μπορούσαν να ενταχθούν εντός ενός πλαισίου υπό την ονομασία «θερμή ειρήνη». Πρόκειται για μια περίοδο όξυνσης των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αλλά η μεγάλη οικονομική αλληλεξάρτηση, που ενυπάρχει στην παγκόσμια οικονομία λειτουργεί ακόμη αποτρεπτικά στην περαιτέρω όξυνση και στο πέρασμα ενός νέου ψυχρού πολέμου. Όμως ο βασικότερος παράγοντας είναι ότι η Κίνα δεν αισθάνεται ακόμη έτοιμη για να αντιπαρατεθεί μετωπικά με τις ΗΠΑ, και μέχρι να συμβεί αυτό, μεθοδικά και υπομονετικά αποφεύγει τις γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και επικεντρώνεται στην οικονομική της εξάπλωση στον πλανήτη. Άλλωστε τα στοιχεία είναι αδιάψευστος μάρτυρας. Αναφέρω μόνο ένα στοιχείο: η ροή άμεσων ξένων επενδύσεων το 2020 ήταν 284 δισ. δολάρια, το 2021 ανήλθαν σε 322 δισ. και τους πρώτους οχτώ μήνες του 2022 είναι αυξημένες κατά 20,0%. Θα πρέπει να πούμε παράλληλα ότι η προσπάθεια των ΗΠΑ να κρατηθούν στην κορυφή του πλανητικού συστήματος, εκτός του ότι έχει λάβει σχεδόν μανιχαϊστικά χαρακτηριστικά (το καλό εναντίον του κακού) στο επίπεδο της πολιτικής, ειδικά μετά την ουσιαστική απώλεια της heartland της Ευρασίας, περιλαμβάνει και μέτρα οικονομικού χαρακτήρα τα οποία, όπως θυμόμαστε, άρχισαν με την προεδρία Τραμπ, προκειμένου να περιοριστεί με κάθε κόστος η οικονομική και τεχνολογική εξάπλωση της Κίνας. Βέβαια οι δασμοί και τα υπόλοιπα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν από τον Τραμπ και συνεχίζονται από τον Μπάιντεν, δεν βελτίωσαν καθόλου το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα. Το 2022 σίγουρα θα αυξηθεί περαιτέρω.
Έχει αρχίσει εδώ και καιρό, η συζήτηση γύρω από το νέο όρο decoupling (αποσύνδεση) και τις διάφορες βαριάντες του: reshoring (επιστροφή στο σπίτι), friendshoring (αλυσίδα που προμηθεύει μόνο τις πολιτικά φιλικές χώρες), nearshoring (αλυσίδες προμηθειών που οδηγούν μόνο στις χώρες που είναι όσο το δυνατόν κοντύτερα στο σπίτι), εγκαταλείποντας τους μεγάλους οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα. Είναι πιο εύκολο να λέγονται αυτά παρά να γίνουν στην πράξη με δεδομένη τη θέση της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο. Να αναφέρω ένα παράδειγμα. Το Βιετνάμ θεωρείται από πολλούς ως μια εναλλακτική τοποθεσία εγκατάστασης αμερικανικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων προκειμένου να εγκαταλείψουν την Κίνα. Αλλά μέχρι σήμερα το Βιετνάμ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα για την προμήθεια υλικών και ημικατεργασμένων ενώ υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις στις υποδομές του. Παρ’ όλα αυτά, υπό την πίεση της αμερικανικής κυβέρνησης κάτι έχει αρχίσει να κινείται. Βλέπουμε ότι ορισμένες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας έχουν αρχίσει να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους εκτός Κίνας.
Apple και Google θα μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους η μεν πρώτη στο Βιετνάμ (25% της παραγωγής νέων smartphone) και η δεύτερη στην Ινδία. Η Microsoft ήδη παράγει τις κονσόλες της στο Βιετνάμ, ενώ η Amazon έχει μεταφέρει μέρος της παραγωγής στο Βιετνάμ. Νομίζω ότι οι επιχειρήσεις – ειδικά οι αμερικάνικες– ακολουθούν τη λογική Κίνα συν άλλη μια χώρα, δηλαδή μια εναλλακτική λύση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όταν οι εξελίξεις το επιβάλλουν.
Όμως υπάρχει ένα πεδίο, αυτό των ημιαγωγών, βασικού μέσου για την παραγωγή οποιουδήποτε προϊόντος υψηλής τεχνολογίας όπου αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι εις βάρος της Κίνας κάτι που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι ΗΠΑ.
