---Μετάφραση: Γιώργος Κουτσαντώνης---
Είναι γεγονός, υψίστης σημασίας, ότι όλα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τις ειδικές απαιτήσεις της ελληνικής επιστήμης δεν αναδύονται ως το αποτέλεσμα μιας ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε a posteriori, και ιδίως από φιλοσόφους της επιστήμης, αλλά εκφράστηκε πλήρως και αναγνωρίστηκε επακριβώς από τους Έλληνες φιλόσοφους, σύγχρονους εκείνης της εποχής, οι οποίοι σημείωσαν τη διαφορά μεταξύ απλής κατοχής της αλήθειας και αυθεντικής γνώσης. Αυτή αποτελεί μια σπουδαία ανάλυση. Στην πραγματικότητα, είναι κάτι εντελώς αυθόρμητο να ταυτίζουμε τη γνώση με την κατοχή της αλήθειας, και ιδίως να θεωρούμε ότι η γνώση συνίσταται στην συλλογή επιμέρους «γνώσεων», δηλαδή, αληθινών υποθέσεων. Ωστόσο, από τις απαρχές της ελληνικής σκέψης, προέκυψε η ανάγκη «εγγύησης» της κατοχής της αλήθειας και, υπό αυτή την έννοια, ο Παρμενίδης (γεννημένος το 540 π.Χ.) διέκρινε την αλήθεια από την άποψη, ισχυριζόμενος ότι η πρώτη επιτυγχάνεται μόνο με την εφαρμογή αυστηρών επιχειρημάτων του Λόγου, τα οποία μπορούν να μας αναγκάσουν να απορρίψουμε όσα ενδεχομένως φαίνονται προφανή από τις αισθήσεις μας, τις οποίες εμπιστευόμενοι παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο παραπλανητικό βασίλειο των απόψεων. Έτσι, για παράδειγμα, τυπικά η αλήθεια συνίσταται – σύμφωνα με τον Παρμενίδη – στην άρνηση της πολλαπλότητας των οντοτήτων και του γίγνεσθαι (δηλαδή της μεταλλαγής), της οποίας η ύπαρξη, από την άλλη πλευρά, πιστεύεται από εκείνους που βασίζονται στην μαρτυρία των αισθήσεων. Εντούτοις γνωρίζουμε ότι δεν είναι ψευδείς όλες οι απόψεις και ότι, ως εκ τούτου, το πραγματικό πρόβλημα είναι η διάκριση μεταξύ άποψης (ακόμη και της αληθινής) και γνώσης. Αυτό το πρόβλημα αντιμετωπίζεται από τον Πλάτωνα (428-348 π.Χ.), ο οποίος δίνει μια λύση η οποία στη συνέχεια αναλύθηκε και μελετήθηκε σε βάθος από τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.). Μόλις ορισθεί ως αληθής ένας λόγος, που λέει τα πράγματα όπως όντως είναι, και αφού, υπό αυτή την έννοια, αναγνωριστεί ότι υπάρχουν πολλές αληθινές απόψεις, τότε ο Πλάτωνας παρατηρεί (στον διάλογο του Μένωνα) ότι η κατοχή της άποψης δεν είναι κάτι σταθερό στο μυαλό (μπορεί εύκολα κανείς να αλλάξει την άποψή του), εκτός κι αν ενισχυθεί από «συλλογισμούς που αποδεικνύουν τη αιτιότητά της».
Το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ἐπίσταμαι» -που χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη σε αυτό το πλαίσιο- παράγει τον όρο “episteme” ο οποίος στα ιταλικά μεταφράζεται συνήθως ως scienza (επιστήμη). Σήμερα προσδίδουμε σε αυτό τον όρο ένα πολύ περιορισμένο νόημα, αντιθέτως στην ελληνική φιλοσοφία, στην πραγματικότητα, σήμαινε γνώση με την πληρέστερη και πιο γνήσια έννοια της λέξης, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο στο οποίο εφαρμόζεται αυτή η γνώση. Μια ακόμη σημαντική παρατήρηση: στα ελληνικά κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων εμφανίζεται πολύ συχνά ο όρος αιτία (με τα παράγωγά του). Και σε αυτή την περίπτωση ο όρος έχει μια πολύ ευρύτερη έννοια, την οποία σήμερα θα άρμοζε να προσεγγίσουμε με την έκφραση «ο λόγος για τον οποίο», και αυτός ο λόγος μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συγκροτηθεί από μια «αιτία» όπως εμείς πιστεύουμε (δηλαδή ως κάτι που «παράγει» κάτι άλλο ως το αποτέλεσμά του). Όλα αυτά, επομένως, καθιστούν σαφές ότι, σύμφωνα με το μοντέλο της γνώσης, που έχει ρητώς θεωρηθεί από την ελληνική φιλοσοφία, η αυθεντική γνώση επιτυγχάνεται μόνο όταν, εφόσον επιβεβαιωθεί μια αλήθεια, κάποιος καταφέρει να αποδώσει την αιτιολόγησή της, δηλαδή να παράσχει το γιατί. Επομένως, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι με τους Έλληνες εισάγεται στον πολιτισμό η «εφεύρεση» του γιατί, που αποτελεί ταυτόχρονα τη γέννηση τόσο της φιλοσοφίας όσο και της επιστήμης καθώς εφαρμόζεται άμεσα καί στους τομείς που ονομάζουμε επιστημονικούς, με τη σύγχρονη έννοια του όρου.
Η αξιωματική-αφαιρετική δομή της κλασικής επιστήμης
Επομένως, σε τι συνίσταται η «αιτιολόγηση», το «δείξιμο του γιατί»; Οι Έλληνες έδωσαν σε αυτές τις ερωτήσεις μια αυστηρή απάντηση: την απόδειξη. Η αυθεντική γνώση είναι αποδεικτική γνώση, δηλαδή, υποστηρίζεται και βασίζεται σε ορθούς συλλογισμούς. Σε αυτή την συνειδητή επιλογή βασίζεται ο ελληνικός ορθολογισμός ο οποίος αποτελεί τον διακριτικό χαρακτήρα (αν και όχι τον αποκλειστικό) του πνευματικού ύφους της Δύσης: η μυθική φαντασία, οι αποκαλύψεις, η εξουσία, τα συναισθήματα και τα αισθήματα δεν αποτελούν εγγυήσεις γνώσης, ακόμη και αν μπορούν να γίνουν μέρος ορισμένων συγκεκριμένων συνθηκών γνώσης. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση αφήνει ανοιχτά ζητήματα, ή θέτει ακόμη και κάποια ερωτήματα: «από τι αποτελείται μια απόδειξη;», δηλαδή ένας λογικός συνειρμός επιχειρημάτων, σύμφωνα με τις ανάγκες του Λόγου; Και πώς μπορεί μια απόδειξη να εγγυηθεί την αλήθεια του συμπεράσματος αυτού του συνειρμού; Οι φιλόσοφοι αφιέρωσαν πολύ στοχασμό και στα δύο αυτά ερωτήματα. Το πιο ώριμα αποτελέσματα αυτού του στοχασμού κωδικοποιήθηκαν συστηματικά από τον Αριστοτέλη. Μια απόδειξη, ή μια ορθή συλλογιστική, συνίσταται στη συνένωση υποθέσεων στις οποίες η αλήθεια των υποθέσεων του συλλογισμού μεταδίδεται υποχρεωτικά και στα συμπεράσματά του. Οι πρώτοι φιλόσοφοι και μαθηματικοί ανέπτυξαν και τελειοποίησαν επί μακρόν μια πρακτική παρόμοιας συλλογιστικής, αλλά μόνο με τον Αριστοτέλη αυτή έγινε το αντικείμενο μιας εξαντλητικής θεωρίας, της λογικής, στην οποία εντοπίστηκαν οι μορφές κάποιων ορθών αφαιρετικών σχηματοποιήσεων και επίσης επισημάνθηκαν πολλές μορφές λανθασμένου συλλογισμού (λογικά σφάλματα ή συλλογιστικές πλάνες). Η χρήση του εργαλείου της απόδειξης για την «παροχή αιτιολόγησης» επί μιας αληθούς υπόθεσης, σήμαινε, συνεπώς, την εύρεση ορισμένων αληθινών προϋποθέσεων από τις οποίες η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να συναχθεί ως λογική τους συνέπεια. Άμεσα γίνεται σαφές ότι με αυτόν τον τρόπο το νέο πρόβλημα είναι το εξής: πώς μπορούμε να εγγυηθούμε την αλήθεια αυτών των προϋποθέσεων; Αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί ούτε με παλινδρόμηση στο άπειρο, ούτε με κάποιου είδους κυκλική κίνηση, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί καμία αλήθεια, οποιασδήποτε υπόθεσης.
Συνεπώς κάθε απόδειξη θα πρέπει να ξεκινά από μη αποδεδειγμένες προϋποθέσεις και, εάν σε αυτήν την τυπική προϋπόθεση προσθέσουμε την περαιτέρω απαίτηση ότι μια απόδειξη δεν πρέπει να είναι μόνο μια τυπική αφαίρεση, αλλά ο τρόπος θεμελίωσης της γνώσης και η εγγύηση της αλήθειας του περιεχομένου της, θα πρέπει επίσης να πούμε ότι οι πρωταρχικές και αναπόδεικτες προϋποθέσεις οφείλουν να είναι αληθινές από μόνες τους, δηλαδή, με άλλα λόγια, προφανείς. Πρέπει επομένως να είναι κατ΄αυτόν τον τρόπο (έτσι) στη νοητική διαίσθηση («νους» που είναι διαφορετική από τον συλλογιστικό λόγο) ώστε να τα διακρίνονται από τις υποθέσεις που θεωρούνται καθαρά υποθετικά. Τα «κατ΄αυτόν τον τρόπο» συχνά ονομάζονται αρχές. Συμπερασματικά, λοιπόν, για τους Έλληνες, η αυθεντική γνώση βασίζεται σε προφανείς, καθολικές και απαραίτητες αρχές, από τις οποίες συνάγονται ορθά συμπεράσματα με τον σωστό συλλογισμό, και αν συμβεί τα συμπεράσματα που συνάγονται αυστηρά από τις αρχές να έρθουν σε αντίθεση με αυτό που πιστοποιείται από την εμπειρία, οι αρχές δεν θα ανασκευαστούν ποτέ, αντιθέτως θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η πραγματική αξία των αποτελεσμάτων της παρατήρησης (όπως είχε υποστηρίξει ο Παρμενίδης). Πάντως, το γόνιμο μονοπάτι, που ακολουθείται από τον Αριστοτέλη, θα ανακαλύψει ερμηνείες των δεδομένων της εμπειρίας που συμφωνούν με τις αξιωματικές αρχές. Αυτό που σκιαγραφείται εδώ, με έναν διαισθητικό τρόπο, είναι η αξιωματική μέθοδος, που παρουσιάζεται ως η κανονική δομή της γνώσης. Σε ένα δεδομένο πεδίο έρευνας είναι ένα ζήτημα οργάνωσης της γνώσης, έτσι ώστε, έχοντας εντοπίσει κάποιους πρωταρχικούς όρους (που ονομάζονται αξιώματα ή γνώμονες ανάλογα με το βαθμό γενικότητάς τους και όχι τόσο της εξειδίκευσης), οι υπόλοιπες προτάσεις και υποθέσεις αποδεικνύονται αυστηρά ξεκινώντας από αυτά τα αξιώματα. Η επιλογή αυτών των πρωταρχικών όρων βασίζεται στην προφάνειά τους. Σε ισχύ αυτής της δομής, μια αυθεντική επιστήμη (που είναι μια αυθεντική γνώση) είναι βέβαιη, αναμφισβήτητη και προικισμένη με καθολικότητα. Η πιο διάσημη εφαρμογή αυτού του μοντέλου γνώσης έγινε στα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, τα οποία έχουν κατασκευαστεί με ακρίβεια σύμφωνα με αυτήν την αξιωματική μέθοδο, αν και η εφαρμογή τους έχει δοκιμαστεί σε πάρα πολλούς τομείς, αυτό έχει γίνει με πολύ διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας. Ο τρόπος αυτός που αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της κατασκευής των δυτικών μαθηματικών μέχρι και σήμερα (αν και αντιμετωπίζει βαθιές αλλαγές που θα συζητήσουμε σε άλλη περίσταση), έχει επίσης βρει ευρεία εφαρμογή στις φυσικές επιστήμες. Για παράδειγμα, έχει υιοθετηθεί στης Αρχές του Νεύτωνα και χρησιμοποιείται σε διάφορες τρέχουσες φυσικές θεωρίες, όπως η κβαντική μηχανική. Αλλά πιο ουσιαστικό είναι το γεγονός ότι, ακόμη και όταν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της απόδειξης, ή και της αλήθειας (όπως συμβαίνει με τις σύγχρονες επιστημολογίες), οι θεωρίες της επιστήμης εξακολουθούν να θεωρούνται υποθετικές, δηλαδή εποικοδομητικές κατασκευές που έχουν ως σκοπό να εξηγήσουν, δηλαδή να «αποδώσουν τις αιτίες» των φαινομένων που μελετούν. Σε αυτή τη σημαντική διαπίστωση θα επιστρέψουμε εν ευθέτω χρόνω.
