... Συνέντευξη στην Κατερίνα Σχισμένου Μιά δύσκολη εποχή, ένα νέο βιβλίο για τον χρόνο και την ύπαρξη. Πράγματι, είναι μια δύσκολη εποχή, όπου μετασχηματίζονται γοργά οι συνθήκες της συλλογικής μας ύπαρξης και μεταλλάσσεται η αίσθηση του κοινωνικού και του ατομικού χρόνου. Η έκδοση ενός βιβλίου στη διάρκεια της πανδημίας ίσως φαίνεται παρακινδυνευμένη υπόθεση, ιδίως για έναν καινούργιο εκδοτικό, όπως είναι οι εκδόσεις ‘Αυτολεξεί’, αλλά αν μη τι άλλο, δείχνει ότι, όπως έλεγε ο Γκράμσι, η απαισιοδοξία της νόησης δεν καταπνίγει την αισιοδοξία της βούλησης. Όσον αφορά το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δοκιμίου, θα έλεγα ότι ασχολείται με θέματα που έχουν απασχολήσει τη σκέψη και τη φιλοσοφία διαχρονικά. Οι θεωρήσεις των φιλοσόφων πρέπει βέβαια να δοκιμαστούν στον κόσμο της καθημερινής εμπειρίας. Ιδίως ο Χάιντεγκερ, μα και ο Καστοριάδης, βρίσκονται στο προσκήνιο της ακαδημαϊκής συζήτησης, ο πρώτος εδώ και έναν αιώνα σχεδόν, ο δεύτερος τις τελευταίες δεκαετίες. Το βιβλίο αυτό είναι μια απόπειρα να ξεκινήσει ένας διάλογος γύρω από τη σημασία, την επίδραση αλλά και τη φιλοσοφική συσχέτιση των δύο στοχαστών. Πόσο μάλλον όταν ο Καστοριάδης είναι ο φιλόσοφος της αυτονομίας, που ζήτησε να ανανεώσει το επαναστατικό πρόταγμα, ενώ ο Χάιντεγκερ, ως γνωστόν, υπήρξε αμετανόητο μέλος του ναζιστικού κόμματος κατά τη διάρκεια του Γ’ Ράιχ. Θεωρώ ότι έχει σημασία να αναδειχθούν κυρίως οι διαφορές των δύο προοπτικών. Γιατί ο Καστοριάδης βρέθηκε μπροστά στην «χαϊντεγκεριανή άβυσσο» τελικά; Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ έχει θέσει ένα τεράστιο ζήτημα στη σύγχρονη σκέψη, ακριβώς λόγω αφενός της σημασίας του για τη φιλοσοφική παράδοση και αφετέρου της στράτευσής του στον ναζισμό. Μπορεί ένας άνθρωπος που παρέβλεψε την εγκληματική βαρβαρότητα του πιο απάνθρωπου καθεστώτος να θεωρείται μεγάλος στοχαστής; Μπορεί ένας στοχαστής του βεληνεκούς του Χάιντεγκερ, με απροσμέτρητη επιρροή στη φιλοσοφική παράδοση να υπήρξε τόσο τυφλός πολιτικά; Είναι ένα ερώτημα που θα τίθεται στο διηνεκές. Και όμως, κανείς από όσους ασχολούμαστε με τη φιλοσοφία δεν μπορεί να αγνοήσει τον Χάιντεγκερ και τη θεώρησή του της πεπερασμένης ανθρώπινης ύπαρξης ως χρονικότητας ή τις αναλύσεις του για την ιστορικότητα ή την αρχαία ελληνική σκέψη. Παρομοίως και ο Καστοριάδης, μετά τη ρήξη του με τον μαρξισμό και όταν στρέφεται στα ερωτήματα της φαντασίας, του ανθρώπινου χρόνου, της οντολογίας και στην αρχαία ελληνική γραμματεία, συναντά τη σκιά του Χάιντεγκερ. Τόσο ο Χάιντεγκερ όσο και ο Καστοριάδης δίνουν έμφαση στον πεπερασμένο και θνητό ανθρώπινο κόσμο, αφήνοντας πίσω την υπερβατική πλατωνική σφαίρα των Ιδεών. Κατά μία έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Καστοριάδης συναντά τον Χάιντεγκερ στην αυλή του Αριστοτέλη. Ποιά είναι η τυφλότητα που είχε ν΄αντιμετωπίσει ο Καστοριάδης και πώς το έπραξε; Υπάρχει μια βαθιά διαφορά ανάμεσα στους δύο στοχαστές και αυτή είναι η θεώρησή τους για την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Ο Χάιντεγκερ αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ύπαρξη (το περίφημο Dasein, εδώ-Είναι) ως ζώσα χρονικότητα που, αντιλαμβανόμενη τον ατομικό της θάνατο ως τελικό ορίζοντα του χρόνου, θέτει το ερώτημα του νοήματος του Είναι, δηλαδή του νοήματος της ύπαρξης. Μα αυτό το ερώτημα καταλαμβάνει τον άνθρωπο, του επιβάλλεται, τον καθιστά τελικά φερέφωνο ενός απρόσωπου και ασαφούς Είναι. Η ατομική ύπαρξη παρουσιάζεται ως ανοιχτή στον κόσμο αλλά χωρίς ψυχικές εντάσεις, καθώς ο Χάιντεγκερ διαφωνούσε με την ψυχαναλυτική θεώρηση. Ο Χάιντεγκερ δίνει έμφαση στην μοναχική ύπαρξη και θεωρεί την κοινωνία, τους πολλούς, τους άλλους, ως αλλοτρίωση και εγκατάλειψη του αυθεντικού εαυτού. Προτείνει την αποδοχή του πεπρωμένου και την αποφασιστικότητα στη στράτευση, χωρίς όμως να δίνει κανένα ηθικό περιεχόμενο σε αυτά. Αντιθέτως, ο Καστοριάδης θεωρεί τον άνθρωπο ως πολιτικό ον και δεν πιστεύει πως υπάρχει κάποιο νόημα πέρα από τα νοήματα που η ίδια η κοινωνία δημιουργεί αυθαίρετα. Για τον Καστοριάδη, το πρόταγμα της ατομικής αυτονομίας βασίζεται στην αναγνώριση των άλλων ως εξίσου αυτόνομων, συνεπάγεται την συλλογική πράξη με σκοπό την ελευθερία και προϋποθέτει την κοινωνική αυτονομία. Εδώ εντοπίζει και το πολιτικό νόημα της ψυχανάλυσης, την οποία άσκησε και επαγγελματικά. Για τον Καστοριάδη οι άλλοι είναι μέρος της λύσης, δηλαδή του ξεπεράσματος της αλλοτρίωσης και της ετερονομίας και η ανθρώπινη κοινωνία είναι η πηγή κάθε νοήματος και όχι κάποιο απρόσωπο Είναι. Για τον Καστοριάδη μόνο ο άνθρωπος που πράττει μπορεί να γίνει η «αρχή των εσομένων», αρχή ενός άλλου μέλλοντος. Συνεπώς ο Καστοριάδης επισημαίνει ότι ο Χάιντεγκερ είναι «τυφλός» μπροστά στα ζητήματα της ψυχής, καθώς δεν αναγνωρίζει την ψυχική διαστρωμάτωση του υποκειμένου, του έρωτα, καθώς δεν αναγνωρίζει τη συμβολή των άλλων στη διαμόρφωση του Εγώ, και της πόλεως, καθώς υποτιμά την πολιτική και κοινωνική συλλογικότητα. Έτσι σε όλο το έργο του έχουμε διάσπαρτες αναφορές στη χαϊντεγκεριανή σκέψη, πολλές φορές αρκετά δηκτικές. Τέλος, ο Χάιντεγκερ αναζήτησε τις απαρχές του φιλοσοφικού στοχασμού στην αρχαία Ελλάδα, ερμηνεύοντας τους Προσωκρατικούς ως τους στοχαστές που πρώτοι θαύμασαν την αποκάλυψη του Είναι. Αντιθέτως ο Καστοριάδης θεωρεί πως η φιλοσοφία γεννιέται μαζί με τη δημοκρατία και βρίσκει στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους τη ρητή αμφισβήτηση της παράδοσης και των παραδοσιακών ερμηνειών του κόσμου, όπως επίσης βλέπει στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες τη ρητή αμφισβήτηση των παραδοσιακών θεσμών. Θεωρώ ότι οι δύο στοχαστές έχουν εκ διαμέτρου αντίθετες προοπτικές. Πόσο κοντά βρισκόμαστε και σήμερα στη «διαμάχη» αυτή των δύο φιλοσόφων και γιατί; Είναι χαρακτηριστικά του αιώνα μας οι τάσεις αμφισβήτησης του διαφωτισμού, η κατάρρευση των βεβαιοτήτων, ο φόβος μπροστά στην τεχνολογία και η αναζωπύρωση των υπαρξιακών ερωτημάτων. Σε αυτό τον καιρό της ατομικής και κοινωνικής αβεβαιότητας τα θέματα που αναδεικνύονται μέσα από τη θεωρητική «διαμάχη» των δύο στοχαστών είναι κομβικά διακυβεύματα. Ο Χάιντεγκερ ενισχύει την αντιδιαφωτιστική παράδοση, την άρνηση της ανθρωπότητας, την άρνηση των καθολικών δικαιωμάτων, την περιχαράκωση στον εθνικισμό και την απόκτηση της ατομικής γαλήνης μέσω της σιωπής και της αναμονής για έναν ‘απόντα Θεό’. Ο Καστοριάδης, από την άλλη, προτρέπει στην πολιτική πράξη, στην ανανέωση του διαφωτιστικού προτάγματος, στην αναδημιουργία του δημόσιου χρόνου και την χειραφέτηση της ανθρωπότητας μέσα από τον κριτικό αναστοχασμό και την συνειδητή συλλογική δράση. Είναι δύο αντίθετοι δρόμοι και θεωρώ ότι στο ιστορικό σταυροδρόμι που βρισκόμαστε είμαστε ακόμη στον θεωρητικό χώρο που ανοίγεται, εκτός των άλλων, και μέσα από την κριτική αντιπαράθεση των δύο φιλοσόφων. Η φιλοσοφία ρίχνει φως σε τόσο σκοτεινές και στενές εποχές; Η φιλοσοφία μας βοηθά να αντιληφθούμε το βάθος του σκοταδιού που καλύπτει τον κόσμο και να μην αφεθούμε σε αυτό. Ως αναστοχαστική πράξη, η φιλοσοφία, όπως και η τέχνη και η πολιτική είναι ένας τρόπος να ανάψουμε φωτιές που να διαφωτίζουν την κοινωνική μας ύπαρξη και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την ιστορία μας χωρίς να την αποδεχόμαστε παθητικά ως πεπρωμένο. Όπως έλεγε ένας μεγάλος φιλόσοφος, ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, η φιλοσοφία προκύπτει. Για να προκύψει όμως, θα συμπληρώσουμε, απαιτεί τον ελεύθερο δημόσιο χώρο και χρόνο τον οποίο προσπαθεί να συρρικνώσει η κατεστημένη εξουσία. Υπό μία έννοια η φιλοσοφία είναι πάντοτε ανατρεπτική, ανθρώπινη και γι’ αυτό εν τέλει δημιουργική. |