Η κατάσταση της αγορά ημιαγωγών θεωρείται ότι είναι δηλωτική της μεγάλης εξάρτησης της Κίνας από τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι εισήγαγε το 2020 προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, (ημιαγωγούς) αξίας 378 δις δολαρίων (σύμφωνα με το China Semiconductor Industry Association). Η απομάκρυνση από αυτή την κατάσταση έχει καταστεί εθνική προτεραιότητα στην Κίνα ειδικά μετά την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ στην μεγαλύτερη επιχείρηση τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, την Huawei Technologies, για λόγους κατασκοπείας, που, η κινέζικη επιχείρηση αρνήθηκε κατηγορηματικά. Στη συνέχεια οι κυρώσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες μεγάλες κινέζικες τεχνολογικές επιχειρήσεις όπως η Semiconductor Manufacturing International Co (ημιαγωγοί) και η Hikvision, η παγκοσμίως μεγαλύτερη επιχείρηση κατασκευής καμερών επίβλεψης-παρακολούθησης. Συνολικά, περισσότερες από 100 κινέζικες επιχειρήσεις με αντικείμενο την τεχνολογία εισήλθαν στην αμερικάνικη μαύρη λίστα στις οποίες απαγορεύθηκε να έχουν πρόσβαση στις αμερικανικές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας εκτός αν υπάρξει ειδική άδεια. Παράλληλα οι ΗΠΑ ασκούν μεγάλες πιέσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής ημιαγωγών και τσιπ και συγκεκριμένα στην TSMC να σταματήσουν τη συνεργασία με τις κινέζικες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα οι ΗΠΑ πιέζουν να σταματήσει η προμήθεια προϊόντων στην κινέζικη Huawei η οποία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πελάτες της ταϊβανέζικης επιχείρησης. Παράλληλα πιέσεις ασκούνται και από τη μεριά της Κίνας, μάλιστα σε ένα τεταμένο γεωπολιτικό περιβάλλον, αν λάβουμε υπόψη μας τις κινέζικες διεκδικήσεις επί της ίδιας της Ταϊβάν, την οποία ως γνωστόν θεωρεί κινεζικό έδαφος. Η θέση της TSMC στην παγκόσμια αλυσίδα παραγωγής ημιαγωγών είναι τόσο σημαντική που οποιαδήποτε αλλαγή στην παραγωγή της θα οδηγήσει σε μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα την παγκόσμια οικονομία.
Η κινέζικη κυβέρνηση καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες προκειμένου να κλείσει το τεχνολογικό χάσμα που την χωρίζει από τις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες χώρες παραγωγής ημιαγωγών. Έχει προγραμματίσει να επενδύσει περίπου 150 δις δολάρια από το 2014 μέχρι το 2030 στον τομέα των ημιαγωγών. Το συγκεκριμένο εμπάργκο προκάλεσε σειρά σημαντικών προβλημάτων στην αλυσίδα παραγωγής των κινέζικων επιχειρήσεων. Η αντίδραση ήταν μια άνθιση, χωρίς προηγούμενο, επιχειρήσεων με αντικείμενο τους ημιαγωγούς εντός της Κίνας. Ειδικά όσες από αυτές λειτουργούσαν σε συνδυασμό με αντίστοιχες αμερικάνικες με στόχο την ενσωμάτωση της τεχνολογίας.
Όμως η ουσιαστική απάντηση της Κίνας στο εμπάργκο είναι η δημιουργία μιας εταιρείας η οποία να είναι πλήρως ανταγωνιστική στις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου και θα δημιουργήσει συνθήκες σχεδόν πλήρους αυτονομίας στην παραγωγή των ημιαγωγών. Το όνομά της: Yangtze Memory Technologies. Με την καθοδήγηση του Πεκίνου έχει ριχτεί στη μάχη προκειμένου να εκμεταλλευθεί κάθε γνώση των τοπικών εταιρειών που παράγουν ημιαγωγούς και κάθε γνώση που μπορεί να αποκτηθεί από τους ανταγωνιστές. Σχεδόν οι πάντες στην Κίνα εργάζονται σιωπηλά και μυστικά για την ενδυνάμωση της συγκεκριμένης εταιρείας. Σε αυτό έχει συμβάλλει η απόκλιση από το στόχο που είχε τεθεί το 2015 («Made in China 2025») η Κίνα να παράγει το 70,0% των αναγκών της σε ημιαγωγούς το 2025. Τον Ιανουάριο του 2020 η Κίνα κάλυπτε τις ανάγκες της μόνο κατά 15,9%. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες οι αρμόδιοι αναλυτές θεωρούν ότι στο άμεσο προσεχές μέλλον η νέα προσπάθεια της Κίνας θα δώσει καρπούς προκαλώντας πιθανότατα νέες διαμορφώσεις στην παγκόσμια αγορά ημιαγωγών.
– Το σαμποτάζ στους αγωγούς της Βαλτικής από αρκετούς πλέον ανεξάρτητους παρατηρητές και στην ίδια τη Δύση αποδίδεται στις ΗΠΑ ή σε συμμάχους της. Αν η διάγνωσή ισχύει, τότε βεβαίως το ρίσκο που πήραν όσοι το αποφάσισαν είναι τρομακτικό. Μόνο τα ενδεχόμενα αντίποινα να σκεφτεί κανείς, τους ενδεχόμενους στόχους, αγωγούς, υποβρύχια καλώδια κ.λπ. Από την άλλη και σε άλλα θέματα, όπως σ’ εκείνο της Ταϊβάν, η Ουάσιγκτον ρητορεύει δυνάμει εμπρηστικά. Έχει ειπωθεί ότι η κύρια αναθεωρητική δύναμη αυτή τη στιγμή στον πλανήτη είναι οι ΗΠΑ. Ποιον ωφελεί όμως εντέλει η προκαλούμενη όξυνση, ποια μπορεί να είναι εδώ η τελική επιδίωξη;
Σχετικά με το συμβάν στους αγωγούς North stream 1 και 2, θα παραθέσω, κατ’ αρχάς τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονυ Μπλίνκεν, σε δηλώσεις του την Τρίτη (27/9) κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξη Τύπου με τον υπουργό Εξωτερικών της Ινδίας Σουμπραχμανιάμ Τζαϊσανκάρ.