Η πολλαπλότητα των επιστημών
Ακριβώς επειδή η κλασική έννοια της επιστήμης δεν ήταν άλλο από τη γνώση, κατανοητή με την πλήρη έννοιά της, δεν δεσμευόταν από την πραγμάτευση με τα περιεχόμενα ενός συγκεκριμένου αντικειμένου (όπως συμβαίνει με τη σύγχρονη έννοια της επιστήμης), αλλά φιλοδοξούσε να επενδύσει πολλά διαφορετικά περιεχόμενα, ακόμη και αν έπρεπε να εγγράψει περισσότερο ή λιγότερο τέλεια επίπεδα εφαρμογής ανάλογα με τα αντικείμενα που καταπιανόταν. Μια πρώτη κατηγοριοποίηση, την οποία βρίσκουμε στον Αριστοτέλη, αφορά τους σκοπούς για τους οποίους αναζητείται η γνώση και, σύμφωνα με αυτόν τον φιλόσοφο, αυτοί είναι τρεις. Ο πρώτος είναι όταν προσπαθούμε να μάθουμε αποκλειστικά και μόνο για να κατανοήσουμε πώς έχουν τα πράγματα. Οι επιστήμες που επιδιώκουν αυτόν το στόχο ονομάζονται θεωρητικές και υπάρχουν τρεις: η φυσική (που μελετά τις υλικές οντότητες), τα μαθηματικά (που μελετούν αφηρημένες οντότητες που προέρχονται από την εξέταση συγκεκριμένων οντοτήτων) και τη μεταφυσική (η οποία μελετά την πραγματικότητα ως τέτοια, δηλαδή, τις πρώτες αρχές αξιώματα που ισχύουν για κάθε μορφή πραγματικότητας και οι οποίες, ειδικότερα, αποδεικνύουν επίσης την ύπαρξη μη υλικών πραγματικοτήτων που δεν γίνονται γνωστές μέσα από τις αισθήσεις). Ο δεύτερος σκοπός είναι όταν κάποιος αναζητά τη γνώση ώστε να κάνει το σωστό, δηλαδή να γνωρίσει πώς πρέπει να διάγει την ύπαρξή του: οι επιστήμες που επιδιώκουν αυτό το σκοπό ονομάζονται πρακτικές και είναι δύο: η ηθική (η οποία μελετά τους κανόνες της καλής ατομικής ζωής ) και η πολιτική (κατανοητή εδώ ως επιστήμη του σωστού τρόπου ζωής στην κοινότητα). Ο τρίτος στόχος σχετίζεται με τη γνώση για την κατασκευή και παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων ή αντικειμένων. Οι επιστήμες που θέτουν αυτούς τους σκοπούς ονομάζονται ποιητικές ή ακόμη και τέχνες με μια έννοια που όμως είναι διαφορετική από την τρέχουσα. Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες ονόμαζαν τέχνη την βέβαιη τέχνη, να δημιουργούν δηλαδή κάτι αποτελεσματικά και να γνωρίζουν τους λόγους αυτής της αποτελεσματικότητας, και ως εκ τούτου εφάρμοσαν αυτήν την ιδέα σε διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες ειδικού σκοπού και υψηλού επιπέδου όπως στην ιατρική, στη ρητορική τέχνη, σε διαφορετικά «επαγγέλματα», όπως θα λέγαμε σήμερα, χωρίς αυτό να υπονοεί σχέσεις με την ομορφιά, όπως δηλαδή άρχισε να κατανοείται (αισθητικά) η τέχνη ξεκινώντας από τη ρομαντική εποχή και έπειτα.
Μπροστά σε αυτή την κατηγοριοποίηση, δεν είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι η σύγχρονη έννοια της επιστήμης έχει περιοριστεί, σχεδόν αποκλειστικά, σε δύο από τις κλασικές επιστήμες: στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Αυτό, σε τελική ανάλυση, θα ήταν ένα ιστορικό φαινόμενο χωρίς πολλές αρνητικές συνέπειες, εάν δεν συνοδεύονταν από το γεγονός ότι όλες οι υπόλοιπες κλασικές επιστήμες, οι οποίες όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει κάλυπταν γενικά τη γνώση, πλέον εξαιρούνται από πολλούς μοντέρνους, από το πεδίο της γνώσης. Εν ολίγοις, σήμερα υπάρχει μια ισχυρή τάση να μην θεωρείται πραγματική γνώση καθετί έξω από τις στενά νοούμενες ως επιστημονικές γνώσεις, και αυτό είναι μια γνήσια απώλεια, διότι καταλήγει με τρόπο αδικαιολόγητο να περιορίζει αυτό το θαυμάσιο σύστημα ορθολογισμού που είχε ο κλασικός πολιτισμός και καθιερώθηκε ως το πνευματικό ύφος της Δύσης. Μερικές φορές μια τέτοια στάση μπορεί να δικαιολογηθεί δηλώνοντας ότι, εκτός των φυσικών/μαθηματικών επιστημών, δεν μπορούν να επιτευχθούν τόσο επαρκή επίπεδα αποδεικτικής αυστηρότητας και αντικειμενικότητας, αλλά αυτή η παρατήρηση αγνοεί ότι τα χαρακτηριστικά της επιστήμης (και γενικά της γνώσης) δεν μπορούν να εντοπιστούν σε ένα μόνο μοντέλο, ακόμη κι αν αυτό είναι ιδιαίτερα επιτυχημένο. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, στα «Ηθικά Νικομάχεια» παρατηρεί ότι στην ηθική επιστήμη δεν είναι δυνατόν, δεδομένης της φύσης του αντικειμένου, να επιτευχθεί ο ίδιος βαθμός αποδεικτικής αυστηρότητας που επιτυγχάνεται στα μαθηματικά (και που δεν επιτυγχάνεται ούτε καν στη φυσική), αλλά προσθέτει αμέσως ότι όποιος επικαλεστεί αυτού του είδους την αυστηρότητα στην ηθική θα ήταν εξίσου ανόητος με αυτόν που, αντίθετα, θα ήταν ικανοποιημένος, σε επίπεδο γεωμετρίας, μόνο με πιθανές και περιττές αποδείξεις. Αξίζει να υπογραμμιστεί η βαθιά δομική και ταυτοτική συνάφεια μεταξύ επιστήμης και τέχνης, που συχνά επισκιάζεται από τη σύγχρονη διάκριση μεταξύ γνώσης και πράξης (εκτέλεσης). Είναι αλήθεια ότι η επιστήμη, δηλαδή η πλήρης και βέβαιη γνώση, χαρακτηρίζεται από την κατοχή της αλήθειας που συνοδεύεται από τη γνώση των «λόγων» (των «γιατί» και των «αιτιών», για να χρησιμοποιήσουμε την κλασική ορολογία), αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι η τέχνη δεν σημαίνει απλώς να γνωρίζει κανείς πώς να κάνει κάτι (δηλαδή, να διαθέτει δεινή και εκλεπτυσμένη εκτελεστική ικανότητα, από την εμπειρία και την κατάρτιση), αλλά πρέπει επίσης να συνοδεύεται από τη γνώση των «λόγων» για τους οποίους αυτό που κάνει είναι αποτελεσματικό· αυτοί οι λόγοι υποδεικνύονται υπό τους ίδιους όρους (γνωρίζοντας δηλαδή το «γιατί» και την «αιτία») όπως και στην περίπτωση της επιστήμης. Πράγματι, η επιστήμη και η τέχνη είναι τόσο παρόμοιες, για παράδειγμα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είναι μεταξύ τους σχεδόν δυσδιάκριτες, και αυτό δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι, όπως είδαμε, οι «τέχνες» είναι επίσης μέρος των επιστημών: είναι οι επιστήμες της πράξης και της παραγωγής.
Το μεγαλείο και τα όρια της ελληνικής επιστήμης
Αν εξετάσουμε τώρα, μέσα στον ελληνικό πολιτισμό, τις επιστήμες όπως αυτές κατανοούνται σήμερα με τη στενή έννοια, δεν είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι σε μερικές από αυτές οι Έλληνες έφτασαν σε μεγαλειώδη και ενδεχομένως ανεπανάληπτα ύψη, και σε άλλες αντιθέτως πέτυχαν μια μάλλον μέτρια πρόοδο. Παραδόξως, αυτό το γεγονός συνδέεται με τον πλεονασμό τελειότητας που είχε ως στόχο του αυτό το μοντέλο αναζήτησης μιας απολύτως βέβαιης, καθολικής και αδήριτης γνώσης, που θα είναι ασφαλώς θεμελιωμένη χάρη σε ένα αυστηρά αφαιρετικό σύστημα. Μια τέτοια ιδανική οπτική είχε ως συνέπεια να παρεμποδιστεί ο δρόμος προς αυτές που σήμερα αποκαλούμε «πειραματικές επιστήμες». Αυτό συνέβη επειδή, όπως είδαμε, μεταξύ της εμπειρίας και του λόγου ευνοήθηκε κατά πολύ ο δεύτερος και μάλιστα εις βάρος της πρώτης. Πράγμα που μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό αναλύοντας τον ρόλο που διαδραματίζει η λογική αφαίρεση στο κλασικό σχήμα γνώσης σε σχέση με αυτόν στις σύγχρονες εμπειρικές επιστήμες. Στην περίπτωση, του λόγου, το καθήκον της αφαίρεσης ήταν ξεκινώντας από τις προφανώς αληθινές υποθέσεις, στη συνέχεια να φτάσουμε στην αλήθεια των συναγόμενων υποθέσεων, οι οποίες έβρισκαν τη βάση τους στις πρώτες και είχαν, γενικά, έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα. Στην περίπτωση των εμπειρικών επιστημών, όπως τις αναγνωρίζουμε σήμερα, η πορεία αντιστρέφεται: εδώ οι υποθέσεις μπορούν να θεωρηθούν αμέσως αληθινές και καλύτερα εγγυημένες είναι αυτές που περιγράφουν μεμονωμένα γεγονότα εμπειρίας. Όταν θέλουμε να τις «εξηγήσουμε», είναι αλήθεια ότι σχεδιάζουμε υποθέσεις και προσπαθούμε να δείξουμε εκλεκτικά ότι οι γνωστές εμπειρικές υποθέσεις προέρχονται από αυτές ως «λογικές συνέπειες». Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι αμέσως αληθείς υποθέσεις βρίσκονται στο τέλος της αφαιρετικής διαδικασίας, μακριά από την εγγύηση της αλήθειας τους, και είναι αυτές ακριβώς που δίνουν στις υποθέσεις έναν ορισμένο βαθμό αληθοφάνειας που είναι πάντα αναθεωρήσιμος. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί ελληνικός πολιτισμός παρήγαγε υπέροχα και άφθονα μαθηματικά, αλλά σχεδόν αμελητέα φυσική. Πράγματι, για τα μαθηματικά το κλασικό σχήμα ήταν απόλυτα εφαρμόσιμο (αφού σε αυτά τα αξιώματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν «πρωταρχικές αλήθειες» βάσει των οποίων μπορούν να δικαιολογηθούν τα αξιώματα) ενώ, για τους λόγους που ειπώθηκαν παραπάνω, αυτό αποδείχτηκε ένα κάπως στενό πουκάμισο για τις εμπειρικές επιστήμες. Στην πραγματικότητα, θέλοντας να εφαρμόσουν αυτό το μοντέλο και στην επιστήμη της φύσης, τόσο οι αρχαίοι, όσο και κατά τον Μεσαίωνα, προσπάθησαν να το βασίσουν στον προσδιορισμό των ουσιών, των αρχών και των καθολικών αιτιών, των οποίων οι αλήθειες και οι βεβαιότητες ήταν ισχυρότερες και πιο εγγυημένες από αυτές των ατομικών και εμπειρικών γνώσεων, οι οποίες θα έπρεπε να ήταν τα επακόλουθα τους. Το αποτέλεσμα ήταν μια απριορική, «μεταφυσικοποιημένη» φυσική επιστήμη, σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετη και δογματική, αν τη συγκρίνουμε ασφαλώς με την επιστημονική επανάσταση που επρόκειτο να συμβεί κατά την Αναγέννηση. Η μόνη εξαίρεση σε αυτόν τον τομέα ήταν η αστρονομία, το πλεονέκτημα της οποίας ήταν ότι αποτελούσε ένα είδος εφαρμογής, μεγάλης κλίμακας, της γεωμετρίας και του μαθηματικού υπολογισμού. Βέβαια, δεν είναι καθόλου ασήμαντο ότι, ήδη στον ελληνικό πολιτισμό, τα μαθηματικά και η αστρονομία αποτέλεσαν δύο αυτόνομες επιστήμες, με θεμελιώδη χαρακτηριστικά τα οποία και έχουν διατηρήσει καθόλη την ιστορία της Δύσης.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Evandro Agazzi, Le rivoluzioni scientifiche e la civiltà dell’Οccidente, Fondazione Boroli, Milano, 2008)