*
Στα μέσα του 2012, μια είδηση έκανε την εμφάνισή της στο διαδίκτυο. Αφορούσε την αιφνίδια μεταστροφή ενός ταυρομάχου, εν τω μέσω μάλιστα μιας ταυρομαχίας. Η είδηση συνοδευόταν και από μία φωτογραφία που έδειχνε τον ταυρομάχο καταβεβλημένο, να κάθεται στην άκρη της αρένας, πιάνοντας το πρόσωπό του σε μια χειρονομία απόγνωσης, με τον ταύρο να τον παρακολουθεί σε απόσταση αναπνοής. Πόση σχέση όμως έχουν όλα αυτά με την πραγματικότητα; Η ιστορία της δημιουργίας ενός θρύλου…
Άρτος και θεάματα
Στο εκτενέστερο από τα δοκίμιά του, γραμμένο πριν από 450 χρόνια περίπου, ο Μονταίν επιχειρεί να αποδείξει ότι τα ζώα πόρρω απέχουν από το να είναι απλά θηρία, κατευθυνόμενα από ωμά ένστικτα, χωρίς ίχνος λογικής και φαντασίας. Διαθέτουν κι αυτά εκείνα τα χαρακτηριστικά για τα οποία ο άνθρωπος υπερηφανεύται ότι αποτελεί τον εργολαβικό κάτοχό τους. Χαρακτηριστικά όπως ευφυία, γενναιότητα, συμπόνια κι ευγνωμοσύνη ανήκουν στο ρεπερτόριο της συμπεριφοράς τους και, καταπώς το συνήθιζε, ο Μονταίν αντλεί πλήθος παραδειγμάτων από την αρχαία Ελληνική και Λατινική γραμματεία, προς επίρρωση της θέσης του.
Ανάμεσα στα άλλα, παραθέτει και την περίπτωση του Ανδροκλή, ενός σκλάβου από τη Δακία, που μια μέρα βρέθηκε σε κάποια αρένα της Ρώμης, ως υποψήφιο έδεσμα για τα δόντια ενός λιονταριού, περίφημου για το μέγεθος και την αγριότητά του. Ωστόσο, προς έκπληξη του φιλοθεάμονος κοινού, αντί να τον κατασπαράξει, το λιοντάρι τον πλησίασε και άρχισε τα παιχνιδίσματα και τα χάδια μαζί του. Όπως αφηγήθηκε αργότερα ο Ανδροκλής, την εποχή που ήταν δραπέτης και φυγάς στην Αφρική, βρήκε καταφύγιο σε κάποια σπηλιά της ερήμου. Ήταν εκεί που συνάντησε το λιοντάρι. Πληγωμένο στο πόδι του, αφέθηκε στις περιποιήσεις του Ανδροκλή και όταν ανάρρωσε, κυνηγούσε και μοιραζόταν μαζί του την τροφή που έπιανε. Επί τρία χρόνια έζησαν μαζί στη σπηλιά, μέχρι που ο Ανδροκλής αποφάσισε να επιστρέψει στον πολιτισμό, για να αιχμαλωτιστεί ξανά, έπειτα από τρεις ημέρες. Όταν κατά τύχη βρέθηκαν μαζί στην αρένα μετά από καιρό, ήταν σαν συνάντηση παλιών φίλων. Φυσικά, δόθηκε χάρη στον Ανδροκλή, ο οποίος από τότε ζούσε μαζί με το λιοντάρι, βγάζοντάς το για βόλτες στα στενά της Ρώμης.
Στα μέσα του 2012, μια είδηση παρόμοιας θεματολογίας έκανε την εμφάνισή της στο διαδίκτυο, ξεκινώντας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και φτάνοντας μέχρι και σε ορισμένους ειδησεογραφικούς ιστοτόπους. Η είδηση αφορούσε την αιφνίδια μεταστροφή ενός ταυρομάχου, εν τω μέσω μάλιστα μιας ταυρομαχίας. Συνειδητοποιώντας τη βαρβαρότητα του συγκεκριμένου «αθλήματος» τη στιγμή που ετοιμαζόταν να αποτελειώσει τον ταύρο, βίωσε μια συναισθηματική κατάρρευση μέσα στην αρένα κι έκτοτε αποφάσισε να στρατευτεί ως ακτιβιστής στον αγώνα υπερ της κατάργησης των ταυρομαχιών. Η είδηση συνοδευόταν και από μία φωτογραφία που έδειχνε τον ταυρομάχο καταβεβλημένο, να κάθεται στην άκρη της αρένας, πιάνοντας το πρόσωπό του σε μια χειρονομία απόγνωσης, με τον ταύρο να τον παρακολουθεί σε απόσταση αναπνοής.
