ενδείξεις - αντενδείξεις





πρός τό δεῖν οὕτω



Προηγούμενα εὕσημον λόγον δῶτε








Καθηγητής Κοράκης για Δαδιά: Προσπάθεια δικαιολόγησης της αναποτελεσματικότητας - κίνδυνος ολοκληρωτικής απώλειας των μεσογειακών δασών στο εγγύς μέλλον.

αναρτήθηκε από : tinakanoumegk on : Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022 0 comments

 


Για επικοινωνιακή και όχι ουσιαστική διαχείριση της πύρινης καταστροφής της Δαδιάς κάνει λόγο ο Έλληνας επιστήμονας και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για ολοκληρωτική απώλεια των μεσογειακών δασών στο εγγύς μέλλον, σε συνέντευξή του στη δημοσιογράφο  και στο dikaiologitika.gr.

Η πρώτη ερώτηση που σχεδόν αντανακλαστικά τίθεται στον αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κ. Γεώργιο Κοράκη, ο οποίος βρίσκεται στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, νωρίς το πρωί, λίγο πριν αναχωρήσει με τους φοιτητές για πρακτική άσκηση στην ύπαιθρο είναι: «Γιατί κάηκε το δάσος;»

«Η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών είναι ένα αντικείμενο με πολλές και μεταβαλλόμενες παραμέτρους που πρέπει οπωσδήποτε να εντάσσεται στην ολοκληρωμένη δασική διαχείριση με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό από τη δασική υπηρεσία. Αυτή είναι η μόνη που διαθέτει τη γνώση και τα μέσα για να το κάνει. Διαχείριση πυρκαγιάς δεν σημαίνει απλά πιάνει κάπου μια φωτιά, στέλνω ένα αεροπλάνο να τη σβήσει και τελειώσαμε. Στη δασολογική επιστήμη η διαχείριση των πυρκαγιών είναι ιδιαίτερα μεγάλο κεφάλαιο το οποίο περιλαμβάνει το τρίπτυχο της πρόληψης, της καταστολής αλλά και της αποκατάστασης. Υπάρχουν διαφόρων ειδών δάση, διαφόρων ειδών κίνδυνοι για πυρκαγιές και διαφόρων ειδών πυρκαγιές. Η πρόληψη δεν μπορεί να απομονωθεί από τη διαχείριση και δυστυχώς στην περίπτωση της Δαδιάς, όπως και γενικότερα, στην πράξη δεν υπάρχει πλέον διαχείριση από τη δασική υπηρεσία, η οποία έχει υποβαθμιστεί τραγικά τα τελευταία 25 χρόνια τουλάχιστον», επισημαίνει  ο καθηγητής.

Ο ίδιος περιγράφοντας την ιδιομορφία της περιοχής της Δαδιάς μιλάει για ένα εύφλεκτο «πυρόφιλο» δάσος με συσσωρευμένη καύσιμη ύλη. «Πυρόφιλο χαρακτηρίζεται ένα δάσος που καίγεται σε περισσότερο ή λιγότερο τακτά χρονικά διαστήματα εν μέρει ή  εξ’ ολοκλήρου. Το εύφλεκτο σχετίζεται με το είδος των δέντρων και με τις κλιματικές συνθήκες οι οποίες στις συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι ξηροθερμικές. Υπάρχουν δάση που είναι προσαρμοσμένα στο να καίγονται εύκολα και να αναγεννώνται εύκολα, δάση δηλαδή, όπου η φωτιά είναι μέρος του κύκλου ζωής τους. Αυτό δε σημαίνει ότι αντέχουν σε πυρκαγιές που επαναλαμβάνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί τότε θα εξαφανιστούν. Τα εύφλεκτα δάση έχουν την τάση να δημιουργούν μόνα τους τις συνθήκες ανάφλεξης, καθώς συσσωρεύουν ξηρή βιομάζα».

