*
Θεωρείται πλέον περίπου αυτονόητη η βεμπεριανή διαπίστωση ότι ένα βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύγχρονο κράτος ως μορφή πολιτικής οργάνωσης (για την ακρίβεια, υποδούλωσης όσον αφορά στην πλειονότητα των πολιτικών «υποκειμένων») είναι το μονοπώλιο που κατέχει πάνω στην άσκηση βίας εντός του γεωγραφικού χώρου ισχύος του. Το αυτονόητο αυτής της διαπίστωσης λάμπει με τέτοια προφάνεια ώστε το φως της τελικά καταλήγει μερικές φορές να τυφλώνει, περισσότερο να συγκαλύπτει παρά να αποκαλύπτει. Η φράση περί μονοπωλίου της βίας εκ μέρους του κράτους παραπέμπει σχεδόν συνειρμικά σε φαινόμενα που εκτυλίσσονται στο επίπεδο των μακροκοινωνικών σχέσεων. Η περίπτωση της αυτοάμυνας είναι η μόνη κατά την οποία επί της ουσίας επιτρέπεται η άσκηση βίας εκ μέρους των μεμονωμένων υποκειμένων. Οποιαδήποτε άλλη κοινωνικά και πολιτικά βαρύνουσα μορφή βίας ανατίθεται είτε στις αστυνομικές δυνάμεις (με τον κυριότερο ρόλο τους να είναι αυτός της καταστολής στο εσωτερικό μιας κρατικής οντότητας) είτε στις δυνάμεις του στρατού (που αναλαμβάνουν την προάσπιση και επέκταση των συμφερόντων των κυρίαρχων ελίτ προς το εξωτερικό). Αυτό που διαλανθάνει την προσοχή όσων μένουν σ’ ένα τέτοιο μακροκοινωνικό επίπεδο είναι οι τυχόν μεταβολές και μεταστοιχειώσεις που ενδεχομένως λαμβάνουν χώρα στο μικρομοριακό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, εκεί όπου καταλήγει η αιθαλομίχλη από εξελίξεις μεγάλης κλίμακας και επικάθεται στους πνεύμονες που ζωοδοτούν τη δυναμική μικρών ομάδων ή ακόμα και αυτή μεταξύ του Εγώ και του Εσύ.
Η αποστράγγιση της κοινωνίας από σχεδόν κάθε ίχνος βίας πέραν της κρατικής δεν αφήνει πίσω της μία έρημο ειρήνης και εγκαρδιότητας. Κάποιες μικρές λιμνούλες παραμένουν ακόμα ως απηχήσεις αυτής της εκλιπούσας βίας. Στην πράξη, βέβαια, δεν έχουμε να κάνουμε με πραγματικές μορφές βίας, αλλά με αναπαραστάσεις αυτής (ακόμα κι αν ενίοτε χύνεται πραγματικό αίμα), με αντανακλάσεις των πιο πρωτογενών μορφών βίας που συχνά – πυκνά τείνουν να δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται κανείς μπροστά σε μια όαση και όχι σ’ ένα λάκκο με λασπόνερα. Ο αθλητισμός, ιδιαίτερα στις πιο ανταγωνιστικές του εκδοχές, παρέχει ίσως το πιο τυπικό παράδειγμα δραστηριότητας που προβαίνει σε μία μίμηση του πολέμου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να δαμάσει τη βία εντάσσοντας τη μέσα σ’ ένα παιγνιώδες πλαίσιο κανόνων. Κι αν η σύνδεση μεταξύ πολέμου και αθλητισμού μοιάζει υπερβολική σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στα αθλήματα στίβου ή το τένις (η νεόκοπη δημοφιλία του οποίου αποτελεί από μόνη της ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης και δεν είναι άσχετη με τις παρούσες σημειώσεις), στην περίπτωση των πολεμικών τεχνών μια τέτοια σύνδεση είναι παραπάνω από προφανής, όπως υπονοεί εξάλλου και το ίδιο το όνομά τους.
Ενδεχομένως να έμπαινε κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι εδώ πια έχουμε να κάνουμε με πραγματική βία και όχι με κάποιο αντικαθρέφτισμα της. Είναι μάλιστα πάνω σε αυτό ακριβώς το ζήτημα που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια ένας έντονος διάλογος στο εσωτερικό του κόσμου των πολεμικών τεχνών. Από τη μία βρίσκονται οι υπερασπιστές των λεγόμενων «παραδοσιακών» πολεμικών τεχνών (όπως τα διάφορα είδη εξωτερικού και εσωτερικού κουνγκ γου) και από την άλλη όσοι πιστεύουν ότι βρήκαν το αληθινό φως στις πιο σύγχρονες τέχνες (π.χ., στο βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου ή στην ταϊλανδέζικη πυγμαχία). Αφορμή για αυτή τη διένεξη υπήρξε η ραγδαία ανερχόμενη δημοφιλία κατά τις τελευταίες δεκαετίες των λεγόμενων αγώνων MMA (mixed martial arts) – αγώνων, δηλαδή, στους οποίους μπορεί να συμμετέχει ο οποιοσδήποτε, ανεξαρτήτως του είδους στο οποίο έχει εκπαιδευτεί και οι οποίοι διέπονται από ένα σαφώς πιο επιτρεπτικό πλαίσιο κανόνων σε σχέση με αυτούς των πιο παραδοσιακών πολεμικών τεχνών. Οι «εκσυγχρονιστές» διατείνονται ότι οι αγώνες MMA επιτρέπουν επιτέλους να φανεί στην πράξη ποιες τεχνικές είναι όντως αποτελεσματικές με τους «συντηρητικούς» να αντιτάσσουν ότι ακόμα και τέτοιοι αγώνες απαγορεύουν τα πιο επικίνδυνα χτυπήματα (στον λαιμό, στα μάτια, στην σπονδυλική στήλη, στο οπίσθιο μέρος του κεφαλιού), κάτι που εκ των πραγμάτων τους καθιστά μη ρεαλιστικούς, εφόσον, σε καταστάσεις ζωής ή θανάτου, αυτά ακριβώς είναι τα χτυπήματα που θα σε σώσουν. Αυτό που λείπει και από τις δύο πλευρές είναι η επίγνωση ότι ο Χομπς, ο Βέμπερ και ο Νόρμπερτ Ελίας ίσως τελικά να έχουν περισσότερα να προφέρουν στη συζήτηση από τον οποιοδήποτε αφορισμό ενός Grandmaster.
Όποια πολεμική τέχνη αυτοαποκαλείται σήμερα «παραδοσιακή», μόνο καταχρηστικά μπορεί να χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο. Στον βαθμό που η διαδικασία εκπολιτισμού (όπως την εννοεί ο Ελίας, δηλαδή η διαδικασία μέσω της οποίας, στη νεωτερική Ευρώπη, οι κοινωνικές εντάσεις φαίνονται να καταλαγιάζουν και να διοχετεύονται, οιονεί μετουσιωτικά, προς εναλλακτικές κατευθύνσεις, συνεπιφέροντας μεταβολές σε ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς) και η επιβολή του μονοπωλίου της βίας εκ μέρους του κράτους (όπως την ανέλυσε ο Βέμπερ) έχουν χαμηλώσει τα ανεκτά επίπεδα μη κρατικής βίας εντός της κοινωνίας, οι πολεμικές τέχνες εξωθήθηκαν να αποσείσουν τα πια ακραία τους (και άρα πιο δραστικά) στοιχεία, εκφυλιζόμενες συχνά σ’ έναν φορμαλισμό που ενδεχομένως να φτάνει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αισθητικής πληρότητας, αλλά που παραμένει απονευρωμένος ως προς τη μαχητική ικανότητα. Ποιος ασκούμενος σήμερα θα ήταν πράγματι διατεθειμένος να υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς (ακόμα και θανάσιμους) κατά την προπόνηση; Όμως οι όντως παραδοσιακές πολεμικές τέχνες υπήρξαν ακριβώς αυτό: άσκηση στην τέχνη του πολέμου. Στους αγώνες του παγκρατίου στην αρχαία Ελλάδα το ενδεχόμενο του θανάτου των συμμετεχόντων δεν ήταν σε καμμία περίπτωση μηδενικό· η αρχαία γραμματεία περιέχει ρητές αναφορές σε τέτοια περιστατικά. Στην Κίνα, ακόμα και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οι αγώνες lei tai ήταν καθόλα θεμιτοί. Επρόκειτο για αγώνες όπου ένας μαχητής, πάνω σε μια πλατφόρμα (το λεγόμενο lei tai) προκαλούσε όποιον ήθελε και είχε το κουράγιο να αναμετρηθεί μαζί του. Οι διαγωνιζόμενοι ενίοτε υπέγραφαν και δηλώσεις στις οποίες αποδέχονταν την ευθύνη για το ενδεχόμενο του θανάτου τους. Τέτοιοι αγώνες θα ήταν φυσικά κάτι το ανήκουστο σήμερα, μη αποδεκτοί τόσο κοινωνικά όσο και νομικά.
Οι σύγχρονες κοινωνίες, όντας οργανωτικές δομές υψηλού καταμερισμού εργασίας στις οποίες επικρατούν οι αρχές της πραγματικότητας, της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας, δεν έχουν τα περιθώρια να επιτρέπουν τέτοιες άγριες απολαύσεις στους υποτελείς τους ούτε να τους παραχωρούν το δικαίωμα στη βία. Οι «εκσυγχρονιστές» των πολεμικών τεχνών, επομένως, έχουν ένα δίκιο όταν μέμφονται τους «συντηρητικούς» για τον άδειο φορμαλισμό τους. Γίνονται όμως υπερφίαλοι όταν θεωρούν ότι αυτοί ανακάλυψαν τη βασιλική οδό προς τη Realpolitik των μαχητικών αθλημάτων, καθώς αδυνατούν να εννοήσουν ότι ασκούνται σ’ ένα άθλημα που θα έμοιαζε με βόλτα σε παιδική χαρά σ’ έναν μαχητή των παραδοσιακών τεχνών πριν δύο αιώνες. Το αδιέξοδο αυτό είναι απλώς αδύνατο να επιλυθεί με σημερινούς όρους, εφόσον αναπαράγει ένα βαθύτερο αδιέξοδο στα ενδότερα των σύγχρονων κοινωνιών σε σχέση με τη στάση τους απέναντι στη βία. Την ίδια στιγμή που ο χομπσιανός πόλεμος όλων εναντίον όλων αποτελεί κάτι σαν καταστατικό άρθρο πίστης της σύγχρονης υλικής και οικονομικής πραγματικότητας, το κράτος αποστερεί από τους υποτελείς του τα μέσα για την άσκηση οποιασδήποτε αυτόνομης δράσης, συμπεριλαμβανομένης και κάθε μορφής βίας. Οι υποτελείς οφείλουν να αρκούνται σε μετωνυμίες της βίας, σε μορφές έκστασης προσεκτικά δοσολογημένες, σε προσχεδιασμένες αποδράσεις από τον εαυτό τους που ποτέ δεν οδηγούν σε αχαρτογράφητους ωκεανούς παρά μόνο στα γνωστά, ήρεμα και χλωριωμένα νερά του ενυδρείου τους. Οι σύγχρονοι αγώνες μαχητικών αθλημάτων έχουν τόση σχέση με την πραγματική βία όση και το «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου» με τις τελετουργικές θυσίες των πολυθεϊστικών θρησκειών.
Ο Διαφωτισμός είχε επίγνωση του πού μπορούν να οδηγήσουν οι χομπσιανές αντιλήψεις αν αφεθούν να εκδιπλωθούν ως τις έσχατες λογικές τους συνέπειες. Έργο το οποίο ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας μορφές του γαλλικού υλισμού, όπως ο Λα Μετρί και ο Ντε Σαντ. Ένας ακόμη διανοητικός πειρασμός ανακύπτει σε αυτό το σημείο. Μήπως τελικά οι σύγχρονοι αυτοαποκαλούμενοι σαδομαζοχιστές, με τα σχοινιά τους και τα κνούτα τους, έχουν βρει τη διέξοδο από το παράδοξο της βίας; Μήπως αυτοί κατάφεραν να διαρρήξουν τα διάφανα τείχη των ενυδρείων, καθομολογώντας την ύπαρξη της βίας μέσα στις οριακές καταστάσεις που προξενεί η ερωτική πράξη και διοχετεύοντάς τη προς απολαυστικές οδούς, καταπώς κανοναρχούσε ο πρόγονός τους, από τον οποίο δανείστηκαν εξάλλου το όνομά τους; Παρά την αυξανόμενη αποδοχή ή ακόμα και δημοφιλία που απολαμβάνουν εσχάτως τόσο τέτοιες πρακτικές όσο και τα γραπτά του Μαρκήσιου ντε Σαντ, η σχέση των πρώτων με τον δεύτερο είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.
Ο Σαντ δεν αποδέχεται απλώς τον Χομπς. Πηγαίνει μερικά βήματα παραπέρα, απαλλάσσοντάς τον ακόμα και από την «ηθική» ανάγκη ύπαρξης του Λεβιάθαν ως έσχατης ασφαλιστικής δικλείδας. Ο σαδικός υλισμός δεν αναγνωρίζει έξωθεν επιβαλλόμενα όρια, παρά μόνο στον βαθμό που αυτά θέτουν εμπόδια στην απόλαυση. Στην απόλαυση ακόμα και της βίας. Ο συνεπής σαδιστής δέχεται να αυτοπεριοριστεί όχι για λόγους κάποιας ηθικής ή κοινωνικής ευταξίας, παρά μόνο για να αποφύγει τις συνέπειες του κοινωνικού εξοστρακισμού (όπως θα αφηγούνταν και ο Λακλό για τη μοίρα της Μερτέιγ προς το τέλος των Επικίνδυνων σχέσεων). Αναγκάζεται να δρα κρυφίως όποτε το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους τακτικής. Ο σύγχρονος σαδιστής θα βρισκόταν νομικά έκθετος έτσι κι επιχειρούσε να μιμηθεί μια τέτοια στάση. Και, κατά πάσα πιθανότητα, συναισθηματικά και κοινωνικά αποσυνάγωγος. Στις σύγχρονες εκδοχές του, ο σαδομαζοχισμός διέπεται από κανόνες ασφαλείας και συναίνεσης που λαμβάνουν μια οιονεί συμβολαιακή μορφή. Πίσω από κάθε ράπισμα της σάρκας, υπάρχει η ρητή αλληλοκατανόηση ότι ουδέποτε διακυβεύεται η σωματική ακεραιότητα. Οι σχετικές πρακτικές μοιάζουν έτσι με ένα δρώμενο που εκτυλίσσεται σε πολλαπλά επίπεδα. Αρχικά μεταφέρεται μέσα στο ερωτικό πεδίο η αντίληψη ότι η σύγκρουση, ο πόλεμος και η εξουσία διέπουν τα ανθρώπινα μέχρι τα μύχιά τους. Σε δεύτερο χρόνο τώρα, καθομολογούνται αμοιβαία και παγιώνονται οι εκάστοτε ρόλοι (του σαδιστή και του μαζοχιστή, του υποτακτικού και του κυριαρχικού). Εν τέλει, η συναίσθηση, σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο, ότι η όλη ερωτική δυναμική που αναπτύσσεται διέπεται από ορισμένους απαράβατους μετα-κανόνες που δεν επιτρέπουν τη διολίσθηση προς πραγματικά επικίνδυνα μονοπάτια, επιτρέπει στο άγχος που δημιουργεί η διελκυστίνδα της εξουσίας και της προσπάθειας κατίσχυσης να καταλαγιάσει, οδηγώντας έτσι σε μια καθαρτική απελευθέρωση.
Επιστροφή στο ίδιο σημείο, λοιπόν. Ο σύγχρονος σαδομαζοχιστής προσφέρει συγκινήσεις στον εαυτό του, μέσω μιας αναπαράστασης της εξουσίας και όχι μέσω της ωμής, ανεπεξέργαστης εξουσίας. Συγκινήσεις λελογισμένες που αναπαράγουν το ίδιο παράδοξο της βίας. Αλλά τουλάχιστον προσπαθεί να «επιλύσει» τις εντάσεις που αυτό δημιουργεί μέσω της εκδραμάτισής του. Αν θέλει, ωστόσο, να είναι κατ’ ελάχιστον συνεπής με τον εαυτό του, θα έπρεπε να πάψει να ομνύει περιπαθώς στο όνομα του Σαντ και να μελετήσει λίγο καλύτερα τον Λοκ. Γιατί στον καθρέφτη αυτού του τελευταίου αντανακλάται μάλλον πιστότερα απ’ ό,τι στα κατοπτρικά είδωλα που βλέπει στον κατ’ όνομα πρόγονό του.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