*
1.
Ο κόσμος γύρω μας είναι πολύπλοκος και αινιγματικός και συχνά είναι δύσκολο να τον κατανοήσουμε και ακόμα δυσκολότερο να τον χειριστούμε. Οι ψυχολογικές και φιλοσοφικές θεωρίες της αντίληψης επισημαίνουν συχνά ότι, για να διαχειριστεί το πολύπλοκο αυτό σύστημα, ο ανθρώπινος νους αναπτύσσει διάφορους ταξινομητικούς μηχανισμούς, οι οποίοι στηρίζονται σε πλήθος αυθαιρέτων προϋποθέσεων. Οι ταξινομητικοί αυτοί μηχανισμοί είναι αναγκαίοι για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε στο πλαίσιο του πολύπλοκου αυτού συστήματος. Οι συνεχείς εκλογικεύσεις στους οποίους προβαίνει ανελλιπώς το ανθρώπινο είδος αποτελούν μόνιμο ιδεολογικό μηχανισμό επιβίωσης. Οι άνθρωποι, απλά, για να επιβιώσουν, συνεχώς εκλογικεύουν.
2.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ήταν λογικό οι δυτικές αρχηγεσίες και τα δυτικά ΜΜΕ να εξαπολύσουν ένα πόλεμο στο ιδεολογικό επίπεδο και στο αντίστοιχο της επικοινωνίας προκειμένου να συμβάλλουν από τη μεριά τους στην ανάδειξη όλων των ζητημάτων που η Ρωσία, κατά την άποψή τους, βρίσκεται εν αδίκω, προσανατολίζοντας την κοινή γνώμη της Δύσης σε συνολική υποστήριξη των κατευθυνόμενων ενεργειών τους έναντι του κοινού εχθρού. Όμως αυτό που στην πράξη επικράτησε ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ την αναμενόμενη εκλογίκευση – δικαιολόγηση των ενεργειών της Δύσης και την απόλυτη καταδίκη των αντίστοιχων ρωσικών ενεργειών.
Λες και ξαφνικά κάποιο κρυμμένο σύνδρομο ξαναβγήκε στην επιφάνεια στις δυτικές αρχηγεσίες το οποίο θα μπορούσε να λάβει τα χαρακτηριστικά ενός είδους «ρωσοφοβίας».
Μια όλο και διευρυνόμενη υστερία έχει καταλάβει τα δυτικά μέσα που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα όχι τόσο για τις προθέσεις της αλλά κυρίως που εδράζεται. Πρόκειται για ένα συγκυριακό φαινόμενο ή έχει ιστορικές ρίζες; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ανατρέχοντας στην ιστορία ανακαλύπτουμε παρόμοιες και ίσως περισσότερο έντονες αντιδράσεις. Εύκολα ανακαλύπτουμε ότι: ανεξάρτητα αν η Ρωσία είναι τσαρική ή σοσιαλιστική, καπιταλιστική ή εθνικιστική, πάντα για τη Δύση υπάρχει μια έντονα αντιρωσική διάθεση που δίνει την εντύπωση ότι έχει λάβει τα χαρακτηριστικά της ρωσοφοβίας[1].
Η εισαγωγή της έννοιας της φοβίας, ως αναλυτικής κατηγορίας, στην ερμηνεία της στάσης της Δύσης έναντι της Ρωσίας, καθιστά υποχρεωτική τη διερεύνηση της, προκειμένου να δειχτεί, αν και πότε, έννοιες ψυχολογικού περιεχομένου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ερμηνεία των διεθνών σχέσεων.
«Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη φόβος για να περιγράψουν την αντίδρασή τους σε πολύ διαφορετικά ερεθίσματα, αλλά και σ’ ένα ευρύ φάσμα πλαισίων. Κι αυτό διότι ορισμένες σωματικές και συναισθηματικές επιπτώσεις των ποικίλων αυτών εμπειριών είναι ίδιες, ή τουλάχιστον παρεμφερείς. Η φύση, ωστόσο, του ερεθίσματος, η αντιληπτή διάρκεια της απειλής, η πιθανή ύπαρξη πρότερων τραυματικών εμπειριών εξαιτίας ανάλογων ερεθισμάτων και διάφοροι άλλοι παράγοντες καθορίζουν την ακριβή φύση της κάθε κατάστασης που εκλαβάνεται γενικώς ως επίφοβη, έτσι ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε, με μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συνέπειας και ακρίβειας, καταστάσεις αγωνίας, άγχους, τρόμου, πανικού, μετατραυματικής αγχωτικής διαταραχής, φοβιών και άλλων κατηγοριών σχετικών με τον φόβο»[2].
