ΣΥΝΩΜΟΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΕ ΕΝΑΝ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ ΚΑΤΟΠΤΡΩΝ
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ
~~.~~
1. Η παραζάλη της κριτικής
Έχει ειπωθεί ότι ο Μιθριδάτης εκπαιδεύτηκε στο να πίνει δηλητήριο. Σαν κι αυτόν, μαθαίνουμε να καταπίνουμε και να μην βρίσκουμε πικρό το δηλητήριο της δουλείας.
ΕΤΙΕΝ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΟΕΣΙ
Γιατί ένα μεγάλο μέρος της προοδευτικής, συχνά αριστεροστρεφούς (για την ακρίβεια, αριστεροστραφούς) διανόησης έχει θέσει σε υψηλή προτεραιότητα και έχει «επιλέξει» ως κύριο αντίπαλό της τους «συνωμοσιολόγους» (όπως αυτή τους κατανοεί, εν πάση περιπτώσει, εντάσσοντας σε αυτούς ακόμα και αναγνωρισμένους και καθόλου αντι-κρατιστές επιστήμονες) και όχι το αρνητικό τους αποτύπωμα, με το οποίο εξάλλου βρίσκονται σε συμβιωτική σχέση: το παραλήρημα μιας εξουσίας που ισοπεδώνει δικαιώματα μέσα σε συνθήκες που λίγο απέχουν από την απροσχημάτιστη δικτατορία; Η εύκολη και για αυτό όχι και τόσο διαφωτιστική απάντηση θα έβλεπε ίσως σε αυτή τη διολίσθηση προς αντιδραστικές θέσεις μια σύγχυση και μια αδυναμία σύλληψης του ουσιώδους, λόγω φτωχών θεωρητικών εργαλείων. Παρότι και αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας, η κύρια αιτία θα έπρεπε μάλλον να εντοπιστεί σε έναν βαθύτερο μετασχηματισμό του προοδευτικού στρατοπέδου. Δεν πρόκειται για μια απλή, συμπτωματική και προσωρινή διολίσθηση, αλλά για μια μόνιμη και δομική μετατόπιση, για μια εγκατάσταση σε και συμφιλίωση με μια καθεστωτική γραμμή σκέψης και πράξης, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον να τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω η χρησιμότητα της διάκρισης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς – αν θεωρήσει κανείς ότι δεν είχε χαθεί αυτή η χρησιμότητα εδώ και δεκαετίες.
Το παράδοξο των (αυτο-χαρακτηριζόμενων ως) προοδευτικών διανοούμενων να τίθενται αυτοβούλως στην υπηρεσία ημι-ολοκληρωτικών καθεστώτων παύει έτσι να είναι τέτοιο: δεν πρόκειται για προοδευτικούς διανοούμενους (ασχέτως του πώς οι ίδιοι αυτο-κατανοούνται) αλλά για ένα κάπως παράδοξο είδος οργανικών διανοουμένων, οι οποίοι, χωρίς κανείς να τους έχει καλέσει να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, επιδεικνύουν οι ίδιοι μια σχεδόν αντανακλαστική προθυμία.