«Δεν θα ήταν προς το συμφέρον κανενός» εάν οι διαρροές φυσικού αερίου που εντοπίστηκαν στους αγωγούς North Stream προκλήθηκαν από επίθεση ή σαμποτάζ, την ώρα που συνεχίζεται η ενεργειακή αντιπαράθεση Ρωσίας-Ευρώπης. Υπάρχουν αρχικές αναφορές που υποδηλώνουν ότι αυτό μπορεί να ήταν αποτέλεσμα επίθεσης ή κάποιου είδους δολιοφθοράς, αλλά αυτές είναι αρχικές αναφορές και δεν τις έχουμε επιβεβαιώσει ακόμη. Αλλά αν επιβεβαιωθούν, αυτό δεν είναι σαφώς προς το συμφέρον κανενός» τόνισε ο κ. Μπλίνκεν. Είναι δύσκολο να μην σκεφτεί κανείς, κάτι το πολύ απλό, που φαίνεται να προσπαθεί να αποφύγει ο κ. Μπλίνκεν: για να έχουμε το συγκεκριμένο συμβάν κάποιος ή κάποιοι έχουν συμφέρον!!! Τόσο απλό. Τώρα στο ερώτημα ποιος έχει συμφέρον, με την απάντησή του ο κ. Μπλίνκεν ουσιαστικά είπε μην ζητάτε να μάθετε ποιος έχει συμφέρον. Μάλλον αυτό κατανόησαν και τα διεθνή ΜΜΕ και ουσιαστικά σταμάτησαν να αναφέρονται στο συμβάν σχεδόν μια εβδομάδα μετά το συμβάν. Εξίσου περίεργο… Αντί να δημιουργηθεί πανικός είδαμε ουσιαστικά μια βαθιά ανάσα διπλωματικής ανακούφισης και ηρεμίας. Η απενεργοποίηση των συγκεκριμένων αγωγών θέτει τέρμα στις ανησυχίες και στις αβεβαιότητες ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, για οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία (σύντομη ή απώτερη) επανεκκίνησης της προμήθειας της Γερμανίας με ρωσικό φυσικό αέριο (δες δηλώσεις Μέρκελ). Καλό είναι να λάβουμε υπόψη μας και τις εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα στην Γερμανία στις οποίες οι διαδηλωτές ζητούσαν την άρση των κυρώσεων και την επαναλειτουργία του αγωγού North Stream 2 για να λυθεί το πρόβλημα της έλλειψης ενέργειας.
Θα πρέπει να θυμίσω, στο σημείο αυτό, φίλε Κώστα, τις δηλώσεις της γνωστής υφυπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ Βικτώριας Νούλαντ, τον Ιανουάριο του 2022, ότι «με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο αγωγός Nord Stream 2 δεν θα λειτουργούσε» αλλά και τις δηλώσεις του ίδιου του προέδρου Μπάιντεν την 7η Φεβρουαρίου ότι «ο αγωγός Nord Stream 2 δεν θα υπάρξει. Θα θέσουμε τέλος. Σας υπόσχομαι ότι είμαστε σε θέση να το πράξουμε». Σήμερα με τις εξελίξεις βλέπουμε όχι μόνο ότι η Γερμανία οδηγείται σε ύφεση, σε ανεργία, σε ενεργειακή φτώχεια αλλά έχει υποταχτεί πλήρως στις βουλήσεις των ΗΠΑ, πολιτικά, στρατιωτικά, αλλά και οικονομικά. Πληρώνει πανάκριβα το αμερικανικό LNG, βλέπει το ευρώ να υποχωρεί δραματικά έναντι του δολλαρίου και το κυριότερο βλέπει πολλές βαριές βιομηχανίες της να σκέφτονται να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις ΗΠΑ!!! Με τις τιμές ενέργειας να έχουν εκτοξευθεί, οι βιομηχανίες χάλυβα, λιπάσματος και άλλοι παράγοντες που ενισχύουν την οικονομική δραστηριότητα της Γηραιάς Ηπείρου μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις ΗΠΑ, όπου οι τιμές ενέργειας είναι σταθερότερες και υπάρχει γενναιόδωρη κυβερνητική στήριξη. Δεδομένης της μεγάλης αστάθειας στην ενέργεια και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε δυναμικά κίνητρα για τη μεταποίηση και την πράσινη ενέργεια, με αποτέλεσμα η ζυγαριά να κλίνει υπέρ των ΗΠΑ, ευνοώντας ιδίως τις εταιρείες χημικών, μπαταριών και γενικώς έντονα ενεργοβόρων κλάδων.
Οι ΗΠΑ προσπαθούν να διατηρηθούν στην κορυφή της παγκόσμιας κυριαρχίας με νύχια και δόντια. Αυτό σημαίνει ότι επιδιώκουν το χώρισμα του κόσμου σε εμάς και τους άλλους. Εμείς είμαστε οι καλοί οι άλλοι είναι οι κακοί. Όμως στο εμείς δεν χωράει πια καμία διαφοροποίηση από κανένα γι’ αυτό που επιζητούν οι ΗΠΑ. Δηλαδή το απόλυτο εθνικό τους συμφέρον το οποίο επαναλαμβάνω ταυτίζεται με το συμφέρον του πλανήτη. Δεν είναι εδώ ο χώρος να αναπτύξουμε την έννοια της ιδιαιτερότητας του αμερικανικού έθνους που αποτελεί πάγιο στοιχείο της πολιτικής ιδεολογίας των ΗΠΑ.
