Επιστημολογικά μιλώντας, θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ενασχόληση με το πόσο η κάθε άποψη αντιστοιχεί πλησιέστερα στη σημερινή πραγματικότητα της πλανητικής μαζικοδημοκρατίας. Δηλαδή, κατά πόσο κάθε θεωρητική άποψη εμπεριέχει μια αυξανόμενη θετική ευρετική στα περίπλοκα προβλήματα των σημερινών κοινωνιών. Όλα αυτά, όμως, είναι ζητήματα που δεν έχουν θέση στο παρόν άρθρο. Αφορούν στη θεωρία.
Εκείνο που θέλω να υπογραμμίσω είναι ότι στην πολιτική και όχι στη θεωρία, και ειδικά στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την πολιτική πρακτική, τα πράγματα αλλάζουν. Τις περισσότερες φορές, κλεμμένες απόψεις, με αρχικά ελάχιστη θεωρητική επεξεργασία και ελάχιστο θεωρητικό έρεισμα, είναι ικανές να τεθούν στην υπηρεσία πολιτικής στόχευσης. Και στην πορεία, ενδυόμενες θεωρητική στοιχειοθέτηση, να αποκτήσουν το απαραίτητο βάρος στη διαμάχη των ιδεών.
Κατάσταση ηγεμονίας
Ο εμβληματικός ιδεολόγος της Νέας Δεξιάς Αλαίν Ντε Μπενουά (Alain de Benoist) έχει “κλέψει” από την γκραμσιανή προβληματική την άποψη ότι προκειμένου να ηγεμονεύσει ένας ιδεολογικός-πολιτικός χώρος στην κοινωνία απαραιτήτως απαιτείται η πολιτιστική του επικράτηση. Γνωρίζουμε ότι ο Γκράμσι διαχωρίζει την κυριαρχία (dominio), ασκούμενη κυρίως με βίαια μέσα, από τη διεύθυνση-καθοδήγηση (direzione), η οποία ασκείται μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών. Η αρμονική σύζευξη των δύο αυτών διαδικασιών εγγυάται την κατάσταση ηγεμονίας του Ηγέτη-Κυρίαρχου.
Η δεκαετία του 1960 και 1970 ήταν πέτρινα χρόνια για τη γαλλική Ακροδεξιά. Την περίοδο εκείνη, η συντηρητική Δεξιά, υπό την ηγεσία του Ντε Γκωλ, του Πομπιντού και του Ντ’ Εσταίν, γνώριζε συνεχείς εκλογικές επιτυχίες, επί 23 συναπτά έτη. Κρατούσε έτσι τους πολιτικούς της άκρας Δεξιάς στο περιθώριο. Παραδόξως, ωστόσο, την ίδια περίοδο η Αριστερά κυριαρχούσε στη Γαλλία πολιτιστικά και πνευματικά.
Για να ανατρέψει την πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς, ο Ντε Μπενουά και οι οπαδοί του (μέσω της οργάνωσης Groupement de Recherches et d’ Etudes pour une Civilisation Europeene-GRECE που ιδρύθηκε το 1968) άρχισαν γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970 να διατυπώνουν ένα νέο πρόγραμμα με βάση έναν “Γκραμσισμό της Δεξιάς”. Έτσι βάφτισε ο Ντε Μπενουά τη στρατηγική του για την ανατροπή της πολιτισμικής κυριαρχίας της Αριστεράς και την επικράτηση δεξιών ιδεών και θεματικών.
Αυτός ο πολιτιστικός και πολιτικός αγώνας θα προετοίμαζε το έδαφος για την πολιτική κυριαρχία της Ακροδεξιάς. Η μεγάλη καινοτομία της GRECE ήταν ότι έλαβε σοβαρά υπόψη τα ζητήματα του πολιτισμού από τη σκοπιά της Δεξιάς. Η πολιτική Δεξιά είχε παραχωρήσει το πνευματικό-πολιτιστικό πεδίο στη μαρξιστική Αριστερά, ενώ τα ριζοσπαστικά εθνικιστικά κινήματα (η άκρα Δεξιά) επιδίδονταν σ’ έναν αντιδιανοητικό ακτιβισμό.
Αυτός ο ακτιβισμός είχε ομοιότητες με τον αντιδιανοουμενισμό του Πουζαντισμού (μεταπολεμικό ακροδεξιό κίνημα στη Γαλλία) και συνδεόταν με μια μορφή λαϊκίστικης εξέγερσης. Από την άποψη αυτή, η GRECE επέστρεφε στην παράδοση των ιστορικών-συγγραφέων της Action Francaise (Μωρράς και Μπαρρές μεταξύ άλλων).
Η Νέα Δεξιά
Η Νέα Δεξιά φλέρταρε για πολλά χρόνια με μια πιο ορθόδοξη φασιστική θεωρία βιολογικού ρατσισμού, με έντονες αναφορές στη σκέψη του Ιταλού θεωρητικού του φασισμού βαρόνου Τζούλιους Έβολα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όμως, ανέπτυξε μια νέα πιο έξυπνη στρατηγική. Η νέα προσέγγιση, με την οποία πήρε αποστάσεις από τον ξεπερασμένο ιστορικό φασισμό, επέτρεπε στη Νέα Δεξιά να συνεχίσει την ακροδεξιά προπαγάνδα, αλλά σε μια πιο αποδεκτή μορφή.
Ο Ντε Μπενουά εγκατέλειψε τη φυλή και υιοθέτησε τον πολιτισμό. Υποστήριξε ειδικότερα ότι όλες οι πολιτικές συγκρούσεις θα έπρεπε να ερμηνεύονται με όρους πολιτισμού. “Λεηλάτησε” τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, από την ανθρωπολογία μέχρι την ψυχιατρική, για να στηρίξει τα επιχειρήματά του για τη μακραίωνη διάρκεια των πολιτιστικών και εθνικών διαφορών. Ο πολιτισμός έπρεπε να αντικαταστήσει την τάξη ως στοιχείο διαφοροποίησης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες γίνονταν όλο και πιο ομοιογενείς. Καλούνταν ως σύνολο να υπερασπίσουν τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητές τους απέναντι σε μη Ευρωπαίους ξένους, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τους.
Αυτή η ιδιάζουσα ιδεολογία του “εθνοτικού πλουραλισμού” απαιτούσε τη χάραξη καθαρών διαχωριστικών γραμμών στη βάση εθνοτικών και πολιτισμικών διαφορών. Η έμφαση στη διαφύλαξη της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας ήταν σε αντίθεση με τον επιθετικό εξισωτισμό και οικουμενισμό της παγκοσμιοποίησης, ο οποίος οδηγούσε σε μια ανεξέλεγκτη ανάμιξη των εθνών και εξαφάνιζε συνεπώς τις ιδιαίτερες παραδόσεις. Η νέα προσέγγιση έφερε τον δεξιό στοχασμό κοντά σε ορισμένες μορφές φιλοσοφικού συντηρητισμού. Συμβάδιζε, επίσης, φιλοσοφικά με ορισμένες εκδοχές του μεταμοντερνισμού, στο μέτρο που οι θεωρητικοί της Νέας Δεξιάς εισηγούνταν ένα παγκόσμιο δικαίωμα στη διαφορά.
Διείσδυση στα ΜΜΕ και στην εκπαίδευση
Η αντίληψη της Νέας Δεξιάς για το πολιτικό ήταν πολιτισμική με μια διττή έννοια: Πρώτον, ο πολιτισμός καθόριζε τις πολιτικές εντάσεις. Δεύτερον, ο δρόμος προς την πολιτική εξουσία περνούσε κατεξοχήν μέσα από τον πολιτισμό. Συγκεκριμένα: Η Νέα Δεξιά δεν προχώρησε απευθείας στην ίδρυση πολιτικών κομμάτων, ή στη δημιουργία παραστρατιωτικών ομάδων, ή στην οργάνωση φασιστικών κινημάτων ευρείας βάσης. Αντ’ αυτού επιχείρησε να διεισδύσει στα ΜΜΕ και στο εκπαιδευτικό σύστημα και να κατακτήσει τα υψίπεδα του πνεύματος. Τότε μόνο, όταν θα είχε αποκτήσει πολιτισμική εξουσία, θα μπορούσε να περάσει στον πολιτικό στίβο και να μεταφράσει αυτή τη δύναμη σε εκλογικές νίκες.
Η Νέα Δεξιά απέκτησε για πρώτη φορά δημόσιο βήμα το 1978, όταν ο εκδότης του Figaro Magazine Louis Pauwels άρχισε να δημοσιεύει τακτικά άρθρα του Ντε Μπενουά και άλλων ομοϊδεατών του. Με τη σταθερή του παρουσία στο κυριακάτικο ένθετο μιας μεγάλης συντηρητικής εφημερίδας της Γαλλίας, το όνομα του Ντε Μπενουά έγινε πολύ οικείο μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Η αρθρογραφία του προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις κυρίως με τις αριστερές απόψεις, καθιστώντας τον κέντρο του ενδιαφέροντος. Η όλη πολιτιστική λογική της Νέας Δεξιάς δεν θα μπορούσε ποτέ να προκαλέσει το ενδιαφέρον μεγάλου μέρους των πολιτών, αν οι κοινωνικές διεργασίες που προκαλούσε η εν εξελίξει παγκοσμιοποίηση δεν λειτουργούσαν σαν εύφορο έδαφος.
Η ερμηνευτική πρόταση του Ντε Μπενουά ήταν εντελώς διαφορετική τόσο από την καθεστηκυία κεντροδεξιά άποψη όσο φυσικά και από την αριστερή άποψη. Η ριζοσπαστική Ακροδεξιά εγκαταστάθηκε ως σημαίνουσα ιδεολογία στο κέντρο του πολιτικού γαλλικού συστήματος. Μάλιστα, ίσως ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της στις φετινές προεδρικές εκλογές να ήταν ο Ερίκ Ζεμούρ και όχι η Μαρίν Λε Πεν, η καμπάνια της οποίας επικεντρώθηκε κυρίως στο δυσβάσταχτο κόστος και όχι τόσο στο μεταναστευτικό, όπως του Ζεμούρ, γεγονός που της επέστρεψε την είσοδο στον δεύτερο γύρο της πιο κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης στην νεότερη ιστορία της Γαλλίας.