Αυτά όμως είναι τα επίχειρα πέντε δεκαετιών σταδιακής αφομοίωσης της προοδευτικής διανόησης στα μεσαία στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας και προσάρτησής της στο άρμα των πιο προωθημένων τμημάτων του κεφαλαίου καθώς αυτό ολοκλήρωνε την 3η βιομηχανική επανάσταση και τώρα επιχειρεί τη μετάβαση προς την 4η. Γιατί η άνωθεν απάντηση απέναντι στις ταραχές της δεκαετίας του 60 (ο τελευταίος σπασμός των κοινωνικών κινημάτων) δεν περιλάμβανε μόνο την αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας με την εισαγωγή των τεχνολογιών του αυτοματισμού και της πληροφορικής, αλλά κι έναν ιδεολογικό σφετερισμό αρκετών συνθημάτων εκείνης της εποχής. Η ιδεολογία της αυτο-πραγμάτωσης, απαλλαγμένη από ένα σημείο και πέρα από τα βαρίδια των «μεγάλων αφηγήσεων», δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναδεχτεί στους κόλπους της «ελευθεριακά» και «αντι-ιεραρχικά» αιτήματα. Όχι μόνο δεν ήταν προβληματική η καθεστωτική αποδοχή μιας τέτοιας ελευθεριακότητας, αλλά, έτσι ανάλαφρη όπως ήταν, έγινε το καύσιμο για ένα νέο κύμα οργιαστικού καταναλωτισμού. Μαζί με τις μεγάλες αφηγήσεις όμως (υποτίθεται ότι) κατέρρευσαν και οι μεγάλες αντιστάσεις, δίνοντας χώρο στις μικρές κι εφήμερες αντι-εξουσίες. Αυτή ήταν εν τέλει η διέξοδος που επέτρεψε σε μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης (και σίγουρα στους ακαδημαϊκούς, προοδευτικούς διανοούμενους) να διατηρήσουν μια ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα, διοχετευόμενη προς έναν άνευρο δικαιωματισμό και προς μια ενίοτε αποπνικτική πολιτική ορθότητα που φιλοδοξεί να επιβάλλει ακόμα και γλωσσικούς ζουρλομανδύες, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τα προνόμια της κοινωνικής τους θέσης. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι το σύνολο των διανοουμένων προσχώρησε σε τέτοιες, εν πολλοίς μεταμοντέρνες αντιλήψεις. Αρκετοί αρνήθηκαν με εντιμότητα τέτοια καλέσματα.
Ακόμα κι έτσι όμως, ειδικά όταν μιλάμε για ακαδημαϊκούς διανοούμενους, οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους και της αναπαραγωγής τους ως ειδικού κοινωνικού στρώματος ήταν άμεσα συναρτημένοι με τις νέες συνθήκες εντός κι εκτός πανεπιστημίου, με ό,τι συνέπειες αυτό μπορούσε να έχει όσον αφορά στο χάσμα που ανοίγεται πλέον ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, ανάμεσα σε ακαδημαϊκό μάθημα και κοινωνική στάση. Αυτό που τελικά έμεινε να ονομάζεται προοδευτικός χώρος (στον οποίο υποτίθεται ότι θέλει να ανήκει η αριστερά) θα έπρεπε επομένως να κατανοηθεί καλύτερα ως η «κοινωνικά ευαίσθητη» φράξια της κυρίαρχης, καθεστωτικής ιδεολογίας.
Αν τα παραπάνω έχουν μια βάση, τότε λύνεται κι ένα ακόμα παράδοξο: αυτό της συμπόρευσης περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων με την παραδοσιακή δεξιά. Από τη στιγμή που η σύγχρονη αριστερά και ο «προοδευτικός» χώρος, από την ίδια τους τη θέση, έχουν βρεθεί να εκφράζουν τα πιο δυναμικά τμήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όσοι μένουν πίσω ή νιώθουν να απειλούνται από αυτό το είδος ανάπτυξης βρίσκονται στην αγκαλιά των εκπροσώπων των πιο καθυστερημένων κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών που επιστρατεύουν τα όπλα της παραδοσιακής δεξιάς ως ανάχωμα. Με άλλα λόγια, πίσω από τους υποτιθέμενους ιδεολογικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε «αριστερά» και παραδοσιακή «δεξιά» βρίσκεται σε εξέλιξη μια σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές φράξιες των δυτικών καπιταλιστικών σχηματισμών που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες στη μετάβασή τους προς το νέο, θαυμαστό κόσμο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης[1].
Το χαριτωμένο εν προκειμένω βρίσκεται στο γεγονός ότι ο παραδοσιακός, συντηρητικός χώρος παρουσιάζεται πολλές φορές ως υπέρμαχος των ατομικών δικαιωμάτων και των συνταγματικών ελευθεριών τη στιγμή που οι «προοδευτικοί» κραδαίνουν το κνούτο της (αυτο-)πειθαρχίας για την εξασφάλιση της καλής υγείας του έθνους. Εδώ έχουμε να κάνουμε μάλλον με το γνωστό ιστορικό σχήμα όπου μια ανερχόμενη, δυναμική κοινωνικο-οικονομική ομάδα επικαλείται, για όσο διάστημα αυτό της είναι χρήσιμο, προοδευτικές ιδέες για να τις πετάξει από πάνω της σαν ξεραμένο δέρμα όταν νιώσει ότι αποκτάει το προβάδισμα, με αποτέλεσμα αυτές οι ιδέες να της γίνονται στενός κορσές. Την ίδια στιγμή, οι ομάδες εκείνες που έχουν εισέλθει σε φάση αποδρομής, σε μια ύστατη προσπάθεια διάσωσής τους, γαντζώνονται από τις ίδιες αυτές ιδέες που πριν λίγο καιρό μπορεί και να τους προκαλούσαν αποστροφή.
Όσο για αυτούς που επιμένουν να θεωρούν ότι η ένθερμη συστράτευση με τις κρατικές επιταγές αποτελεί μια συνεπή προοδευτική στάση; Διαδραμάτισαν απλώς τον ρόλο που τους αναλογούσε και είναι πολύ πιθανό σύντομα να αρχίσουν να γίνονται περιττοί. Όταν ζεις σε εποχές πληροφοριακού πολέμου και κατασκευασμένων πραγματικοτήτων, το να ψυχαναλύεις από την πολυθρόνα σου τους συνωμοσιολόγους για να δεις πού ακριβώς ξαστοχεί η συλλογιστική τους, είναι σαν να γράφεις ακαδημαϊκά άρθρα για την ψυχολογία των αντεπαναστατών την εποχή των δικών της Μόσχας. Χωρίς κανείς να σου διασφαλίζει ότι δεν θα βρεθείς κι εσύ κάποτε στη θέση του αντεπαναστάτη.
2. Στην καρδιά του σκότους
Σε μια εποχή όπου η άνωθεν επιβαλλόμενη λογοκρισία θερίζει βίαια οτιδήποτε αντιστέκεται στις επίσημες εκδοχές και ερμηνείες της πραγματικότητας, μοιάζει ομολογουμένως κάπως παράδοξο να ξοδεύεται με τέτοια επιμονή τόση φαιά ουσία για να εξηγηθεί η καταγωγή και η δομή της συνωμοσιολογικής σκέψης. Όμως πρόκειται για ένα εγχείρημα καταδικασμένο εκ των προτέρων σε αποτυχία όσο η συνωμοσιολογική σκέψη αντιμετωπίζεται με αφηρημένο τρόπο, ως ένα ψυχο-ιδεολογικό εξάνθημα που προσβάλλει ένα κατά τ’ άλλα υγιές κοινωνικό σώμα. Παραδείγματα τέτοιων ερμηνειών δεν λείπουν. Μπορεί να μάθει κανείς για την ιστορική καταγωγή της συνωμοσιολογικής σκέψης και το πώς αυτή ανάγεται ενδεχομένως ακόμα και στον αρχαίο γνωστικισμό, το πρώτο-(ή προ-)χριστιανικό εκείνο ρεύμα που εισήγαγε (στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον) τον πιο έντονο μέχρι τότε οντολογικό και ηθικό δυϊσμό, συνδυασμένο με μια βαθιά αποστροφή για τα εγκόσμια και με μια θεολογία που έβλεπε παντού κακόβουλους δαίμονες να κινούν τα νήματα του κόσμου. Μπορεί να μάθει επίσης ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη συνωμοσιολογική σκέψη είναι η κυκλική, μη αναιρέσιμη δομή της (σε αντίθεση με την επιστήμη και τη φιλοσοφία) καθώς και η αντίληψη ότι κάθε συμβάν στον κόσμο προκύπτει ως αποτέλεσμα εμπρόθετων πράξεων και συνειδητών σχεδιασμών. Όσον αφορά στα γενεσιουργά αίτια αυτού του τρόπου σκέψης τώρα, λέγεται ότι αυτά θα έπρεπε μάλλον να εντοπιστούν σε έναν πρωτόλειο και ανεπεξέργαστο σκεπτικισμό, αποτέλεσμα ο ίδιος ενός δημοκρατικού ελλείμματος των δυτικών κοινωνιών, όσο και στη μνησικακία ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων καθώς αισθάνονται να εξωθούνται στο περιθώριο[2].
Από ιστορική, λογική και πραγματολογική άποψη, υπάρχουν ωστόσο αρκετά ευάλωτα σημεία σε τέτοιες αναλύσεις. Πρώτον, η αναγωγή της συνωμοσιολογικής σκέψης στον γνωστικισμό μοιάζει με παρακινδυνευμένη εφαρμογή του πρωθύστερου σχήματος, της προβολής στο παρελθόν κατηγοριών ιδιαζόντως νεωτερικών (ή ακόμα και μεταμοντέρνων). Παρότι η προσπάθεια ανεύρεσης ιστορικών αναλογιών δεν είναι βέβαια καθόλου αθέμιτη, η συνωμοσιολογία δεν είναι μια αφηρημένη, φιλοσοφική ιδέα της οποίας οι παραλλαγές εμφανίζονται ανά τακτά ιστορικά διαστήματα. Αναδύθηκε μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον (από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα), στα πλαίσια των υψηλά εκτεχνικευμένων, γραφειοκρατικών κοινωνιών της μαζικής δημοκρατίας και με σκοπούς εξαρχής πολεμικούς: να τεθούν στο περιθώριο ακραίες πολιτικές ομάδες μέσω της απόδοσης σε αυτές τερατόμορφων χαρακτηριστικών και της αποπομπής τους από το δημόσιο λόγο ως (οιονεί ιατρικά) ανίκανων να μετέχουν στον «Ορθό Λόγο» της τακτοποιημένης μεσο-αστικής ευζωίας. Το συγκείμενο αυτό της συνωμοσιολογίας όμως εξαερώνεται αν αυτή αντιμετωπιστεί ως κάτι με αρχαία καταγωγή, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση[3].
Δεύτερον, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτή αποτελεί αγαπημένο άθλημα των περιθωριοποιημένων στρωμάτων, ειδικά από τη στιγμή που σαν όρος έχει πλέον μια εξαιρετικά διασταλτική ερμηνεία (και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς). Για παράδειγμα, πρόσφατες έρευνες πάνω στο θέμα των «αντι-εμβολιαστών» έχουν δείξει ότι αυτοί τοποθετούνται μάλλον πάνω στο σχήμα μιας καμπύλης U: συγκεντρώνονται όχι μόνο σε στρώματα χαμηλής, αλλά και σε αυτά υπερ-υψηλής μόρφωσης (κατόχους διδακτορικών)[4]. Εδώ εγείρεται βέβαια και ένα ορολογικό ζήτημα, καθώς ο όρος «αντι-εμβολιαστές» είναι βάναυσα καταχρηστικός· μια εννοιολογική λαθροχειρία και αυτό που στη λογική θα έμπαινε ίσως κάτω από την κατηγορία του (καθόλου αθώου) «σφάλματος σύνθεσης (composition fallacy)», της απόδοσης δηλαδή χαρακτηριστικών σε όλα τα μέλη ενός συνόλου όταν αυτά (τα χαρακτηριστικά) στην πραγματικότητα αφορούν μόνο ένα υποσύνολο. Κάτω από τον όρο «αντι-εμβολιαστική» ιδεολογία υπάγεται συχνά κάθε κριτική προς τη χρήση των νέων εμβολίων: από όσους παραδοσιακά εναντιώνονται σε όλα τα γνωστά εμβόλια (πριν τον κορονωϊό), μέχρι όσους τα συνδέουν με τα δίκτυα 5G και όσους θεωρούν ότι δεν έχουν περάσει από επαρκείς ελέγχους. Επειδή στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μια ενιαία αντι-εμβολιαστική ιδεολογία, κατασκευάζεται το φάντασμα αυτής για να εξυπηρετήσει σκοπούς πολεμικούς. Σαν το αποτέλεσμα ενός ονειρικού μηχανισμού συμπύκνωσης, ο όρος «αντι-εμβολιαστής» σέρνει από πίσω του πολλαπλά νοήματα για να κρύψει εν τέλει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει.
Περισσότερο ενδιαφέρον από τέτοια μεμονωμένα ολισθήματα πάντως έχει η αδυναμία όσων εγκύπτουν πάνω στο «πρόβλημα της συνωμοσιολογίας» να καταλήξουν σε έναν επακριβή ορισμό της. Αν αυτή διακρίνεται από μια κυκλική δομή σκέψης που αγκιστρώνεται συνεχώς σε ό,τι δεν μπορεί να αναιρεθεί, το ίδιο όμως ισχύει και για πολλά επίσημα δόγματα και συστήματα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του χριστιανισμού. Αν η συνωμοσιολογική σκέψη έχει ως αφετηρία της μια διάθεση κριτικής προς την επιστήμη και στα επίσημα δόγματα, το ίδιο ισχύει και για μεγάλα κομμάτια της φιλοσοφίας και του στοχασμού εν γένει. Και αν, τέλος, ο κόσμος που κατασκευάζει η συνωμοσιολογική σκέψη μοιάζει με σκηνοθετημένη παράσταση της οποίας οι φιγούρες κινούνται με βάση εμπρόθετες και μόνο πράξεις, είναι ωστόσο μια περιγραφή του κόσμου που πολύ συχνά εκφέρεται από τα χείλη της εξουσίας – πάντα κάποιος επιβουλεύεται το ανάδελφο έθνος.
Υποψιάζεται λοιπόν κανείς ότι η ουσία της συνωμοσιολογικής σκέψης δεν βρίσκεται σε κάποια πάγια χαρακτηριστικά της, αλλά θα έπρεπε ίσως να ανευρεθεί στο τραύμα μιας συνείδησης που θέλει να είναι κριτική χωρίς να μπορεί ωστόσο να ξεφύγει από τις ίδιες της τις προϋποθέσεις που την εγκλωβίζουν σε έναν απλοϊκό σκεπτικισμό ακόμα και έναντι του προφανούς· ο οποίος με την ίδια ευκολία μπορεί να διολισθαίνει σε μια ευπιστία έναντι του τερατώδους. Γίνεται έτσι προφανές ότι η συνωμοσιολογική σκέψη μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στη σχέση της με τις κυρίαρχες ιδεολογίες και τα επίσημα δόγματα. Η σχέση συνωμοσιολογίας και κυρίαρχης ιδεολογίας μοιάζει ομόλογη προς τη σχέση μαγείας και θρησκείας. Η μαγεία είναι η σκοτεινή αντανάκλαση της θρησκείας· δηλαδή θρησκεία σε περιθωριοποιημένη μορφή που εξέπεσε σε αυτή τη θέση όχι λόγω κάποιας εγγενούς κατωτερότητάς της, αλλά επειδή ηττήθηκε κοινωνικά – σε πολλές κοινωνίες που αποτελούνται από ένα κυρίαρχο και ένα κατακτημένο στρώμα, ό,τι αποκαλείται «μαγική πρακτική» είναι στην πραγματικότητα μια θρησκευτική πρακτική της κατακτημένης ομάδας που δεν της επιτρέπεται να εκφραστεί νόμιμα. Όπως η μαγεία δεν μπορεί να διακριθεί από τη θρησκεία παρά μόνο με το κριτήριο του κοινωνικού τους ρόλου, έτσι και η συνωμοσιολογία είναι καταδικασμένη να τελεί τα «τελετουργικά» της στο σκοτάδι γιατί αυτός είναι ο κοινωνικά «υπαγορευμένος» ρόλος της. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η συνωμοσιολογική σκέψη δεν πάσχει από δομικές αδυναμίες. Όμως σημαίνει ότι οι κυρίαρχες ιδεολογίες μπορεί να είναι εξίσου παρανοϊκές, έχοντας επιλέξει να κρύψουν τις ρωγμές τους και τα ερείπιά τους όχι πίσω από το σκοτάδι αλλά πίσω από τα εκτυφλωτικά φώτα με τα οποία τις προβάλλει στο σανίδι η σκηνοθεσία της εκάστοτε εξουσίας.
3. Τελευταίος (α-)σπασμός
Όσοι έντρομοι διαπιστώνουν ότι η ανάδυση και η διάδοση τερατολογικών θεωριών για το οτιδήποτε έχουν λάβει πλέον ενδημικές διαστάσεις δεν έχουν άδικο. Σε πρώτη ανάγνωση. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει. Τι απαιτείται από μία διάνοια ώστε να διακρίνει αυτό που έχει μια λογική συνοχή και ερείδεται σε εμπράγματα δεδομένα από ανερμάτιστες αντιλήψεις περιτυλιγμένες απλώς με μια κρούστα λογικότητας; Να διεξαγάγει η ίδια πειράματα και να συλλέξει δεδομένα; Να τα αναλύσει επιλέγοντας τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία; Να αντιπαραβάλει πολλαπλές ερμηνείες και μέσα από μια επίπονη και επίμοχθη διαδικασία αποκλεισμών να κρατήσει τελικά αυτή με τη μεγαλύτερη ευλογοφάνεια; Θα επρόκειτο αναμφίβολα για τιτάνιο έργο, ακόμα και για τον αρτιότερο και εντιμότερο εξειδικευμένο επιστήμονα. Ο καταμερισμός της εργασίας, περιλαμβανομένης της επιστημονικής και διανοητικής, έχει γίνει τόσο πολυσχιδής και λεπτεπίλεπτος που αποκλείει τέτοιες ηρωικές φιγούρες, αν μπορούσαν ποτέ να υπάρξουν. Η παραγωγή επιστημονικών (και όχι μόνο) αληθειών, όσο πιο εκτεχνικευμένη γίνεται, ταυτόχρονα γίνεται και πιο κοινωνική, γίνεται και παραγωγή κοινωνικών αληθειών, από τη στιγμή που πρέπει να μεσολαβηθούν από πολλαπλές διάνοιες, με επιμέρους ρόλους και συμφέροντα η καθεμία. Ώστε λοιπόν η κατάρρευση του «Ορθού Λόγου», που τόσο φοβίζει τους κατά κανόνα μεσοαστούς συγχρόνους υπερασπιστές του, υποκρύπτει ένα βαθύ κοινωνικό τραύμα: τη δυσπιστία απέναντι στους μηχανισμούς παραγωγής αληθειών, τη δυσανεξία απέναντι στον υπάρχοντα καταμερισμό της εργασίας.
Η επιστημονική αναλήθεια των συνωμοσιολογικών θεωριών εμπεριέχει επομένως στον πυρήνα της μια βαθύτερη κοινωνική αλήθεια. Μοιάζουν έτσι αυτές οι θεωρίες με τα γλωσσικά ολισθήματα. Παρότι, από μια πραγματιστική σκοπιά, τα γλωσσικά ολισθήματα συνιστούν λάθη, στο υπόβαθρο συνέχονται από μια αλήθεια της επιθυμίας. Προσπαθούν να εκφράσουν ό,τι δεν επιτρέπεται να εκφραστεί. Η αλήθεια τους βρίσκεται ακριβώς σε αυτόν τον θρυμματισμένο δεσμό μεταξύ επιθυμίας και έκφρασης. Η συνωμοσιολογική σκέψη προχωράει αντίστροφα ωστόσο. Αν στο βάθος των γλωσσικών παραστρατημάτων και των νευρωτικών συμπτωμάτων διακρίνεται ακόμα ένας πυρήνας υγιούς επιθυμίας που πασχίζει να εκφραστεί, η συνωμοσιολογική σκέψη έχει στον πυρήνα της μια πάσχουσα, θρυμματισμένη επιθυμία την οποία παλεύει να ανασυστήσει σε μια ολότητα με μερεμέτια και εκ των ενόντων συγκολλητικές εργασίες. Οι παραινέσεις, επομένως, των κάθε είδους educator ότι χρειάζεται περισσότερη και καλύτερη παιδεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά κούφια λόγια.
Η συνωμοσιολογική σκέψη μοιάζει έτσι με το τραυματισμένο, ετοιμοθάνατο έντομο που τινάζει τις αρθρώσεις του σπασμωδικά σε μια ύστατη προσπάθεια να ξανασταθεί όρθιο. Η σύγχρονη «ορθολογική» σκέψη όμως που αποτραβάει το βλέμμα της από την όζουσα κοινωνική παθολογία, συντασσόμενη απροκάλυπτα με τις επιδιώξεις των πολιτικών προϊσταμένων κι επιχειρηματικών αφεντικών της, μοιάζει με εκείνα τα υγιέστατα κατά τ’ άλλα ιπτάμενα έντομα που χρησιμοποιεί ως πειραματόζωα ο αμερικανικός στρατός. Αφού πρώτα αποκοπούν τα νεύρα που ελέγχουν τις κινήσεις των φτερών τους από το υπόλοιπο νευρικό τους σύστημα, συνδέονται κατόπιν σε ολοκληρωμένα κυκλώματα που με τη σειρά τους αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου τις κινήσεις του δύσμοιρου ζώου. Μια τηλεκατευθυνόμενη γυμνή ζωή της οποίας κάθε αίσθηση αυτονομίας έχει συντριβεί και το μόνο που της απομένει είναι να συνθηκολογήσει με τη συντριβή, σφύζοντας ταυτόχρονα από «υγεία». Τι είναι άραγε πιο φρικαλέο; Ο μεταμορφωμένος σε κατσαρίδα Γκρέγκορ Σάμσα, φυλακισμένος στους τέσσερεις τοίχους του δωματίου του όπως ο συνωμοσιολόγος στις κυκλοτερείς θεωρίες του; Ή η δροσερή και ροδαλή αδερφή του στο κλείσιμο του αφηγήματος, απαλλαγμένη από το βάρος του εκτρώματος όπως ο αντι-συνωμοσιολόγος από την ενοχλητική δυσωδία των παρανοϊκών παραληρημάτων, να πετάγεται γεμάτη υγεία από το παγκάκι, φυλακισμένη από το βλέμμα των γονιών της που αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να βρει επιτέλους ένα γαμπρό;
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ
Ο Ηλίας Αλεβίζος σπούδασε επιστήμη την υπολογιστών και υπολογιστική νευροεπιστήμη στο Ε.Μ.Π. και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ερευνητικά στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
Για παράδειγμα, όσον αφορά στις Η.Π.Α., μπορεί να δει κανείς τον βαθμό εξάρτησης της κυβέρνησης Biden από τα συμφέροντα των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας (που παραδοσιακά και κατά κανόνα είναι υπερβολικά πρόθυμες να ασπαστούν ό,τι έχει ένα άρωμα «προοδευτικότητας») ρίχνοντας μια ματιά στη σύνθεση του επιτελείου του. Βλ. Biden administration full of officials who worked for prominent tech companies, στη Washington Post https://www.washingtonpost.com/politics/2021/06/22/technology-202-biden-administration-full-officials-who-worked-prominent-tech-companies/
Βλ. για παράδειγμα το αφιέρωμα στις θεωρίες συνωμοσίας της εκπομπής του τρίτου προγράμματος «Factory, ιδέες/τέχνες»: https://webradio.ert.gr/trito-programma/31ian2021-factory-idees-technes-filosofika-parathyra-se-kero-egklismou-ekpobi-1i-theories-synomosias-meros-proto/ και https://webradio.ert.gr/trito-programma/07fev2021-factory-idees-technes-filosofika-parathyra-se-kero-egklismou-ekpobi-2i-theories-synomosias-meros-deftero/
Με τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι θεωρίες που αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως μια τεράστια προσομοίωση ανάγονται και αυτές στον γνωστικισμό (ή στον ινδουισμό). Όμως έτσι εξαφανίζονται διάφορες κρίσιμες διαστάσεις του ζητήματος, όπως η αμφίθυμη σχέση απέναντι στην εκμηχάνιση που τόσο έντονα χαρακτηρίζει τις νεώτερες «κοσμολογίες».
King, Wendy C, Rubinstein, Max, Reinhart, Alex, Mejia, Robin J., Time trends and factors related to COVID-19 vaccine hesitancy from January-May 2021 among US adults: Findings from a large-scale national survey, 2021, doi: 10.1101/2021.07.20.21260795, https://www.medrxiv.org/content/early/2021/07/23/2021.07.20.21260795