Η επιμονή στην κατανάλωση θηριωδίας θα μπορούσε να ωθήσει κάποιον να αντλήσει συμπεράσματα διόλου κολακευτικά για αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό, ή, εν πάση περιπτώσει, για ορισμένες στιγμές του δυτικού πολιτισμού (και η αξία του Μονταίν, μεταξύ άλλων, έγκειται στο ότι υπήρξε ένας από τους πρώτους στοχαστές με την ικανότητα να σκέφτεται ανθρωπολογικά). Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η αντιπαραβολή του σχολίου του Μονταίν με μια σύγχρονη είδηση θα μπορούσε να αναδείξει τις διαφορές που χωρίζουν δύο κοινωνίες με απόσταση μισής χιλιετηρίδας, όσον αφορά στο τι αντιλαμβάνονται ως ζητούμενο της κοινωνικής κριτικής. Αν το διακύβευμα του Μονταίν υπήρξε η σχετικοποίηση του δυτικού ανθρώπου, τόσο ως προς άλλους πολιτισμούς όσο και ως προς τα ζώα, η είδηση για τον ανανήψαντα ταυρόμαχο φαίνεται να μας καλεί σε μια υπεράσπιση της ανθρωπιάς… του ανθρώπου. Ωστόσο, το παρόν κείμενο θα περιοριστεί σε κάτι πιο τετριμμένο. Θα επιχειρήσουμε μία σύντομη ανάλυση της εν λόγω είδησης, τόσο ως προς την αξιοπιστία της όσο και ως προς την εξέλιξη και τη διάδοσή της στις πληροφοριακές λεωφόρους του διαδικτύου – που ενίοτε μπορεί να αποδεικνύονται στενοσόκακα.
Η ιστορία μιας «παρανόησης»
Για όσους έτυχε να διαβάσουν τη συγκεκριμένη ιστορία κάπου στο διαδίκτυο, το πιο πιθανό είναι ότι είτε την είδαν αναδημοσιευμένη στο προφίλ κάποιου φίλου τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε την έλαβαν από κάποιο γνωστό τους υπό τη μορφή e-mail. Παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές, ποτέ δεν υπερβαίνει τις δύο – τρεις παραγράφους και ανάμεσα στην περιγραφή του περιστατικού παρεμβάλλεται κι ένα απόσπασμα σχεδόν λογοτεχνικής ποιότητας που αποδίδεται στον ίδιο τον ταυρομάχο. Αναπόσπαστο κομμάτι της αποτελεί και η φωτογραφία που αναφέρθηκε παραπάνω. Η ιστορία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ορφανή, μιας και σχεδόν ποτέ δεν συνοδεύεται από παραπομπή στην αρχική πηγή ούτε γίνεται αναφορά στον συντάκτη της. Για να πιάσει κανείς το νήμα της εξέλιξής της, πρέπει να είναι πρόθυμος να αφιερώσει μερικές ώρες αναζήτησης στο διαδίκτυο, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα εργαλεία και συμπληρώνοντας κατά περίσταση με τις κατάλληλες λογικές συνεπαγωγές.