Σύμφωνα με τον καθηγητή εδώ ακριβώς βρίσκεται και η καρδιά του προβλήματος. Αυτή η ξηρή βιομάζα μπορεί να απομακρύνεται από το δάσος είτε με φυσικό -απουσία του ανθρώπου- τρόπο μέσω των φυτοφάγων ζώων, είτε μέσω της βόσκησης (και όχι της υπερβόσκησης). Αν λείπουν τα προηγούμενα -ή σε συνδυασμό με αυτά- την απομάκρυνση αναλαμβάνει η δασική υπηρεσία, με επιλεκτικές υλοτομίες στο πλαίσιο της προγραμματισμένης διαχείρισης και μετά από διαχειριστική μελέτη που ανανεώνεται κάθε δεκαετία στη βάση της αρχής της αειφορίας. «Στη Δαδιά σταδιακά εγκαταλείφτηκε η βόσκηση και συσσωρεύτηκε μεγάλος όγκος καύσιμης ύλης. Την ίδια περίοδο το δασαρχείο δεν παρενέβη με την απαιτούμενη καλλιέργεια του δάσους γιατί ουσιαστικά η υπηρεσία βρίσκεται υπό διάλυση, καθώς δεν διαθέτει ούτε προσωπικό, ούτε πόρους για να επιτελέσει το έργο της. Αυτή τη στιγμή δεν διαθέτει ούτε έναν δασολόγο αν και στο οργανόγραμμά της προβλέπονται τουλάχιστον 4 θέσεις δασολόγων. Ουσιαστικά μιλάμε για μια λειτουργικά ανύπαρκτη υπηρεσία», καταγγέλλει ο Έλληνας επιστήμονας, υποστηρίζοντας πως απαιτούνται γενναίες αλλαγές αναφορικά με τον ρόλο των δασικών υπηρεσιών, οι οποίες παντού, στον προηγμένο κόσμο, διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην προστασία των δασών. «Αν θέλουμε να διατηρηθεί το πολύτιμο εναπομείναν εθνικό δασικό κεφάλαιο οι δασικές υπηρεσίες στη χώρα μας πρέπει να ξαναβρούν τον ρόλο τους και οι δασικοί να ασχοληθούν πιο ενεργά με τη διαχείριση των δασών. Με το σημερινό ιλιγγιώδη ρυθμό καταστροφής τα γνωστά μας άλλοτε εκτεταμένα μεσογειακά πευκοδάση σε λίγα χρόνια θα αποτελούν μόνο μια ανάμνηση», συμπληρώνει.