– Πλαφόν, κυρώσεις, εμπάργκο, δασμοί… Τι απέγιναν άραγε όλοι εκείνοι οι ουλτραφιλελεύθεροι που σαράντα χρόνια τώρα κήρυτταν ότι η ελευθερία του εμπορίου είναι θεραπευτική πάσης νόσου, ότι οι αγορές θα λύσουν όλα τα προβλήματα;
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση για ακόμη μια φορά, ότι η θεωρητική κατασκευή του «ελεύθερου εμπορίου», η λεγόμενη καθαρή θεωρία του εμπορίου, ουδέποτε υπήρξε στην ανθρώπινη ιστορία, διότι πάντοτε συνοδευόταν από φανερές και κρυφές παρεμβάσεις ισχύος. Αυτό δείχνει με σαφήνεια ότι η λεγόμενη πολυμερής θέσμιση της παγκόσμιας οικονομίας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και δεν αποτελεί παρά μια ακόμη οικονομική άσκηση επί χάρτου. Αποτελεί μια πλασματική κατασκευή, ακριβώς όπως και ο homo oeconomicus. Η μελέτη της ιστορίας, αρκούν και τα τελευταία 200 χρόνια της καπιταλιστικής κυριαρχίας, δείχνει με αδρό τρόπο την αλήθεια αυτής της θέσης. Οι δασμοί πάντοτε έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στις οικονομίες των χωρών στις μεταξύ τους σχέσεις, όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο, το κράτος παρενέβαινε με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα για να επιβάλλει το εμπόριο κ.τ.λ.
Οι οικονομολόγοι, κυρίως της (νεο)φιλελεύθερης κατεύθυνσης, απεχθάνονται την ιστορία για το λόγο αυτόν﮲ διότι αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα των πλασματικών απαγωγικών θεωρητικών κατασκευών τους. Η ιστορία είναι η κόλαση των οικονομολόγων αλλά και των φιλοσόφων. Ακόμη πως μπορεί να υπάρχει ελεύθερο εμπόριο όταν αυτό κυριαρχείται από τις μεγάλες και μικρές πολυεθνικές επιχειρήσεις; Η Παγκοσμιοποίηση, είτε η πρώτη στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, είτε αυτή που ζούμε σήμερα, είναι ουσιαστικά η επέκταση των δραστηριοτήτων των μεγάλων επιχειρήσεων σχεδόν στα όρια του πλανήτη. Η συνεχής προσπάθεια των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών να διεισδύσουν στις παγκόσμιες αγορές, μέσω των διαφόρων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με τη μείωση των εμποδίων στην κυκλοφορία των αγαθών, των υπηρεσιών και του χρήματος, οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σε μια ενιαία αγορά χρήματος κεφαλαίων, της οποίας οι εξελίξεις επηρεάζουν την οικονομία της κάθε χώρας. Πρόκειται για την «ευθανασία» του κεφαλαίου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κέυνς.
Η νέα τεχνολογία, η πληροφορική και η μικροηλεκτρονική συντέλεσαν στην ενοποίηση του γεωγραφικού χώρου γεγονός που μείωσε αισθητά στις επιχειρήσεις το κόστος της απόστασης και κατέληξε σε μια παγκόσμια χωρική αναδιάρθρωση. Η νέα τεχνολογία θέτει τους νέους άξονες και με τον καταμερισμό της εργασίας απαιτείται εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις από την άλλη πλευρά, κατέχοντας την τεχνολογία και την τεχνογνωσία, με συνοδοιπόρους τους τις αναπτυγμένες βιομηχανικά καπιταλιστικές χώρες στις οποίες αυτές εδράζονται, και ασκώντας μονοπωλιακό έλεγχο στην παραγωγή και την τεχνολογία, είναι αυτές που τελικά καθορίζουν τις εξελίξεις.
Στην πραγματικότητα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου αποτελεί ένα θεσμικό πλαίσιο, μέσω του οποίου καθίσταται δυνατή η διαπραγμάτευση της εισόδου στην αγορά από τα κράτη μέλη. Η ατζέντα των θεμάτων, κατ’ ουσία, διαμορφώθηκε, από τη μία πλευρά από το μαινόμενο πόλεμο μεταξύ των εξαγωγέων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την άλλη πλευρά από τα αντικρουόμενα συμφέροντα των ανταγωνιζόμενων εισαγωγέων. Συνεπώς, ο Π.Ο.Ε. αποτέλεσε το προϊόν των ισχυρών λόμπι των εξαγωγέων της Αμερικής ή/και της Ευρώπης, ή των ειδικών συμβιβασμών που έγιναν μεταξύ των ομάδων αυτών και άλλων εγχώριων ομάδων. Όσον αφορά στην αύξηση της ευημερίας μέσω της απελευθέρωσης του εμπορίου, έχει καταδειχτεί πως αυτό δεν έχει συμβεί ούτε κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής διαδικασίας των σημερινών αναπτυγμένων χωρών. Καμία χώρα δεν αναπτύχθηκε υπό καθεστώς ελευθέρου εμπορίου. Όταν κάποια χώρα κυριαρχήσει αρχίζει να ψελλίζει τα περί ελευθέρου εμπορίου απευθυνόμενη στους άλλους, όχι μόνο ξεχνώντας τη δική της ιστορική διαδρομή, αλλά συνεχίζοντας ακόμη και τότε σειρά άυλων και υλικών κανόνων προστατευτισμού προκειμένου να υπερασπίσει το εθνικό της συμφέρον. Τα παραδείγματα, της Αγγλίας, της Γερμανίας και των ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικά και απολύτως διαφωτιστικά.
