Οι
αποκαλούμενες φαινομενολογικές/υπαρξιακές φιλοσοφίες, τις οποίες ακολουθούμε
εδώ στους πολύ διαφορετικούς δρόμους όπου βάδισαν, υπήρξαν προϊόν μιας
ερωτηματικής ανθρωπολογίας και μιας αγωνίας όλο και πιο διάχυτης στον εικοστό
αιώνα, καθώς ο άνθρωπος, καταβαραθρωμένος απότομα μία στιγμή μετά τη θριαμβική
αποθέωσή του στους αιώνες τού Διαφωτισμού, βρέθηκε να αντιμετωπίζει σαν
ανεπίλυτο αίνιγμα τον εαυτό του.
Αν πρέπει να
βρούμε το βαθύτερο ενοποιητικό νήμα πίσω από τις ατελείωτες παραλλαγές αυτών
των φιλοσοφιών, στους δρόμους που άνοιξαν ο Χούσερλ και ο Χάιντεγκερ και
διεκδικώντας αναδρομικά μια καταγωγή από τον πυρετώδη στοχασμό τού Κίρκεγκωρ
(και δευτερευόντως του Νίτσε), θα φανεί ευκολότερο ίσως να το προσδιορίσουμε
αρνητικά, εντοπίζοντας εκείνο στο οποίο από κοινού αντιπαρατέθηκαν. Αυτός ο
κοινός πολεμικός στόχος, που ορίζει ταυτόχρονα τη βαθύτερη οικογενειακή τους
ομοιότητα, είναι (διατυπωμένο στη μαρξιστική γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο
Λούκατς) το φαινόμενο της πραγμοποίησης: έχουμε λοιπόν μια εξέγερση κατά
του «αντικειμενισμού», κραυγή διαμαρτυρίας εκ μέρους μιας υποκειμενικότητας
πολιορκημένης από τον χαλύβδινο μηχανισμό τής αναπαραγωγής τού εμπορεύματος,
από τους γραφειοκρατικούς πολιτικούς σχηματισμούς στην εποχή τής μονοπωλιακής
συγκέντρωσης του κεφαλαίου και από το πνεύμα μιας ραγδαία αναπτυσσόμενης,
επιθετικής τεχνοεπιστήμης – μιας υποκειμενικότητας δηλαδή που κινδυνεύει η ίδια
να απολιθωθεί σε αντικείμενο, πράγμα ανάμεσα σε πράγματα.
Η στροφή τού
φακού στον αόρατο «διά γυμνού οφθαλμού» μικρόκοσμο του βιώματος, τόπο μια
ευπαθούς εσωτερικότητας που κινδυνεύει να καταπατηθεί από την ερπύστρια της
«προόδου», είναι το ειδοποιό ενδιαφέρον όλων των φιλοσοφιών που εξετάζονται
εδώ, παρά τις τεράστιες κατά τ’ άλλα διαφορές τους – και διαβάζεται ασφαλώς σαν
κραυγή αγωνίας μιας θανάσιμα πολιορκημένης υποκειμενικότητας.