Μία από τις πρώτες εκδοχές της, τοποθετημένη περίπου στις αρχές του 2012, μπορεί να ανευρεθεί στο ισπανόφωνο (με έδρα την Αργεντινή) κοινωνικό δίκτυο taringa[1]. Ο χρήστης που τη δημοσίευσε ανήρτησε την επίμαχη φωτογραφία, πάνω από την οποία παρέθετε το «λογοτεχνικό» απόσπασμα σε εισαγωγικά. Ωστόσο, φρόντισε να αποδώσει την πατρότητα του αποσπάσματος στον συγγραφέα του, τον ισπανό λογοτέχνη Antonio Gala. Δεν ήταν ο πρώτος που χρησιμοποιούσε τα συγκεκριμένα λόγια του Gala, σε συνδυασμό με κάποια φωτογραφία ταυρομαχίας, προφανώς ως μια συμβολική κίνηση εναντίωσης στο έθιμο αυτό[2]. Το 1995, ο Gala έγραψε ένα άρθρο για την ισπανική εφημερίδα El Pais, στο οποίο περιέγραφε τη δική του εμπειρία μεταστροφής που τον οδήγησε να συνταχθεί με το μέρος όσων αντιτάσσονται στο έθιμο των ταυρομαχιών. Από κάποια στιγμή κι έπειτα, φαίνεται πως ένα μέρος του άρθρου εκείνου βρήκε τον δρόμο του προς το διαδίκτυο, αποτελώντας έκτοτε προσφιλή παραπομπή για τους anti-taurino. Περίπου την ίδια εποχή, ο συνδυασμός της φωτογραφίας με το απόσπασμα του Gala κυκλοφορεί και στην ορφανή του εκδοχή, με τα λόγια ενσωματωμένα στην εικόνα, τα εισαγωγικά στη θέση τους, αλλά χωρίς αναφορά στον συγγραφέα[3].
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το όνομα του ταυρομάχου (Álvaro Múnera) δεν εμφανίζεται κάπου, συνδεδεμένο είτε με η φωτογραφία είτε με τα λόγια του Gala, παρά το ότι ο ίδιος είχε υπάρξει για χρόνια ενεργός ακτιβιστής υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων και είχε παραχωρήσει συνεντεύξεις, προσβάσιμες και σε αγγλόφωνο κοινό[4]. Το σημείο καμπής φαίνεται πως είναι η 5η Μαρτίου του 2012, όταν ο αμερικανικός ιστότοπος salon.com αναδημοσιεύει δύο παλαιότερες συνεντεύξεις του, μία σε περιοδικό και μία ραδιοφωνική σε έναν ολλανδικό σταθμό[5]. Την ίδια μέρα, τρεις αμερικανοί χρήστες του facebook αναρτούν μία δημοσίευση που περιλαμβάνει την αρχική φωτογραφία, τα λόγια του Gala, αποδιδόμενα πλέον στον Múnera, καθώς και μερικά επιπλέον σχόλια όπου αναφέρεται ότι ο Múnera, παρότι κατέρρευσε σε εκείνη την ταυρομαχία, αποχώρησε τελικά από την ενεργό δράση λίγο καιρό αργότερα, λόγω ενός ατυχήματος στο οποίο ο ταύρος τον τραυμάτισε, αφήνοντάς τον παράλυτο[6]. Η χρήστης, στο προφίλ της οποίας ανέβηκε η δημοσίευση, παραθέτει σε σχόλιο της σύνδεσμο προς τη ραδιοφωνική συνέντευξη του Múnera, στην οποία όμως ο ίδιος ο Múnera δεν αναφέρει το παραμικρό σχετικά με κάποια κατάρρευσή του μέσα στην αρένα. Αντιθέτως, και στις δύο συνεντεύξεις του αναφέρει ρητά ότι η μεταστροφή του οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι, μετά το ατύχημά του (που όντως συνέβη), το περιβάλλον του, ιδιαίτερα όταν μετέβη στις Η.Π.Α. για κάποιες θεραπείες, τον αντιμετώπιζε περίπου ως εγκληματία.
Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία άρχισε να διαδίδεται γρήγορα στο facebook και να καταγράφει χιλιάδες αναδημοσιεύσεις, ακόμα και σε συντομευμένες ή και ελαφρώς παραλλαγμένες εκδοχές της, χωρίς όμως κάποιον σύνδεσμο προς τις συνεντεύξεις[7]. Το καλοκαίρι του 2012, ένας συγγραφέας, στο ενεργητικό του οποίου βρίσκεται κι ένα βιβλίο με θέμα ειδικά τις ταυρομαχίες, ανήρτησε στο ιστολόγιό του μία σειρά στοιχείων που αποδείκνυαν το πλαστό της ιστορίας[8] (χωρίς όμως να ιχνηλατεί την εξελιξή της, όπως παρουσιάζεται εδώ). Πέραν των όσων έχουν ήδη αναφερθεί ως τώρα σχετικά με την πραγματική ιστορία του Múnera, ταυτοποιεί επίσης τον ταυρομάχο της φωτογραφίας (Sánchez Vara) κι επεξηγεί το νόημα της στάσης στην οποία τον συνέλαβε ο φακός. Κατά τρόπο ειρωνικό, ο ταυρομάχος όχι μόνο δεν βρισκόταν σε απόγνωση τη στιγμή που καθόταν με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο χέρι, αλλά, αντίθετα, η εν λόγω στάση αποτελεί τη λεγόμενη φιγούρα desplante, κατά την οποία δείχνει να αψηφά επιδεικτικά τον ταύρο, επιτρέποντάς του να φτάσει σε τόσο κοντινή απόσταση. Φυσικά, όσοι ταυρομάχοι αποπειρώνται να εκτελέσουν αυτή τη φιγούρα, το κάνουν μόνο τότε, όταν έχουν βεβαιωθεί ότι ο ταύρος είναι τόσο τραυματισμένος κι εξουθενωμένος ώστε να μην έχει καν τη δύναμη για να επιτεθεί – στην ουσία όταν βρίσκεται λίγο πριν τον θάνατο.
Δι’ εσόπτρου ηλεκτρονικού
Αν το χρονολόγιο αυτής της πλαστογράφησης, όπως το ανασυστήσαμε παραπάνω, ευσταθεί έστω και σε αδρές γραμμές, τότε το ενδεχόμενο κάποιας εσκεμμένης παραποίησης με σκοπό την παραπληροφόρηση, μοιάζει λιγότερο πιθανό απ’ όσο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, γνωρίζοντας μόνο το γεγονός της πλαστογράφησης αυτό καθ’ εαυτό. Αντίθετα, μια πιο ευλογοφανής υπόθεση θα ήταν αυτή της «αθώας» παρανόησης. Ένας ιστότοπος αναδημοσιεύει αρχικά μια παλαιότερη συνέντευξη του ταυρομάχου. Ορισμένα άτομα με ευαίσθησίες στο θέμα των δικαιωμάτων των ζώων σκοντάφτουν στο άρθρο και σπεύδουν να κάνουν μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο για το θέμα. Καθώς το λογοτεχνικό απόσπασμα του Gala κυκλοφορεί ήδη ορφανό, μαζί με τη φωτογραφία, αναφερόμενο επίσης σε μια εμπειρία μεταστροφής και μάλιστα μέσα από το βλέμμα ενός οιονεί ταυρομάχου, το βήμα της σύνδεσης των δύο περιστατικών μοιάζει σχεδόν λογικό. Εφόσον η σύνδεση μέσω απλής παράθεσης δεν θα ήταν αρκούντως ελκυστική, η φαντασία συμπληρώνει επικουρικά τη διήγηση με τις κατάλληλες λεπτομέρειες ώστε να της προσδώσει συνοχή. Τελικά, άτομα ή ομάδες με συγγενείς ανησυχίες αναλαμβάνουν από αυτό το σημείο κι έπειτα τη διάδοση της ιστορίας, η οποία σταδιακά αποκτά το καθεστώς είδησης.
Το περιστατικό δεν είναι ούτε το πιο ακραίο ούτε μεμονωμένο μέσα στη σύντομη ιστορία του διαδικτύου. Το ζήτημα θα μπορούσε επομένως να λήξει κάπου εδώ, αφήνοντας ως παρακαταθήκη μία ακόμα αφορμή για ανέξοδες ηθικολογίες περί αναξιοπιστίας των νέων μέσων – προφανώς τα έντυπα μέσα του παρελθόντος και του παρόντος υπήρξαν υποδείγματα αξιοπιστίας – ή για διθυράμβους περί της ικανότητας του διαδικτυακού «πλήθους» να αυτορυθμίζεται, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των κυβερνητικών συστημάτων – μέχρι τον επόμενο Snowden που θα υπενθυμίσει ότι και οι μηχανές διαθέτουν τους ρυθμιστές τους. Ως διέξοδο από τη διελκυνστίδα μεταξύ τεχνοφοβίας και τεχνοφιλίας προτάσσεται ενίοτε εκείνη η «ώριμη» στάση της τήρησης ίσων αποστάσεων από εκδηλώσεις του λεγόμενου τεχνολογικού ντετερμινισμού, αντίθετες όψεις του οποίου συνιστούν τόσο η τεχνοφοβία όσο και η τεχνοφιλία. Μια τέτοια καταδίκη του τεχνολογικού ντετερμινισμού «απ’ όπου κι αν προέρχεται», στη βάση μιας αφηρημένης μεθοδολογικής αρχής, μοιάζει καταρχήν θεμιτή. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε παρά να εγείρει υποψίες, αν εξεταστεί ως προς τις έσχατες κοινωνικές, πολιτικές κι εν τέλει ιδεολογικές συνέπειές της, ειδικότερα αν λάβει κανείς υπόψιν του την πλημμυρίδα «λατρευτικών» εκδηλώσεων που περιβάλλει τα νέα μέσα καθώς και την πηγή απ’ όπου αναβλύζει όλη η συναφής τεχνολαγνεία – κι εδώ φυσικά εννοούμε τα προνομιούχα τμήματα των τεχνολογικά υπερανεπτυγμένων και καπιταλιστικά υπερώριμων κοινωνιών της δύσης. Αντί να προσπεράσουμε το περιστατικό, ξορκίζοντάς το με μερικές κατάρες ή δοξολογίες, ίσως θα ήταν πιο γόνιμο να το χρησιμοποιήσουμε ως εφαλτήριο για ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις.
Μία από τις συνηθέστερες χάρες που αποδίδονται στα νέα μέσα αφορά στην υποτιθέμενα εγγενή δημοκρατικότητά τους, με τη δυνατότητα που παρέχουν στους απλούς χρήστες να εκφράζονται αυθόρμητα, σπάζοντας τα άλλοτε ασφυκτικά δεσμά των παντός είδους διαμεσολαβήσεων. Αν εξεταστεί από πιο κοντά αυτό το νέο είδος λόγου του απλού χρήστη (κι αφήνοντας κατά μέρος το θέμα της αξιοπιστίας προς το παρόν), ένα ερώτημα που θα μπορούσε να διατυπωθεί είναι το κατά πόσον ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημόσιου. Στην περίπτωση της ιστορίας με τον ταυρομάχο, το ύφος της παρουσίασής της καθώς και ο τρόπος διαδόσης της προδιαθέτουν υπέρ της δημόσιας φύσης της. Ωστόσο, οι δημοσιεύσεις ενός χρήστη κοινωνικού δικτύου στο προφίλ του απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε όσους έχει επιλέξει να προσθέσει ως «φίλους» του ή, με άλλα λόγια, σε άτομα που παραδοσιακά θα λέγαμε ότι ανήκουν στον προσωπικό του κύκλο. Φυσικά, μόνο κάποιος αφοπλιστικά αφελής θα τολμούσε να αντιμετωπίσει τη δραστηριότητα του σε τέτοια μέσα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα διαχειριζόταν αυστηρά ιδιωτικές υποθέσεις του (τουλάχιστον μέχρι τώρα). Παρ’ όλα αυτά, μεγάλο κομμάτι του λόγου των νέων μέσων φαίνεται να εμπίπτει ακριβώς σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, με τις αντιφάσεις, τις αντινομίες και τις εντάσεις μεταξύ των δύο πόλων να διατρέχουν και το ύφος του. Ύφος εξομολογητικό, συχνά με υπερχειλίζοντα συναισθηματισμό ποικίλων αποχρώσεων (από δακρύβρεχτο μέχρι οργίλο) που ωστόσο, στο βαθμό που θέλει να εκφραστεί ημι-δημόσια, ποτέ δεν ρίχνει τις άμυνες για να γίνει απροκάλυπτα προσωπικό, παρά την τελευταία στιγμή ελίσσεται για να επιδοθεί σε γενικεύσεις και παρατηρήσεις που υπερβαίνουν το ατομικό – και δικαιολογημένα ελέγχονται ως απλές εκλογικεύσεις. Αρκετά χρόνια πριν τη διάδοση του διαδικτύου, ο Richard Sennett είχε περιγράψει σε μια εκτενή μελέτη του (The Fall of Public Man, μεταφρασμένο στα ελληνικά ως Η τυραννία της οικειότητας) τη διαδικασία κατάλυσης των ορίων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού κατά τη μετάβαση από το Ancien Régime στις αστικές, βιομηχανικές κοινωνίες του 19ου αιώνα. Αυτό που ονόμασε ως εισβολή της προσωπικότητας στον δημόσιο χώρο αποτυπώνεται ιδεοτυπικά στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή και κρίνεται η παρουσία ενός πολιτικού (αλλά όχι μόνο) προσώπου στις δημόσιες εμφανίσεις του, κατά τις οποίες το ίδιο το περιεχόμενο των λόγων του δεν διαθέτει κάποια αυταξία, παρά λογίζεται ως αφορμή για να αποκωδικοποιηθούν όψεις της προσωπικής του ζωής, όταν αυτή δεν προβάλλεται απροκάλυπτα ως θέαμα μπροστά σ’ ένα παθητικό κοινό. Μπορεί κανείς να επιχαίρει για τις (πραγματικές ή φανταστικές) αυξημένες δυνατότητες ενεργητικής συμμετοχής των απλών χρηστών στον δημόσιο λόγο, όμως συνήθως προσπερνάται το ζήτημα των δομικών μεταβολών σε αυτόν τον λόγο, διαμέσου και των νέων δικτυακών τεχνολογιών. Αυτό το υβρίδιο του νέου λόγου που βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις γκρίζες ζώνες του διαδικτύου φαίνεται να οδηγεί στις ακραίες της συνέπειες τη διαδικασία σύμφυσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, όπως την είχε περιγράψει ο Sennett. Όμως αυτή τη φορά δεν πρόκειται μόνο για μια διάρρηξη των ορίων του δημοσίου από στιγμές του ιδιωτικού, αλλά και αντίστροφα, για μια διαρκή παρουσία ενός οιονεί δημοσίου ματιού σε λειτουργία κατόπτευσης του προσωπικού, παγιδεύοντας έτσι τον λόγο στη μέγγενη μιας διπλής λογοκρισίας (λησμονείται συχνά ότι η πιο αυστηρή λογοκρισία μπορεί να έχει ως πηγή της τα πιο κοντινά πρόσωπα), από την οποία επιχειρεί να αποδράσει με συναισθηματικές εξάρσεις που καταλήγουν να ταυτίζουν το πολιτικό με το προσωπικό. Κατόπιν τούτου, δεν φαίνεται παράλογο όταν πολιτικές και ιδεολογικές διαφωνίες εκλαμβάνονται ως προσωπικές προδοσίες ή όταν προσωπικές διαφορές λειτουργούν ως ανυπέρβλητα αναχώματα για την σύμπτυξη πολιτικών συμμαχιών ή όταν παροχετεύονται στον δημόσιο λόγο με το προκάλυμμα του πολιτικού.