Θα ήθελα επίσης να σημειώσω, ότι δεν αποτελεί έκπληξη η μη εμπειρική επιβεβαίωση του ισχυρισμού ότι μέσω της απελευθέρωσης του εμπορίου επέρχεται γοργότερα η οικονομική ανάπτυξη. Αντίθετα, σήμερα αποδεικνύεται εμπειρικά πως η επίτευξη υψηλότερων ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας μπορεί να συναρτάται άμεσα με μεγαλύτερα ποσοστά εξαγωγών, αλλά ταυτόχρονα δεν υφίσταται καμία σχέση μεταξύ των ποσοστών αυτών –εξαγωγών και παραγωγικότητας– και του εύρους των ενδεχόμενων περιορισμών του εμπορίου. Στην πραγματικότητα η επίτευξη ανάπτυξης της οικονομίας, μέσω των εξαγωγών, επέρχεται ως αποτέλεσμα άσκησης πολιτικών εκβιομηχάνισης και επιλεκτικής διενέργειας εμπορικών συναλλαγών.
Σε όλη αυτή την διαδικασία διεθνοποίησης του κεφαλαίου μπορεί να έχει περιοριστεί η οικονομική παρεμβατικότητα του έθνους-κράτους στο διεθνές σύστημα, ωστόσο ενισχύεται η αναγκαιότητα του ρόλου του ως θεσμού εσωτερικής κοινωνικής-πολιτικής ασφάλειας, ως θεσμού ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και αύξησης της ανταγωνιστικότητας του διεθνώς. Το κράτος πρέπει να σταθεί θεματοφύλακας των κοινωνικών κατακτήσεων των πολιτών του. Άλλωστε, πρωταρχικός λόγος σύστασης του ήταν η ανάγκη του ατόμου να προστατευθεί από το νόμο της φύσης.
Ο ισχυρισμός ότι η παγκοσμιοποίηση και η οικονομική αλληλεξάρτηση μειώνει τον ρόλο του Κράτους το οποίο απειλείται από την εξάπλωση των πολυεθνικών εταιρειών δεν ευσταθεί. Στις αρχές του 20ου αιώνα το επίπεδο των οικονομικών συναλλαγών δεν ήταν μικρότερο από το σημερινό, αλλά τα κρατικά μορφώματα αποδείχθηκαν ανθεκτικά και προσαρμόσθηκαν στις νέες συνθήκες. Εξάλλου, δεν υπάρχει καμία πειστική εναλλακτική πραγματικότητα. Ακόμη κι αν τα κράτη εξαφανιστούν οι ανταγωνισμοί ασφαλείας θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, εφόσον υπάρχει αναρχία στο Διεθνές Σύστημα.
– Από το 2008 το ποσοστό του παγκόσμιου εμπορίου στο παγκόσμιο ΑΕΠ, υπολογίζουν ορισμένοι μελετητές έπεσε από το 62% στο 51%, πτώση πολύ σημαντική. Όπως και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, φαίνεται ότι η αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση δίνει τη θέση της στην εμπορική-οικονομική περιχαράκωση. Περιφεριοποίηση, την έχεις αποκαλέσει, άλλοι μιλούν για βαλκανοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Η νέα οικονομική και χρηματοπιστωτική τάξη άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων οικονομιών και κατά συνέπεια είχε ευρύτατη επιρροή στις οικονομικές τους επιδόσεις. Πέρα από τις υπόλοιπες αλλαγές που επήλθαν, διαφοροποιήθηκε και ο τρόπος χρηματοδότησης των βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων καθώς και ο τρόπος που τα νοικοκυριά διαχειρίζονται τις οικονομικές τους δραστηριότητες. Σε πολλά επίπεδα οι χρηματοπιστωτικοί νεωτερισμοί δημιούργησαν την τάση αξιοποίησης των οικονομικών ευκαιριών δίνοντας ώθηση και δυναμική στις οικονομικές δραστηριότητες. Άλλαξαν επίσης τις παραμέτρους που καθορίζουν τη λειτουργία των κυβερνήσεων. Πλέον μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν υφίσταται εσωτερική νομισματική πολιτική αποκομμένη από τα νομισματικά γεγονότα που επισυμβαίνουν πέρα από τα εθνικά σύνορα. Οι διεθνείς κεφαλαιαγορές εκτείνονται στο σύνολο σχεδόν του πλανήτη. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποίησης είναι αυτό ισχύει και για τις ανεπτυγμένες χώρες – και για όλο και περισσότερες αναδυόμενες, οι οποίες κυριολεκτικά διαπερνώνται από τις διακυμάνσεις του διεθνούς συστήματος. Οι εν λόγω αγορές παρουσιάζουν μεγάλη νευρικότητα, οι κρίσεις τους είναι συχνότερες και οι συνέπειες των κρίσεων σοβαρότερες απ’ ότι στο παρελθόν.
