GREEK RAISINS
κορινθιακή Σταφίδα
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΦΙΔΑΣ: Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΤΟΕΝΑΤΟ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ
Η παραγωγή της σταφίδας ήταν κατά τον 19ο αιώνα ο βασικός πυλώνας των εξαγωγών της χώρας, καθώς η παλιά Ελλάδα και ιδιαίτερα η Πελοπόννησος, με τις μικρές γαίες που διαμορφώθηκαν μετά την επανάσταση, ευνοεί την καλλιέργεια της σταφίδας που ευδοκιμούσε για δεκαετίες. Έτσι οι μικρές καλλιεργητικές μονάδες, που προήλθαν ιδιαίτερα από την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871, λόγω του μεγέθους τους δεν ήταν δυνατό να επιλέξουν εκτατικές καλλιέργειες, δηλαδή καλλιέργειες που απαιτούν μεγάλες εκτάσεις, για να έχουν αποδοτική παραγωγή όπως για παράδειγμα τα σιτηρά. Αντίθετα, κατευθύνθηκαν σε εντατικές καλλιέργειες όπως η σταφίδα. Δηλαδή, στα λίγα στρέμματα του κάθε γεωργού καλλιεργούνταν αμπέλια που απαιτούσαν πολύ χρόνο εντατικής και επίπονης εργασίας, αλλά απέδιδαν αξιόλογα κέρδη. Έτσι το αγροτικό νοικοκυριό εξασφάλιζε την επιβίωσή του με την καλλιέργεια ενός μικρού κλήρου. Η σταφίδα αποτέλεσε μια μονοκαλλιέργεια προσαρμοσμένη στην διεθνή αγορά, καθώς όμως δεν ήταν είδος πρώτης ανάγκης, ήταν εξαιρετικά ευπαθείς στις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομίας. Η ιστορία της σταφίδας στην Πελοπόννησο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική και κοινωνική πορεία αυτής της περιοχής, αλλά και με την επιχειρηματική διαδρομή πολλών οικογενειών, που εξάρτησαν την οικονομική τους οντότητα από τις ιδιοτροπίες και τις συγκυρίες της. Μια σημαντική ευρωπαϊκή συγκυρία, θετική για τις ελληνικές εξαγωγές της σταφίδας, αποτέλεσε η φυλλοξήρα που έπληξε τα γαλλικά αμπέλια την δεκαετία του 1880, καθώς αύξησε υπέρμετρα και απροσδόκητα τη ζήτηση της πελοποννησιακής σταφίδας, αφού οι οινοπαραγωγοί της Γαλλίας αναπλήρωσαν τις απώλειές τους με ελληνικά σταφύλια. Στις δεκαετίες του 1880 και 1890 η παραγωγή σταφίδας αυξήθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, για να καλύψει τη γαλλική ζήτηση, ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η τιμή της, ωφελώντας έτσι σημαντικά τους έλληνες σταφιδοπαραγωγούς. Έτσι οι έλληνες σταφιδοπαραγωγοί για να ανταποκριθούν στην νέες συνθήκες αυξημένης ζήτησης διεύρυναν με όσα μέσα διέθεταν την σταφιδοκαλλιέργεια. Η αλόγιστη επέκταση των σταφιδαμπελώνων καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ακολουθώντας συγκυριακές ανάγκες κατανάλωσης της σταφίδας, εντάθηκε υπερβολικά με το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς, την οποία οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου περιέβαλλαν με υπέρμετρη αισιοδοξία για μόνιμη διοχέτευση του προϊόντος τους. Ενώ όμως η αγγλική αγορά, όπου η σταφίδα χρησιμοποιείτο σε ξηρά μορφή στη ζαχαροπλαστική ήταν μόνιμη και σταθερή, η απορρόφηση της σταφίδας από τη Γαλλία, όπου χρησιμοποιείτο για την παρασκευή οίνων λαϊκής κατανάλωσης, είχε ημερομηνία λήξεως, εφόσον οφειλόταν όπως αναφέραμε στην καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων από τη φυλλοξήρα. Η ανάκαμψη των γαλλικών αμπελώνων από την ασθένεια πριν το τέλος του 19ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει απότομα η γαλλική αγορά, όσο απότομα είχε ανοίξει. Έτσι από τα μέσα της δεκαετίας του 1890 η γαλλική παραγωγή άρχισε να επανέρχεται στο αρχικό της επίπεδο και η ζήτηση της ελληνικής σταφίδας έπεσε τόσο γρήγορα, όπως ακριβώς είχε αυξηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1890 και στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα εκδηλώθηκε μια κρίση υπερπαραγωγής της σταφίδας, όπου ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής έμενε αδιάθετο, ενώ η μικρή ποσότητα που απορροφούσε η αγορά είχε πολύ χαμηλή τιμή. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος υπήρξαν καταστροφικές για τη χώρα, εφόσον πλέον υπήρχε ένα μόνιμο ετήσιο πλεόνασμα στην παραγωγή της κορινθιακής σταφίδας, το οποίο ήταν αδύνατον να καταναλωθεί και έμενε αδιάθετο! Χιλιάδες αγρότες της Πελοποννήσου καταστράφηκαν. «Προλάβετε οι αρμόδιοι τα περαιτέρω διότι το πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην, η δε λαϊκή παραφροσύνη εμφυλίους πολέμους…» γράφει η εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 17 Σεπτεμβρίου του 1893, αναφερόμενη στο κύμα των πτωχεύσεων και των πλειστηριασμών που σαρώνει τους σταφιδοπαραγωγούς της Πελοποννήσου. Το πρόβλημα αυτό ονομάστηκε σταφιδικό ζήτημα και αρχικά οι κυβερνήσεις πήραν το μέτρο της παρακράτησης του 15% της παραγωγής, ώστε να μειωθεί η προσφορά. Παρόλα αυτά το πρόβλημα δε λύθηκε, ίσως και επειδή οι παρακρατημένες ποσότητες, αντί να γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας με κρατική ευθύνη (για να παραχθεί π.χ. οινόπνευμα), εξάγονταν παράνομα. Το 1899 η κρίση εντάθηκε και η κυβέρνηση του Γεώργιου Θεοτόκη επιχείρησε την ίδρυση της Σταφιδικής Τράπεζας, με σκοπό τη δανειοδότηση των παραγωγών και τη διαχείριση της ποσότητας της παραγόμενης σταφίδας, χωρίς όμως κάποια σημαντικά αποτελέσματα. Αξίζει να σημειώσουμε ότι πριν από το 1893 είχαν σημειωθεί και άλλες σταφιδικές κρίσεις, μικρότερης όμως εμβέλειας, τις οποίες τα πολύπλοκα δίκτυα οργάνωσης της καλλιέργειας και εμπορίας της σταφίδας είχαν ξεπεράσει με εξισορροπιστικούς μηχανισμούς, που όμως αυτή τη φορά κατέρρευσαν. Η σταφιδική κρίση ξέσπασε το 1893 ως απόρροια της μονοκαλλιέργειας και της μονοεξαγωγής της σταφίδας σε συνάρτηση με τη γενική οικονομική δυσπραγία της χώρας και τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες. Η κρίση που άρχισε το 1893 ήταν βαθιά, με σοβαρότατες δημοσιονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Τον αντίκτυπό της τον αισθάνθηκε η κοινωνία στο σύνολό της και ολόκληροι πληθυσμοί έφθασαν στα όρια της έσχατης ένδειας. Το 1903 προτάθηκε από όμιλο ξένων επιχειρηματιών η μονοπωλιακή αγορά της σταφίδας για μια εικοσαετία. H εξέλιξη αυτή έγινε ευνοϊκά αποδεκτή από τους σταφιδοπαραγωγούς, με τη σκέψη πως θα απαλλαγούν από το άγχος της απορρόφησης της σοδειάς και την παρέμβαση των τοκογλύφων. Το σχέδιο όμως δεν προχώρησε, γιατί η μονοπωλιακή αυτή κατάσταση δεν ευνοούνταν ούτε από την ελληνική ούτε από την αγγλική κυβέρνηση. H ματαίωση αυτής της εξαγγελίας δημιούργησε μεγάλο αναβρασμό στην Πελοπόννησο, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε σε ένοπλες εξεγέρσεις. Μέσα σε αυτές τις αρνητικές συνθήκες το πλεονάζων αγροτικό στοιχείο παίρνει το δρόμο της ξενιτιάς. Η ιστορική συγκυρία κατά την οποία, αφενός επλήγησαν οι σταφιδοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας και κυρίως της Πελοποννήσου και αφετέρου, προέκυψε τεράστια προσφορά εργασίας στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα, δημιούργησε ένα μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα προς τον νέο κόσμο. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα (πληθυσμός Ελλάδος 1889: 2.187.208) πάνω από 180.000 έλληνες μεταναστεύουν στις ΗΠΑ, στην συντριπτική τους πλειοψηφία άνδρες μεταξύ 20 και 45 ετών, οι αποδοτικότερες ηλικίες, ενώ μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του 1920 (πληθυσμός Ελλάδος 1920: 5.536.375), όταν η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να μειώσει δραστικά την εισροή μεταναστών, είχαν ήδη εγκατασταθεί πάνω από 350.000 έλληνες. Το αντίτιμο του εισιτηρίου για τον νέο κόσμο είναι πολύ υψηλό, σπίτια και χωράφια