Πριν δυο χρόνια, ένα εκπληκτικό δισκάκι έτυχε να πέσει στα χέρια μου, ενώ έψαχνα αδιάφορα στοίβες με CD σε ένα δισκοπωλείο στην Κωνσταντινούπολη. Στο εξώφυλλό του υπήρχε μια όμορφα σκαλισμένη αχλαδόσχημη λύρα, φτιαγμένη από ξύλο μουριάς και στολισμένη με περίτεχνη ένθετη διακόσμηση φιλιγκράν. Παρόμοιο μουσικό όργανο δεν είχα ξαναδεί παρά μόνο μια φορά, πριν χρόνια, στο πέρασμά μου από την Ανατολία, ενώ ήμουν στον Δρόμο του Μεταξιού, καθ’ οδόν για την Κίνα. Τότε, έτυχε να ακούσω δυο ηλικιωμένους Έλληνες του Πόντου, από την περιοχή της Τραπεζούντας, να παίζουν ποντιακή λύρα. Θυμάμαι, αμέσως λάτρεψα την μελαγχολική, συγκινητική και παράδοξα «άχρονη» μουσική που έπαιζαν τα δύο αυτά αδέλφια, η οποία έμοιαζε να περικλείει στις κατιούσες βυζαντινές μακάμ κλίμακές της, αλλά και στις σαρωτικές, «πριονωτές» δοξαριές της, όλη την τραγωδία που έζησαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Μόλις έφτασα σπίτι, έβαλα το CD που είχα αγοράσει κατευθείαν στον φορητό μου υπολογιστή, ελπίζοντας να ακούσω ξανά αυτού του είδους την μουσική.
Η μουσική που άκουσα, πράγματι, συγγένευε στενά με την ποντιακή μουσική, όμως ήταν πολύ πιο γεμάτη και ολοκληρωμένη σε σχέση με τον ωμό ήχο που θυμόμουν. Ήταν μια εξαίρετη ηχογράφηση, στην οποία ο θρηνητικός ήχος μιας ελληνικής όρθιας λύρας αντισταθμιζόταν από εκείνον μιας απλής καλαμένιας φλογέρας, για την οποία ο Patrick Leigh Fermor, στο βιβλίο τουΜάνη (που μάς μεταφέρει συνειρμικά στην Πελοπόννησο της δεκαετίας του ’50), αναφέρει ότι παιζόταν από τους βοσκούς στα βουνά. Όσο για τα κρουστά της ηχογράφησης, ήταν περσικά daffs με μεταλλικούς κρίκους, καθώς και μπεντίρ. Σε ορισμένα κομμάτια, ο οξύς, μεταλλικός ήχος από το χτύπημα στις χορδές κάποιου είδους σαντουριού, συνυφαινόταν με το τσίμπημα ενός οργάνου που ακουγόταν σαν λαούτο ή ούτι. Αυτή η ενορχήστρωση «μετέφερε» την μουσική βαθύτερα στην Ανατολή, πιο πέρα κι από τα σύνορα της Περσίας, στα πέρατα των ερήμων της Συρίας και του Ιράκ. Κι όμως, προς έκπληξή μου, η ηχογράφηση είχε γίνει καταμεσής της Μεσογείου, εντός Ευρώπης! Ήταν από την Κρήτη.
Το όργανο αυτό, η κρητική λύρα, είναι το πιο πεπλατυσμένο και ελαφρώς μεγαλύτερο, αιγαιακό ξαδελφάκι της φιαλόσχημης ποντιακής λύρας. Όσο για το CD, με τίτλο Orion, που έμελλε να γίνει το αγαπημένο μου εκείνης της χρονιάς, αποτελεί έργο του λαμπρού νεαρού λυράρη Στέλιου Πετράκη. Όσο περισσότερο το άκουγα, τόσο περισσότερο ήθελα να συναντήσω τον Πετράκη και να γνωρίσω το περιβάλλον του, το οποίο δημιούργησε αυτή την ελεγειακή μουσική παράδοση, που ακουγόταν τόσο παράξενα «μεσαιωνική».
Από ό,τι μπόρεσα να καταλάβω στο Διαδίκτυο, ο Πετράκης, ο οποίος δεν ήταν απλώς ο κορυφαίος νεαρός Κρητικός λυράρης, αλλά και ένας σπουδαίος τεχνίτης, αφού κατασκευάζει ο ίδιος λύρες, ήταν μέλος μιας ομάδας μουσικών που είχαν βρεθεί μαζί με τον αξιόλογο μουσικό, δεξιοτέχνη της λύρας Ross Daly, έναν Ιρλανδό στην καταγωγή και γεννημένο στην Αγγλία «Κρητικό». Στο Χουδέτσι, σε μια ορεινή περιοχή κοντά στο Ηράκλειο, ο Daly είχε δημιουργήσει μια μουσική σχολή – στούντιο ηχογραφήσεων, με την ονομασία Λαβύρινθος, με στόχο την διάσωση και την διάδοση της μουσικής παράδοσης και των μουσικών οργάνων της Κρήτης.
Όλα αυτά μου ακούγονταν τέλεια. Αποφάσισα, λοιπόν, να κλείσω διακοπές στην Κρήτη, έχοντας την κρυφή ελπίδα να καταφέρω να κάνω και την οικογένειά μου να ενδιαφερθεί για αυτή τη μουσική. Τελικά, τους δελέασα να έρθουν μαζί, υποσχόμενος πολυτελείς διακοπές σε κάποια ωραία βίλα, με υπέροχες παραλίες και ταβερνάκια, ελπίζοντας ότι τα βράδια, που οι άμυνές τους θα ήταν πεσμένες, θα με ακολουθούσαν και σε κάποιες συναυλίες. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά μου, έχοντας κατά καιρούς έρθει μαζί μου με το ζόρι σε ταξίδια ανά τον κόσμο -σε Ινδία, Αίγυπτο, Ελλάδα, Τουρκία- με τα χρόνια έμαθαν να ανέχονται το μουσικό μου γούστο και, πλέον, κάποιες από αυτές τις μουσικές που γνώρισαν, βρίσκονται στα iPods τους. Έτσι, μέσω της Five Star Greece (που πρακτορεύει μοναδικής ομορφιάς ιδιοκτησίες σε όλο το Αιγαίο) κλείσαμε την Villa Oulos, ένα πανέμορφο «παλατάκι» με κόκκινα κεραμίδια, στα βράχια της Ελούντας, στην βόρεια ακτή του νησιού, καθώς και τις πτήσεις μας.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρείς μόλις προσγειωθείς στην Κρήτη είναι η απίστευτα μεγάλη κλίμακά της. Αν και δεν είναι παρά το πέμπτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου (η Σικελία, η Κορσική, η Κύπρος και η Σαρδηνία είναι μεγαλύτερες από την Κρήτη), κανένα από αυτά δεν έχει τόσο μακρύ, «αυστηρό» ορίζοντα, ενώ, επιπλέον, πέντε «σκυθρωπές» οροσειρές μοιράζουν το εσωτερικό της. Αυτά τα δύο στοιχεία, σε συνδυασμό με το μεγάλο μήκος της, της προσδίδουν μια αλλόκοτα ηπειρωτική αίσθηση. Καθώς φιδογυρίζεις, ανηφορίζοντας στους ορεινούς δρόμους που οδηγούν στο Οροπέδιο Λασιθίου, περνώντας δίπλα από «καστρόσπιτα» και χαζεύοντας αγριοκάτσικα που βόσκουν δεντρολίβανο και θυμάρι, νιώθεις σχεδόν σαν να βρίσκεσαι στον δρόμο που οδηγεί από την Ταρσό προς τις Κιλίκιες Πύλες, προς τον Βορρά, στην Τουρκία. Αυτά εδώ τα βουνά θυμίζουν έντονα την Ανατολία.
Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η πολύ έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στις παραθαλάσσιες, πεδινές περιοχές (που πάντα δέχονταν εισβολές και αποικισμούς, από τους Ενετούς και τους Τούρκους, μέχρι τους Βρετανούς των τουριστικών πακέτων) και το τραχύ, αγροτικό και σχεδόν ανέγγιχτο εσωτερικό του νησιού. Εδώ πάνω στα βουνά, πολλές αρχαίες παραδόσεις της Κρήτης επιβιώνουν αναλλοίωτες. Ίσως το πιο χτυπητό παράδειγμα αποτελεί η γνώση των βοτάνων: Την πρώτη χιλιετηρίδα προ Χριστού, ο Κρητικός σοφός Επιμενίδης εκλήθη από την Κνωσό στην Αθήνα για να εξαγνίσει την πόλη, αξιοποιώντας τις μυστικές του γνώσεις περί των βοτάνων. Επίσης, επιγραφές από τις Θήβες μνημονεύουν ότι ο Αιγύπτιος Φαραώ έστειλε στην Κρήτη δύο ιερείς, ώστε να βρεθεί τρόπος να εξαγνιστεί ο Νείλος. Σήμερα, οι ηλικιωμένοι κάτοικοι των ορεινών χωριών φημίζονται ακόμη σε όλη την Ελλάδα για τις γνώσεις τους πάνω στα θεραπευτικά και τα αποτοξινωτικά βότανα.
Κι όμως, αυτή η συνέχεια αίματος και παραδόσεων απέχει παρασάγγας από κάθε ρομαντική μυθοπλασία. Ο ειδικευμένος στην μινωική Κρήτη αρχαιολόγος Sandy MacGillivray, από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, μου ανέφερε το εξής: Ερευνώντας το DNA σύγχρονων Κρητών, σε σύγκριση με υλικό που προήλθε από οστά που είχε ανασκάψει στο Παλαίκαστρο, στην ανατολική Κρήτη, σε θέσεις που χρονολογούνται στο 2500 π.Χ., συμπέρανε ότι πάνω από το 30% των σύγχρονων Κρητών προέρχονται απευθείας από τους δημιουργούς του πρώτου μεγάλου αστικού και εμπορικού πολιτισμού της Ευρώπης.
Την συνέχεια αυτή μπορεί κανείς να την ανιχνεύσει και στην τέχνη. Οι πιο περίφημες τοιχογραφίες της Κρήτης είναι εκείνες που ήρθαν στο φως (και έτυχαν αμφιλεγόμενης αποκατάστασης) στην Κνωσό από τον Έβανς. Όμως, εκείνο που είναι πιο εντυπωσιακό, είναι ο τρόπος με τον οποίο μοτίβα από εκείνες τις τοιχογραφίες επανεμφανίζονται στους τοίχους βυζαντινών ναών, 3.000 χρόνια αργότερα: Ο νεαρός, καμαρωτός Άγιος Γεώργιος, καβάλα στο λευκό του πολεμικό άτι, στον ναό της Παναγιάς Κεράς, νότια του Αγίου Νικολάου, είναι τόσο «ελληνικός», όσο και οι νεαροί Μινωίτες που πηδούν πάνω από τις ράχες των ταύρων. Το ίδιο ισχύει και για τον εντυπωσιακά ωραίο Άγιο Δημήτριο που φορά πανοπλία, έχει ένα τόξο κρεμασμένο στον ώμο κι ένα σκουλαρίκι που γυαλίζει στο δεξί του αυτί, κάνοντάς τον να μοιάζει με δανδή.
Τέτοιες συνέχειες μπορούν, όμως, να αποδειχτούν παραπλανητικές. Ο πληθυσμός και οι πεποιθήσεις των Κρητικών έχουν υποστεί ριζικές αλλαγές από το τέλος της Τουρκοκρατίας, όταν 60% του πληθυσμού, καθώς και σχεδόν το 100% των κατοίκων των πόλεων ήταν μουσουλμάνοι. Πολλοί επέλεξαν να αλλαξοπιστήσουν και να γίνουν Χριστιανοί τα χρόνια του ελληνικού εθνικισμού, από την δεκαετία του 1860 και εξής, ενώ μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού απελάθηκε το 1922, στο πλαίσιο της δραματικής ανταλλαγής των πληθυσμών που ακολούθησε την νίκη του Ατατούρκ επί των ελληνικών στρατευμάτων που εισέβαλαν στην Τουρκία.
Οι Κρητικοί μουσουλμάνοι μετοίκησαν στην Ανατολία και η Κρήτη υποδέχτηκε τους χριστιανούς κατοίκους των χωριών που απελάθηκαν από την Καππαδοκία. Οι τουρκόφωνοι Καππαδόκες δεν έχουν ακόμη γίνει πλήρως αποδεκτοί από τους Κρήτες, αφού μέχρι και σήμερα τους αποκαλούν «Τούρκους». Ο Ross Daly, όταν πήγα στον Λαβύρινθο για να τον συναντήσω, μου είπε ότι μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ο δήμαρχος του Δήμου Καζαντζάκη πέρασε, συμβολικά, μια νύχτα στο «τουρκοχώρι» Δαμάνια, επειδή κάποιοι είχαν αρχίσει να παρενοχλούν τους «μετανάστες» και να καίνε τις σοδιές τους.
Ο Daly και ο Πετράκης (όμορφος, ολιγόλογος και με εντυπωσιακά νεανική παρουσία) κάθονταν σε μια ταβέρνα απέναντι από τα στούντιο του Λαβυρίνθου. Από την άλλη μεριά του τοίχου ακούγονταν ραμπάμπ και ούτι, εν ώρα πρόβας. Καθίσαμε, λοιπόν, εκεί πίνοντας ρακή και συζητώντας την ιστορία του μουσικού οργάνου που και οι δύο λάτρευαν. Μου εξήγησαν ότι η κρητική λύρα δεν έχει σχέση με την αρχαία ελληνική λύρα, που μοιάζει με άρπα, αλλά ότι σχετίζεται με την οικογένεια των τοξωτών οργάνων που απαντούν από την Περσία και την Τουρκία μέχρι την Μακεδονία και την Βουλγαρία. Μου είπαν, επίσης, ότι, ενώ υπάρχουν αναφορές για όρθια τοξωτά όργανα στην Θράκη, στις περιγραφές του Πέρση ταξιδευτή του 9ου αιώνα Ibn Khordadbeh, δεν υπάρχει καμία καταγραφή οργάνου που προσομοιάζει με την σύγχρονη κρητική λύρα, μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα. Αν και σήμερα, λοιπόν, θεωρείται ως το κατεξοχήν κρητικό μουσικό όργανο, εντούτοις είναι, κατά πάσα πιθανότητα, μια σχετικά πρόσφατη «εισαγωγή», από εκείνη την περίοδο. Η πιο αρχέγονη μορφή λύρας που διασώθηκε στο νησί και που τώρα βρίσκεται στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων, χρονολογείται μόλις στο 1743, ενώ πολλές από τις πιο φημισμένες μελωδίες της κρητικής λύρας ανιχνεύονται σε παραλλαγές και σε άλλα μέρη του παλιού οθωμανικού κόσμου, ιδίως στην Συρία και την Τουρκία.
«Η σημερινή κρητική μουσική παράδοση προέρχεται από την ύπαιθρο», μου εξήγησε ο Daly. «Επί Τουρκοκρατίας, οι πόλεις στην Κρήτη ήταν μουσουλμανικές. Όταν οι μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν το νησί, πήραν μαζί και τις μουσικές τους παραδόσεις. Έτσι, η μουσική που έχουμε σήμερα, όπως για παράδειγμα οι συρτοί χοροί, προέρχεται από τα ορεινά χωριά. Πολλά, δε, από ό,τι παίζεται σήμερα προέρχονται από δύο ή τρεις δεξιοτέχνες δασκάλους, ιδίως από εκείνον που δίδαξε κι εμάς τους δυο, τον Κώστα Μουντάκη». Πράγματι, τον Πετράκη τον έστειλε στον Μουντάκη ο πατέρας του, όταν ήταν τεσσάρων ετών, ενώ ο Ross μαθήτευσε κοντά του επί 16 χρόνια.
Αργότερα, οι δύο σπουδαίοι λυράρηδες με ξενάγησαν στον Λαβύρινθο. Καθώς μου έδειχναν τα εκθέματα στο μουσείο, κάθε λογής έγχορδα όργανα, από κεμεντζέδες μέχρι σιτάρ, το σύνολο των οποίων ο Ross φαινόταν ικανός να παίξει, συναντήσαμε ομάδες σπουδαστών που έκαναν εξάσκηση. Στο τέλος της ξενάγησης, ο Daly και ο Πετράκης κάθισαν στον διάδρομο της κύριας εισόδου και ξεκίνησαν, χαλαρά, να γρατζουνούν τις λύρες τους. Σιγά-σιγά, κι άλλοι μουσικοί ήρθαν στην παρέα και άρχισαν να τζαμάρουν μαζί τους. Μέσα σε μισή ώρα, ο προθάλαμος είχε γεμίσει με μουσικούς που έπαιζαν όλοι μαζί. Το επόμενο βράδυ, ο Πετράκης μάς πήρε μαζί του στο εκπληκτικό ενετικό φρούριο στην παραλία του Ρεθύμνου, όπου θα εμφανιζόταν. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν κλεισμένος σχεδόν κάθε βράδυ. Όπως μας είπε: «η λύρα, από ό,τι φαίνεται, εμφανίζει άνοδο».
Η συναυλία έλαβε χώρα στον ανοιχτό χώρο κάτω από τις πολεμίστρες του φρουρίου, με την σκηνή να πλαισιώνεται από τους ασπρισμένους θόλους ενός παλιού τζαμιού και ενός εξίσου παλιού τουρκικού χαμάμ. Την ώρα που φτάσαμε και οι 500 θέσεις ήταν ήδη πιασμένες, εκτός από εκείνες της πρώτης σειράς. Όταν ρωτήσαμε εάν ήταν ελεύθερες, μας είπαν ότι προορίζονταν για τους επισήμους, οι οποίοι έκαναν «θεαματική» είσοδο λίγο πριν αρχίσει η συναυλία. Ο τοπικός αρχιεπίσκοπος, με την εντυπωσιακή γενειάδα του, συνοδευόταν από ρασοφόρους μητροπολίτες, ηγουμένους και μοναχούς, με ψηλά καπέλα και χυτά άμφια.
Τότε, η μουσική ξεκίνησε. Ο Πετράκης ήταν ο μόνος που έπαιζε λύρα, συνοδευόμενος από τέσσερις μουσικούς με διπλόχορδο κρητικό λαούτο και έναν στα κρουστά, που έπαιζε μπεντίρ. Η λύρα οδηγούσε την μελωδία, ενώ το ρυθμικό παίξιμο των λαούτων είχε ένα ηχητικό αποτέλεσμα σχεδόν κρουστού οργάνου, καθώς ήταν σαν να αντηχούσε στο χτύπημα του μπεντίρ. Ο ρυθμός χτιζόταν ανεβαίνοντας προοδευτικά, σε έναν επαναλαμβανόμενο εκστατικό χορό. Καθώς το δοξάρι πήγαινε μπρος-πίσω, ο ήχος έμοιαζε να ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, ανά τους αιώνες: Ξαφνικά, μπορούσες να φανταστείς αυτό το είδος αρχοντικής, ελεγειακής μουσικής να παίζεται στον Μυστρά, το τελευταίο βυζαντινό προκεχωρημένο φυλάκιο, που είχε απομείνει στην Πελοπόννησο για να απωθήσει την οθωμανική προέλαση, ενώ την ίδια ώρα πυρσοί τρεμόπαιζαν και τα άλογα του βυζαντινού ιππικού μεταπατούσαν νευρικά μέσα στους στάβλους τους. Στο τέλος της συναυλίας, το πλήθος σηκώθηκε όρθιο και καταχειροκρότησε τους μουσικούς, ενώ ο αρχιεπίσκοπος έβγαλε έναν μακρύ λόγο και αγκάλιασε τον Πετράκη.
«Οι Κρητικοί λατρεύουν αυτό το όργανο», μου είπε ο Πετράκης μετά, πίνοντας μια ρακή. «Είναι κάτι στον τρόπο που κάνει τους ανθρώπους χαρούμενους, να θέλουν να χορέψουν ή μερικές φορές ακόμα και να κλάψουν. Κανένα άλλο όργανο δεν έχει τέτοια επίδραση. Η λύρα έχει στ’ αλήθεια κάτι το μαγικό».
Μετάφραση : Εύα Πετροπούλου
Φωτογραφία: Γεώργιος Ανυφαντάκης, Βοσκαρουδάακι αμούστακο