0
την πανδημία
0
Α.
Δεν συνηθίζει η Ελληνική Τηλεόραση να υπηρετεί τον τοπικό πολιτισμό. Ακολουθεί την αντίληψη της υπαίθρου και της ζωής σε αυτήν ως ψυχαγωγικό χώρο, σκηνικό έξω από την γεωγραφία της παραγωγής και της οικονομίας που τοποθετούνται αλλού. Και όμως. Αν καλοσκεφτούμε την κουζίνα του χωριού σε πολλές εκπομπές στην τηλεόραση επαληθεύει τον Εζέν Ουεμπέρ: «η κουζίνα του χωριού κερδίζει συνεχώς έδαφος όσο εξαφανίζονται τα χωριά».
Όταν «πέσεις» πάνω στην ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΕΡΤ «ΠΟΠ μαγειρική», θα διαπιστώσεις την επιστροφή του τόπου, ένα κρίκο στην αλυσίδα των κοινωνών μιας πρώτης ύλης, τους μετασχηματισμούς βιωματικής μαγειρικής. Από το hardware της παραγωγής στο κτήμα ξετυλίγεται μια software επεξεργασία, χημεία, δημιουργία, πληροφορίες και προσθετικότητες συμβόλων.
Η εκπομπή του Μανώλη Παπουτσάκη δεν είναι ρεάλιτι σόου που υπαγάγει την γαστρονομία στις ανάγκες του θεάματος. Η ταχύτητα του μαγειρέματος δεν αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο, δεν κρίνεται ούτε ο faster shef κάτω από την τυραννία του λεπτοδείχτη. Δεν απευθύνεται μόνο στην γαστρονομία εστιατορίων και ξενοδοχείων. Δεν απουσιάζουν τα υποκείμενα της παραγωγής των διατροφικών προϊόντων, της πρώτης ύλης.
Η μαγειρική και οι μετασχηματισμοί σε ενέργεια ζωής και πολιτισμού στην παραπάνω εκπομπή παρέχεται με ειλικρίνεια, φιλικότητα, χωρίς εντυπωσιασμούς. Το μήνυμα στην ουσία της απλότητας, μέσα σε μια αυστηρή αναζήτηση μιας αειφορικής λογικής στην διαδρομή μιας μεγάλης πορείας: από το σκάλισμα του παρελθόντος, στην γοητεία της ανεύρεσης των σπόρων του μέλλοντος. Η υποβολή στην επικαιρότητα του τομέα διατροφή ως ευχαρίστηση, ανάγκη ζωής και οικονομία. Από τον ιδρώτα στο χωράφι, την εποχικότητα, την μικρή απόσταση ως την κατανάλωση, στις συνταγές, στην πρόσκληση όλων των αισθήσεων. Μια απόλαυση βιώματος αυθεντικού πιάτου, μνήμης και φαντασίας.
Β.
Δυστυχώς ο πολιτισμός του φαγητού απουσιάζει ως στοιχείο προγραμματικής βάσης από το πολιτικό προσωπικό αλλά και αυτού των Δήμων, των λεγόμενων πνευματικών κέντρων, αλλά και των επαγγελματικών φορέων. Έχουν υποκαταστήσει την εργασία και τα παραγωγικά μοντέλα με τριτογενείς δραστηριότητες και την κατανάλωση. Υποσκάπτεται έτσι το δικαίωμα ενός βιώσιμου μέλλοντος.
Η γεωπολιτική της διατροφής δεν ακολουθεί τα δίκτυα αποφάσεων της εξουσίας. Αυτό, όμως, θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν όσοι διαμορφώνουν πολιτικές, όσοι από την επικρατούσα τάξη καθορίζουν πράγματα και ιεραρχήσεις. Να αποδώσουν στρατηγική σημασία στις γεωγραφίες παραγωγής, στο πολυώνυμο σύστημα της υπαίθρου και της πλούσιας κιβωτού των γεύσεων. Να αποδώσουν στον αγρότη το κοινωνικό κύρος που του αναλογεί, να προβάλουν την ιδέα της ζωής και του αγροτικού πολιτισμού και να προσανατολίσουν αναδιευθετήσεις με κρίκο την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού με προγράμματα καινοτόμων πρακτικών. Οι αγρότες πρέπει να γίνουν – όπως ο πρωτεργάτης της Madre Terra τους ονομάζει: διανοούμενοι της γης. Με συνοδεία συμποσίων, σεμιναρίων επιστημονικών φορέων, τοπικών start-up καινοτομικής διεξόδου του αγροτικού αποθέματος και γαστρονομίας, ποιοτικής διασφάλισης.
Γ.
ΠΟΠ μαγειρική, τυπικά προϊόντα ποιότητας και ταυτότητας στο τραπέζι του φαγητού με όλη την οικογένεια: ένα κοινό συναίσθημα πληρότητας. Σε αυτές τις ευλογημένες στιγμές το φαγητό είναι πέρα από ανάγκη, ευχαρίστηση, ένα κίνητρο σκέψης. Με τα λόγια του Wendell Berry «μία αγροτική πράξη».
Ο Βάιντα σε κινηματογραφικό του έργο - μας δίνει το μέτρο και το όριο της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε σχέση με το φαγητό. Τοποθετεί στο τραπέζι δύο αντιθετικές ιδεολογίες εξουσίας. Μέσα από την αναπαράσταση των διαφορετικών σχέσεών τους με την τροφή προσφέρει πληροφορίες για τις σχέσεις αυτών των ανθρώπων με τον κόσμο και τους άλλους. Άλλωστε πολύ νωρίτερα είχε ειπωθεί ότι είμαστε αυτό που διατρεφόμαστε.
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο Κορινθίας
ΙΔΕΕΣ - ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ
Ο Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι είναι καθηγητής Φιλοσοφίας της Ιστορίας σε Πανεπιστήμιο της Βενετίας. Η ακόλουθη συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Il Domani d’Italia».
● Καθηγητή Γκαλιμπέρτι, στις μελέτες σας και στα βιβλία σας έχετε ασχοληθεί με τις βαθιές αλλαγές της ανθρώπινης κατάστασης στον σύγχρονο πολιτισμό, που κυριαρχείται με τρόπο διεισδυτικό και αμετάκλητο από την τεχνολογική διάσταση. Χρειαζόμαστε αληθινά ένα νέο ουμανισμό, μια νέα Αναγέννηση;
Θα την είχαμε πραγματικά ανάγκη, αλλά δεν βλέπω να υπάρχουν οι προϋποθέσεις της. Η Αναγέννηση χαρακτηριζόταν ουσιαστικά από την κεντρική θέση που απέδιδε στον άνθρωπο. Σήμερα, ωστόσο, αυτό δεν είναι πλέον δυνατό, στον βαθμό που, στην εποχή της τεχνικής, ο άνθρωπος δεν είναι πλέον «κέντρο», υποκείμενο, επειδή έχει γίνει «ένας λειτουργός τεχνικών μηχανισμών». Το μοντέλο αναφοράς, στο οποίο προσπαθούν να τον καταστήσουν λειτουργικό, είναι ουσιαστικά «η μηχανή», σε σχέση με την οποία ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως κάτι το ατελές: αρρωσταίνει, αλλάζει ψυχική διάθεση, δεν είναι αποτελεσματικός και λειτουργικός όπως η μηχανή, ενώ η αποτελεσματικότητα και η λειτουργικότητα είναι οι κυρίαρχες έννοιες της εποχής της τεχνικής. Εμείς συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε την τεχνική σαν ένα εργαλείο στα χέρια του ανθρώπου.
Στην πραγματικότητα δεν είναι πλέον έτσι και αυτό οφείλεται στο γεγονός –μας το διδάσκει ο Χέγκελ– ότι, όταν ένα φαινόμενο αυξάνεται ποσοτικά, τότε παράγει μια ποιοτική αλλαγή του τοπίου. Αυτό το εγελιανό θεώρημα επαναλήφθηκε από τον Μαρξ, όταν υποστήριζε ότι το χρήμα είναι ένα μέσο για την πραγματοποίηση σκοπών, όπως η παραγωγή των αγαθών και η ικανοποίηση των αναγκών. Αν όμως το χρήμα γίνεται η οικουμενική συνθήκη για την παραγωγή όλων των αγαθών και για την ικανοποίηση όλων των αναγκών, τότε το χρήμα δεν είναι πλέον ένα μέσο, αλλά γίνεται ο πρώτος σκοπός σε σχέση με τον οποίο θα δούμε σε ποιο βαθμό θα παραχθούν αγαθά και θα ικανοποιηθούν ανάγκες. Αν αυτό το σκεπτικό το εφαρμόσουμε στην τεχνική –ως οικουμενική συνθήκη για την πραγματοποίηση κάθε σκοπού–, τότε οι σκοποί θα υποταχθούν στην επίτευξη του μέγιστου τεχνικού δυναμικού και επομένως η τεχνική –και όχι ο άνθρωπος– γίνεται το μέγιστο υποκείμενο της ιστορίας.
● Ο Μαξ Βέμπερ περιέγραφε τις διαδικασίες εξορθολογισμού όχι ως βαθμιαία και εκτεινόμενη γνώση όλων των μηχανισμών και όλων των κανόνων που κυβερνούν τη ζωή μας, αλλά αντίθετα ως «απομάγευση του κόσμου». Δεν νομίζετε ότι υπάρχει –στην υπαρξιακή μας κατάσταση– μια επιβλητική επιστροφή των μηχανισμών επηρεασμού των συμπεριφορών, που φτάνει ως το σημείο να μας καθιστά σκλάβους της σκέψης άλλων και όχι δημιουργούς μιας ελεύθερης σκέψης;
Ηδη ο Χάιντεγκερ μας προειδοποιούσε ότι η κυρίαρχη σκέψη είναι μια υπολογιστική σκέψη, μια σκέψη «που λογαριάζει», και ότι, αν συμβεί αυτό, θα καταλήξουμε να κατανοούμε μόνον αυτό που είναι ωφέλιμο και δεν θα γνωρίζουμε πλέον τι είναι ωραίο, τι είναι δίκαιο, τι είναι αληθινό, τι είναι ιερό. Τότε όλες αυτές οι ουμανιστικές έννοιες, που διαμόρφωσαν την ιστορία της δυτικής σκέψης, ξεθωριάζουν, χάνονται στο βάθος σε σχέση με τη σκέψη που είναι σε θέση να υπολογίζει. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία και στην εποχή της τεχνικής. Η ανησυχία του Χάιντεγκερ ήταν ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές σε αυτόν τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης, που είναι αποκλειστικά υπολογιστικός. Είναι επομένως ανησυχητικό το ότι ο κόσμος ολόκληρος μετατρέπεται σε έναν ενιαίο, πελώριο τεχνικό μηχανισμό και κυρίως το ότι εμείς δεν είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτόν τον ριζικό μετασχηματισμό του κόσμου. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι όμως το ότι δεν διαθέτουμε πλέον μια σκέψη εναλλακτική προς τη σκέψη της τεχνικής. Αυτό έχει ακόμα πιο θλιβερές επιπτώσεις, επειδή οι άνθρωποι –μην έχοντας μιαν εναλλακτική στη «σκέψη που υπολογίζει»– για να αντιληφθούν τον κόσμο, βασίζονται σε κοινούς τόπους, που διαδίδονται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κυρίως από την τηλεόραση. Ηδη ο Νίτσε είχε διαισθανθεί ότι όποιος σκέφτεται διαφορετικά από τη διαδεδομένη σκέψη θα οδηγείται αμέσως στο φρενοκομείο.
● Ανάμεσα σε μια κοινωνία ριζικά αναδομημένη, παγκοσμιοποιημένη και εξαρτημένη, και στους μύθους της επιστροφής στη φύση, υπάρχει άραγε ένας τρίτος δρόμος, που θα μας ξαναδίνει τη δυνατότητα να είμαστε πρωταγωνιστές των υπαρξιακών μας επιλογών;
Ηδη ο Φρόιντ είχε σημειώσει ότι η πρόοδος του πολιτισμού συνεπάγεται την αφομοίωση όλο και πιο συγκεκριμένων, δεσμευτικών και πιεστικών κανόνων, τέτοιων ώστε να εγκλείουν το άτομο σε ένα είδος ατσάλινου κλουβιού. Και παρατηρούσε ότι έχουμε ανταλλάξει την ευτυχία μας για λίγη ασφάλεια. Η νεύρωση είναι το αποτέλεσμα αυτής της κοινωνίας που αποτελείται κυρίως από μηχανισμούς. Ο άνθρωπος υποβαθμίζει την ύπαρξή του σε μια λειτουργία. Γι’ αυτό υπάρχει μια υποβάθμιση στις ανθρώπινες σχέσεις και τα πρόσωπα επικοινωνούν με βάση τους τρόπους που ο μηχανισμός απαιτεί. Υπάρχει μια κατάρρευση των συναισθημάτων, των αυθεντικών σχέσεων, της ανθρωπιάς, επειδή οι κυρίαρχες έννοιες της τεχνικής και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας είναι εκείνες του εργαλειακού λόγου: «Να πετύχουμε τον μέγιστο σκοπό με την ελάχιστη χρήση μέσων». Εξω από αυτό δεν υπάρχει σκέψη. Ολα τα υπόλοιπα φαίνονται σαν περιττά, σαν υπερβολή, σαν σπατάλη. Η ανθρώπινη υπόσταση όμως δεν είναι μόνον ορθολογικότητα, είναι και συναίσθημα, το οποίο αντίθετα καταλήγει να παραγνωρίζεται ως αξία. Δεν υπάρχει πλέον η ανιδιοτέλεια της συμπεριφοράς, αλλά μόνον η ωφελιμότητά της, και αυτό προκαλεί μιαν υποβάθμιση της ανθρωπιάς, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αισθάνονται άσχημα. Δεν είναι τυχαίο που έχουμε γίνει οι πρώτοι καταναλωτές ψυχοφαρμάκων σε όλο τον κόσμο και αυτό περισσότερο για να αντιμετωπιστεί ένα σύμπτωμα παρά για μια θεραπεία. Ακόμα και η ίδια η κατάθλιψη έχει αλλάξει όψη. Δεν είναι πλέον οργανωμένη γύρω από τον πυρήνα του «αισθήματος ενοχής», αλλά γύρω από εκείνον της ανεπάρκειας: «Θα τα καταφέρω ή δεν θα τα καταφέρω;»
● Κοινωνιολογία, ψυχολογία, ψυχιατρική, παιδαγωγική δεν κατορθώνουν από μόνες τους να δώσουν πειστικές απαντήσεις στα δικά μας «γιατί;». Μπροστά στις δυσκολίες να ερμηνεύσουμε τις υπαρξιακές μας ανάγκες, μπροστά στη μοναξιά και στη δυσκολία να κατανοήσουμε και να επικοινωνήσουμε, η φιλοσοφία, η λογοτεχνία και οι διάφορες καλλιτεχνικές εκφράσεις μπορούν να δώσουν τη συμβολή τους;
Κάποτε η φιλοσοφία ήταν η μητέρα όλων των γνώσεων. Επειτα υπήρξε διαφοροποίηση και χειραφέτηση. Ως συνέπεια αυτής της ειδίκευσης, ο άνθρωπος αντιμετωπίστηκε με τρόπο σχηματικό και περιοριστικό. Αν πάρουμε για παράδειγμα την ψυχολογία, βλέπουμε ότι θεωρεί τον άνθρωπο ως την «περίπτωση» μιας θεωρίας, τον αντικειμενοποιεί. Ισχύει ακόμα η αντίρρηση του Χούσερλ: αντικειμενοποιώντας τον άνθρωπο, η ψυχολογία χάνει την αρμοδιότητά της, επειδή της διαφεύγει η υποκειμενικότητά του, η ατομικότητά του. Η οικονομία μας εκπαίδευσε να εξετάζουμε την πραγματικότητα με την έννοια της ωφελιμότητας, χάνοντας τις αξίες του ωραίου, του καλού, του ιερού, του αληθινού, της εσωτερικότητας. Η φιλοσοφία αναζητάει την αλήθεια ως ρυθμιστικό ιδεώδες προς το οποίο πρέπει να τείνουμε μέσα από την κριτική του υπάρχοντος και τη μετατροπή του προφανούς σε πρόβλημα, ήδη με αφετηρία τον Σωκράτη που συζητούσε γι’ αυτά τα πράγματα στις πλατείες. […
]
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ εφσυν
Δημητρης Κούβελας (Φαρμακολογία) - Κων/νος Φαρσαλινός (Ερευνητής) - Απόστολος Βανταράκης (Επιδημιολογία)
Οι νεότερες συζητήσεις περί τεχνικής στρέφονται γύρω από δύο μεγάλα θέματα. Αφενός πρόκειται για τις επιπτώσεις του τεχνικού τρόπου σκέψης και της τεχνικής πράξης πάνω στην «ουσία» ή στην «ανθρωπιά» του ανθρώπου ως προσώπου· αφετέρου πρόκειται για τις συνέπειες των τεχνικών εξελίξεων σε ό,τι αφορά την ανθρωπότητα ως σύνολο, η οποία αυτή τη φορά καθώς ενδιαφέρει η ζωή και η επιβίωσή της θεωρείται ως συλλογική οντότητα και ως βιολογικό είδος. Πάνω στα δύο αυτά προβλήματα διατυπώθηκαν όλες οι δυνατές αισιόδοξες ή απαισιόδοξες απόψεις και δεν είναι δυνατό να πει κανείς κάτι σχετικά δίχως να επαναλάβει πράγματα ήδη ειπωμένα. Δεν είναι αυτή η πρόθεσή μας. Εμάς ενδιαφέρει περισσότερο η ενδεικτική σημασία του γεγονός ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες το κέντρο βάρους της συζήτησης μετατοπίστηκε από το πρώτο θέμα στο δεύτερο. Ασφαλώς τα δύο θέματα διασταυρώνονται σε ουσιώδη σημεία, προπαντός αν κάποιος, σκεπτόμενος με το πνεύμα της ανθρωπιστικής παράδοσης, πιστεύει ότι η επιβίωση είναι δυνατή και εύλογη μονάχα ως ηθικά αγαθός βίος. Ωστόσο η διαφορά ανάμεσα στις δύο προβληματικές παραμένει εννοιολογικά σαφής και μεθοδικά χρήσιμη. Και η μετάβαση από το ιδεώδες της ολόπλευρης προσωπικότητας στο ιδεώδες της συλλογικής επιβίωσης σημαδεύει μια βαθιά ιστορική τομή.
Η αύξουσα απόσταση ανάμεσα στην ανθρωπιστική και στην τεχνική παιδεία αποτυπώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 στη γνωστή ρήση για τις «δύο κουλτούρες». Η ρήση αυτή γεννούσε την εντύπωση ότι δύο περίπου ισοδύναμες τάσεις αναμετριούνται και η έκβαση της αναμέτρησης παραμένει ανοιχτή. Η τέτοια εντύπωση ήταν απατηλή. Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε προδιαγράψει την κατάρρευση της ανθρωπιστικής παιδείας και μόνο η επήρεια του νόμου της αδρανείας διασφάλιζε τη σχετικά μακρά επιβίωση του αστικού πνεύματος μέσα στον κόσμο της μαζικής δημοκρατίας. Ετσι η κατάρρευση πήρε τη μορφή ανώδυνου θανάτου, τον οποίο ακολούθησε μια πολυτελής κηδεία. Ακριβώς όταν πρωτοδιατυπώθηκε η παραπάνω ρήση, η ανθρωπιστική παιδεία έχανε την τελευταία της μάχη ενάντια στις ενωμένες δυνάμεις της πολιτισμικής επανάστασης και της οικονομίας, οι οποίες, παρά την αντίθεσή τους, ασπάζονταν από κοινού το σύνθημα ότι η παιδεία πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία της «πράξης» και της «κοινωνίας». Με τις λέξεις αυτές η κάθε πλευρά εννοούσε βέβαια κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν δύσκολο όμως να προβλέψει κανείς τίνος η ερμηνεία θα επικρατούσε.
Αισθητική του παλιατζίδικου
Ωστόσο η πολιτισμική επανάσταση της δεκαετίας του 1960 και του 1970 προχώρησε ακόμη περισσότερο. Υιοθέτησε βασικά μοτίβα της παλαιότερης καλλιτεχνικής avant-garde και προλείανε τον δρόμο του «μεταμοντερνισμού» γκρεμίζοντας τις ιεραρχίες του ανθρωπιστικού παιδευτικού κανόνα και νομιμοποιώντας ό,τι πριν φαινόταν καθημερινό ή τετριμμένο μέσω της σουρεαλιστικής «αισθητικής του παλιατζίδικου». Παράλληλα αποσυντέθηκε το ιδεώδες της προσωπικότητας που θεμελιωνόταν στις ιεραρχίες αυτές, κάνοντας τόπο στην αντίληψη ενός ρευστού εγώ, ανοιχτού σε όλες τις δυνατότητες της «αυτοπραγμάτωσης». Η πρόθεση ήταν χειραφετητική, όμως το χειροπιαστό αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση και ενίσχυση των πνευματικών στάσεων οι οποίες συνυφαίνονται με τη λειτουργία μιας μαζικής δημοκρατίας, στηριζόμενης στη μαζική παραγωγή και στη μαζική κατανάλωση.
Η αντίθεση ανάμεσα στις «δύο κουλτούρες», υπό την έννοια δύο διαφορετικών παιδευτικών ιδεωδών, διευθετήθηκε έτσι από μόνη της, μολονότι όσοι τράφηκαν με την ανθρωπιστική παιδεία το κατάλαβαν αυτό πολύ αργά και πολύ απρόθυμα. Τη δραστική τούτη λύση την επέβαλαν αντικειμενικοί λόγοι και όχι π.χ. η πρωταρχική και αθεράπευτη ασυμβιβασία της ανθρωπιστικής παιδείας με την τεχνική καθ’ εαυτήν. Μέσα στην αστική – ανθρωπιστική ιεραρχία των πνευματικών αξιών η επιστήμη κατείχε υψηλότατη θέση, στενά δεμένη μαζί της ήταν η τεχνική, και ο μεγάλος τεχνικός είτε ως μοναχικός εφευρέτης είτε ως δαμαστής των φυσικών δυνάμεων για οικονομικούς σκοπούς πρόβαλλε ως νέος Προμηθέας μέσα στο πάνθεο των μεγάλων ατόμων, δίπλα στον καλλιτέχνη και στον φιλόσοφο. Ηταν και ο ίδιος αδρή ενσάρκωση του αστικού ιδεώδους της προσωπικότητας και η εργασία του όφειλε να δημιουργήσει τις υλικές προϋποθέσεις για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εν γένει. Ωστε η τεχνική όφειλε να υπηρετήσει την ανάπτυξη εκείνου το οποίο θεωρούσε κανείς ως άξιο να αναπτυχθεί με βάση το ανθρωπιστικό ιδεώδες της προσωπικότητας.
Αυτή ήταν η αστικοφιλελεύθερη σύνθεση τεχνικής και ανθρωπισμού και η μαρξιστική ουτοπία μιας εκτεχνικευμένης κοινωνίας ελεύθερων ολόπλευρων ατόμων δεν ήταν παρά η εσχατολογική εκδοχή τούτης της σύνθεσης. Την τεχνική δεν τη θεωρούσαν ως ύβριν ο αστός ή ο ανθρωπιστής, παρά τη μομφή αυτή τη διατύπωσαν πρώτοι οι πατριαρχικοί αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες και οι εκπρόσωποι του κλασικού συντηρητισμού, τον κόσμο των οποίων τον σάρωσε η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Μεταγενέστεροι εχθροί του φιλελευθερισμού υποστήριξαν, αντίθετα, ότι η τεχνική πρέπει να κατανοηθεί μάλλον ως ειμαρμένη παρά ως ύβρις και ότι η κατάφαση αυτής της ειμαρμένης, πέραν ανθρωπιστικών ελπίδων ή συντηρητικών αρών, θα μπορούσε να καταστήσει τον «Εργάτη» (Jünger) ή τους «Καίσαρες της Βιομηχανίας» (Spengler) ικανούς για μεγάλα ιστορικά επιτεύγματα.
«Δεξιά» και «αριστερά» καταφύγια
Μετά την αποσύνθεση του κλασικού συντηρητισμού η μομφή της ύβρεως παραχείμασε σε διάφορα «δεξιά» και «αριστερά» καταφύγια. Εγινε και πάλι επίκαιρη όταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις «δύο κουλτούρες» έληξε λόγω ατροφίας της μιας τους και όταν το ζήτημα της τεχνικής άρχισε πλέον να εξετάζεται όχι στην ατομικιστική προοπτική του ανθρωπιστικού παιδευτικού ιδεώδους αλλά κυρίως σε συνάρτηση με τη συλλογική επιβίωση. Η στροφή αυτή απέρρευσε από έναν διπλό φόβο: τον φόβο μπροστά σε έναν ατομικό πόλεμο και σε μιαν οικολογική κατάρρευση. Και στις δύο περιπτώσεις το παράδοξο είναι ότι όσο μεγαλώνει ο φόβος τόσο πιο απαραίτητη γίνεται η τεχνική, έτσι ώστε αποκλείεται η επιστροφή σε συνθήκες όπου θα έλειπαν όσοι κίνδυνοι γέννησε ακριβώς η τεχνική. Η ύπαρξη των ατομικών όπλων εξανάγκασε καθ’ εαυτήν τους πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου να διευρύνουν και να τελειοποιήσουν τα οπλοστάσιά τους ήδη προκειμένου να διαθέτουν δυνατότητα αποτροπής. Η πιθανότητα και η καταστροφικότητα ενός ατομικού πολέμου αυξανόταν παράλληλα με την προσπάθεια της αποτροπής, δηλαδή της παρεμπόδισης του πολέμου διά μέσου επιπρόσθετης τεχνικής προόδου. Ο φαύλος κύκλος τερματίστηκε όχι από την εσωτερική λογική αυτής της κατάστασης αλλά από εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι εξανάγκασαν σε υποχώρηση τον έναν από τους δύο ανταγωνιστές.
Πολύ λιγότερο πρέπει να αναμένεται η επέμβαση του από μηχανής θεού στον οικολογικό τομέα. Αν εδώ υπάρχει πράγματι κάποια διέξοδος, αυτή είναι ότι η τεχνική θα εξουδετερώσει η ίδια τις ανεπιθύμητες παρενέργειές της. Παράγει όμως αυτές τις παρενέργειες ακριβώς επειδή η αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής εξαρτάται όλο και περισσότερο από τεχνικές διαδικασίες και εξελίξεις. Ακόμη και οι σφοδρότεροι κατήγοροι της σύγχρονης τεχνικής δεν θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν ότι χωρίς υψηλή εκτεχνίκευση θα κατέρρεε ο ανεφοδιασμός των σημερινών μαζικών κοινωνιών. Ηδη η διατροφή έξι (και αύριο οχτώ ή δέκα) δισεκατομμυρίων ανθρώπων καθιστά αναπόδραστες εκτεταμένες τεχνικές επεμβάσεις στη φύση και η οικολογική επιβάρυνση θα αυξηθεί αναγκαστικά στον βαθμό που οι παγκόσμιες καταναλωτικές προσδοκίες θα προσανατολισθούν στο δυτικό πρότυπο. Ο φόβος μπροστά στις συνέπειες της τεχνικής και οι τεχνικές ανάγκες της κοινωνίας αυξάνονται παράλληλα, ενώ τόσο ο φόβος όσο και οι ανάγκες ανάγονται σε υπαρξιακά – βιολογικά αίτια.
Δεν ενδείκνυται πάντοτε να κάνει κανείς την ανάγκη φιλοτιμία, συχνά όμως το απαιτούν οι εκάστοτε ιδεολογικές ανάγκες. Σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή Δύση κατανοεί και νομιμοποιεί τον εαυτό της, η τεχνική δεν είναι απλώς κάτι κοινωνικά απαραίτητο αλλά επιπλέον συνδέεται και με το δυτικό ιδεώδες περί ελευθερίας. Αφενός αποτελεί, όπως λέγεται, δημιούργημα και συνάμα επιβεβαίωση της ορθολογικότητας εκείνης, η οποία προστατεύει τα πνεύματα από τη σκοταδιστική «μεταφυσική», επομένως ενισχύει πραγματιστικές ή ανεκτικές στάσεις και έτσι εδραιώνει την πλουραλιστική δημοκρατία. Αφετέρου η τεχνική συναρτάται με ένα άλλο έρεισμα της δημοκρατίας, την ελεύθερη οικονομία. Γιατί η τελευταία χρειάζεται οπωσδήποτε την τεχνική πρόοδο και την προωθεί αδιάκοπα μέσω του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων.
Αντιδημοκρατικός ανορθολογισμός
Τούτη η άκρως γενναιόδωρη σύνδεση της τεχνικής με μιαν ορθολογικότητα, η οποία τάχα υπηρετεί την ελευθερία, συμβάλλει ασφαλώς στην καθησύχαση των υπαρξιακών φόβων και γεννά το παρήγορο αίσθημα ότι τουλάχιστο κάνει κανείς ό,τι είναι πολιτικά και ηθικά ορθό, έστω και αν δεν γνωρίζει πού μας οδηγεί αυτό το ορθό. Αν δεν υπεισερχόταν ο ιδεολογικός – ψυχολογικός παράγοντας, θα ήσαν ηπιότερες οι μομφές που διατυπώνουν οι φύλακες της political correctness εναντίον της «εχθρότητας προς την τεχνική» ως έκφρασης ενός αντιδημοκρατικού ανορθολογισμού.
Οι μομφές αυτές γίνονται τόσο σφοδρότερες όσο περισσότερο απειλεί να διαφύγει κάθε ελέγχου ο φόβος που συνεχίζει να υπάρχει πίσω από τις καθησυχάσεις και τις παρηγόριες.
Βέβαια, παρά τις ιδεολογικές υπερασπίσεις της τεχνικής, το γόητρό της έχει μειωθεί στα τελευταία 20 χρόνια. Πρακτικά αποφασιστικό παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι κανείς δεν έχει να προτείνει μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση προς την τεχνική πρόοδο. Οσο καθαρότερα διαγράφεται πίσω από τον Προμηθέα ο μαθητευόμενος μάγος τόσο εντείνεται η εξάρτηση από τις εμπνεύσεις του. Εμπιστεύεται κανείς την τύχη του στην τεχνική χωρίς να την εγκωμιάζει και χωρίς να υπερβαίνει ολοκληρωτικά μιαν εσωτερική δυσπιστία. Οι πλείστοι άνθρωποι στις δυτικές κοινωνίες, αν καθόλου στοχάζονται πάνω σε τέτοια ζητήματα, ελπίζουν προφανώς ότι η τεχνική θα βρει εγκαίρως τις απαιτούμενες λύσεις. Η ελπίδα ως μορφή παραίτησης μοιάζει η ψυχολογικά προσφορότερη διέξοδος, όταν θέλει κανείς να αποφύγει μορφές παραίτησης πολύ χειρότερες.
Ετσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν πολλές δυνατότητες επιλογής. Αν η τεχνική συνθηκολογήσει σε παγκόσμιο επίπεδο μπροστά στη δημογραφική και στην οικολογική επιβάρυνση, τότε σίγουρα μας περιμένει ο κανιβαλισμός. Υπ’ αυτήν την έννοια ο ανθρωπισμός συνεχίζει να εξαρτάται από την τεχνική. Αλλά ένας ανθρωπισμός ο οποίος με τα νώτα στον τοίχο αγωνίζεται ίσα ίσα για να αποφευχθούν οι χείριστες καταστροφές και να διασωθεί η βιολογική ουσία του είδους «άνθρωπος» είναι γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο ένας κολοβωμένος ανθρωπισμός. Το αστικοφιλελεύθερο ανθρωπιστικό ιδεώδες κατέρρευσε εξαιτίας της τεχνικής προόδου, η οποία κατέστησε δυνατή τη μετάβαση στη μαζική δημοκρατία της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Αν παρ’ όλ’ αυτά η τεχνική παραμένει ο έσχατος φύλακας του ανθρωπισμού, ο λόγος είναι ότι στο μεταξύ άλλαξε ριζικά η σημασία του τελευταίου.
https://piotita.gr/2021/02/17/η-τεχνική-και-το-ιδεώδες-του-παναγιώτη/?fbclid=IwAR1PwZQfzfG8bnvOJeY_RNbge9Ew10IvKYFKfXZ2doXTHeVNh4tUt4hEACM