ξεπουλιούνται για να εξασφαλισθεί το πολυπόθητο ταξίδι. Πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι μόλις φτιάξουν ένα κομπόδεμα θα ξαναγυρίσουν στην πατρίδα. Η επένδυση στο όνειρο είναι καταστροφική για τους ταξιδιώτες και κερδοφόρα για τους ταξιδιωτικούς πράκτορες. Το πλοίο που τους μεταφέρει στην ξενιτιά λέγεται Πατρίς, οι περισσότεροι όμως δεν πρόκειται να δουν ποτέ ξανά την πατρίδα τους! Που θα δουλέψει όμως ο ανθός της εργατικής δύναμης της χώρας στην Αμερική? Τους περιμένουν τα μεταλλεία της Πενσιλβάνιας και της Γιούτας, οι βιομηχανίες του Σικάγο και της Βοστόνης, οι σιδηροδρομικές γραμμές της κεντρικής Αμερικής, τους περιμένουν ακόμη όλες οι ανειδίκευτες δουλειές που δεν τις καλύπτουν τα συνδικάτα και οι κανονισμοί εργασίας. Πίσω στην πατρίδα εμφανίζονται κατά τη σταφιδική κρίση καινοφανείς μορφές κοινωνικών διεκδικήσεων στις οποίες συγκαταλέγονται οι αντιδράσεις και οι ενέργειες των σταφιδοπαραγωγών πληθυσμών που ανάγονται στις σύγχρονες μορφές διαπραγμάτευσης, ένα κίνημα όλης της κοινωνίας κατά της οικονομικής δυσπραγίας με σκοπό την επιστροφή στις μέρες της ευμάρειας. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα παλλαϊκά συλλαλητήρια, τα ψηφίσματα και οι αναφορές προς την κυβέρνηση, τη Βουλή και τον βασιλιά, που περιλαμβάνουν συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις. Αυτό το πρώτο μαζικό κίνημα της νεοελληνικής κοινωνίας του 19ου αι. μαρτυρεί ωστόσο την έξοδο των αγροτών από την παθητικότητα και την είσοδο σε μια νέα περίοδο, καθώς σβήνει ο 19ος αιώνας και αρχίζει πραγματικά ο 20ός αιώνας. Οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί με τους συνεχείς αγώνες τους πέτυχαν κάποιες ευνοϊκές διευθετήσεις, γεγονός που συνηγορεί για τον δυναμισμό του σταφιδικού κοινωνικού κινήματος, το οποίο ανάγκασε το κράτος να ασκήσει παρεμβατική πολιτική, εγκαταλείποντας την τακτική αναβλητικότητας και κωλυσιεργίας, που απέβησαν όμως ατελέσφορα λόγω των διαφορών μεταξύ των σταφιδοπαραγωγών περιοχών. Τα όποια θετικά αποτελέσματα όμως μειώνονταν κατά πολύ λόγω της πολυπλοκότητας των συμφερόντων των άμεσα ενδιαφερομένων μερών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εφημερίδα «Άστυ» στις 6 Ιουνίου 1895 κάνει λόγο για «νέο Πελοποννησιακό πόλεμο» και όχι άδικα φυσικά. Καθ’ όλη τη διάρκεια της σταφιδικής κρίσης αυτός ο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» διεξαγόταν μέσω των αλλεπάλληλων συλλαλητηρίων και κινητοποιήσεων των διαφόρων περιοχών που είχαν αντίθετα συμφέροντα. Τα συμφέροντα συναρτούνταν και απέρρεαν κυρίως από την ποιότητα της σταφίδας που παρήγε η κάθε περιοχή και είχαν άμεσο αντίκτυπο στις συζητήσεις του Κοινοβουλίου. Στο μεταξύ οι σοδιές απούλητης σταφίδας σωρεύονταν όλο και πιο απειλητικά, με αποτέλεσμα οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί να βρίσκονται σε συνεχή αναβρασμό χωρίς να επιτυγχάνεται η άρση των οικονομικών αδιεξόδων. Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα των Καλαμών «Καθημερινή» ανέφερε στις 9 Ιουνίου 1899 ότι «το σταφιδικό ζήτημα ομοίαζε με το γλωσσικό επειδή και τα δύο παρέμεναν άλυτα». Μερικά χρόνια αργότερα, κατά το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, το σταφιδικό ζήτημα άρχισε να χάνει την οξύτητά του για πολλούς λόγους, ο σημαντικότερος από τους οποίους όπως είδαμε ήταν η μετανάστευση στην Αμερική και η αστυφιλία. Την ίδια περίοδο σηματοδοτείται η αρχή μιας νέας εποχής για τη χώρα. Οι κλυδωνισμοί που είχε προκαλέσει η σταφιδική κρίση έγιναν σταδιακά αισθητοί με την εμφάνιση νέων μορφών οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικών ανακατατάξεων.
Δημοσθένης Κορδός
Υποψήφιος Διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου