«Η υψηλή κουλτούρα, που βασιζόταν στο προνόμιο και στην ιεραρχική τάξη και υποστηριζόταν από τα μεγάλα έργα του παρελθόντος και τις αλήθειες και ομορφιές που επιτεύχθηκαν στην παράδοση, αυτοκαταστράφηκε με τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Ζούμε τώρα σ’ ένα βάναυσο «έσχατο στάδιο στις υποθέσεις της Δύσης», που σημαδεύεται από αισθήματα αναστάτωσης, από ένα ξανακύλισμα στη βία και την ηθική άμβλυνση, από μια κεντρική αποτυχία των αξιών στις τέχνες και στις χαρές της προσωπικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Μπερδεμένος και βομβαρδιζόμενος, ο σύγχρονος άνθρωπος λούζεται από φόβους μιας καινούριας «Σκοτεινής εποχής» [Μεσαίωνα] κατά την οποία ο πολιτισμός, όπως τον έχουμε γνωρίσει, θα εξαφανιστεί ή θα περιοριστεί… σε μικρές νησίδες αρχαϊκής συντήρησης». Robert Sinai, 1979
«Αν ο δρόμος μπροστά από το σπίτι μου γνωρίζει ποιός είμαι. Αν από το βηματισμό μου καταλαβαίνει αμέσως αν είμαι καλά. Αν ο φωτισμός του δρόμου μοιάζει ξαφνικά λίγο πιο φωτεινός, για να μου φτιάξει τη διάθεση. Αν το φανάρι στη διασταύρωση θέλει να με βοηθήσει και ανάβει αμέσως πράσινο, επειδή ξέρει τις δουλειές μου, αλλά και ότι έχω αργήσει ξανά. Αν μπορώ να αισθανθώ ότι με προσέχουν, επειδή ολόκληρη η πόλη είναι στη διάθεσή μου. Τότε όλο αυτό μοιάζει με ένα τρομερά κιτς όνειρο και ταυτόχρονα είναι η κατεύθυνση που έχουν πάρει διάφοροι τόποι στο δρόμο προς μια νέα πραγματικότητα. Αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι και εταιρείες πληροφορικής προσπαθούν να φτιάξουν ένα μέλλον στο οποίο κανείς δε θα χρειάζεται να νιώθει απειλή ή να αισθάνεται μόνος. Όλοι αυτοί προχωρούν προς την τελευταία μεγάλη ουτοπία της νεωτερικότητας, προς τη σοφή, παντογνώστη Έξυπνη Πόλη». Rauterberg, 2015
Το «κύμα» του μέλλοντος είναι ήδη ορατό. Τα απόνερά του ήδη προκαλούν πλημμυρικά φαινόμενα, με τον παγκόσμιο πληθυσμό να καλείται να παραμείνει στις σύγχρονες «σπηλιές», στα έγκατα των μεγαπόλεων του 2021. Για να σωθεί; Μάλλον δύσκολο. Για να συνηθίσει; Αυτό είναι βέβαιο. Η επέκταση κάθε τάσης του τεχνοπολιτισμού μ’ αφορμή την «πανδημία» πραγματοποιείται με μια άνευ προηγουμένου βιαιότητα, για να ξεκλειδωθεί η συνέχεια, για να θεραπευτεί κάθε ασυνέχεια, για να επαναπροσδιορισθεί ο παγκόσμιος συγχρονισμός στο «μεγάλο άλμα».
Οι «μεσσίες» του τεχνοπολιτισμού, οι Κυβερνήσεις, οι κάθε λογής μεταπράτες της παγκοσμιοποίησης, οι διαχειριστές των «έξυπνων» πόλεων, σύμπασα η ερευνητική κάστα, οι πρόθυμοι πολίτες, εμπλέκονται σ’ αυτήν την αλλαγή παραδείγματος, σ’ αυτήν την «επανάσταση των επαναστάσεων». Και οι νέοι σκλάβοι; Αυτοί δεν ονομάζονται έτσι, παρ’ ότι τα αόρατα ψηφιακά δεσμά μοιάζουν απείρως πιο εφιαλτικά. Προσφέρουν μόνοι κάθε καινούργιο «δεδομένο» για την επιτήρησή τους, θεωρούνται πιο τυχεροί, γιατί είναι ολοένα και πιο «συνδεδεμένοι», σ’ αντίθεση με εκείνους που «καθυστερούν» και χαρακτηρίζονται ήδη πρωτόγονοι. Οι προηγούμενες γενιές χαρακτηρίζονται γραφικές, δεν γνωρίζουν την νέα γλώσσα, τα νέα εξαρτήματα, τις νέες συσκευές, δεν μπορούν να μάθουν, θα πεθάνουν «καθυστερημένοι»…
Οι έξυπνες πόλεις συλλέγουν ήδη πλήθος στοιχείων κάθε προέλευσης, και για πάσα χρήση. Οι έξυπνες πόλεις, όπως διαφημίζονται, «αισθάνονται» τα πάντα, συλλέγουν πληροφορίες τις επεξεργάζονται, μέσω μιας εφιαλτικής αυτοματοποίησης, που διαφέρει ριζικά από εκείνη της κλασσικής βιομηχανικής παραγωγής. Εδώ η αυτοματοποίηση λειτουργιών «ρουτίνας» έχει στόχο τον ταχύτατο επανασχεδιασμό, καθώς το σύστημα επανατροφοδοτείται αέναα, τα πολλαπλά δίκτυα συνδέονται και επανασυνδέονται ταϊσμένα από μια συνεχή ροή πληροφοριών. Η «ασαφής» λήψη αποφάσεων δεν είναι απλά εφιαλτική, κάνει να μοιάζει την δυστοπία που περιέγραφε ο Όργουελ παιδική χαρά.
Τα σενάρια του μέλλοντος γράφονται ή μάλλον καταγράφονται από λογισμικά που υπο-κλέπτουν τις προτιμήσεις μας, κατασκευάζοντας τις επόμενες προτιμήσεις μας, με την εφιαλτική περιπλάνηση στο μυαλό μας, και όχι μόνο, να γιγαντώνεται. Το Facebook διατείνεται ότι μόλις με 300 likes μπορεί να προβλέψει τις μελλοντικές συμπεριφορές και τις επιθυμίες μας καλύτερα από τους/τις συντρόφους μας, τους συγγενείς ή τους φίλους μας.
Η κυριαρχία, βέβαια, ελέγχει τα μοντέλα της κύριας κατεύθυνσης της παραγωγής, της διανομής και φυσικά της χρήσης της τεχνολογίας ξεριζώνοντας τοπικές κουλτούρες ή μάλλον τα απομεινάρια τους, ενώ οι παλαιές ταυτότητες βρίσκονται προ πολλού σε διαδικασία αντικατάστασής τους, όχι απλά από τα παγκόσμια σύμβολα των εμπορευμάτων τα οποία προέρχονται από τον διαφημιστικό και εικαστικό σχεδιασμό των πολυεθνικών, αλλά από τον άνθρωπο-δεδομένο, τον άνθρωπο-συνδεδεμένο στο αχανές δίκτυο.
«Σκεφτείτε, αν θέλετε, Εμένα. Αποτελούμαι από ένα βιολογικό πυρήνα που περιβάλλεται από εκτεταμένα, κατασκευασμένα συστήματα ορίων και δικτύων. Αυτές οι δομές ορίων και δικτύων είναι τοπολογικά και λειτουργικά δυαδικές μεταξύ τους. Τα όρια ορίζουν ένα χώρο δοχείων και χώρων (τον παραδοσιακό τομέα της αρχιτεκτονικής), ενώ τα δίκτυα δημιουργούν ένα χώρο συνδέσμων και ροών. Οι τοίχοι, οι φράχτες, και το δέρμα χωρίζουν, τα μονοπάτια (paths), οι σωλήνες (tubes) και τα καλώδια συνδέουν.» (Mitchel, 2004:7)
Το σώματά μας διαχωρίζονται και συνδέονται μέσα από αυτά τα συστήματα δικτύων. Τα σώματα εξαφανίζονται ολοένα και περισσότερο, την ίδια στιγμή που οι αποστάσεις εκμηδενίζονται, οι κοινωνικές εμπειρίες είναι πλέον ασύμβατες και αυτές με τα σώματα, που είναι άγνωστο πότε θα επανεμφανιστούν με άλλο τρόπο εκτός από εκείνον της τηλεπικοινωνίας. Το βίωμα ενός ζεστού βλέμματος, ενός χαμόγελου, ενός σώματος που κινείται στον πραγματικό κόσμο, η αίσθηση ενός χεριού που σ’ αγγίζει, απομακρύνεται για την ώρα, «προσωρινά», αποθηκεύεται σε μια μνήμη στην οποία ο τεχνοπολιτισμός αναζητά ήδη και εναγώνια άμεση πρόσβαση.
Το σύστημα των απαγορεύσεων εκδίδεται και πάλι στα πλαίσια της λεγόμενης κατάστασης εξαίρεσης που επιβάλλεται από τους κυρίαρχους. Εδώ, όμως, τα πράγματα αλλάζουν σε σχέση με το παρελθόν. Εδώ η απαγόρευση έχει τελεσίδικο χαρακτήρα. Δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό σημαίνει η διατύπωση «νέα κανονικότητα». Η επιστροφή σ’ αυτά που «χάσαμε» δεν νοείται. Σε λίγο θα απαγορεύεται και η ανάμνησή τους, ακόμα και η συζήτηση γι’ αυτό το παρελθόν.
Στην περιβόητη πόλη Songdo στην Ν. Κορέα κάθε κάτοικος έχει μια κάρτα που χρησιμοποιείται για να ξεκλειδώσει το σπίτι του, να χρησιμοποιήσει τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να πληρώσει ένα παρκόμετρο, να δει μια ταινία στον κινηματογράφο, ή να δανειστεί ένα δημόσιο ποδήλατο. Λειτουργεί, επίσης, ένα πιλοτικό πρόγραμμα στο οποίο τα παιδιά φορούν βραχιόλια με GPS (Παγκόσμιο Σύστημα Στιγματοθέτησης), ώστε να μπορούν να εντοπιστούν ανά πάσα στιγμή από τους γονείς τους, ενώ από την πόλη δεν λείπουν τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης (CCTV). Σε ένα κτίριο που ονομάζεται U-Life Centre, ένας τοίχος οθονών προβάλει σε πραγματικό χρόνο πλάνα από τις κάμερες που βρίσκονται σε όλη τη Songdo, έτσι ώστε κυβερνητικοί αξιωματούχοι μπορούν να παρακολουθούν την κυκλοφορία και να εντοπίζουν παραβατικές και εγκληματικές συμπεριφορές.
«Στην πανοπτική μηχανή –είτε είναι κατασκευασμένη από τούβλα και λάσπη είτε δια μέσου των ηλεκτρονικών συνδέσεων– η κινητοποίηση επιτυγχάνεται με τα μέσα της (σειριακής, κυψελωτής) απομόνωσης των ατόμων, συνδυαζόμενη με την ανάπτυξη της επιτήρησης και των μυστικών πληροφοριών των κεντρικών υπηρεσιών…Αν και η εξέλιξη των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας…δεν άλλαξαν το κύριο πρότυπο ελέγχου,…ο υπολογιστής συνεισέφερε στην επέκταση και στην εντατικοποίηση του πανοπτικού ελέγχου. Κατέστησε τον κοινωνικό έλεγχο πιο διεισδυτικό, πιο επιθετικό πιο ολοκληρωτικό, αλλά και πιο καθημερινό, εγκόσμιο και αναπόφευκτο. Στη βάση των νέων τεχνολογιών, η επιτήρηση γίνεται συνεχής και περιρρέουσα, “ένα διάχυτο πανοπτικό όραμα”» (Ρόμπινς & Ουέμπεστερ 2002).
Εδώ η συλλογή πληροφοριών μέσω διασυνδεδεμένων κόμβων, που συλλέγουν, ταΐζονται με «δεδομένα», αλλά και δημιουργούν ένα τεράστιο όγκο «δεδομένων», τείνει στην πρόβλεψη των ύποπτων συμπεριφορών, ακόμη και σκέψεων, προτού καν εκδηλωθούν!!! Ιχνηλατούνται ακόμη και οι μελλοντικές ροές πληροφόρησης, αποθηκεύονται ακόμα και τα «θραύσματα» πληροφοριών, οι τεχνικές βελτιώσεις αναπαράγονται με τέτοιο ρυθμό και σε τέτοια έκταση, που ξεπερνά και την ιδέα, που μπορεί να προσλάβει κάποιος για την λεγόμενη αυτορρύθμιση. Έτσι, το ψηφιακό βλέμμα ρουφά κάθε κίνηση, καταγράφει και επεξεργάζεται τα «μεγάλα δεδομένα», που προβλέπουν το μέλλον.
Οι έξυπνες πόλεις αναμφίβολα λειτουργούν μόνο μ’ ένα νέο είδος νέας διακυβέρνησης. Σε κάποιες πόλεις των ΗΠΑ, οι δυνάμεις καταστολής χρησιμοποιούν πλέον την ανάλυση δεδομένων, για να προβλέψουν τον τόπο των μελλοντικών εγκλημάτων και να κατευθύνουν τους αστυνομικούς ώστε να αυξηθούν οι περιπολίες στις περιοχές αυτές. Η αστυνομία του Σικάγο παράγει μ’ αυτόν τον τρόπο ευρύτερα προφίλ για τον εντοπισμό δυνητικά «επικίνδυνων» περιοχών, αλλά και πιο ειδικά προφίλ που προσδιορίζουν τα άτομα που κινούνται σε αυτές τις περιοχές. Αποκτά, λοιπόν, πολύ απλά πρόσβαση, εκτός από τα αρχεία σύλληψης που διαθέτει, στα αρχεία τηλεφώνου, μέχρι και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σ’ άλλα δεδομένα. Μέσα από αυτά, τελικά αναγνωρίζει τα κοινωνικά δίκτυα των εκάστοτε συλληφθέντων, ώστε να προσδιορίσει, όπως ισχυρίζεται, ποιος στο δίκτυό τους, είναι πιο πιθανό να διαπράξει ένα έγκλημα στο μέλλον. Αυτοί χαρακτηρίζονται «προ-εγκληματίες» και στη συνέχεια ενημερώνονται ότι έχουν επισημανθεί στο σύστημα ως δυνητική απειλή. Όπως καταλαβαίνουμε στην περίπτωση αυτή τα «δεδομένα» ενός ατόμου δεν το ακολουθούν απλώς, αλλά προηγούνται.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πόσο ακόμη θα «τρέξουν» οι εξελίξεις, καθώς τα απαγορευτικά μέτρα μ’ αφορμή την αντιμετώπιση της «πανδημίας» διαρκούν ή απλά «προσαρμόζονται», είτε σε τυχόν πραγματικά δολοφονικές μεταλλάξεις του Covid-19 είτε σε «επικίνδυνα» φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής που θα «συναντήσουν» την τωρινή «πανδημία».
Αλλά αυτά είπαμε, είναι σενάρια «συνωμοσίας»…
Συσπείρωση Αναρχικών