Η πολιτιστική κληρονομιά από πολλές απόψεις είναι μια έννοια-κλειδί για να κατανοήσει κανείς τον σύγχρονο κόσμο. Ειδικά στην Ελλάδα, διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση που οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ο πολιτισμός ως κληρονομιά συνεχίζει να διαμορφώνει καθοριστικά τις συλλογικές αναπαραστάσεις και της εθνικής ταυτότητας. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης μάλιστα συχνά υποστηρίχθηκε ότι η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και πολιτιστική. Έτσι, η πολιτιστική κληρονομιά για άλλη μία φορά αναδείχθηκε αφενός ως απόθεμα από το οποίο ο ελληνισμός μπορεί να αντλήσει έμπνευση και αφετέρου ως αναπτυξιακός πόρος, ως ένας δρόμος που μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση.
Παράλληλα, η πολιτιστική κληρονομιά, όπως προσδιορίζεται στα κείμενα και στις πρακτικές της UNESCO, του οργανισμού που σε παγκόσμιο επίπεδο επηρεάζει όσο κανείς άλλος τις δημόσιες πολιτικές για τον πολιτισμό, έχει αποκτήσει διευρυμένο περιεχόμενο. Εκτός από μνημεία και ιστορικούς τόπους, περιλαμβάνει πλέον και τα πολιτισμικά τοπία, ως σύνθετα δημιουργήματα ανθρώπου και φύσης, καθώς και τη λεγόμενη «άυλη πολιτιστική κληρονομιά», που αναφέρεται σε προφορικές εκφράσεις, παραδόσεις, γνώσεις και τεχνογνωσίες κ.ά. (Σύμβαση για την Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, UNESCO 2003). Επίσης, οι πολιτικές της UNESCO για την πολιτιστική κληρονομιά σχετίζονται και με την ανάδειξη της «πολιτισμικής ποικιλομορφίας» των διασπορικών κοινοτήτων, των μη τοπικά προσδιορισμένων κοινοτήτων κληρονομιάς, των κάθε είδους μειονοτήτων και των δικαιωμάτων τους κ.ά.
Από την άλλη πλευρά, διάφορες εκφάνσεις της πολιτιστικής κληρονομιάς εντάσσονται με ποικίλους τρόπους σε στρατηγικές που φιλοδοξούν να προτείνουν εναλλακτικά ή/και αντιηγεμονικά σχέδια όσον αφορά αφενός το πρόταγμα της ανάπτυξης και αφετέρου την πολιτική αυτονομία, ειδικά στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον μεταποικιακό κόσμο. Έτσι, οι εναλλακτικοί ή και αντιηγεμονικοί λόγοι περί πολιτιστικής κληρονομιάς μπορεί να εντάσσονται σε πολιτικές που επιδιώκουν από την ήπια διαχείριση των δυνάμεων της αγοράς μέχρι τη διατύπωση ριζοσπαστικών πολιτικών αμφισβήτησης «από τα κάτω» του κυρίαρχου προτάγματος του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και της πολιτικής του οργάνωσης. Προκειμένου να δηλωθούν αυτές οι αντιθετικές και, εν πολλοίς, ανταγωνιστικές εννοιολογήσεις αλλά και χρήσεις του όρου προτιμήσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο στον πληθυντικό αριθμό: πολιτιστικές κληρονομιές.
Η σειρά Πολιτιστικές Κληρονομιές / Κριτικές Προσεγγίσεις των εκδόσεων Ars Nova φιλοδοξεί να δώσει την ευκαιρία σε νέους κυρίως ερευνητές να μοιραστούν την εργασία τους και τον ευρύτερο προβληματισμό τους με ένα ευρύτερο κοινό, ειδικών και μη. Δεδομένης της ποικιλίας και της διαφορετικότητας των προσεγγίσεων, που φυσικά είναι θεμιτή και καλοδεχούμενη, κοινός παρονομαστής ευελπιστούμε να αναδειχθεί η κριτική προσέγγιση των διαδεδομένων στερεοτύπων που συνήθως συνοδεύουν τον δημόσιο λόγο περί πολιτισμού ή/και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Παράλληλα, η πολιτιστική κληρονομιά, όπως προσδιορίζεται στα κείμενα και στις πρακτικές της UNESCO, του οργανισμού που σε παγκόσμιο επίπεδο επηρεάζει όσο κανείς άλλος τις δημόσιες πολιτικές για τον πολιτισμό, έχει αποκτήσει διευρυμένο περιεχόμενο. Εκτός από μνημεία και ιστορικούς τόπους, περιλαμβάνει πλέον και τα πολιτισμικά τοπία, ως σύνθετα δημιουργήματα ανθρώπου και φύσης, καθώς και τη λεγόμενη «άυλη πολιτιστική κληρονομιά», που αναφέρεται σε προφορικές εκφράσεις, παραδόσεις, γνώσεις και τεχνογνωσίες κ.ά. (Σύμβαση για την Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, UNESCO 2003). Επίσης, οι πολιτικές της UNESCO για την πολιτιστική κληρονομιά σχετίζονται και με την ανάδειξη της «πολιτισμικής ποικιλομορφίας» των διασπορικών κοινοτήτων, των μη τοπικά προσδιορισμένων κοινοτήτων κληρονομιάς, των κάθε είδους μειονοτήτων και των δικαιωμάτων τους κ.ά.
Από την άλλη πλευρά, διάφορες εκφάνσεις της πολιτιστικής κληρονομιάς εντάσσονται με ποικίλους τρόπους σε στρατηγικές που φιλοδοξούν να προτείνουν εναλλακτικά ή/και αντιηγεμονικά σχέδια όσον αφορά αφενός το πρόταγμα της ανάπτυξης και αφετέρου την πολιτική αυτονομία, ειδικά στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον μεταποικιακό κόσμο. Έτσι, οι εναλλακτικοί ή και αντιηγεμονικοί λόγοι περί πολιτιστικής κληρονομιάς μπορεί να εντάσσονται σε πολιτικές που επιδιώκουν από την ήπια διαχείριση των δυνάμεων της αγοράς μέχρι τη διατύπωση ριζοσπαστικών πολιτικών αμφισβήτησης «από τα κάτω» του κυρίαρχου προτάγματος του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και της πολιτικής του οργάνωσης. Προκειμένου να δηλωθούν αυτές οι αντιθετικές και, εν πολλοίς, ανταγωνιστικές εννοιολογήσεις αλλά και χρήσεις του όρου προτιμήσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο στον πληθυντικό αριθμό: πολιτιστικές κληρονομιές.
Η σειρά Πολιτιστικές Κληρονομιές / Κριτικές Προσεγγίσεις των εκδόσεων Ars Nova φιλοδοξεί να δώσει την ευκαιρία σε νέους κυρίως ερευνητές να μοιραστούν την εργασία τους και τον ευρύτερο προβληματισμό τους με ένα ευρύτερο κοινό, ειδικών και μη. Δεδομένης της ποικιλίας και της διαφορετικότητας των προσεγγίσεων, που φυσικά είναι θεμιτή και καλοδεχούμενη, κοινός παρονομαστής ευελπιστούμε να αναδειχθεί η κριτική προσέγγιση των διαδεδομένων στερεοτύπων που συνήθως συνοδεύουν τον δημόσιο λόγο περί πολιτισμού ή/και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τα ενδιαφέρονται ερευνητικά ερωτήματα είναι πολλά:
● Ποιες πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες καθορίζουν τη συγκρότηση των πολιτιστικών κληρονομιών; ποιος είναι ο ρόλος των ποικίλης φύσεως πολιτισμικών διαμεσολαβητών (cultural brokers) στις διαδικασίες αυτές;
● Τι συνεπάγεται η διαπίστωση ότι το εγγενές χαρακτηριστικό της «μετανεωτερικής συνθήκης» είναι η προϊούσα μετατροπή του κόσμου σε μια απέραντη σκηνή στην οποία είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς ποιοι είναι οι «κάτοχοι (bearers) της κληρονομιάς» και ποιοι οι θεατές/καταναλωτές της;
● Πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή, αν υπάρχει, μεταξύ της επινόησης μιας παράδοσης, του «φολκλορισμού» ή του «ψευδολαϊκού πολιτισμού» και των νέων χρήσεων στις οποίες εντάσσονται οι βαθιά ριζωμένες στον χρόνο παραδόσεις;
● Πώς συγκροτούνται οι διαδικασίες που διαχέουν σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας την «αυθεντικότητα» και την «αξία» των πολιτισμικών εκφράσεων;
● Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά (intangible cultural heritage) και οι πολιτικές που σχετίζονται με τη μελέτη, διαφύλαξη και ανάδειξή της συγκροτούν ένα νέο παράδειγμα (paradigm);
● Με ποιον τρόπο συγκροτούνται οι πολιτισμικές αναπαραστάσεις στο πεδίο του τουρισμού;
● Ποιος ο ρόλος κρατικών θεσμών και διεθνών φορέων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο και ποια η (αλληλ)επίδρασή τους στον τρόπο που εφαρμόζονται οι πολιτικές σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, αλλά και διεθνές/παγκόσμιο επίπεδο;
Η εκδοτική σειρά Πολιτιστικές Κληρονομιές / Κριτικές Προσεγγίσεις των εκδόσεων Ars Nova φιλοδοξεί να αποτελέσει βήμα για την προώθηση του διεπιστημονικού διαλόγου για την πολιτιστική κληρονομιά, ενός διαλόγου όπου συναντώνται και συνομιλούν γόνιμα η αρχαιολογία, η ιστορία, η κοινωνική/πολιτισμική ανθρωπολογία, η γεωγραφία, η λαογραφία κ.ά. Παράλληλα, ενδιαφέρεται να προωθήσει τον ελεύθερο και δημοκρατικό διάλογο όχι μόνο μεταξύ των ειδικών επιστημόνων αλλά και των επαγγελματιών που διαχειρίζονται την πολιτιστική κληρονομιά και του ευρύτερου ενδιαφερόμενου κοινού, ειδικά των «τοπικών κοινωνιών», που τα τελευταία χρόνια αναδεικνύονται όλο και περισσότερο σε παράγοντες με τη δική τους στρατηγική για την πολιτιστική κληρονομιά.
Τέλος, φιλοδοξούμε σε συνεργασία με τους συγγραφείς να δημιουργήσουμε εκδόσεις προσιτές στο αναγνωστικό κοινό και από όλες τις απόψεις φροντισμένες, κυρίως γλωσσικά και αισθητικά. Εξάλλου, ένα από τα πολλά κίνητρα, όχι το πιο αμελητέο, για τη δημιουργία της σειράς, υπήρξε η αγάπη μας για το τυπωμένο χαρτί, αγάπη την οποία ξέρουμε πολύ καλά ότι μοιραζόμαστε μαζί σας!
● Τι συνεπάγεται η διαπίστωση ότι το εγγενές χαρακτηριστικό της «μετανεωτερικής συνθήκης» είναι η προϊούσα μετατροπή του κόσμου σε μια απέραντη σκηνή στην οποία είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς ποιοι είναι οι «κάτοχοι (bearers) της κληρονομιάς» και ποιοι οι θεατές/καταναλωτές της;
● Πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή, αν υπάρχει, μεταξύ της επινόησης μιας παράδοσης, του «φολκλορισμού» ή του «ψευδολαϊκού πολιτισμού» και των νέων χρήσεων στις οποίες εντάσσονται οι βαθιά ριζωμένες στον χρόνο παραδόσεις;
● Πώς συγκροτούνται οι διαδικασίες που διαχέουν σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας την «αυθεντικότητα» και την «αξία» των πολιτισμικών εκφράσεων;
● Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά (intangible cultural heritage) και οι πολιτικές που σχετίζονται με τη μελέτη, διαφύλαξη και ανάδειξή της συγκροτούν ένα νέο παράδειγμα (paradigm);
● Με ποιον τρόπο συγκροτούνται οι πολιτισμικές αναπαραστάσεις στο πεδίο του τουρισμού;
● Ποιος ο ρόλος κρατικών θεσμών και διεθνών φορέων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο και ποια η (αλληλ)επίδρασή τους στον τρόπο που εφαρμόζονται οι πολιτικές σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, αλλά και διεθνές/παγκόσμιο επίπεδο;
Η εκδοτική σειρά Πολιτιστικές Κληρονομιές / Κριτικές Προσεγγίσεις των εκδόσεων Ars Nova φιλοδοξεί να αποτελέσει βήμα για την προώθηση του διεπιστημονικού διαλόγου για την πολιτιστική κληρονομιά, ενός διαλόγου όπου συναντώνται και συνομιλούν γόνιμα η αρχαιολογία, η ιστορία, η κοινωνική/πολιτισμική ανθρωπολογία, η γεωγραφία, η λαογραφία κ.ά. Παράλληλα, ενδιαφέρεται να προωθήσει τον ελεύθερο και δημοκρατικό διάλογο όχι μόνο μεταξύ των ειδικών επιστημόνων αλλά και των επαγγελματιών που διαχειρίζονται την πολιτιστική κληρονομιά και του ευρύτερου ενδιαφερόμενου κοινού, ειδικά των «τοπικών κοινωνιών», που τα τελευταία χρόνια αναδεικνύονται όλο και περισσότερο σε παράγοντες με τη δική τους στρατηγική για την πολιτιστική κληρονομιά.
Τέλος, φιλοδοξούμε σε συνεργασία με τους συγγραφείς να δημιουργήσουμε εκδόσεις προσιτές στο αναγνωστικό κοινό και από όλες τις απόψεις φροντισμένες, κυρίως γλωσσικά και αισθητικά. Εξάλλου, ένα από τα πολλά κίνητρα, όχι το πιο αμελητέο, για τη δημιουργία της σειράς, υπήρξε η αγάπη μας για το τυπωμένο χαρτί, αγάπη την οποία ξέρουμε πολύ καλά ότι μοιραζόμαστε μαζί σας!
Γιάννης Γ. Κορναράκης, γραφίστας-εκδότης
Γιάννης Ν. Δρίνης, λαογράφος, επιμελητής της σειράς
Ο Γιάννης Ν. Δρίνης (Drinis Ioannis), έχει σπουδάσει Ιστορία και Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και Κοινωνική Ανθρωπολογία (Master of Arts) στο Πανεπιστήμιο του Kent at Canterbury της Μεγάλης Βρετανίας. Το 2013 αναγορεύτηκε σε διδάκτορα Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Γιάννης Ν. Δρίνης, λαογράφος, επιμελητής της σειράς
Ars Nova editions
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ars Nova το βιβλίο του Γιάννη Δρίνη με τίτλο "Δηµητσάνα. Μετασχηματισμοί και Αναπαραστάσεις του χώρου σε μια Ορεινή Κοινότητα".
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ars Nova το βιβλίο του Γιάννη Δρίνη με τίτλο "Δηµητσάνα. Μετασχηματισμοί και Αναπαραστάσεις του χώρου σε μια Ορεινή Κοινότητα".
Αρ. Σελίδων: 416, ISBN: 978-618—82960-1-5.
Ο Γιάννης Ν. Δρίνης (Drinis Ioannis), έχει σπουδάσει Ιστορία και Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και Κοινωνική Ανθρωπολογία (Master of Arts) στο Πανεπιστήμιο του Kent at Canterbury της Μεγάλης Βρετανίας. Το 2013 αναγορεύτηκε σε διδάκτορα Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Εργάζεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ως λαογράφος, προϊστάμενος στο Τμήμα Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαπολιτισμικών Θεμάτων.
Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, για την πολιτιστική κληρονομιά και τις χρήσεις της, για τον χώρο και τους μετασχηματισμούς του ως κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, καθώς και για τις πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις της τροφής και της διατροφής.
Έχει συγγράψει επιστημονικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε ελληνικές και διεθνείς εκδόσεις λαογραφίας και ανθρωπολογίας, ενώ έχει δημιουργήσει, σε συνεργασία με τον οπτικό ανθρωπολόγο Σίλα Μιχάλακα, εθνογραφικά ντοκιμαντέρ. Πεδίο ερευνών του τα τελευταία χρόνια είναι η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα η Αρκαδία (Δημητσάνα, Νεστάνη κ.ά.).
Εργάζεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ως λαογράφος, προϊστάμενος στο Τμήμα Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαπολιτισμικών Θεμάτων.
Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, για την πολιτιστική κληρονομιά και τις χρήσεις της, για τον χώρο και τους μετασχηματισμούς του ως κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, καθώς και για τις πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις της τροφής και της διατροφής.
Έχει συγγράψει επιστημονικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε ελληνικές και διεθνείς εκδόσεις λαογραφίας και ανθρωπολογίας, ενώ έχει δημιουργήσει, σε συνεργασία με τον οπτικό ανθρωπολόγο Σίλα Μιχάλακα, εθνογραφικά ντοκιμαντέρ. Πεδίο ερευνών του τα τελευταία χρόνια είναι η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα η Αρκαδία (Δημητσάνα, Νεστάνη κ.ά.).
Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, για την πολιτιστική κληρονομιά και τις χρήσεις της, για τον χώρο και τους μετασχηματισμούς του ως κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, καθώς και για τις πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις της τροφής και της διατροφής.
Έχει συγγράψει επιστημονικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε ελληνικές και διεθνείς εκδόσεις λαογραφίας και ανθρωπολογίας, ενώ έχει δημιουργήσει, σε συνεργασία με τον οπτικό ανθρωπολόγο Σίλα Μιχάλακα, εθνογραφικά ντοκιμαντέρ. Πεδίο ερευνών του τα τελευταία χρόνια είναι η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα η Αρκαδία (Δημητσάνα, Νεστάνη κ.ά.).