Οι διαδοχικές κρίσεις –είτε συσχετίζονται με μείζονες κινήσεις σε μακροοικονομικές μεταβλητές όπως οι ισοτιμίες, είτε προκύπτουν από άστοχες ενέργειες συγκεκριμένων επιχειρήσεων– αποτελούν πλέον ορατή συνέπεια της φιλελευθεροποίησης των κεφαλαιαγορών. Ωστόσο δεν είναι αυτές οι σημαντικότερες συνέπειες. Αν η αυξημένη νευρικότητα των αγορών και οι κατά καιρούς έντονες κρίσεις ήταν απλώς νέες, δραματικές διακυμάνσεις μιας συνεχούς και δυναμικής τάσης οικονομικής μεγέθυνσης ή μια τάση βελτίωσης τότε η νευρικότητα δε θα ήταν παρά το κόστος των καλύτερων μακροπρόθεσμων επιδόσεων. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν αληθεύει. Η απελευθέρωση των αγορών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο συνοδεύτηκε από μια διαδεδομένη επιβράδυνση των επενδύσεων και των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Οι παράγοντες που συνδέουν την φιλελευθεροποίηση με τους χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης είναι σύνθετοι και διφορούμενοι, οπότε η απόδοση ολόκληρης της ευθύνης αποκλειστικά και μόνο στην αλλαγή οργάνωσης της οικονομίας, ακόμη και στην περίπτωση που πρόκειται για σημαντική αλλαγή βαρύνουσας σημασίας, είναι δύσκολο να βρεθεί βάση τεκμηρίωσης για το επιχείρημα αυτό.
Όπως έχω αναφέρει και σε πρόσφατο άρθρο στο περιοδικό, η παγκοσμιοποίηση, εδώ και καιρό, έχει αρχίσει όλο και περισσότερο να λαμβάνει τη μορφή της περιφεριοποίησης. Η περιφεριοποίηση των οικονομιών του πλανήτη, αρχίζει να λαμβάνει σαφή χαρακτηριστικά, τα οποία αντικειμενικά αποδυναμώνουν τις ανεξέλεγκτες παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες των προηγούμενων χρόνων.
Όλοι φαίνεται ότι προετοιμάζονται για το επόμενο καθεστώς του διεθνούς εμπορίου δεδομένων των αλλαγών που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης προεδρίας των ΗΠΑ αλλά και της ίδιας της εξέλιξης των πραγμάτων όπου οι πλανητικές δυνάμεις προσπαθούν συνεχώς να καταλάβουν θέσεις που να αυξάνουν και να κατοχυρώνουν το μερίδιο ισχύς τους. Και αυτό, κατ’ αρχάς, γίνεται με τη βελτίωση της οικονομικής τους ισχύος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται ότι είναι ο καταλύτης αυτής της διαδικασίας. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις δεν μπορούν παρά να εκφραστούν μέσω αλλαγών στα καθεστώτα κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και ανθρώπων, και γενικότερα αλλαγή στον καταμερισμό της οικονομικής ισχύος.
Η μεγάλη επιστροφή των Περιφερειακών Συμφωνιών Εμπορίου μπορεί εύκολα να εξηγηθεί ως απάντηση στους φόβους αλλά και τα αποτελέσματα της εξάπλωσης των πολυμερών συμφωνιών εμπορίου και της δημιουργίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ειδικά μετά τις αποφάσεις του επονομαζόμενου Γύρου της Ντόχα. Είναι σίγουρο ότι αποτελεί μια επιλογή, στρατηγικής σημασίας, για όλες τις συμμετέχουσες χώρες προκειμένου να βρουν καλύτερες θέσεις εμπορικής διαπραγμάτευσης από εκείνη που προσφέρει το άμεσο «ελεύθερο εμπόριο» και οι κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Μάλιστα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, οι χώρες αυξάνουν τις προσπάθειές τους να βρουν καλύτερο επίπεδο διαπραγμάτευσης έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τις πρόσθετες δυσκολίες. Αναφέρω ως παράδειγμα ότι το 2009, στην κορύφωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, 25 νέες Περιφερειακές Συμφωνίες Εμπορίου κοινοποιήθηκαν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Το έτος 2012, υπολογίζονται σε 300 οι Περιφερειακές Συμφωνίες Εμπορίου. Μεγάλος και εντυπωσιακός αριθμός. Τα κράτη, προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των εγχώριων οικονομιών από την παγκόσμια απειλή, όπως εκλαμβάνουν το ελεύθερο διεθνές εμπόριο, συσπειρώνονται σε συμμαχίες και αναπτύσσουν με την υπογραφή προτιμησιακών εμπορικών συμφωνιών προστατευτικούς μηχανισμούς περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης.
Ο εντατικοποιημένος διεθνής ανταγωνισμός και ο οξυνόμενος αγώνας για την τεχνολογική υπεροχή εξελίχθηκαν σε σημαντικά στοιχεία που τροφοδοτούν την τάση προς τον οικονομικό περιφερισμό. Ο οικονομικός περιφερισμός έγινε ένα μέσο που επιτρέπει στις επιχειρήσεις της περιφέρειας να αυξάνουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους. Οι διάφορες μορφές εμπορικών συμφωνιών (τελωνειακές ενώσεις, ζώνες ελεύθερου εμπορίου και ενιαίας αγοράς) προσφέρουν σε κάποιο βαθμό πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου, όπως οικονομίες κλίμακας στην παραγωγή, ενώ ταυτόχρονα αρνούνται τα ίδια πλεονεκτήματα στους ξένους εκτός κι αν αυτοί επενδύσουν στην εσωτερική αγορά και ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των χωρών-μελών για μεταφορές τεχνολογίας και δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Ο περιφερισμός διευκολύνει επίσης τη συνένωση των οικονομικών πόρων και τη συγκρότηση περιφερειακών επιχειρησιακών συμμαχιών. Ως εκ τούτου, είναι στην πράξη μια σημαντική στρατηγική την οποία μετέρχονται ομάδες κρατών για να αυξήσουν την πολιτική και οικονομική τους ισχύ. Ο οικονομικός περιφερισμός εξελίσσεται σε μια ολοένα και σημαντικότερη τάση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι επιπτώσεις των περιφερειακών ενώσεων στο παγκόσμιο εμπόριο γίνονται όλο και πιο ευδιάκριτες.
– «Για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους οι άνθρωποι κάποτε αγνοούν τους κανόνες επάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες και στους οποίους μπορούν να στηριχτούν και οι ίδιοι για να σωθούν αν βρεθούν στην ανάγκη. Αλλά αδιαφορούν ξεχνώντας ότι, αν καταλύσουν όλους τους κανόνες, τότε κι οι ίδιοι θα στερηθούν από την προστασία τους αν έρθει στιγμή που θα τη χρειαστούν», γράφει ο Θουκυδίδης στην Ξυγγραφή. Και στο ίδιο σημείο, λίγο παρακάτω, αφηγείται πως οι φυγάδες ολιγαρχικοί αποβιβαζόμενοι στην Κέρκυρα έκαψαν τα καράβια τους για να περάσουν εις εαυτούς και αλλήλους το μήνυμα: Καμιά υποχώρηση δεν είναι πλέον δυνατή, είτε θα επικρατήσουμε είτε θα πεθάνουμε. Έχεις κι εσύ αυτή την εντύπωση, ότι σήμερα βρισκόμαστε και πάλι στο ίδιο σημείο;
Αν παραλληλίσουμε τους ολιγαρχικούς με τις σημερινές πολιτικές αρχηγεσίες των ΗΠΑ, τείνω να συμφωνήσω. Δεν έχω την ίδια άποψη για τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, για τον απλό λόγο ότι εδώ και περίπου 70 χρόνια, με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έχουν πάψει να παίζουν ουσιαστικό ρόλο στο πλανητικό πεδίο της ισχύος, και έχουν μετατραπεί σε εμπόρους υπόδουλους στις ορέξεις των ΗΠΑ. Οι εξελίξεις στον πόλεμο στην Ουκρανία αποτελούν αδιάψευστο κριτήριο. Όμως υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο ζήτημα: εκτός από τις βουλήσεις των πολιτικών αρχηγεσιών, διαπιστώνει κανείς μια οδυνηρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται και το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα που θέτει επί τάπητος το ερώτημα του τι μέλλει γενέσθαι. Ας πω λίγες μικρές σκέψεις για το ζήτημα αυτό.
Θα μπορούσαμε, χρησιμοποιώντας πέντε έννοιες να χαρακτηρίσουμε την σημερινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα: μεγάλη οικονομική ανισότητα, εκτεταμένη ανομία, αυξανόμενη αυταρχικότητα, έντονος οικονομικός-γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ των πλανητικών δυνάμεων και συνεχής εξάπλωση της τεχνοεπιστήμης.
Έννοιες που με την πρώτη ματιά φαίνεται να λειτουργούν ανεξάρτητα, αλλά ένα σοβαρό κοίταγμα φανερώνει την αλληλεξάρτησή τους και την επίδραση της μιας στην άλλη στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου. Θα πρέπει να λάβουμε στα υπόψη ότι κανένας όρος δεν αποκτά περιεχόμενο χάριν αυτού του ιδίου. Κάθε έννοια θα πρέπει να παρουσιάζεται εντός συγκεκριμένου πλαισίου, που περιγράφει τη γενική κοινωνική και πολιτική ιστορία.
Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βρισκόμαστε εντός ενός κόσμου που ζει το τέλος της πρόσφατης ιστορικής εποχής του μαζί με την οποία έχουν στερέψει τα τρία μεγάλα πολιτικά-ιδεολογικά ρεύματα που την χαρακτήρισαν: ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός. Η σταδιακή απώλεια των κοινωνικών τους αναφορών (η σταδιακή εξαφάνιση της αριστοκρατίας, η πτώση της αστικής τάξης και η πλήρης μεταλλαγή-σμίκρυνση της παραδοσιακής εργατικής τάξης) καθιστά άνευ πραγματολογικού περιεχομένου όλα όσα οι υποτιθέμενοι εκπρόσωποι τους συνεχώς επικαλούνται στο πολικό και ιδεολογικό επίπεδο. Είναι βέβαιον ότι, εντός του παγκοσμιοποιημένου μαζικοδημοκρατικού σύμπαντος, καινούργιες ιδεολογίες θα αναδειχθούν. Η μορφή και το περιεχόμενο τους θα προσδιορισθούν από τον χαρακτήρα των υποκειμένων και των συνομαδώσεων της πλανητικής πολιτικής: αν θα είναι έθνη, πολιτισμοί, ή φυλές δεν είμαστε ακόμη σε θέση να αποφανθούμε με βεβαιότητα. Σήμερα πάντως τα μεγάλα κράτη έθνη –ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία– και δευτερευόντως περιφερειακά ισχυρά κράτη έθνη – Τουρκία, Πακιστάν, Ινδονησία, Νοτιοαφρικανική Ένωση, Βραζιλία, Μεξικό– καθώς και οι παλαιές ευρωπαϊκές δυνάμεις –Μεγάλη Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία– αποτελούν εν ευρεία εννοία τους βασικούς παίκτες της πλανητικής εποχής.