Η διαχείριση των πυρκαγιών είναι πολιτική απόφαση

Σύμφωνα με τον κ. Κοράκη η ολοκληρωμένη διαχείριση των πυρκαγιών στη χώρα μας είναι καθαρά πολιτική απόφαση και ευθύνη, την οποία δεν αναλαμβάνει ποτέ κανείς. Ο ίδιος κάνει λόγο για επικοινωνιακή αντιμετώπιση των πυρκαγιών με όρους κλιματικούς, η οποία εμφανίστηκε από τότε που η Πυροσβεστική Υπηρεσία ανέλαβε την δασοπυρόσβεση, αλλά και για έλλειψη συντονισμού. «Από τη στιγμή που η δασοπυρόσβεση ανατέθηκε στην ΠΥ επιχειρείται η καθοδήγηση της κοινής γνώμης. Έχει αναπτυχθεί και εφαρμόζεται συγκεριμένη επικοινωνιακή πολιτική. Αυτή εστιάζει στην υπέρμετρη προσπάθεια κατάσβεσης των πυρκαγιών, η οποία όμως δεν αποδίδει καρπούς γιατί επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες όπως η κλιματική αλλαγή η οποία έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Ωστόσο για αυτούς που έχουν κάποια εμπειρία ή έχουν έστω μνήμη της καταστολής των δασικών πυρκαγιών μέχρι την δεκαετία του 1990 πρόκειται καθαρά για μιντιακά επικοινωνιακά τεχνάσματα.. Για παράδειγμα, ο όρος “δύσβατο ανάγλυφο” μιας περιοχής δεν είχε ακουστεί ποτέ πριν το 1997 όταν συντόνιζε τις δασοπυροσβέσεις το δασαρχείο. Η λέξη «δύσβατο» δεν υπήρχε για έναν δασάρχη που γνώριζε το δάσος του σπιθαμή προς σπιθαμή και γνώριζε τη θέση που προσφέρεται για να δώσει τη μάχη. Ωστόσο η πυροσβεστική δεν ψεύδεται. Προφανώς και είναι μια περιοχή δύσβατη για έναν πυροσβέστη της πόλης ο οποίος πιθανώς δεν έχει πάει ποτέ στο δάσος και καλείται να φέρει σε πέρας μια επιχείρηση, σε περιβάλλον άγνωστο για το οποίο δεν έχει εκπαιδευτεί. Παράλληλα είναι αναμενόμενο να μην μπορεί η Πολιτική  Προστασία να συντονίσει από την Αθήνα κάτι τόσο περίπλοκο και τοπικά εξειδικευμένο. Από τη στιγμή που ο συντονισμός πέρασε σε αυτούς που δεν ξέρουν πού να αποστείλουν τις δυνάμεις, ζούμε αυτά που ζούμε και που αναπόφευκτα θα τα ζήσουμε και στο μέλλον. Με μια λέξη: “αναποτελεσματικότητα”. Και αυτό δεν είναι μια άποψη προσωπική, το λένε οι αριθμοί. Οι αδιανόητες απώλειες της τελευταίας 25ετίας. Για αυτό επιμένω πως όλα είναι πολιτική απόφαση. Υπάρχει κάποιος λόγος που γίνονται αυτά», τονίζει ο Καθηγητής.

Με την έναρξη της πυρκαγιάς στη Δαδιά ένας άλλος επιστήμονας, ο καθηγητής Κώστας Ποϊραζίδης, μέχρι πρότινος Πρόεδρος ΔΣ του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Δάσους Δαδιάς- Λευκίμης- Σουφλίου και βαθύς γνωστής της περιοχής κατήγγειλε δημόσια με άρθρο του σε τοπικό μέσο (evros24.gr) τη σχεδόν άδεια από νερό λεκάνη του φράγματος της Λύρας, το οποίο, όταν χρειάστηκε, δεν ήταν διαθέσιμο για κατασβέσεις. Ο καθηγητής Κοράκης δεν διαφωνεί μαζί του: «Ισχύει ότι οι ταμιευτήρες νερού της περιοχής είχαν πληρότητα 10-15% και μάλιστα κάποιες μικρότερες δεξαμενές ήταν άδειες. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρξε κατάλληλη εποπτεία και μέριμνα για να είναι γεμάτες την κρίσιμη ώρα. Αν έχουν μπουκώσει με φερτά υλικά ή έχουν διαρροές σαφώς και δεν θα έχουν νερό. Είναι κρίμα σε ένα δάσος όπως αυτό της Δαδιάς στο οποίο η φωτιά είναι αναμενόμενη με μαθηματική ακρίβεια, και για αυτό είναι καλά  διανοιγμένο οδικά, με αντιπυρικές ζώνες και υποδομές πυρόσβεσης όπως οι ταμιευτήρες και οι υδατοδεξαμενές, να χάνεται τελικά η μάχη από κακούς χειρισμούς».

