Εκεί που σμίγουν τα αλήτικα καμώματα του μεγαλύτερου επαναστάτη που λέγεται χρόνος με το θείο χάρισμα μιας ήρεμης, ταπεινής αλλά δυνατής ανθρώπινης φυσιογνωμίας, δημιουργείται η κατάνυξη της πιο αληθινής προσευχής μέσα από την αρχαγγελική μορφή του Νίκου Ξυλούρη. Είναι το κοπέλι με τη λύρα που κατέβηκε από τον Ψηλορείτη.Δίχως να φοβηθεί διόλου, πήρε στα χέρια του την καρβουνόσκονη της χουντικής φωτιάς και αντί για στάχτη, μας μοίρασε άνθη λεμονιάς μιλώντας μας για την λευτεριά και την ειρήνη. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 αρπάζει τη λύρα του και μπλέκει τους βυζαντινούς ήχους με την κρητική παράδοση αναδεικνύοντας μοναδικά τις λεκτικές γυροβολιές της γνήσιας ντοπιολαλιάς της γεννέτειράς του. Πρόκειται για τον αμίμητο και αξεπέραστο ερμηνευτή που η πρώιμη φυγή του τον έστειλε στη σφαίρα της αθανασίας του μύθου.
Ο «ΨΑΡΟΝΙΚΟΣ» ΑΝΤΡΕΙΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΓΗ
Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Μεγαλώνει σε μια πολυμελή φτωχή αλλά πολύ δεμένη οικογένεια. Ο παππούς του ήταν ξακουστός για την εξαιρετική λύρα που έπαιζε και για τις νίκες του κατά των Τούρκων, τους οποίους «έτρωγε» σαν τα ψάρια. Αυτή ήταν και η αιτία που πρόεκυψε το ψευδώνυμο με πρώτο συνθετικό τη λέξη ψάρι και ακολούθησε όλα τα ονόματα της οικογένειας. Το μουσικό μικρόβιο έρεε στις φλέβες του και τα χέρια άτακτα και ανυπόμονα ζητούσαν αυτό το μαγικό όργανο, για να χορέψουν επάνω του χωρίς σταματημό. Σε ηλικία 12 ετών μετά από παρότρυνση του δασκάλου του προς τους γονείς του αποκτά την πρώτη του λύρα. Η παράδοση της Κρήτης σ’ αυτό το όργανο συνδέεται με τους αυτοδίδακτους μουσικούς που έχουν μεράκι, ταλέντο και τελειοποιούνται σ’ αυτό εντελώς μόνοι τους. Κατά τον ίδιο τρόπο μαθαίνει και ο Ξυλούρης.
Στα 17 του χρόνια γράφει το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Δεν κλαίνε οι δυνατές καρδιές». Τα πανηγύρια και τα γλέντια για τους γάμους που κρατούσαν έως και 10 μερόνυχτα συνέχεια είναι οι πρώτες μεγάλες εμπειρίες που αποκτά ως οργανοπαίχτης. Ο ίδιος έλεγε πως εκείνη ήταν η πιο όμορφη περίοδος της ζωής του μιας και αισθανόταν απολύτως ελεύθερος. Μάλιστα, τον αποκαλούσαν «κλωσσού», γιατί, όταν έπαιζε, μαγνήτιζε τους πάντες και μαζευόντουσαν ένα γύρω, όπως ακριβώς η κλώσσα κρατάει κοντά τα παιδιά της. Σε κάποια γιορτή την περίοδο των Αποκρεών στο χωριό Βενεράτο γνωρίζει τη γυναίκα του, Ουρανία, την οποία ερωτεύεται. Για αρκετό καιρό της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το σπίτι της. Εκείνη είναι από μια οικογένεια ευκατάστατη που δεν θα δεχόταν ποτέ έναν φτωχό γαμπρό. Έτσι, το 1958 αποφασίζουν να κλεφτούνε. Μέχρι να διαβάσουν οι γονείς της Ουρανίας το γράμμα της, είχαν κιόλας παντρευτεί. Κόντρα σε ένα ισχυρό και αυστηρό κατεστημένο μιας μικρής κοινωνίας, οι δυο νέοι κάνουν τη δική τους επανάσταση ερχόμενοι αντιμέτωποι με την ομόφωνη αντίδραση όλων. Την ίδια χρονιά ηχογραφεί και το πρώτο τραγούδι με τίτλο « Μια μαυροφόρα που περνά».
Μια ψύχραιμη και δυνατή φωνή
Το 1966 έχοντας πλέον αποκτήσει και δύο παιδια, συμμετέχει σε κάποιο φεστιβάλ στο Σαν- Ρέμο αποσπώντας το πρώτο βράβειο από τη Γαλλική Ακαδημία. Τρία χρόνια αργότερα ο ερχομός του στην Αθήνα συμπίπτει με την σκοτεινή και δύστροπη περίοδο της κυβέρνησης των συνταγματαρχών. Οι δισκογραφικές εταιρείες δεν πιστεύουν ιδιαίτερα στη φωνή του. Ωστόσο, οι συγκυρίες τον βοηθούν και έρχεται σαν δώρο εξ ουρανού η γνωριμία με το Γιάννη Μαρκόπουλο. Η συνεργασία μαζί του στο δίσκο «Χρονικό» το 1970 αποτελεί τον προπομπό για την αμέσως επόμενη σπουδαία δουλειά τους, «Τα ριζίτικα». Πρόκειται για μια ιστορική και μουσική καταγραφή αυτών των τραγουδιών του δρόμου, της τάβλας , της χαράς και της λύπης σαν μια μεγάλη ζωγραφιά με εικόνες αλληγορικής σημασίας που σε τρυπάνε κατευθείαν στην καρδιά.
Οι κοινές τους εμφανίσεις στη «Λήδρα», στην Πλάκα αφήνουν εποχή σαν μια σοβαρή αντιστασιακή πράξη και μια δημοκρατική ανάσα στον ασφυκτικό κλοιό της χούντας, αποτελώντας ισχυρό πονοκέφαλο της εξουσίας. Πλήθος κόσμου στριμώχνεται, προκειμένου να μεταλάβει με αυτά τα αγιασμένα τραγούδια ερμηνευμένα από αυτήν την αλλιώτικη τραχειά φωνή που κάνει τη ψυχή να σαλαγάει σαν πάλλεται δυνατά. Οι ενέργειες προκειμένου να σαμποτάρουν τις παραστάσεις ήταν πολλές. Κάποια στιγμή οι άντρες της ΕΑΤ/ΕΣΑ συλλαμβάνουν θαμώνες του μαγαζιού και τους κουρεύουν προς παραδειγματισμό ενώ κάποιο άλλο βράδυ ο Ξυλούρης τραγουδά χωρίς μικρόφωνο, μιας και τους τα είχαν κλείσει. Ο ίδιος γίνεται σύμβολο και ο ξένος τύπος της εποχής γράφει: «Λήδρα, 200 τετραγωνικά ελευθερίας στην Ελλάδα.».
Η πρόταση από το Σταύρο Ξαρχάκο για τη συμμετοχή του στην παράσταση «το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη με πρωταγωνιστές τη Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο αναταράσσει ακόμα περισσότερο τα λιμνάζοντα ύδατα της λασπωμένης εξουσίας του Παπαδόπουλου. Ο Ξυλούρης ξεπερνά τις αναστολές του και χαρίζει στο αθηναϊκό κοινό κορυφαίες στιγμές συγκίνησης ξεπροβάλλοντας επάνω στη σκηνή αγέρωχος με τα κρητικά στιβάλια και το κεφαλομάντηλο. Η Καρέζη εκστασιασμένη τον αποκαλεί αρχάγγελο. Ο Κώστας Καζάκος είχε πει για εκείνον: « Ηταν σπουδαίος επαγγελματίας με σπάνιο ήθος.». Κάθε βράδυ όλοι οι συντελεστές της παράστασης αποθεώνονται. Ο Ξυλούρης μέσα στο μεγαλείο του είναι ταπεινός και όσο πιο ταπεινός, τόσο ο κόσμος τον εξυψώνει. Η επιτυχία της παράστασης φτάνει ως την Ιαπωνία, από όπου έρχονται κινηματογραφιστές να αποσπάσουν μοναδικά πλάνα αυτής της ιστορικής καλλιτεχνικής στιγμής.
Ένας επαναστάτης μέσα σ’ ένα σινάφι πειρατικό
Την ημέρα που τα τανκς μπαίνουν μέσα στο Πολυτεχνείο ο Ξυλούρης και ο Ξαρχάκος ξεχωρίζουν τραγουδώντας μαζί με τους φοιτητές «Πότε θα κάμειξαστεριά». Ο ίδιος λίγο αργότερα θα πει: «Τίποτα δεν προσέφερα εγώ. Άλλοι έδωσαν τα πολλά στην επταετία και λυπάμαι που δεν ακούστηκαν ποτέ!». Η στάση του αυτή πλάι στον ελληνικό λαό εκείνες τις δύσκολες ώρες της διεκδίκησης της πολύτιμης ελευθερίας, έρχεται να επισφραγίσει την εικόνα του ως μυθικού συμβόλου στις καρδιές όλων. Τα χρόνια που ακολουθούν ο Ξυλούρης συνεργάζεται με τους Χρήστο, Λεοντή, Λίνο Κόκκοτο, Χριστόδουλο Χάλαρη και άλλους ηχογραφώντας πάνω από 20 δισκογραφικές δουλειές.
Ήτανε μια φορά μια όμορφη κυρά και αρχόντισσα που περίμενε τον αγαπημένο της να φανεί από πρωί σε βράδυ κι από βράδυ σε πρωί. Ήταν η Αρετούσα που ο πατέρας της έστειλε στην εξορία τον καλό της κι εκείνη θυμόταν τα λόγια του σαν την αποχαιρετούσε: «Πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω, και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;». Τότε κι εκείνη φόρεσε τα μαύρα ρούχα και φώναξε δυνατά «Άνοιξε γης μέσα να μπω κόσμε ψεύτη, κόσμο να μην κοιτάζω..». Τόσο δυνατές ήταν οι φωνές της που τ’ αγρίμια βγήκαν από τα σπηλιαράκια τους, για να της δώσουν κουράγιο πώς αυτός που αγαπά θα έρθει κοντά της και να της θυμίσουν πως η ζωή είναι γεμάτη χρώματα και αρώματα. Κοντοστάθηκε για λίγο, θυμήθηκε το τσαλακωμένο γράμμα που κουβαλούσε από ώρα στην τσέπη της και τότε είδε από μακρυά μια μορφή αγγελική καθισμένη σε βράχο να τραγουδά σιγανά για εκείνο το ταχυδρόμο που πέθανε: «Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου το γράμμα που ‘χα τάξει;».
«Δεν κλαιν οι δυνατές καρδιές η μοίρα όταν τις δέρνει, γιατί πιστεύουν με καιρό πως κάθε πόνος γένη»
Σεβόταν πάρα πολύ τον κόσμο που τόσο τον λάτρευε και δεν παρέλειπε να το δείχνει σε κάθε του εμφάνιση. Μάλιστα, όταν κάποτε ο πατέρας του πέθανε, προκειμένου να είναι στη θέση του το βράδυ στο μαγαζί που τραγουδούσε μαζί με τη Δόμνα Σαμίου, δεν δίστασε να πάει στην Κρήτη και να επιστρέψει αυθημερόν στην Αθήνα. Κάποιο άλλο βράδυ, η εύκολη δίοδος που βρήκαν τα νερά της καταρρακτώδους βροχής στο παλιό κτίριο που τραγουδούσε παρέα με τη Μαρίζα Κωχ δεν στάθηκε λόγος διακοπής του προγράμματος, αντιθέτως συνέχισαν απτόητοι και οι δυο. Άνθρωπος ταπεινός και προσγειωμένος που αγαπούσε τη δουλειά του, έχοντας απόλυτη συναίσθηση του ταλέντου που είχε αλλά την ίδια ώρα απαλλαγμένος από την προκλητική καραδοκούσα έπαρση.
Προκαλώντας κραδασμό σε πάτωμα μαρμάρινο μπορούσε να αγγίξει τους πάντες με εκείνη τη θεσπέσια φωνή που σαν υψωνόταν, το βλέμμα του χαμήλωνε αυτόματα, σαν να φοβόταν μην σε κοιτάξει πιο βαθιά και σε ενοχλήσει. Ήταν αέρινος και διακριτικός και όταν έπιανε τη λύρα του, την αγκάλιαζε και ταξίδευε με μια παράξενη ελπίδα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ήταν ένας λόγιος ντελάλης της ελληνικής γλώσσας κουβαλώντας το ήθος και το ρυθμό της αρχαίας κουλτούρας. Έτσι, γοητεύει τον κιθαρίστα των Beatles, George Harisson, τον οποίο συναντά τυχαία στο Πόρτο Ράφτη και για ένα βράδυ χαρίζουν στο κοινό ένα μοναδικό θέαμα με κιθάρα από τη μια και λύρα από την άλλη.
«Σ’ ενός λυράρη την αυλή, κονάκι κάνει ο χάρος..»
Το νήμα της ζωής του κόπηκε πρόωρα σε ηλικία μόλις 44 ετών. Ο μεταστατικός καρκίνος του πνεύμονα του χτύπησε την πόρτα ενώ ακόμα βρισκόταν στο ζενίθ της καριέρας του. Οι τελευταίες του εμφανίσεις έγιναν στο «Θεμέλιο». Νοσηλεύτηκε για κάποιο διάστημα στο νοσοκομείο Memorial της Αμερικής και εξέπνευσε στην Ελλάδα στις 8 Φεβρουαρίου 1980.
Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι από τα Ανώγεια και εκείνος φεύγοντας κοίταξε με παράπονο και δάκρυα την Κρήτη αποχαιρετώντας για πάντα τον Ψηλορείτη. Μέσα σε λίγα χρόνια ζωής κατάφερε να αφήσει δυνατό το στίγμα του στις καρδιές μας. Δεν χαμήλωσε ποτέ τα φτερά του και δεν έπαψε ποτέ να μας μιλά για την ομορφιά αυτού του κόσμου. Η σύζυγός του Ουρανία είπε για εκείνον: «Κάθε άνθρωπος έχει την καρέκλα του. Άμα φύγει, δεν κάθεται κανείς άλλος. Ο άνθρωπός μου δεν υπάρχει. Η καρέκλα είναι κενή.». Ο Νίκος Ξυλούρης λείπει μα το πέρασμα του είναι και θα είναι πάντα ζωντανό, σαν ανθρώπινη πατημασιά σε χώμα νοτισμένο...