Παράλληλα ζούμε την περίοδο της ανάδειξης των πολιτισμών ως βασικό «υποκατάστατο» της πολιτικής. Με την έννοια ότι η πολιτική λαμβάνει όλο και περισσότερο πολιτισμικά χαρακτηριστικά (π.χ. θέμα ταυτοτήτων) υποκρύπτοντας το βασικό της κίνητρο, δηλαδή την ικανοποίηση των συμφερόντων ισχύος των ομάδων, κρατών ή φυλών που είναι οι φορείς αυτής «πολιτιστικής μεταστροφής» της πολιτικής. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το σύγχρονο ισλαμικό κίνημα; Ή την άνοδο των ακροδεξιών αντιλήψεων πρωταρχικά στη «δημοκρατική» Δύση, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη;
Τώρα, τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά συνδέονται μεταξύ τους, και μπορούμε να αναγνωρίσουμε συσχετίσεις και αλληλεξαρτήσεις. Οι οικονομικές ανισότητες συσχετίζονται με την υπάρχουσα ανομία η οποία με την σειρά της σαφέστατα έχει σχέση με την εμφανιζόμενη αυταρχικότητα. Όλα τα παραπάνω λειτουργούν σε ένα περιβάλλον έντονου γεωπολιτικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού. Η ανομία θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο εκφυλισμός της ισχύος σε αυθαιρεσία. Όταν η ισχύς και η εξουσία παύουν να είναι αυτονόητες και γίνονται λεία, την οποία καθένας μπορεί να θηρεύσει. Συγχρόνως η διόγκωση της κρατικής αυταρχικότητας, ως καθαρή έκφραση βίας, συντελείται εν μέσω μείωσης της ισχύος και ως τρόπος αντιμετώπισης της ανομίας την οποία τρέφει το γεωπολιτικό και οικονομικό πλανητικό περιβάλλον. Είμαστε μάρτυρες της προσπάθειας θεσμικού περιορισμού της ισχύος ακριβώς λόγω του πραγματικού ή δυνητικού εκφυλισμού της σε αυθαίρετη εξουσία και βία. Κανείς δεν πρέπει να λησμονεί ότι το κράτος πραγματώνει και συνάμα απειλεί την ελευθερία, είναι μια μόνιμη κατάσταση των ανθρωπίνων πραγμάτων.
Κατά την άποψή μου η αναζήτηση οποιασδήποτε μεσοπρόθεσμης λύσης δεν μπορεί παρά να έχει ένα κάποιο σχέδιο για την άμβλυνση των ανισοτήτων και την ακινητοποίηση του πλούτου στην παραγωγή, όσο και όπου είναι εφικτό, ένα κάποιο σχέδιο για τον περιορισμό των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που αποστερούν πόρους από το κράτος (μέσω της μη φορολόγησης των πλουσίων, της εύνοιας για τη συγκέντρωση του αφορολόγητου πλούτου στα εξωχώρια κέντρα κ.ά.), και πρόνοιες για αποκατάσταση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως υπηρέτη της οικονομίας αντί ως πεδίου τζόγου του χρήματος, όπως λειτουργεί τόσα χρόνια. Επίσης τον αναστοχασμό για τον τρόπο παραγωγής και χρήσης της νέας τεχνολογίας σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που κινείται σήμερα. Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Αυτό είναι το μέγα ερώτημα! Τον επαναπροσδιορισμό των κανόνων του παιχνιδιού μπορούν να κάνουν μόνο οι κυβερνήσεις και δη των μεγάλων χωρών. Αλλά το ερώτημα είναι, μπορεί να επανέλθει η οικονομία σε μια επιθυμητή κανονικότητα, χωρίς να μεσολαβήσει κάτι που να την κλονίσει σοβαρά; Οι γεωπολιτικές αναταραχές και οι σχετικοί κίνδυνοι δημιουργούν άγχος και φόβο. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο δρόμος για το επιθυμητό είναι εύκολος. Η ιστορία μας διδάσκει άλλα πράγματα για την ωρίμαση και την αλλαγή των οικονομικών υποδειγμάτων… Μήπως οι κοινωνίες είναι έτοιμες να πιέσουν για αλλαγές προς όφελός τους ή δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως αναγκαία προϋπόθεση για κάτι τέτοιο; Κανείς θα συμφωνήσει ότι δείχνουν αποκαρδιωμένες – πολύ περισσότερο γιατί το κυρίαρχο υπόδειγμα εμφανίζεται σαν φυσική νομοτέλεια.
Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι οι μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις ενίοτε υπερκαθορίζουν την κατάσταση στην οικονομία. Είμαστε ήδη θεατές και υποκείμενοι των συνεπειών της διαμάχης ΗΠΑ-Κίνας, η οποία είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει και πώς θα εξελιχθεί. Ζούμε τη δυναμική ανάδυση ενός νέου διπολισμού στο παγκόσμιο σύστημα, με βαρύνουσα συμμετοχή στην υπόθεση της αναζήτησης νέου υποδείγματος στην οικονομία. Αλλά όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, καν δεν ξέρουμε ποιος από τους δύο μείζονες ανταγωνιστές θα αντισταθεί στην αλλαγή υποδείγματος και ποιος θα την επιχειρήσει ενδεχομένως. Στη σκιά παραφυλάει πάντοτε «ο πατήρ πάντων» κατά τον Ηράκλειτο.