Υπάρχει τεχνολογία για παρατήρηση πυρκαγιών αλλά και πάλι καιγόμαστε

Ένα ακόμη ερώτημα που μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό και που θέτω στον Έλληνα επιστήμονα είναι αφού υπάρχουν εργαλεία που συλλέγουν δεδομένα π.χ. από τους δορυφόρους και που μπορούν να συμβάλουν στις προσπάθειες παρακολούθησης της εξέλιξης μιας πυρκαγιάς, γιατί συνεχίζουμε να καιγόμαστε; «Σαφώς και υπάρχει μοντέρνα τεχνολογία, όπως για παράδειγμα αισθητήρες που ανιχνεύουν και ειδοποιούν για την πυρκαγιά, το ζήτημα και πάλι είναι ποιος θα πάει να τη σβήσει ή καλύτερα ποιος θα συντονίσει τις δυνάμεις πυρόσβεσης. Στα Βίλια πέρσι η φωτιά εντοπίστηκε  από το πρώτο 5λεπτο και ξέραμε που ήταν, (είδαμε και το βίντεο) αλλά παρόλα αυτά η φωτιά επεκτάθηκε. Το ζήτημα δεν είναι να έχεις τον αισθητήρα. Το ζήτημα είναι να ξέρεις τι θα κάνεις όταν δώσει σήμα ο αισθητήρας, το πώς θα κινηθείς, πού θα πάς και ποιους θα κινητοποιήσεις».

Ο κ. Κοράκης κάνει λόγο για ενδεχόμενη μεγάλη οικολογική καταστροφή στη Δαδιά, εφόσον τα οικοσυστήματα και η βιοποικιλότητα που χάνεται δεν μπορεί να αποκατασταθεί εύκολα. Φέρνει σαν παράδειγμα την Πάρνηθα και την απώλεια του δάσους την ενδημικής κεφαλληνιακής ελάτης. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του στην Πάρνηθα το έλατο για την τωρινή και την επόμενη γενιά τελείωσε, δεν πρόκειται να επανέλθει σύντομα. Αν η φύση λειτουργήσει ανεπηρέαστη ίσως το ξαναδούμε σε 120 χρόνια! Βέβαια στο τομέα της αποκατάστασης για να βοηθήσουν την φύση να ανακάμψει η προσπάθεια των επιστημόνων δεν σταματάει ποτέ. «Η  ίδια η φύση έχει αναγεννητική ικανότητα για αυτό και μετά από μια φωτιά περιμένουμε τα αμέσως επόμενα χρόνια προστατεύοντας το έδαφος και την αναγέννηση ως κόρη οφθαλμού. Σίγουρα στη Δαδιά έχει γίνει μεγάλη καταστροφή, καθώς εκτός της περιφερειακής ζώνης η φωτιά μπήκε και στον νότιο πυρήνα. Η πραγματική έκταση της ζημιάς θα μπορεί να εκτιμηθεί μετά την κατάσβεση. Ελπίζουμε να έχουν μείνει περιοχές που η φωτιά πέρασε μόνον έρπουσα καίγοντας την φυλλάδα και τον υπόροφο. Γνωρίζοντας το συγκεκριμένο δάσος και τα είδη εκτιμώ ότι δεν θα χρειαστεί παρέμβαση με αναδασώσεις τα επόμενα χρόνια.

Σε κάθε περίπτωση ο κανόνας είναι στα μεσογειακά δάση να περιμένουμε 2-4 χρόνια για να δούμε την αναγέννηση της φύσης και για να αποφασίσουμε αν θα παρέμβουμε. Αλλά και αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση. Η αναδάσωση γίνεται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητη και απαιτεί προγραμματισμό και οργάνωση. Ο κρισιμότερος παράγοντας είναι η ορθή επιλογή αναδασωτικού υλικού. Ακούμε τελευταία πολιτικούς και άλλους να δηλώνουν περήφανα πως θα φυτευτούν 100.000 ανθεκτικά και γονιδιακά εξελιγμένα δέντρα σε μια περιοχή και πρέπει να είμαστε υποψιασμένοι. ¨Όπως υποψιασμένοι πρέπει να είμαστε και με κάθε τηλε-ειδήμονα που έχει άποψη επί παντός επιστητού, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τι κίνητρο έχει και ποια συμφέροντα εξυπηρετεί. Τα νούμερα των δέντρων και η επίδειξη δεν λένε τίποτα. Ο κόσμος πρέπει να εμπιστεύεται αυτούς που διαθέτουν τη γνώση, τους ειδικούς», συστήνει ο κ. Κοράκης.

Τελικά ποιοι βάζουν τις φωτιές;

Ολοκληρώνοντας σχεδόν αυτή τη συζήτηση μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω τον καθηγητή και για κάποιους «βολικούς» μύθους σχετικά με τις πυρκαγιές στη χώρα μας, όπως για παράδειγμα ότι κάποιοι «ξένοι πράκτορες» τις βάζουν σκόπιμα. Ο ίδιος μού απαντά πως η φωτιά στη Δαδιά ήταν αναμενόμενη και για έναν επιπλέον λόγο: «Εκτός από τη διάλυση της δασικής υπηρεσίας έχουμε και έναν επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα, τη διέλευση εκατοντάδων παράνομων μεταναστών μέσα από το δάσος. Ακόμη και αν δεν υπάρχουν αναμεσά τους πράκτορες, ακόμη και αν δεν υπάρχει κακόβουλος εμπρησμός, η τόση κίνηση αυξάνει την πιθανότητα ανάφλεξης. Πέρσι και πρόπερσι σβήστηκαν φωτιές, ευτυχώς μικρές, που τις είχαν βάλει μετανάστες. Κάποιος, για παράδειγμα, χάθηκε μέσα στο δάσος και άναψε φωτιά για να τον εντοπίσουν, ορισμένοι ανάβουν κατά τη διάρκεια της νύχτας για να ζεσταθούν, χώρια του ότι πολλοί ασφαλώς κουβαλούν πάνω τους σπίρτα, αναπτήρες και εύφλεκτα υλικά…».

Σύμφωνα με τον Καθηγητή, το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμμης-Σουφλίου εκτός από προστατευόμενη περιοχή- «κιβωτός βιοποικιλότητας» διεθνούς σημασίας, τα τελευταία 20 χρόνια έχει αποτελέσει και ένα ζωντανό εργαστήριο για την έρευνα και την εκπαίδευση δεκάδων φοιτητών του οικείου Τμήματος Δασολογίας που εδρεύει στην γειτονική Ορεστιάδα. Εκεί έχουν καταγραφεί γενικά 219 είδη πουλιών, 40 είδη ερπετών και αμφιβίων και 36 είδη θηλαστικών, όπως επίσης και σπάνια φυτά και από το 1980 η περιοχή έχει ανακηρυχθεί προστατευόμενη.

«Έχω μια  μικρή ελπίδα ότι μια φωτιά τέτοιου μεγέθους μπορεί μεν κατά θέσεις να είναι εντελώς καταστροφική, αλλά μπορεί και να αφήσει στο πέρασμά της άκαφτες κηλίδες που θα είναι και οι σημαντικότεροι πυρήνες αναγέννησης του νέου δάσους. Τα δέντρα που θα έχουν απομείνει θα βοηθήσουν ιδιαίτερα στην γρήγορη αποκατάσταση του δασικού οικοσυστήματος. Αυτό που είναι πολύ σημαντικό το αμέσως επόμενο διάστημα είναι το εάν και το πώς θα απομακρυνθεί το καμένο ξύλο από την συστάδα. Μια πολύ κρίσιμη απόφαση που θα έχει άμεσες θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στην περαιτέρω διατάραξη του οικοσυστήματος και την πορεία αναγέννησης του δάσους. Το εγχείρημα δεν είναι τόσο απλό, γιατί εδώ δεν μιλάμε για ένα χωράφι. Ισως πρέπει να πάμε στρέμμα-στρέμμα», καταλήγει ο Έλληνας επιστήμονας.

dikaiologitika.gr

Ετικέτες: