Ο πρόλογος του Robert F. Kennedy, Jr. στο αποκαλυπτικό βιβλίο της Τζούντι Μάικοβιτς και του Kεντ Χέκενλάιβλι «Το Σύστημα: Η αλήθεια για τη βιομηχανία των φαρμάκων» (επίτιτλος: “Ξαναχτίζοντας την Εμπιστοσύνη στην Επιστήμη», μτφρ. Αριάδνη Αλαβάνου, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2021) αποτελεί ένα δοκίμιο για το ανθρωποκτόνο διαζύγιο της Επιστήμης από την Ηθική εξαιτίας της σαρωτικής καταστρεπτικής επέλασης της κερδοσκοπικής Big Pharma στο χώρο της επιστήμης.
«Το να πηγαίνεις κόντρα στη συνείδηση σου δεν είναι ούτε σωστό ούτε ασφαλές. Συνεπώς, δεν μπορώ και δεν θα ανακαλέσω. Επιμένω. Δεν μπορώ να κάνω άλλο τι. Ο θεός ας με βοηθήσει, αμήν».
Από την ταινία Μαρτίνος Λούθηρος (1953)
«Και όμως, κινείται!» Ο Γαλιλαίος ψιθύρισε αυτές τις λέξεις ανυπακοής το 1615, καθώς αποχωρούσε από το δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης ενώπιον του οποίου είχε αποκηρύξει τη θεωρία του ότι η Γη (ακίνητο κέντρο του σύμπαντος, σύμφωνα με την ορθοδοξία της εποχής) κινείται γύρω από τον Ήλιο. Εάν δεν είχε ανακαλέσει, θα έχανε τη ζωή του. Μας αρέσει να σκεφτόμαστε τους αγώνες του Γαλιλαίου ως γραφικότητα μιας σκοτεινής και τυραννικής εποχής άγνοιας, κατά τη οποία όσοι αμφισβητούσαν τις επίσημες δεισιδαιμονίες έθεταν σε κίνδυνο τον εαυτό τους.
Η Υπόθεση της Τζούντι Μάικοβιτς δείχνει ότι οι αδιάλλακτες «ορθοδοξίες» που καθιερώνουν οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι διεφθαρμένοι κρατικοί ρυθμιστές, για να προστατεύσουν την εξουσία και τα κέρδη, εξακολουθούν να υπάρχουν και μάλιστα ως κυρίαρχη δύναμη τόσο στο επιστημονικό όσο και στο πολιτικό πεδίο.
Με βάση κάθε υφιστάμενο κριτήριο, η δρ. Τζούντι Μάικοβιτς συγκαταλεγόταν στους πιο ικανούς επιστήμονες της γενιάς της. Εισήλθε επαγγελματικά στην επιστήμη από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνιας με πτυχίο ΒΑ στη χημεία, στις 10 Ιουνίου 1980, ως χημικός πρωτεϊνών στο Εθνικό Ινστιτούτου Καρκίνου (NCI), εργαζόμενη σε ένα σωτήριο για τη ζωή πρόγραμμα καθαρισμού της ιντερφερόνης. Η ποιότητα της δουλειάς της και οι αξιόπιστες εκλάμψεις της ευφυΐας της σύντομα την ώθησαν στην κορυφή του ανδροκρατούμενου κόσμου της επιστημονικής έρευνας.
Στο NCI, η Μάικοβιτς άρχισε την εικοσαετή συνεργασία της με τον δρ. Φρανκ Ρουσέτι, πρωτοπόρο στο πεδίο της ανθρώπινης ρετροϊολογίας. Ο Φρανκ Ρουσέτι έγραψε επιστημονική ιστορία, όταν το 1977, όντας επικεφαλής του εργαστηρίου του Ρόμπερτ Γκάλο, ανακάλυψε μαζί με τον Μπέρνι Ποΐζ τον πρώτο ανθρώπινο ρετροϊό, τον HTLV-1 (ανθρώπινος Τ-λεμφοτρόπος ιός που σχετίζεται με τη λευχαιμία).
Ένας ρετροϊός είναι «κρυφός ιός» εφόσον, όπως ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV), εισέρχεται στον ξενιστή χωρίς να τίθεται σε συναγερμό το ανοσοποιητικό σύστημα. Εκεί μπορεί να μένει εν υπνώσει επί χρόνια, χωρίς να προκαλεί βλάβη. Πριν σκοτώσει έναν άνθρωπο, ο ρετροϊός καταστρέφει, συνήθως, το ανοσοποιητικό του σύστημα. Το αποτέλεσμα είναι πολλοί ρετροϊοί να προκαλούν καρκίνο.
Η συνεργασία των Ρουσέτι/Μάικοβιτς, με την αυξανόμενη κατανόηση της συμπεριφοράς του ρετροϊού, καθώς και η διδακτορική εργασία της Μάικοβιτς που βραβεύθηκε από το Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον το 1991, άλλαξαν το κυρίαρχο «παράδειγμα» στη θεραπεία του HIV/AIDS, μετατρέποντας την ασθένεια της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας από θανάσιμη σε κατάσταση αντιμετωπίσιμη.
Από την αρχή, το πιο τρομερό εμπόδιο στην επαγγελματική σταδιοδρομία της Μάικοβιτς ήταν η επιστημονική της ακεραιότητα. Πάντα την έβαζε πάνω από την προσωπική φιλοδοξία. Δεν επιδίωκε να καβγαδίζει για τη δημόσια υγεία. Δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό της αποστάτη ή επαναστάτη. Οι συγγενείς της εργάζονται ως επί το πλείστο είτε σε κρατικές υπηρεσίες είτε στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου. Πίστευαν στις θεμελιώδεις αμερικανικές αρχές της σκληρής εργασίας, του σεβασμού προς την εξουσία και πάνω απ' όλα στην υποστήριξη της αλήθειας. Αυτό το υπόβαθρο καθιστούσε αδύνατη για τη Μάικοβιτς την εγκατάλειψη των υψηλών οικογενειακών αρχών της εντιμότητας και της ακεραιότητας, ακόμη κι όταν γίνονταν εμπόδιο.
Όταν έφυγε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, εργάστηκε για κάποιο διάστημα στην Upjohn - επικεφαλής ενός προγράμματος που στόχος του ήταν να αποδείξει την ασφάλεια ενός προϊόντος της εταιρείας που έκανε θραύση, της αυξητικής ορμόνης των βοοειδών. Όταν η Μάικοβιτς ανακάλυψε ότι η φόρμουλα της εταιρείας μπορούσε να προκαλέσει προκαρκινικές αλλοιώσεις στις καλλιέργειες ανθρώπινων κυττάρων, αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές των εργοδοτών της που ήθελαν να αποκρύψει τα ευρήματα της.
Η αποκάλυψη της Μάικοβιτς υποδείκνυε ότι η ισχυρή παρουσία της ορμόνης στο γάλα θα μπορούσε να προκαλέσει καρκίνο του μαστού σας γυναίκες που το έπιναν. Η άρνησή της να υποχωρήσει επιτάχυνε την αποχώρησή της από την Upjohn, την επιστροφή της στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας και στη σχολή τελειόφοιτων. Ο πόλεμος της Μάικοβιτς κατά της αυξητικής ορμόνης των βοοειδών οδήγησε την εταιρεία Upjohn στην εγκατάλειψη του προϊόντος αυτού.
Το 2009, όντας πλέον στον ακαδημαϊκό χώρο, η Μάικοβιτς και ο Ρουσέτι, ο οποίος εργαζόταν ακόμη στο Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου, ηγήθηκαν μιας ομάδας που ανακάλυψε τη στενή σχέση ανάμεσα σε έναν πρότερα άγνωστο ρετροϊό και τη μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, κοινώς γνωστή ως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (ME/CFS). Αναμενόμενα, ο ρετροϊός συνδεόταν επίσης και με ορισμένους αιματολογικούς καρκίνους. Συνεργάτες τον είχαν ονομάσει «ξενοτροπικό ιό λευχαιμίας ποντικού» (XMRV - Xenotropic Murine Leukemia Related Virus), όταν τον ανίχνευσαν πρώτη φορά σε αλληλουχίες DNA καρκίνου του προστάτη, λίγα χρόνια νωρίτερα.
Η ιατρική κοινότητα είχε ασχοληθεί κακόπιστα με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, το οποίο πλήττει κυρίως τις γυναίκες, από την εμφάνισή του στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το ιατρικό κατεστημένο χλεύασε τη ME/CFS ως «γρίπη των γιάπηδων» και την απέδωσε στην εγγενή ψυχολογική ευπάθεια των γυναικών καριέρας που ακολουθούν επαγγέλματα σε υψηλής έντασης εταιρικά οικοσυστήματα. Η Μάικοβιτς έφερε στο φως αποδεικτικά στοιχεία για την παρουσία του ρετροϊού στο 67% των γυναικών που είχαν προσβληθεί από το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, αλλά και στον υγιή πληθυσμό όπου ανιχνεύθηκε σε ποσοστό λίγο κάτω από το 4%.
Στις 8 Οκτωβρίου 2009, η Μάικοβιτς και ο Ρουσέτι δημοσίευσαν τα εκρηκτικά τους ευρήματα στο περιοδικό Science, περιγράφοντας την πρώτη στον κόσμο απομόνωση του ρετροϊού XMRV που είχε ανακαλυφθεί πρόσφατα καθώς και τη σχέση του με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Η αποκάλυψη αυτή προκάλεσε αμέσως οργισμένες αντιδράσεις από ζηλόφθονα κέντρα που ασχολούνται με τον καρκίνο, τα οποία αντιστέκονται με πείσμα στην επιστήμη που αποδίδει τον καρκίνο και τα νευροάνοσα νοσήματα σε ιούς.
Η αντίδραση έγινε ακόμη πιο δυσοίωνη όταν η επόμενη έρευνα της Μάικοβιτς υπέδειξε ότι ο νέος ρετροϊός, που αρχικά είχε βρεθεί σε ποντίκια, είχε κατά κάποιον τρόπο μεταπηδήσει σε ανθρώπους μέσω μολυσμένων εμβολίων.
Ακόμη πιο ενοχλητικά για το ιατρικό κατεστημένο, η έρευνα της Μάικοβιτς αποκάλυψε ότι πολλές γυναίκες ασθενείς που είχαν προσβληθεί από τον ξενοτροπικό ιό λευχαιμίας ποντικού είχαν παιδιά που έπασχαν από αυτισμό. Με την υποψία ότι ο ιός περνά από τη μητέρα στο παιδί, όπως ο ιός του AIDS, η Μάικοβιτς εξέτασε 17 παιδιά. Στα 14 απ' αυτά βρέθηκαν ενδείξεις του ιού. Τα ευρήματα συνδέθηκαν με γονεϊκές αναφορές αυτιστικής συμπεριφοράς ύστερα από εμβολιασμό. Επακόλουθες μελέτες συνέδεσαν τον εν λόγω ιό με την επιδημιολογία της λευχαιμίας, του καρκίνου του προστάτη, αυτοάνοσων νοσημάτων και την εκρηκτική αύξηση της νόσου Αλτσχάιμερ.
Ακόμη χειρότερα, η έρευνα έδειξε εκτεταμένη μόλυνση της προμήθειας του αίματος και των αιματολογικών προϊόντων από τον ίδιο ιό. Με βάση την έρευνα της Μάικοβιτς και τα ευρήματα άλλων, φαίνεται ότι σήμερα οι φορείς του ιού ποσοστιαία αντιστοιχούν στο 3 έως 8% του πληθυσμού - ο «ξενοτροπικός ιός λευχαιμίας ποντικού» έχει γίνει πλέον μέρος της ανθρώπινης οικολογίας, που περνά από τη μητέρα στο παιδί, στο εργαστήριο, ή μέσω του μητρικού γάλακτος. Τα δεδομένα της Μάικοβιτς υποδεικνύουν ότι πάνω από 10 εκατομμύρια Αμερικανοί κρύβουν τον ιό σαν μια ωρολογιακή βόμβα - μια δυνητική απειλή επιδημίας μεγαλύτερης απ' αυτήν του AIDS.
Τον Ιανουάριο του 2011, ο Μπεν Μπέρκχουτ, ειδικός στον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας και την ασθένεια AIDS, δημοσίευσε αυτές τις εκρηκτικές αποκαλύψεις στην επιθεώρηση Frontiers in Microbiology. Συμπεριέλαβε αποδεικτικά στοιχεία της Μάικοβιτς ότι ο ιστός ποντικιών που χρησιμοποιήθηκε στην παραγωγή εμβολίου ήταν, πιθανώς, ο φορέας της μόλυνσης ανθρώπων.
Εν αγνοία της Τζούντι, ο συν-συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, Κεντ Χέκενλάιβλι, είχε ήδη ανακαλύψει, ανεξάρτητα απ' αυτήν, δημοσιευμένη ιατρική έρευνα που έδειχνε ότι το πρώτο καταγεγραμμένο ξέσπασμα του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης ήταν ανάμεσα σε 198 γιατρούς και νοσηλευτές στο νοσοκομείο της κομητείας του Λος Άντζελες, το 1934-1935, μετά από τον εμβολιασμό τους με ένα πειραματικό φάρμακο κατά της πολιομυελίτιδας που είχε καλλιεργηθεί μέσα σε ιστό εγκεφάλου ποντικιού.
Τα στοιχεία της Μάικοβιτς απειλούσαν με οικονομική καταστροφή τις μεγάλες πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες, λόγω της αμελούς χρήσης εκ μέρους τους καλλιεργειών με κύτταρα ζώων για την παραγωγή εμβολίων και άλλων φαρμακευτικών προϊόντων. Τα ευρήματά της έθεταν σε κίνδυνο έσοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων σε έναν ολόκληρο κλάδο φαρμάκων που αποκαλούνται «βιολογικά», ο οποίος βασίζεται σε ιστούς ζώων και στα αντίστοιχα προϊόντα.
Οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι αιχμάλωτοί τους κρατικοί ρυθμιστές εξαπέλυσαν μια μανιασμένη επίθεση κατά της Μάικοβιτς και του Ρουσέτι, πολιορκώντας τους από κάθε άποψη.
Το περιοδικό Science πίεσε αφόρητα την Μάικοβιτς να αποσύρει το άρθρο της του Οκτωβρίου του 2009. Τον Σεπτέμβριο του 2011, το Ινστιτούτο Γουάιτμορ-Πίτερσον, του Πανεπιστημίου της Νεβάδα, στο Ρίνο, απέλυσε την Τζούντι από το διδακτικό προσωπικό του. Η Τζούντι και η οικογένειά της παρατήρησαν απειλητικούς ανθρώπους να την ακολουθούν με αγροτικά οχήματα και άλλα παρόμοια επεισόδια που φανέρωναν ότι κάποιοι την παρακολουθούσαν. Κάποια φορά, σε ένα παρόμοιο επεισόδιο, αγριάνθρωποι περικύκλωσαν το σπίτι της και την ανάγκασαν να φύγει με βάρκα. Αφού δραπέτευσε, εισέβαλαν στο σπίτι της, με τον ισχυρισμό ότι εργάζονταν για την κυβέρνηση. Τον Νοέμβριο του 2011, η αστυνομία της κομητείας Βεντούρα συνέλαβε την Τζούντι χωρίς ένταλμα και τη φυλάκισε επί 5 ημέρες χωρίς δικαίωμα αποφυλάκισης με εγγύηση. Οι αστυνομικοί έκαναν εξονυχιστική έρευνα στο σπίτι της, σκορπίζοντας τα χαρτιά της παντού.
Την ίδια ημέρα, αστυνομικοί επέδραμαν στο σπίτι της φίλης της, Λίλι, και την ανάγκασαν να κάτσει ακίνητη σε μια καρέκλα επί ώρες, ενώ εκείνοι έκαναν φύλλο και φτερό όλο το κτίριο. Αξιωματούχοι των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας είπαν στην αστυνομία της Νεβάδα ότι η δρ. Μάικοβιτς είχε πάρει παράνομα τα ερευνητικά σημειωματάριά της από εργαστήριο τους. Ήταν μια κατασκευασμένη κατηγορία. Ως βασικής ερευνήτριας σε δύο κρατικά προγράμματα, ήταν υποχρέωση της δρ. Μάικοβιτς να κρατά όλες τις ερευνητικές εργασίες της.
Εκτός αυτού, η Μάικοβιτς είχε αφήσει όλα τα σημειωματάριά της στο πανεπιστημιακό γραφείο της, από τις 29 Σεπτεμβρίου. Την ίδια ημέρα, κάποιοι διέρρηξαν το γραφείο της Τζούντι, αφαίρεσαν τα σημειωματάριά της και τα «φύτεψαν» σε ένα ντουλάπι κάπου στο σπίτι της, προφανώς για να την ενοχοποιήσουν. Εβδομάδες αργότερα, καθώς η Τζούντι μαράζωνε σε ένα κελί, ο σύζυγος της Ντέιβιντ βρήκε τα σημειωματάρια προσεκτικά πακεταρισμένα μέσα σε μια λινή τσάντα της θάλασσας, σε κάποιο σκοτεινό ντουλάπι στο σπίτι της, στη νότια Καλιφόρνια. Τρέχοντας, τα πήγε στη φυλακή μετά τα μεσάνυχτα και τα έδωσε την αστυνομία της Βεντούρα.
Ενόσω η Τζούντι ήταν στη φυλακή, ο πρώην εργοδότης της είπε στον σύζυγο της και στον δρ. Ρουσέτι ότι αν, απλώς, υπέγραφε μια απολογία με την οποία να παραδέχεται ότι η εργασία της ήταν λανθασμένη, η αστυνομία θα την ελευθέρωνε και θα μπορούσε να σώσει την επιστημονική καριέρα της. Η Τζούντι αρνήθηκε. Ακόμη δεν είχαν διατυπωθεί κατηγορίες εναντίον της από εισαγγελέα, αλλά το καρτέλ των φαρμακευτικών εταιρειών και οι αιχμάλωτοι του στα επιστημονικά περιοδικά εξαπέλυσαν μια εκστρατεία διασυρμού της. Λίγο πριν από δύο χρόνια, το περιοδικό Science τη δόξαζε. Τώρα, το ίδιο περιοδικό δημοσίευσε τη φωτογραφία της ως κρατούμενης, που είχε τραβήξει η Σήμανση, και απέσυρε την εργασία της.
Η Τζούντι έχασε ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις στις οποίες ήταν βασική ερευνήτρια. Κήρυξε χρεοκοπία, προσπαθώντας να βρει δουλειά και να αποκαταστήσει το όνομά της. Τα επιστημονικά περιοδικά, που ομολογουμένως ελέγχονται όλα από τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν εργασίες της. Οι ιατρικές βιβλιοθήκες των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας την απέκλεισαν. Ήταν αδύνατον να προχωρήσει δικαστικά, αν δεν δαπανούσε εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε αμοιβές δικηγόρων. Ο γενικός εισαγγελέας της Νεβάδα κράτησε την υπόθεση «σφραγισμένη» επί χρόνια. Δόλιες πράξεις αξιωματούχων της δημόσιας υγείας στα ύψιστα επίπεδα του υπουργείου Υγείας ουσιαστικά της αφαίρεσαν τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης.
Η δίωξη επιστημόνων και γιατρών που τολμούν να προκαλέσουν τις κατά καιρούς ορθοδοξίες δεν σταμάτησε μετά τον Γαλιλαίο: πάντα υπήρχε, και σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει, ο επαγγελματικός κίνδυνος.
Το έργο του Χένρικ Ίψεν, ο Εχθρός τον Λαού, γραμμένο το 1882, αποτελεί μια παραβολή για τους κινδύνους που επισύρει η επιστημονική ακεραιότητα. Ο Ίψεν διηγείται την ιστορία ενός γιατρού στη νότια Νορβηγία που ανακαλύπτει ότι τα τόσο δημοφιλή και δελεαστικά δημόσια λουτρά της πόλης του στην πραγματικότητα αρρώσταιναν τους επισκέπτες που συνέρρεαν μαζικά για να αναζωογονηθούν. Απόβλητα των τοπικών βυρσοδεψείων είχαν μολύνει τα νερά τους με θανάσιμα βακτήρια. Όταν ο γιατρός κοινοποίησε αυτή την πληροφορία, οι τοπικοί έμποροι, από κοινού με κυβερνητικούς αξιωματούχους, τους συμμάχους τους στον «φιλελεύθερο, ανεξάρτητο Τύπο» και άλλα μέρη που είχαν συναφή οικονομικά συμφέροντα προσπάθησαν να τον φιμώσουν. Το ιατρικό κατεστημένο του αφαίρεσε την άδεια, ο όχλος της πόλης τον διέσυρε και τον στιγμάτισε ως «εχθρό του λαού».
Ο φανταστικός γιατρός του Ίψεν βίωσε αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες αποκαλούν «αντανακλαστικό Σέμελβάις». Ο όρος αυτός περιγράφει την αντανακλαστική/αυθόρμητη αποστροφή με την οποία ο Τύπος, η ιατρική και η επιστημονική κοινότητα και τα συνασπισμένα οικονομικά συμφέροντα υποδέχονται τις νέες επιστημονικές αποδείξεις που αντιβαίνουν στο καθιερωμένο επιστημονικό παράδειγμα. Το «αντανακλαστικό Σέμελβάις» μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονο σε περιπτώσεις που οι νέες επιστημονικές πληροφορίες υποδεικνύουν ότι οι καθιερωμένες ιατρικές πρακτικές, στην πραγματικότητα, βλάπτουν τη δημόσια υγεία.
• Τα πραγματικά δεινά του Ίγκνατς Σέμελβάις, ενός Ούγγρου γιατρού, ήταν εκείνα που ενέπνευσαν τον όρο και το θεατρικό έργο του Ίψεν. Το 1847, ο δρ. Σέμελβάις ήταν βοηθός καθηγητής της μαιευτικής κλινικής, στο Γενικό Νοσοκομείο της Βιέννης, όπου πέθαινε περίπου το 10% των γυναικών από επιλόχειο πυρετό. Με βάση τη θεωρία του ότι η καθαριότητα θα μπορούσε να μετριάσει τη μετάδοση των νοσηρών «σωματιδίων», ο Σέμελβάις εγκαινίασε την πρακτική του υποχρεωτικού πλυσίματος των χεριών πριν από τους τοκετούς για τους κλινικούς γιατρούς που έκαναν νεκροψίες. Το ποσοστό του θανάσιμου επιλόχειου πυρετού αμέσως μειώθηκε στο 1% περίπου. Ο Σέμελβάις δημοσίευσε αυτά τα ευρήματα.
Αντί, όμως, να του στήσει άγαλμα, η ιατρική κοινότητα, απρόθυμη να παραδεχθεί ότι είχε ευθύνη για την πρόκληση βλάβης σε τόσο πολλούς ασθενείς, εκδίωξε τον γιατρό από το ιατρικό επάγγελμα. Οι πρώην συνάδελφοι του εξαπάτησαν τον δρ. Σέμελβάις ωθώντας τον να επισκεφθεί ένα ψυχιατρείο, το 186 και, στη συνέχεια, τον έκλεισαν εκεί παρά τη θέλησή του, όπου πέθανε μυστηριωδώς δύο εβδομάδες αργότερα. Μία δεκαετία μετά, η θεωρία του Λουί Παστέρ για τα μικρόβια και το έργο του Τζόζεφ Λίστερ για τη νοσοκομειακή αποστείρωση δικαίωσαν τις ιδέες του Σέμελβάις.
• Σύγχρονα ανάλογα περιστατικά αφθονούν. Ο Χέρμπερτ Νίντλμαν του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ βίωσε το «αντανακλαστικό Σέμελβάις» όταν αποκάλυψε τη θανάσιμη τοξικότητα του μολύβδου για τον εγκέφαλο, τη δεκαετία του 1980. Ο Νίντλμαν δημοσίευσε το 1979, στο New England Journal of Medicine, μια καινοτόμο μελέτη που έδειχνε ότι τα παιδιά με υψηλά επίπεδα μολύβδου στα δόντια τους εμφάνιζαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις, απ’ ό,τι οι συμμαθητές τους, στα τεστ ευφυΐας, στην επεξεργασία των ακουσμάτων και του λόγου και στις μετρήσεις της προσοχής.
Αρχίζοντας από τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1980, οι βιομηχανίες μολύβδου και πετρελαίου (η βενζίνη που περιείχε μόλυβδο ήταν ένα επικερδέστατο προϊόν του πετρελαίου) κινητοποίησαν τις εταιρείες δημοσίων σχέσεων, καθώς πλήθος επιστημονικών και ιατρικών συμβούλων τους, για να απορρίψουν την έρευνα και να βλάψουν την αξιοπιστία του Νίντλμαν. Οι βιομηχανίες άσκησαν πιέσεις στην Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας, στο Γραφείο Επιστημονικής Ακεραιότητας των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας και στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ για να ξεκινήσουν έρευνα εναντίον του Νίντλμαν.
Τελικά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το πανεπιστήμιο δικαίωσαν τον Νίντλμαν. Όμως, ο αντίκτυπος της δριμείας επίθεσης της βιομηχανίας κατέστρεψε την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του και επέβαλε στασιμότητα στο πεδίο της έρευνας για τον μόλυβδο. Το συμβάν αυτό κατέδειξε την ισχύ των μεγάλων βιομηχανιών και τη δυνατότητά τους να διαταράσσουν τη ζωή των ερευνητών που τολμούν να αμφισβητήσουν την ασφάλεια των προϊόντων τους.
• Η Ρέιτσελ Κάρσον αντιμετώπισε τα ίδια τη δεκαετία του 1960, όταν εξέθεσε τους κινδύνους του εντομοκτόνου DDT, της εταιρείας Monsanto, το οποίο προωθούσε τότε η ιατρική κοινότητα ως μέτρο προφύλαξης για την ανθρώπινη ψείρα και την ελονοσία. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι και επαγγελματίες της ιατρικής, υπό την ηγεσία της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας (AMA), ενώθηκαν με τη Monsanto και άλλους βιομήχανους χημικών και επιτέθηκαν με δριμύτητα εναντίον της Κάρσον.
Τα εμπορικά περιοδικά και τα δημοφιλή MME τη δυσφήμησαν χαρακτηρίζοντάς την «υστερική γυναικούλα». Τα μηνύματα που εξέπεμπε η βιομηχανία χλεύαζαν την Κάρσον ως «μεγαλοκοπέλα» (ο ευφημισμός της εποχής για τις λεσβίες), και διέδιδαν ότι όσα υποστηρίζει είναι αντιεπιστημονικά. Στα άρθρα γνώμης των περιοδικών Time, Life, Newsweek, της Saturday Evening Post, US News and World Report, ακόμη και του Sports Illustrated εμφανίστηκαν κακόβουλες κριτικές για το βιβλίο της.
Είμαι πολύ υπερήφανος που ο θείος μου, πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι, έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη δικαίωση της Κάρσον. Το 1962, αντέκρουσε το δικό του υπουργείο Γεωργίας, που είχε συμμαχήσει με τη Monsanto, και διόριοε μια επιτροπή ανεξάρτητων επιστημόνων η οποία επιβεβαίωσε όλους τους ισχυρισμούς του βιβλίου της Κάρσον, Silent Spring (Σιωπηλή Ανοιξη).
• Τα όσα βίωσε η Βρετανίδα γιατρός και επιδημιολόγος Άλις Στιούαρτ προσφέρουν μια σχεδόν τέλεια αναλογία με το λιντσάρισμα της Τζούντι Μάικοβιτς από το ιατρικό καρτέλ. Στη δεκαετία του 1940, η Στιούαρτ ήταν μία από τις ελάχιστες γυναίκες στο επάγγελμά της και το νεότερο εκλεγμένο μέλος όλων των εποχών στο Βασιλικό Ιατρικό Κολέγιο. Άρχισε να ερευνά την υψηλή συχνότητα παιδικών καρκίνων σε εύπορες οικογένειες, ένα αινιγματικό φαινόμενο, μιας και η ασθένεια συχνά συσχετιζόταν με τη φτώχεια και σπανίως με την ευμάρεια.
Η Στιούαρτ δημοσίευσε μια εργασία στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet, το 1956, η οποία περιείχε ισχυρά τεκμήρια ότι υπαίτια για τα καρκινώματα που έπλητταν αργότερα τα παιδιά τους ήταν η συνήθης πρακτική των ακτίνων Χ σε εγκύους. Σύμφωνα με τη Μάργκαρετ Χέφερναν, συγγραφέα του Willful Blindness (Εκούσια Τυφλότητα), τα ευρήματα της Στιούαρτ «έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τη συμβατική σοφία» –τον ενθουσιασμό των επαγγελματιών γιατρών για τη νέα τεχνολογία των ακτίνων Χ– όπως επίσης με την «αυτοαντίληψη των γιατρών ότι ήταν άνθρωποι που βοηθούσαν τους ασθενείς».
Σχηματίστηκε ένας συνασπισμός κυβερνητικών ρυθμιστών, υποστηρικτών της πυρηνικής ιατρικής, της πυρηνικής βιομηχανίας και του ιατρικού κατεστημένου στις ΗΠΑ και στη Βρετανία και εξαπέλυσε μια κτηνώδη επίθεση εναντίον της Στιούαρτ. Η Στιούαρτ, η οποία πέθανε το 2002 στα 95 χρόνια της, δεν έλαβε έκτοτε καμία άλλη μεγάλη ερευνητική χορηγία στην Αγγλία. Έπρεπε να περάσουν 25 χρόνια από τη δημοσίευση της εργασίας της, για να αναγνωρίσει, επιτέλους, το ιατρικό κατεστημένο τα ευρήματά της και να εγκαταλείψει την πρακτική των ακτίνων Χ σε εγκύους γυναίκες.
• Η Τζούντι Μάικοβιτς ανήκει σ' αυτή την ομάδα μαρτύρων και πιο άμεσα σε μια μακριά σειρά επιστημόνων τους οποίους οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας τιμώρησαν, εξόρισαν και κατέστρεψαν, ως αιρετικούς απέναντι στις ηγεμονεύουσες περί εμβολίων ορθοδοξίες.
• Η Μπερνίς Έντι ήταν μια βραβευμένη ιολόγος και μία από τις πιο επιφανείς γυναίκες επιστήμονες στην ιστορία των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας. Αυτή και η συνεργάτιδά της Ελίζαμπεθ Στιούαρτ ήταν οι πρώτες στο πεδίο της έρευνας που απομόνωσαν τον πολυομαϊό - τον πρώτο ιό που αποδείχθηκε ότι προκαλεί καρκίνο. Το 1954, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας ζήτησαν από την Μπέρνις Έντι να κάνει άμεση δοκιμή του εμβολίου πολιομυελίτιδας του Σολκ. Δοκιμάζοντάς το σε 18 μακάκους, ανακάλυψε ότι το εμβόλιο του Σολκ περιείχε έναν υπολειπόμενο ιό πολιομυελίτιδας που προκαλούσε παράλυση στους πιθήκους.
Η δρ. Έντι προειδοποίησε τους εργοδότες της στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας ότι το εμβόλιο ήταν επιβλαβές, αλλά αυτοί απέρριψαν τις ανησυχίες της. Η διάθεση του εμβολίου από τα Εργαστήρια Cutter στην Καλιφόρνια προκάλεσε το χειρότερο ξέσπασμα πολιομυελίτιδας στην ιστορία. Οι υπεύθυνοι για την υγεία είχαν μολύνει με τον ιό της πολιομυελίτιδας 200.000 ανθρώπους. Οι 70.000 ασθένησαν, 200 παιδιά έμειναν παράλυτα και 10 πέθαναν.
Το 1961, η Έντι ανακάλυψε ότι ένας ιός μαϊμούδων που προκαλεί καρκίνο, ο SV-40, είχε μολύνει 98 εκατομμύρια εμβόλια Σοlκ για την πολιομυελίτιδα. Όταν έκανε ενέσεις με τον ιό αυτό σε νεογέννητα χάμστερ, τα τρωκτικά ανέπτυξαν όγκους. Η ανακάλυψη της Έντι ενόχλησε πολλούς επιστήμονες που εργάζονταν πάνω στο εμβόλιο. Οι αξιωματούχοι των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας αντί να την επιβραβεύσουν για το οραματικό της έργο, την απέκλεισαν από την έρευνα για την πολιομυελίτιδα και της ανέθεσαν άλλα καθήκοντα. Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας έθαψαν την ανησυχητική πληροφορία και συνέχισαν να χρησιμοποιούν το εμβόλιο.
Το φθινόπωρο του 1960, η Εταιρεία Καρκίνου της Νέας Υόρκης κάλεσε την Έντι να μιλήσει στο ετήσιο συνέδριο της. Η Έντι επέλεξε ως θέμα της ομιλίας της τους όγκους που προκαλεί ο πολυομαϊός. Ωστόσο, περιέγραψε επίσης τους όγκους που προκαλεί ο ιικός παράγοντας SV-40, από τα κύτταρα των νεφρών της μαϊμούς. Ο επόπτης της από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας την επέπληξε οργισμένα γιατί ανέφερε την ανακάλυψη αυτή δημόσια και την απέκλεισε από τις δηλώσεις σχετικά με τη δημόσια υγεία. Η Έντι πάλεψε για τη δημοσίευση της εργασίας της για τον εν λόγω ιό, χαρακτηρίζοντας την προμήθεια του μολυσμένου εμβολίου ως πιεστική κρίση δημόσιας υγείας. Οι υψηλά ιστάμενοι καθυστέρησαν τη δημοσίευση, επιτρέποντας έτσι στις εταιρείες Merck και Parke-Davis να συνεχίσουν τις πωλήσεις του ογκογενετικού εμβολίου σε εκατομμύρια Αμερικανούς ενηλίκους και παιδιά.
Στις 26 Ιουλίου 1961, η εφημερίδα New York Times ανέφερε ότι οι εταιρείες Merck και Parke-Davis απέσυραν τα εμβόλια του Σολκ. Το άρθρο δεν έκανε καμιά αναφορά στον καρκίνο. Οι Times δημοσίευσαν αυτό το ρεπορτάζ δίπλα σε ένα άρθρο για τα οφειλόμενα πρόστιμα των βιβλιοθηκών, στη σελίδα 33.
Παρόλο που οι δυο φαρμακευτικές εταιρείες απέσυραν το εμβόλιο για την πολιομυελίτιδα το 1961, οι αξιωματούχοι των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε ολική ανάκληση των υπόλοιπων ποσοτήτων, φοβούμενοι ότι θα πληγεί η αξιοπιστία του Προγράμματος Εμβολιασμού, εάν μάθουν οι Αμερικανοί ότι η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας τούς είχε μολύνει με έναν ιό που προκαλεί καρκίνο. Έτσι, από το 1961 έως το 1963, εκατομμύρια ανυποψίαστων Αμερικανών έκαναν εμβόλια που προκαλούν καρκινογενέσεις. Η Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας κάλυπτε αυτό το «μυστικό» επί 40 έτη.
Συνολικά, 98 εκατομμύρια Αμερικανοί έκαναν εμβόλια που δυνητικά περιείχαν τον ιό που προκαλεί καρκίνο, ο οποίος δεν αποτελεί μέρος του ανθρώπινου γονιδιώματος. Το 1996, κυβερνητικοί ερευνητές ταυτοποίησαν τον SV-40 στο 23% των δειγμάτων αίματος και στο 45% των δειγμάτων σπέρματος που συνέλεξαν από υγιείς ενηλίκους. Το 6% των παιδιών που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και το 1995 είναι μολυσμένα. Οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας διέθεταν το εμβόλιο σε εκατομμύρια ανθρώπους, επί πολλά χρόνια από τη στιγμή που πληροφορήθηκαν ότι ήταν μολυσμένο. Μόλυναν την ανθρωπότητα με ιό μαϊμούδων και αρνήθηκαν να παραδεχθούν ότι το έκαναν.
Σήμερα, ο SV-40 χρησιμοποιείται σε ερευνητικά εργαστήρια όλου του κόσμου, ακριβώς επειδή είναι σίγουρα καρκινογενετικός. Οι ερευνητές τον χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν σε ζώα μια μεγάλη ποικιλία καρκίνων των οστών και των μαλακών ιστών, συμπεριλαμβανομένων του μεσοθηλιώματος και του καρκίνου του εγκεφάλου.
Αυτοί οι καρκίνοι εμφάνισαν εκρηκτική αύξηση στη γενιά του baby boom, που εμβολιάστηκε μαζικά κατά της πολιομυελίτιδας με τα εμβόλια του Σοκ και του Σέιμπιν, από το 1955 μέχρι το 1963. Οι καρκίνοι του δέρματος αυξήθηκαν κατά 70%, το λέμφωμα και ο καρκίνος του προστάτη κατά 66% και ο καρκίνος του εγκεφάλου κατά 34%.
Πριν από το 1950, το μεσοθηλίωμα ήταν σπάνιο στους ανθρώπους. Σήμερα, οι γιατροί διαγιγνώσκουν σχεδόν 3.000 Αμερικανούς με μεσοθηλίωμα, ετησίως. Το 60% των όγκων που εξετάστηκαν περιείχε τον SV-40. Σήμερα, οι επιστήμονες βρίσκουν τον SV-40 σε μια ευρεία γκάμα θανάσιμων όγκων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται το 33-90% των καρκίνων του εγκεφάλου, οκτώ στα οκτώ επενδυμώματα [είδος όγκου του εγκεφάλου] και σχεδόν στο ήμισυ των όγκων στα οστά που εξετάστηκαν.
Με αλλεπάλληλα μέτρα, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας απαγόρευσαν στην Μπερνίς Έντι να μιλά δημόσια και να παρακολουθεί επιστημονικά συνέδρια, παρακράτησαν τις εργασίες της, την απομάκρυναν εντελώς από την έρευνα των εμβολίων και τελικά κατέστρεψαν τα ζώα της και απέκλεισαν την πρόσβαση στα εργαστήριά της. Η μεταχείριση που της επιφύλαξαν σηματοδοτεί ένα διαρκές σκάνδαλο για την επιστημονική κοινότητα, κι όμως η στρατηγική που ακολούθησαν τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας απέναντι στην Μπερνίς Έντι έχει καταστεί το τυπικό υπόδειγμα των ομοσπονδιακών ρυθμιστικών Αρχών κατά την αντιμετώπιση επιστημόνων που διαφωνούν και επιδιώκουν να πουν την αλήθεια σχετικά με τα εμβόλια.
• Ο δρ. Τζον Άντονι Μόρις ήταν ένας βακτηριολόγος και ιολόγος που εργαζόταν επί 36 χρόνια στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας και στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), αρχίζοντας από το 1940. Ο Μόρις υπηρέτησε ως υπεύθυνος για τα εμβόλια αξιωματούχος στην Υπηρεσία Βιολογικών Προτύπων (BBS), των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας και αργότερα στον FDA, όταν η BBS μεταφέρθηκε στον FDA κατά τη δεκαετία του 1970.
Ο δρ. Μόρις εκνεύρισε τους προϊσταμένους του όταν υποστήριξε ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη απόδειξη ότι τα εμβόλια της γρίπης ήταν αποτελεσματικά για την αποτροπή της ασθένειας. Ιδίως, κατηγόρησε τον προϊστάμενο του ότι βάσιζε το πρόγραμμα μαζικού εμβολιασμού του υπουργείου Υγείας για τη γρίπη των χοίρων πρωτίστως σε μια εκστρατεία επιστημονικά αβάσιμου φόβου και σε λανθασμένους ισχυρισμούς των φαρμακοβιομηχάνων. Προειδοποίησε ότι το εμβόλιο ήταν επικίνδυνο και μπορούσε να προκαλέσει νευρολογικές διαταραχές.
Ο προϊστάμενος του από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) προειδοποίησε τον δρ. Μόρις, «Θα σε συμβούλευα να μη μιλάς περί αυτών».
Όταν οι εμβολιασμένοι άρχισαν να αναφέρουν δυσμενείς παρενέργειες, συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου Guillain-Barre [μια πάθηση στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα νεύρα], ο δρ. Μόρις αγνόησε την εντολή και μίλησε δημόσια. Ανακοίνωσε ότι το εμβόλιο της γρίπης ήταν αναποτελεσματικό και δυνητικά επικίνδυνο και είπε ότι δεν μπορούσε να βρει αποδείξεις ότι αυτή η γρίπη των χοίρων ήταν επικίνδυνη ή ότι θα μεταδιδόταν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ως αντίποινα, οι αξιωματούχοι του FDA κατάσχεσαν τα υλικά της έρευνάς του, άλλαξαν κλειδαριά στο εργαστήριο του, τοποθέτησαν σε άλλες εργασίες το προσωπικό του εργαστηρίου και μπλόκαραν τις προσπάθειες του να δημοσιεύσει τα ευρήματά του. Ο FDA τοποθέτησε τον δρ. Μόρις σε ένα μικρό δωμάτιο χωρίς τηλέφωνο. Όποιος ήθελε να τον δει έπρεπε να πάρει άδεια από τον επικεφαλής του εργαστηρίου. Το 1976, το υπουργείο Υγείας απέλυσε τον δρ. Μόρις με το πρόσχημα ότι δεν επέστρεψε έγκαιρα στη βιβλιοθήκη κάποια βιβλία.
Γεγονότα που ακολούθησαν απέδειξαν ότι ήταν βάσιμος ο σκεπτικισμός του δρ. Μόρις για το εμβόλιο της γρίπης των χοίρων. Το 1976, το σχετικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού παρουσίαζε τόσα προβλήματα που η κυβέρνηση το σταμάτησε, αφού όμως είχαν εμβολιαστεί ήδη 49 εκατομμύρια άνθρωποι. Στα θύματα του εν λόγω εμβολίου συγκαταλέγονται 500 περιπτώσεις του συνδρόμου Guillain-Barre, συμπεριλαμβανομένων 200 ανθρώπων που παρέλυσαν και 33 που πέθαναν. Επιπλέον, η συχνότητα της γρίπης των χοίρων στους εμβολιασμένους ήταν 7 φορές μεγαλύτερη από τη συχνότητα εμφάνισής της στους μη εμβολιασμένους, όπως ανέφεραν οι ειδήσεις.
Σύμφωνα με τον επικήδειο του στους New York Times, ο δρ. Μόρις είχε πει:
«Εκείνοι που παράγουν αυτά τα εμβόλια (της γρίπης) γνωρίζουν ότι είναι άχρηστα, αλλά τα πωλούν, έτσι κι αλλιώς».
Το 1979, είπε στην Washington Post:
«Πρόκειται για ιατρική κομπίνα... πιστεύω ότι οι άνθρωποι γενικώς πρέπει να έχουν αληθινή πληροφόρηση με βάση την οποία να μπορούν να αποφασίσουν αν θα κάνουν ή όχι το εμβόλιο… πιστεύω ότι αν έχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες, δεν θα κάνουν το εμβόλιο».
• Ο FDA χρησιμοποίησε την ίδια στρατηγική το 2002 για να απομονώσει, να φιμώσει και να οδηγήσει εκτός κρατικής υπηρεσίας τον κορυφαίο επιδημιολόγο του, δρ. Μπαρτ Κλάσεν, όταν οι εκτεταμένες επιδημιολογικές μελέτες του, οι μεγαλύτερες που είχαν γίνει ποτέ, συνέδεσαν το εμβόλιο του αιμόφιλου ινφλουέντσας με την επιδημία νεανικού διαβήτη. Ο FDA διέταξε τον δρ. Κλάσεν να μη δημοσιοποιήσει τις κρατικά χρηματοδοτούμενες μελέτες του, του απαγόρευσε να μιλά δημόσια για ανησυχητική εξάπλωση και τελικά τον ανάγκασε να φύγει από τη δημόσια υπηρεσία.
• Το 1995, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) προσέλαβαν έναν ειδικό στην υπολογιστική αναλυτική, τον δρ. Γκάρι Γκόλντμαν, για να πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερη μελέτη όλων των εποχών, τη μελέτη του εμβολίου για την ανεμοβλογιά, χρηματοδοτούμενη από τα CDC. Τα αποτελέσματα του Γκόλντμαν, που αφορούσαν έναν απομονωμένο πληθυσμό 300.000 ανθρώπων στην κοιλάδα Αντιλόπη της Καλιφόρνιας, έδειξαν ότι το εμβόλιο έφθινε, οδηγώντας σε επικίνδυνα ξεσπάσματα ανεμοβλογιάς σε ενηλίκους και ότι τα δεκάχρονα παιδιά που εμβολιάζονταν ανέπτυσσαν έρπητα ζωστήρα τρεις φορές περισσότερο από ό,τι τα μη εμβολιασμένα παιδιά. Ο έρπης είναι 20 φορές πιο θανατηφόρος από την ανεμοβλογιά και προκαλεί τύφλωση.
Τα CDC διέταξαν τον Γκόλντμαν να αποκρύψει τα ευρήματά του και του απαγόρευσαν να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία του. Το 2002, ο Γκόλντμαν παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος. Έστειλε μια επιστολή στους εργοδότες του λέγοντας ότι «αρνούμαι να συμμετάσχω σε ερευνητική απάτη».
Η πρόσφατη ιστορία της ιατρικής περιέχει πληθώρα και άλλων παραδειγμάτων βάρβαρης αποσιώπησης οποιασδήποτε επιστημονικής προσπάθειας εκθέτει τους κινδύνους των εμβολίων. Τα θύματά της είναι λαμπροί επιστήμονες και γιατροί, όπως η Βρετανίδα νευροπαθολόγος Γουέινι Σκουάιρ, ο Βρετανός γαστρεντερολόγος Άντριου Γουέικφιλντ, που καταδικάστηκε με ψευδείς κατηγορίες, η ακλόνητη ερευνητική ομάδα των πατέρα και γιου Ντέιβιντ και δρ. Μαρκ Γκάιερ, η Ιταλίδα βιοχημικός Αντιονέτα Γκάτι και ο Δανός επιδημιολόγος Πέτερ Γκέτσε. Οποιαδήποτε δίκαιη κοινωνία θα τους είχε στήσει αγάλματα, θα τους δαφνοστεφάνωνε και θα τους ανέθετε την ηγεσία. Οι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι μας στον ιατρικό χώρο τους εξευτελίζουν και τους φιμώνουν συστηματικά.
• Στην Αγγλία, η νευροπαθολόγος δρ. Γουέινι Σκουάιρ του νοσοκομείου Ράντκλιψ, στην Οξφόρδη, πραγματοποίησε τεστ σε μια σειρά περιπτώσεων εκ μέρους εναγόμενων που κατηγορούνταν ότι είχαν προκαλέσει σύνδρομο ανατάραξης βρέφους [σοβαρή εγκεφαλική προσβολή]. Η Σκουάιρ πίστευε ότι, στις εν λόγω περιπτώσεις, την προσβολή στους εγκεφάλους των βρεφών την είχαν προκαλέσει τα εμβόλια και όχι φυσικά τραύματα. Τον Μάρτιο του 2016, το Δικαστήριο Εξέτασης Θεμάτων των Επαγγελματιών Ιατρών (ΜΡΤδ) την κατηγόρησε ότι παραχάραξε τα αποδεικτικά στοιχεία, ότι είπε ψέματα και τη διέγραψε από το ιατρικό μητρώο. Η Σκουάιρ έκανε έφεση κατά της απόφασης αυτής, τον Νοέμβριο του 2016. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας ανέτρεψε την απόφαση του MPTS, συμπεραίνοντας, «Η απόφαση του MPTS είναι κατά πολλούς σημαντικούς τρόπους εσφαλμένη».
• Στη Δανία, ο καθηγητής Πέτερ Γκέτσε ήταν συνιδρυτής της Συνεργασίας Κόχραν, το 1993, που είχε ως σκοπό την αντιμετώπιση της εκτεταμένης διάβρωσης των δημοσιευμένων επιστημονικών δεδομένων και των επιστημόνων από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Στον οργανισμό αυτόν εντάχθηκαν πάνω από 30.000 επιστήμονες διεθνούς κύρους ως εθελοντές επιθεωρητές, με την ελπίδα να αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα των δημοσιευμένων επιστημονικών μελετών. Ο Γκέτσε είχε την ευθύνη να καταστήσει τη Συνεργασία Κόχραν κορυφαίο, ανεξάρτητο, ερευνητικό ίδρυμα. Το 2003, ίδρυσε επίσης το Σκανδιναβικό Κέντρο Κόχραν. Στις 29 Οκτωβρίου 2018, φαρμακευτικά συμφέροντα, υπό την ηγεσία του Μπιλ Γκέιτς, κατάφεραν τελικά να εκδιώξουν τον δρ. Γκέτσε. Ένα συμβούλιο ελεγχόμενο από τον Γκέιτς απέλυσε τον Γκέτσε από τη Συνεργασία Κόχραν, μετά από τη δημοσίευση μιας άριστα θεμελιωμένης κριτικής του για το εμβόλιο των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV). Το 2018, η κυβέρνηση της Δανίας, υπό την πίεση των φαρμακευτικών εταιρειών, απέλυσε τον δρ. Γκέτσε από το Rigshopitalet της Κοπεγχάγης. Τα ευρήματά του για το εμβόλιο του HPV απειλούσαν τα έσοδα των φαρμακευτικών εταιρειών.
Η επιστήμη, στις καλύτερες στιγμές της, είναι η αναζήτηση της υπαρξιακής αλήθειας. Ωστόσο, κάποιες φορές, οι αλήθειες απειλούν καθιερωμένα ισχυρά οικονομικά «παραδείγματα». Τόσο η επιστήμη όσο και η δημοκρατία βασίζονται στην ελεύθερη ροή σωστών πληροφοριών. Οι άπληστες εταιρείες και οι αιχμάλωτές τους διεφθαρμένες και κρατικές ρυθμιστικές Αρχές πλειστάκις έχουν αποδειχθεί πρόθυμες να διαστρέψουν, να διαστρεβλώσουν, να παραχαράξουν και να διαφθείρουν την επιστήμη, να αποκρύψουν πληροφορίες και να λογοκρίνουν τη δημόσια συζήτηση, προκειμένου να προστατεύουν την προσωπική τους εξουσία και τα εταιρικά κέρδη. Η λογοκρισία είναι θανάσιμος εχθρός της δημοκρατίας όσο και της δημόσιας υγείας.
Ο δρ. Φρανκ Ρουσέτι συχνά παραθέτει τον Βαλέρι Λεγκάσοφ, τον θαρραλέο Ρώσο φυσικό που αγνόησε τη λογοκρισία, τα βασανιστήρια και τις απειλές κατά της ζωής του από την KGB, για να αποκαλύψει στον κόσμο την αληθινή αιτία της καταστροφής στο Τσερνομπίλ.
«Το να είσαι επιστήμονας σημαίνει να είσαι απλοϊκός. Είμαστε τόσο συγκεντρωμένοι στην έρευνά μας για την αλήθεια που δεν καταφέρνουμε να αναλογιστούμε πόσο λίγοι θέλουν πραγματικά να τη βρούμε. Όμως, υπάρχει πάντα εκεί, είτε τη βλέπουμε είτε όχι, είτε την επιλέγουμε είτε όχι. Η αλήθεια δεν νοιάζεται για τις ανάγκες ή τις ελλείψεις μας. Δεν νοιάζεται για τις κυβερνήσεις, τις ιδεολογίες ή τις θρησκείες μας. θα βρίσκεται συνεχώς εν αναμονή».
Η παρούσα αφήγηση της Τζούντι Μάικοβιτς και του Κεντ Χέκενλάιβλι είναι εξαιρετικά σημαντική τόσο για την υγεία των παιδιών μας όσο και για τη σφριγηλότητα της δημοκρατίας μας. Ο πατέρας μου πίστευε ότι το ηθικό θάρρος είναι το πιο σπάνιο είδος γενναιότητας. Σπανιότερο από το σωματικό θάρρος των στρατιωτών στη μάχη ή από τη μεγάλη ευφυΐα. Πίστευε ότι το ηθικό θάρρος είναι η κρίσιμης σημασίας ποιότητα που χρειάζεται για να σωθεί ο κόσμος.
Εάν θέλουμε να απολαμβάνουμε και στο μέλλον τη δημοκρατία και να προστατεύουμε τα παιδιά μας από τις δυνάμεις που επιδιώκουν να εμπορευματοποιήσουν την ανθρωπιά, τότε έχουμε ανάγκη από θαρραλέους επιστήμονες όπως η Τζούντι Μάικοβιτς, που είναι πρόθυμοι να πουν την αλήθεια για την εξουσία, ακόμη και με τρομακτικό προσωπικό κόστος.
Robert F. Kennedy,Jr.
απο:https://www.zougla.gr/kosmos/article/epistimi-ke-i8iki