Ο φόβος, παρόλο που θεωρείται ένα δυσάρεστο και έντονο συναίσθημα, ένα αρνητικό συναίσθημα, λειτουργεί ως μηχανισμός επιβίωσης και προστασίας. Αν δεν υπήρχε το συναίσθημα του φόβου, ο άνθρωπος δε θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί τους κινδύνους που τον απειλούν και θα ήταν ανίσχυρος να προστατεύσει τον εαυτό του. Παράλληλα ο φόβος αποτελεί σοβαρότατο κίνητρο στο σχηματισμό πολιτικών ομάδων προκειμένου να επιτευχθεί η ασφάλεια. Η λογική της αυτοσυντήρησης καθιστά τον φόβο της απειλής των άλλων ζωτικής σημασίας για τη συγκρότηση συμμαχιών και της ανάληψης συλλογικής δράσης. Συνεπώς, ο φόβος είναι χρήσιμος με καθαρά επιβιωτική αξία.
Ο «φόβος του εχθρού», οι Λατίνοι τον αποκαλούσαν “metus hostilis”, είναι χωρία καμία αμφιβολία ένας τέτοιος μηχανισμός, που μπορεί να οδηγήσει στη συγκρότηση συμμαχιών ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες που προηγουμένως δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους και δεν συνεργάζονταν. Ο «φόβος του εχθρού» προάγει με αυτόν τον τρόπο την εσωτερική ενότητα της κοινωνίας. Υπάρχουν πλήθος παραδειγμάτων στην ιστορία τα οποία δύνανται να χρησιμοποιηθούν προς επίρρωση της παραπάνω άποψης.
Ο «φόβος του εχθρού» υπήρξε κεντρικό θέμα της ιστοριογραφίας και του πολιτικού σκέπτεσθαι των Ρωμαίων. Ειδικά στα γραπτά των Σαλλούστιου, Πλούταρχου και Πολύβιου αλλά και άλλων πολλών. Στο πλαίσιο της ιστορίας της πολιτικής σκέψης η πατρότητα της έννοιας «του φόβου του εχθρού» αποδίδεται στο Σαλλούστιο ο οποίος αποδίδει την αρχή της κοινωνικής και πολιτικής πτώσης της Ρώμης στην καταστροφή της Καρχηδόνας και συνεπώς στην απουσία «του φόβου του εχθρού». Γράφει ο Σαλλούστιος[3] (στο «Ο πόλεμος με τον Ιουγούρθα» ):
«Όσο για το έθος των (λαϊκών) κομμάτων και των (συγκλητικών) φατριών, με όλες τις άσχημες επιπτώσεις του, πρωτοφανερώθηκε στη Ρώμη, λίγα χρόνια πριν από τα γεγονότα που περιγράφουμε, ως αποτέλεσμα της ειρήνης και της υπεραφθονίας των αγαθών που οι άνθρωποι θεωρούν πρωταρχικής αξίας. Γιατί πριν από την καταστροφή της Καρχηδόνας ο λαός και η ρωμαϊκή σύγκλητος κυβερνούσαν από κοινού το κράτος ήρεμα και με σωφροσύνη, και οι πολίτες δεν συναγωνίζονταν μεταξύ τους για δόξα και επικράτηση. Ο φόβος των εχθρών συγκρατούσε την πολιτεία και την προσανατόλιζε προς τις σωστές δραστηριότητες».
Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η μελέτη «του φόβου του εχθρού» και η μελέτη του συνεπαγόμενου εξ αυτού,αρνητικού συνασπισμού είναι γνωστό ότι ξεκινά από την σκέψη του Θουκυδίδη, ο οποίος θεωρεί ότι ακριβώς ο φόβος ήταν η αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου. Ίσως αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι η έννοια του αρνητικού συνασπισμού συναντάται και στον Αριστοτέλη[4], (στα Πολιτικά) ο οποίος υποστηρίζει ότι αυτό που διακρίνει τον πολιτικό συνασπισμό (την πόλιν) από άλλες δευτερεύουσες μορφές συλλογικότητας είναι η αυτάρκεια του. Όμως η αυτάρκεια, ως γνωστό, αφορά πρωταρχικά στην άμυνα και στην ασφάλεια και δευτερευόντως στα οικονομικά αγαθά και στις υπόλοιπες συναφείς υπηρεσίες. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο στη Φύση το οποίο δεν μπορεί μόνο του να εξασφαλίσει την αυτάρκεια με αυτή την έννοια. Δεδομένου ότι δεν είναι προικισμένος με τα κατάλληλα μέσα για να επιβιώσει μόνος του χρειάζεται συμμάχους για την εξασφάλιση της ασφάλειας του. Αυτό υποστηρίζει ο Αριστοτέλης όταν συμβουλεύει τους ηγεμόνες να έχουν κάποιους κινδύνους πρόχειρους για να κρατούν τους πολίτες σε επαγρύπνηση και σε εγρήγορση. Μετά τους Ρωμαίους πολιτικούς στοχαστές τη σκυτάλη παίρνουν ο Μακιαβέλλι, ο Χομπς, ο Σμιτ, ο Κονδύλης και άλλοι σπουδαίοι πολιτικοί στοχαστές.
Ο φόβος έναντι των άλλων, κατά κοινή ομολογία, αποτελεί το κύριο από τα αρνητικά αισθήματα (φθόνος, άγχος, αγωνία). Για το λόγο αυτό έχει αναγνωριστεί ως σημαντική παράμετρος από σειρά πολιτικών στοχαστών, στη συγκρότηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης. Είναι το αναμφισβήτητο πρωτείο της αυτοσυντήρησης που καθιστά τον φόβο της απειλής των άλλων ζωτικής σημασίας για τη συγκρότηση συμμαχιών. Ο φόβος λοιπόν, αυτό το τόσο οικείο αίσθημα που σχεδόν δεν χρειάζεται ορισμό για να αναγνωριστεί, αποτελεί, παρόλα αυτά και εν τοις πράγμασι, πεδίο συστηματικής μελέτης για την ουσιαστική κατανόησή του.
Η φοβία αντίστοιχα είναι μια δυσάρεστη (συναισθηματικά) και άκρως δυσλειτουργική (ως συμπεριφορική αντίδραση) κατάσταση, που παγιδεύει το άτομο, περιορίζοντας τη ζωή του και χωρίς πραγματικά να την προστατεύει, όπως γίνεται στην περίπτωση του φόβου.[5] Ουσιαστικά η φοβία θα μπορούσε να οριστεί ως παράλογος φόβος.
Η κύρια λοιπόν διάκριση μεταξύ του φόβου και της φοβίας έγκειται στο ότι ο φόβος είναι μία φυσιολογική και αναμενόμενη αντίδραση απέναντι σε έναν πραγματικό κίνδυνο ή μία ορατή απειλή, ενώ η φοβία είναι μία υπερβολική αντίδραση φόβου, καθαρά υποκειμενική και εντελώς δυσανάλογη με το μέγεθος του πραγματικού κινδύνου ή της επικείμενης απειλής[6].
Με άλλα λόγια, στη φοβία δεν υπάρχει αντικειμενικός, πραγματικός κίνδυνος κατά της ζωής του ατόμου, απλώς το ίδιο το άτομο αντιδράει ακριβώς σα να απειλείται η ζωή του. Σε αυτή την περίπτωση, όπου παρεμβαίνει η υποκειμενική επεξεργασία και αξιολόγηση μιας κατάστασης ως απειλητικής, τα πυροδοτούμενα φοβικά συναισθήματα και οι σωματικές αντιδράσεις ξεφεύγουν από τη φυσιολογική λειτουργία του ψυχολογικού μηχανισμού που λέγεται άγχος, και με τη συνεπακόλουθη φοβική συμπεριφορά –χαρακτηριζόμενη από υπερβολικό άγχος– εκδηλώνονται πλέον ως φοβία[7].
Στην πολιτική ιστορία και σκέψη, οι λέξεις φόβος, πανικός και τρόμος χρησιμοποιούνται συχνά[8]. Μάλιστα και στην υπέρτατη μορφή τους. Μέγιστος φόβος, πανικός και τρόμος.
3.
Όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή στη χρήση ψυχολογικών εννοιών ως αναλυτικών κατηγοριών περιγραφής και εξήγηση των διεθνών σχέσεων, διότι όπως εμφατικά σημειώνει ο Κονδύλης :
«Είναι αποδεδειγμένα εσφαλμένο να αποδίδεται η φιλία ή η έχθρα μεταξύ των εθνών σε αμετάβλητα φυλετικά δεδομένα ή σε άκαμπτα ψυχικά αρχέτυπα και να παραβλέπεται η άπειρη πλαστικότητα των συμφερόντων και των επιδιώξεων που αδιάκοπα ορίζονται εξ αρχής﮲ «αιώνιες έχθρες» προκύπτουν απλώς από συμφέροντα μονίμως αντίθετα»[9].
Η θέση του Κονδύλη είναι απλά το αποτέλεσμα της συστηματικής μελέτης της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι απολύτως ελέγξιμη εμπειρικά. Αποτελεί, κοινό τόπο για όλους όσοι, υπό μια έννοια, καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια να μην αυταπατούν τους εαυτούς τους και στη συνέχεια τους υπόλοιπους αναφορικά με το τι χαρακτηρίζει τις διεθνείς σχέσεις, που δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα σύστημα υπολογισμού συμφερόντων και δυνάμεων, όπως περιγράφηκε από τον Θουκυδίδη, τον Μακιαβέλλι και τον Κλαούζεβιτς.
Αν ανατρέψουμε στην ιστορία της Ρωσίας θα αντιληφθούμε ότι οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες, οι έχθρες και οι φιλίες, με τις υπόλοιπες ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλληλοδιαδέχονται η μια την άλλη. Αυτό βεβαίως συνέβη από τη στιγμή που η Ρωσία αναδείχθηκε σε διεθνή παίκτη.
«Από τη στιγμή που μπήκε η Ρωσία στη διεθνή αρένα, φρόντισε με εκπληκτική ταχύτητα να πάρει μια θέση υπεροχής. Στην Ειρήνη της Βεστφαλίας το 1648, η Ρωσία δεν είχε θεωρηθεί ακόμη αρκετά σημαντική ώστε να εκπροσωπηθεί. Από το 1750 και μετά, ωστόσο, δεν υπήρξε σοβαρός ευρωπαϊκός πόλεμος στον οποίο να μη λάβει η Ρωσία ενεργό μέρος. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η Ρωσία είχε ήδη αρχίσει να αποτελεί πηγή μιας ακαθόριστης ανησυχίας για τους δυτικούς παρατηρητές».[10]
Η αρχή έγινε, βεβαίως, υπό την ηγεσία του Πέτρου Α΄ (του Μεγάλου) όταν η Ρωσία μετατράπηκε από περιφερειακό βασίλειο σε υπερδύναμη της ΒΑ Ευρώπης, τερματίζοντας την κυριαρχία των Σουηδών στη Βαλτική[11]. Από την εποχή της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ (1741-1762) αρχίζει η καθιέρωση της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης μέσω των συνεχών παρεμβάσεων της στα δρώμενα στον Ευρωπαϊκό χώρο και των συνεχών εδαφικών επεκτάσεών της. Η διαδικασία αυτή ακολούθησε την γνωστή και πάγια τακτική όλων των μεγάλων δυνάμεων : τον συνεχή διαχωρισμό εχθρών και φίλων, με αλλεπάλληλες συμμαχίες που μεταβάλλονται χωρίς δεύτερη σκέψη με βάση το συμφέρον. Δεν υπήρχαν πάγιες φιλίες ούτε πάγιες έχθρες. Τη συμμαχία, πχ, με την Αγγλία ενάντια στη Γαλλία του Ναπολέοντα, διαδέχθηκε η έντονη αντιπαράθεση των δύο χωρών σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα (περίοδος του «Ανατολικού Ζητήματος» και του «Μεγάλου Παιχνιδιού» (Great Game). Στη συνέχεια εκ νέου οι δύο δυνάμεις συμμάχησαν εναντίον της Γερμανίας του Γουλιέλμου Β΄ και πολέμησαν μαζί στον Α΄ Π. Π. Η εχθρότητα μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων επανήλθε μέχρι να βρεθούν στο ίδιο στρατόπεδο κατά τη διάρκεια του Β΄ Π. Π. Η εχθρότητα επανήλθε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου κτλ. Ακριβώς η ίδια κατάσταση ισχύει και με τις σχέσεις της Ρωσίας με την Αυστροουγγαρία, την Γαλλία και την Πρωσία.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα συμφέροντα είναι αυτά που καθορίζουν τις πρόσκαιρες έχθρες και φιλίες μεταξύ των κρατών. Είναι γνωστή η δήλωση του Υποκόμη Πάλμερστον, ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει εχθρούς ή φίλους παρά μόνο συμφέροντα.
Αν, επομένως, το συναίσθημα του φόβου, ως μόνιμη άκαμπτη ψυχολογική κατάσταση, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναλυτική κατηγορία για τη διερεύνηση των διεθνών σχέσεων, γίνεται εμφανής η αδυναμία να χρησιμοποιηθεί, ακόμη περισσότερο, η έννοια της φοβίας με βάση με τα ήδη αναφερθέντα χαρακτηριστικά της.
Όμως στην εποχή κυριαρχίας της «επικοινωνίας» καταδεικνύεται ότι τα στρατιωτικά μέσα δεν επαρκούν από μόνα τους για την αντιμετώπιση μιας εχθρικής δύναμης. Απαιτείται παράλληλα και ο «πληροφοριακός πόλεμος» προκειμένου να διαμορφωθεί ένα αίσθημα αισιοδοξίας που κινητοποιεί την κοινωνία και διατηρεί υψηλό φρόνημα στο λαό. Ο «πληροφοριακός πόλεμος» αποτελεί μέρος της συνθήκης επιβίωσης ενός λαού. Κοινό μυστικό είναι ότι «πληροφοριακός πόλεμος» δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την «αλήθεια». Αντιθέτως καλύπτει με κουρνιαχτό σκόπιμα την «αλήθεια». Η προσπάθεια δημιουργίας φοβιών -φόβων που δεν αντανακλούν πραγματικές καταστάσεις κινδύνων- αποτελεί κατ’ εξοχή ιδεολογικό και προπαγανδιστικό όπλο στα χέρια των αντιπάλων επί του πεδίου. Το στερεότυπο της ρωσοφοβίας –η ρωσική αρκούδα– ενώ συμβάλλει στην ενδυνάμωση της κοινής γνώμης των δυτικών χωρών ενάντια στις ρωσικές ενέργειες στην Ουκρανία, εντούτοις κρύβει τα πραγματικά αντιτιθέμενα συμφέροντα των εμπλεκομένων χωρών.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ
~ . ~
[1] Τη θέση αυτή υιοθετεί το βιβλίο του Guy Mettan, Russofobia. Mille anni di difidenza. Sandro Teti Editore, 2016. Και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρώφ, χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο: https://www.in.gr/2022/05/27/world/lavrof-o-oloklirotikos-polemos-tis-dysis-kata-tis-rosias-tha-diarkesei-poly/
[2] Γ. Ευρυγένης, Αντίπαλον Δέος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, Κρήτης, 2014,σ.42-43.
[3] Σαλλούστιος, Ο πόλεμος με τον Κατιλίνα – Ο πόλεμος με τον Ιουγούρθα, Ιστορίες, ΜΙΕΤ 1993.
[4] Αριστιτέλης, Πολιτικά, Εκδόσεις Κάκτος
[5] Isaac Meyer Marks, Fears, Phobias and Rituals: Panic, Anxiety and Their Disorders, Oxford University Press, New York 1987.
[6] W. L. Marshall, «Behavioral indices of habituation and sensitization during expo-
sure to phobic stimuli», Behaviour Research and Therapy, Νο 26, pp 67-77, 1988.
[7] Isaac Meyer Marks, ό.π.
[8] Ήδη από την εποχή του Θουκυδίδη και τη Ρωμαϊκή εποχή. Δες Γ. Ευρυγένης, ό.π., υποσημείωση 20.
[9] Π. Κονδύλης, Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Εκδόσεις Θεμέλιο 1992, σ.73.
[10] H. Kissinger, Διπλωματία, Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη, 1995, σ. 159.
[11] Η Μάχη της Πολτάβας ή Πουλτόβας (8 Ιουλίου 1709 είναι η σημαντικότερη μάχη του Μεγάλου Βορείου Πολέμου. Έληξε με αποφασιστική νίκη του Πέτρου Α΄ της Ρωσίας επί του Καρόλου ΙΒ΄ της Σουηδίας και θεωρείται ότι μετά από αυτήν την έκβαση, η σουηδική Αυτοκρατορία έπαυσε να αποτελεί Μεγάλη Δύναμη και η Ρωσία αναδείχθηκε ως η νέα ηγέτιδα δύναμη της βόρειας Ευρώπης.
*
*