Ένα δεύτερο στοιχείο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην είδηση για τον ταυρομάχο αφορά στην εξέλιξη της μέσα στον χρόνο. Παρά τις παραλλαγές και μεταμορφώσεις που γνώρισε κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της, η ιστορία κατάφερε να διατηρήσει αλώβητο ένα χαρακτηριστικό της. Το μήνυμα που μεταφέρει, ως μια διαμαρτυρία εναντίον των ταυρομαχιών, μοιάζει αναμφίλεκτο, ανεξαρτήτως του ακριβούς περιεχομένου του. Οι ενδιάμεσοι κόμβοι μέσα από τους οποίους διήλθε μπορεί να επέβαλλαν πλήθος περιεχομενικών παραμορφώσεων, κάτι που ωστόσο όχι μόνο δεν αποδυνάμωσε το αρχικό μήνυμα, αλλά λειτούργησε και ενισχυτικά υπέρ του. Το «παράδοξο» αυτό βρίσκει μια απλή εξήγηση αν παρατηρήσει κανείς ότι όσοι επέλεξαν να αναδημοσιεύσουν την ιστορία συμμερίζονταν εξαρχής μία αδιαπραγμάτευτη στάση εναντίον των ταυρομαχιών. Φυσικά, δεν πρόκειται για μια συμπεριφορά που προσιδιάζει ειδικά στους χρήστες των νέων μέσων. Αν κάτι είναι καινούριο στην εικονικότητα του διαδικτύου, αυτό έγκειται στην ευκολία με την οποία ένας χρήστης μπορεί να απορρίψει, να αποδεχτεί και να αναπαραγάγει το όποιο υλικό συναντάει στις ψηφιακές περιπλανήσεις του, χαρακτηριστικό που δύσκολα θα έβρισκε επικριτές. Σε δεύτερο χρόνο όμως, αυτή η ευκολία ανεπαίσθητα μεταφράζεται σε ευχέρεια προεπιλογής εκείνων των όψεων της εμπειρικής πραγματικότητας που συνάδουν με ό,τι φαίνεται να επιβεβαιώνει την αυτοκατανόηση του εγώ που κάθεται μπροστά από την οθόνη – ευχέρεια που ενισχύεται από πλείστες εταιρείες μέσω της λεγόμενης προσωποποιημένης παροχής υπηρεσιών ή αλλιώς customization. Η επιδίωξη μιας (εικονικής, περιττό να το πούμε) ασφάλειας μέσω του εξοβελισμού από το διανοητικό και συναισθηματικό πεδίο του ο,τιδήποτε μοιάζει απειλητικό ανορθώνει έτσι διάφανα τείχη τα οποία δεν μπορούν παρά να επιστρέφουν αντανακλάσεις αυτού του περιδεούς εγώ[9]. Αν η ελευθερία διακίνησης πληροφοριών αποτελεί κάτι σαν άρθρο πίστης του νέου ψηφιακού κόσμου, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, οι διαδικασίες που κυοφορούνται υπόγεια μπορεί ωστόσο να εκβάλουν σε ένα νέο είδος πουριτανισμού που θα κρατάει σε απόσταση ό,τι δεν συμμορφώνεται με προσωπικές αρέσκειες. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο παράλληλων και μη τεμνόμενων οδών ψηφιακά ενισχυμένης φιλαυτίας, οι πληροφοριακές λεωφόροι των φιλελεύθερων δημοκρατιών (μαζί με την περιλάλητη πολυφωνία τους) ίσως καταλήξουν τελικά να μοιάζουν περισσότερο με τα τούνελ του Σάμπατο.
Η ανθεκτική γοητεία της μυθολογίας
Συχνά – πυκνά, διάφορες αναλύσεις που πραγματεύονται τις κοινωνικές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών καταφεύγουν σε αναλογίες με την εποχή της ανακάλυψης της τυπογραφίας. Αυτό που επιτυγχάνουν συνήθως είναι να συνδυάζουν κατά αξιοθαύμαστο τρόπο την ιστορική άγνοια γύρω από την εξέλιξη της τυπογραφίας με την ακόμα πιο αβυσσαλέα τεχνική άγνοια σχετικά με τη δομή των ψηφιακών μέσων (τυπικό παράδειγμα τέτοιας παρανόησης αποτελεί ο μύθος περί της αποκεντρωμένης φύσης του διαδικτύου, σε αντίθεση με τη συγκεντρωτική φύση της τυπογραφίας)[10]. Ενδίδοντας προς στιγμή στον πειρασμό μιας τέτοιας ιστορικής αναλογίας, θα αναφέρουμε μια συνηθισμένη πρακτική από τα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας. Ως γνωστό, η ευρωπαϊκή επέκταση προς νέες ηπείρους συνέπεσε με την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Ένα από τα προσφιλή θέματα των τότε βιβλίων ήταν οι ταξιδιωτικές αφηγήσεις από τους νέους τόπους καθώς και ζωολογικές εγκυκλοπαίδειες που περιλάμβαναν πλήθος ζώων που συναντούσε κανείς στα ταξίδια, αλφαβητικά ταξινομημένων, τα λεγόμενα bestiarium vocabulum. Μία ιδιαιτερότητα ωστόσο αυτών των βιβλίων ήταν η απουσία διάκρισης ανάμεσα σε πραγματικές και φανταστικές ιστορίες ή ανάμεσα σε υπαρκτά ζώα και μυθολογικά τέρατα, κάτι που παρά ταύτα δεν μείωνε τη λαοφιλία τους. Τραβώντας την αναλογία διαδικτύου – τυπογραφίας στα άκρα και με αφορμή την ιστορία που παρουσιάστηκε, πόσο εύστοχο ή άστοχο θα ήταν άραγε να μιλήσουμε για μια αναβίωση των bestiarium vocabulum στον 21ο αιώνα; Οι εύκολες ιστορικές αναλογίες είναι όντως παρακινδυνευμένες, όμως αν κάτι έχει να μας πει η ιστορική εμπειρία είναι ότι τα νέα τεχνικά μέσα ποτέ δεν έδρασαν αυτόματα κατά διαφωτιστικό ή χειραφετητικό τρόπο, ενώ η συλλήβδην απόρριψή τους μπορεί να οδηγήσει σε κωμικά συμπεράσματα. Στο βαθμό που τα νέα, ψηφιακά μέσα, όπως κάποτε τα βιβλία, γεννιούνται κι αναπτύσσοναι εντός ανταγωνιστικών κοινωνικών πλαισίων, δεν μπορεί παρά να λειτουργούν κι αυτά σε ένα βαθμό ως όπλα του πολιτικού αγώνα. Αν η αντανακλαστική απόρριψή τους ισοδυναμεί με αφοπλισμό, η άκριτη αποδοχή τους από την άλλη μάλλον ακονίζει το λεπίδι των εκάστοτε ισχυρών.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ
Πρώτη δημοσίευση στο ΝΠ, 09/15
[1] Σύνδεσμος Ακριβής ημερομηνία δημοσίευσης δεν υπάρχει. Ωστόσο ο χρονικός εντοπισμός της μπορεί να γίνει με χρήση των κατάλληλων ημερομηνιακών φίλτρων της Google.
[2] Σύνδεσμος Σε αυτόν τον σύνδεσμο (Ιούλιος 2011) μπορεί να βρεθεί μια άλλη φωτογραφία, με ενσωματωμένο το απόσπασμα.
[4] Σύνδεσμος Συνέντευξή του στο περιοδικό Vice, από το 2008.
[5] Σύνδεσμος Ο αρχικός σύνδεσμος δεν λειτουργεί αλλά μπορεί να ανακτηθεί μέσω του wayback machine.
[9] Στον αγγλόφωνο χώρο, το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει αποδοθεί εύστοχα με τον όρο echo chamber, που μια πιθανή απόσοσή του στα ελληνικά θα ήταν ως αντηχοϊκός θάλαμος, κατά παράφραση του ανηχοϊκού θαλάμου.
[10] Κάποιες πιο ισορροπημένες αναλύσεις σχετικά με την ιστορική εξέλιξη των νέων τεχνολογιών, τις ιδεολογικές προκείμενές τους και τις επιπτώσεις τους, τόσο από συντηρητική όσο και από ρητά κριτική σκοπιά, μπορούν να βρεθούν στα εξής: Computer: a history of the information machine (Martin Campbell-Kelly, William Aspray, Nathan Ensmenger, Jeffrey Yost), The modern invention of information: discourse, history and power (Ronald Day) Who controls the Internet? Illusions of a borderless world (Jack Goldsmith, Tim Wu). Ειδικότερα για τις σχέσεις γραφής και τεχνικών μέσων: Orality and literacy: the technologizing of the word (Walter Ong), Writing technology: studies on the materiality of literacy (Christina Haas).