Την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησα τη συγγραφή ενός δοκιμίου στο οποίο επιχείρησα να καταπιαστώ με εκείνα που θεωρώ ότι είναι τα κεντρικά ερωτήματα που η τρέχουσα πανδημία εγείρει: Η τεράστια και δαπανηρή προσπάθεια να συγκρατηθεί και να περιοριστεί η ζημία που ο ιός θα επιφέρει είναι άραγε η μόνη επιλογή που έχουμε; Δεν αποτελεί παρά μια προφανή και αναπόφευκτη επίδειξη σύνεσης για την προστασία των πιο ευάλωτων; Ή μήπως συνιστά ένα καταστροφικό εγχείρημα με σκοπό να διατηρηθεί ο έλεγχος αυτού που είναι πρόδηλα εκτός ελέγχου, ένα εγχείρημα που θα προσθέσει στη βλάβη, που προκαλείται από τη νόσο, νέα προβλήματα, τα οποία θα γίνουν αισθητά με τρόπο ηχηρό στο μέλλον; Μέχρι να αρχίσω να συνειδητοποιώ ότι πολλά από τα συμπεράσματα που έβγαζα απείχαν αρκετά από εκείνα που εκφράζονταν γύρω μου, δεν είχα γράψει τίποτα για πολύ καιρό. Στη διαμόρφωση μάλιστα των συγκεκριμένων συμπερασμάτων συνέβαλε κυρίως η παρατεταμένη συνομιλία μου με το έργο του Ivan Illich. Εξαιτίας αυτού εννόησα ότι, πριν να μιλήσω για τις σημερινές συγκυρίες, θα έπρεπε πρώτα, προκειμένου να γίνω κατανοητός, να σκιαγραφήσω τη στάση απέναντι στην υγεία, την ιατρική και την ευημερία που ανέπτυξε ο Illich κατά τη διάρκεια μίας ολόκληρης ζωής προβληματισμού για αυτά τα θέματα. Έτσι λοιπόν, στη συνέχεια, θα ξεκινήσω με μια σύντομη περιγραφή της εξέλιξης της κριτικής της βιοϊατρικής από τον Illich και κατόπιν θα προσπαθήσω να απαντήσω, υπό το φως αυτό, στις ερωτήσεις που μόλις έθεσα.
Στο βιβλίο «Tools of Conviviality» («Εργαλεία Κοινωνικής Συμβίωσης»), στις αρχές του 1973, ο Illich περιέγραψε, χρησιμοποιώντας την ιατρική ως παράδειγμα, την κατ’ αυτόν τυπική πορεία ανάπτυξης που τα ιατρικά ιδρύματα είχαν ακολουθήσει. Η Ιατρική, είπε, είχε διανύσει δύο ορόσημα. Tο πρώτο χρονολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα όταν οι ιατρικές θεραπείες έγιναν αποδεδειγμένα αποτελεσματικές και σε γενικές γραμμές οι ευεργετικές επιπτώσεις άρχισαν να υπερβαίνουν τις αρνητικές: για πολλούς ιστορικούς της Ιατρικής, αυτός είναι ο μόνος δείκτης αναφοράς —από αυτό το σημείο και μετά η πρόοδος θα προχωρήσει επ’ αόριστον, και, χωρίς να αποκλείεται ότι θα καταγραφούν κάποτε φθίνουσες αποδόσεις, δεν θα υπάρξει κανένα σημείο, βάσει αυτής της αφετηριακής αρχής, στο οποίο θα σταματήσει η πρόοδος. Αυτό δεν ίσχυε για τον Illich. Υποστήριξε την υπόθεση ενός δεύτερου ορόσημου, από το οποίο πίστευε ότι είχε ήδη διέλθει η ανθρωπότητα και μάλιστα, την ώρα που έγραφε, το είχε υπερβεί. Θεωρούσε ότι πέρα από αυτό το oριακό σημείο πυροδοτούνταν εκείνο που ονόμαζε «αντιπαραγωγικότητα» —η ιατρική παρέμβαση θα άρχιζε να συντρίβει τα ίδια της τα αντικείμενα, προκαλώντας περισσότερη φθορά παρά ωφέλεια. Αυτό, υποστήριξε, ίσχυε για κάθε θεσμό, αγαθό ή υπηρεσία, όπου δηλαδή θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί ένα οριακό σημείο επάρκειας, μετά από το οποίο θα άρχιζε η υπερβολή. Το βιβλίο «Tools of Conviviality» ήταν μια προσπάθεια προσδιορισμού αυτών των «φυσικών κλιμάκων» —η μόνη τόσο γενική και προγραμματική έρευνα του Illich για μια φιλοσοφία της τεχνολογίας.
Δύο χρόνια αργότερα στο «Medical Nemesis» —που αργότερα μετονομάστηκε, στην τελική και πιο ολοκληρωμένη έκδοσή του “Limits to Medicine”— ο Illich προσπάθησε να παρουσιάσει λεπτομερώς τα οφέλη αλλά και τις ζημίες που είναι δυνατό να προέλθουν από την ιατρική. Η αναφορά του ήταν γενικά ευνοϊκή για τις ευρείας κλίμακας καινοτομίες στη δημόσια υγεία που μας έδωσαν καλό φαγητό, ασφαλές νερό, καθαρό αέρα, αποχετευτικό σύστημα κ.λπ. Επίσης, επαίνεσε τις εν εξελίξει τότε προσπάθειες στην Κίνα και τη Χιλή να δημιουργηθούν βασικά ιατρικά και φαρμακευτικά προϊόντα, διαθέσιμα και προσιτἀ σε όλους τους πολίτες αντί να αναπτυχθούν προϊόντα πολυτελείας που θα παράμεναν για πάντα απρόσιτα στην πλειοψηφία. Αλλά ο βασικός στόχος του βιβλίου του ήταν να εντοπιστούν και να περιγραφούν τα αντιπαραγωγικά αποτελέσματα που διέβλεπε ότι γίνονταν εμφανή καθώς η ιατρική είχε ήδη υπερβεί το κρίσιμο δεύτερο ορόσημό της. Περιέγραψε τις αρνητικές επιπτώσεις της υπερβολικής ιατρικής ως «ιατρογενέσεις», τις διαίρεσε σε τρεις κατηγορίες κάτω από τις εξής επικεφαλίδες : κλινική, κοινωνική και πολιτιστική.
Όλοι σήμερα αντιλαμβάνονται την έννοια της κλινικής ιατρογένεσης: λάθος διάγνωση, χορηγία λάθος φαρμάκου, λάθος χειρουργική επέμβαση, ενδονοσοκομειακή νόσος κ.λπ. …αλλά ο Illich δεν εστίαζε, σε καμία περίπτωση, σε τέτοια τυχαία συμβάντα. Αυτό που τον ενδιέφερε πραγματικά ήταν ο τρόπος με τον οποίο η υπερβολική ιατρική περίθαλψη και θεραπεία αποδυναμώνει θεμελιώδεις κοινωνικές και πολιτιστικές ικανότητες. Ένα παράδειγμα αυτού που ονόμασε κοινωνική ιατρογένεση είναι ο τρόπος με τον οποίο η τέχνη της ιατρικής, στην οποία ο ιατρός ενεργεί ως θεραπευτής, έμπιστος μάρτυρας και σύμβουλος, τείνει να παραχωρήσει τη θέση της στην επιστήμη της ιατρικής, κατά την άσκηση της οποίας, ο ιατρός, ως επιστήμονας, πρέπει, εξ ορισμού, να αντιμετωπίζει τον ασθενή του ως πειραματικό υποκείμενο και όχι ως μοναδική υπόθεση. Και ακολουθεί, τέλος, το υπέρτατο πλήγμα που προκαλεί η ιατρική: η πολιτιστική ιατρογένεση. Αυτό συμβαίνει, ανέφερε ο Illich, όταν οι πολιτιστικές ικανότητες, που συσσωρεύτηκαν και πέρασαν από γενιά σε γενιά, υποσκελίζονται αρχικά και στη συνέχεια, σταδιακά, αντικαθίστανται εντελώς.
Οι πολιτιστικές ικανότητες περιλαμβάνουν, κατά τον ο Illich, το κυριότερο όλων, την προθυμία του ανθρώπου να υποφέρει και να αντέξει την πραγματικότητά του και να πεθάνει τον θάνατό του. Η τέχνη του πόνου επισκιάστηκε, όπως υποστήριξε ο ίδιος, από την προσδοκία ότι όλα τα βάσανα μπορούν και πρέπει να ανακουφιστούν αμέσως —μια στάση που, στην πραγματικότητα, δεν σταματά τον πόνο, αλλά μάλλον τον καθιστά άνευ σημασίας, τον ερμηνεύει απλά ως μία ανωμαλία ή τεχνική αποτυχία. Και ο θάνατος, τελικά, μεταμορφώθηκε από μια οικεία, προσωπική πράξη —κάτι που ο καθένας δύναται να πράξει— σε μια χωρίς νόημα ήττα —μια απλή παύση της θεραπείας ή «ένα τράβηγμα του βύσματος», όπως λέγεται μερικές φορές άκαρδα. Στα επιχειρήματα του Illich υπολανθάνει μια παραδοσιακή χριστιανική στάση. Υπογραμμίζει ότι ο πόνος και ο θάνατος είναι εγγενή στην ανθρώπινη κατάσταση —αποτελούν το ουσιώδες εκείνο συστατικό που ορίζει την ανθρώπινη κατάσταση. Και υποστήριξε ότι η απώλεια αυτής ακριβώς της κατάστασης, θα συνεπαγόταν μια καταστροφική ρήξη τόσο με το παρελθόν μας όσο και με τη δημιουργική φύση μας. Ο μετριασμός του πόνου και η βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης ήταν κάτι καλό, είπε. Το να τη χάσουμε όμως εντελώς ήταν μια καταστροφή, επειδή μπορούμε να γνωρίζουμε τον Θεό μόνο ως πλάσματα —ως όντα που δημιουργήθηκαν ή τους δωρήθηκε η ύπαρξη —όχι ως θεοί που έχουν αναλάβει οι ίδιοι το πεπρωμένο τους.
Το «Medical Nemesis» είναι ένα βιβλίο για την επαγγελματική εξουσία —ένα σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε για λίγο ενόψει των εξουσιών που ασκούνται κατ’ εξαίρεση αυτές τις ημέρες στο όνομα της δημόσιας υγείας. Σύμφωνα με τον Illich, η σύγχρονη ιατρική ασκεί πάντοτε πολιτική εξουσία, αν και αυτός ο χαρακτήρας της μπορεί να κρύβεται πίσω από τον ισχυρισμό ότι το μόνο που αξιώνει είναι η υγειονομική περίθαλψη….Αλλά αυτή η καθημερινή εξουσία… μπορεί να επεκταθεί πέρα από αυτό που ο Illich αποκαλεί «τελετουργία της κρίσης». Αυτή παρέχει στην ιατρική «μια άδεια που συνήθως μόνο ο στρατός μπορεί να διεκδικήσει»…
Δέκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Medical Nemesis», ο Illich επανεξέτασε και αναθεώρησε τα επιχειρήματά του. Δεν αποκήρυξε με κανένα τρόπο ό, τι είχε γράψει νωρίτερα, αλλά πρόσθεσε και άλλα δραματικότερα. Στο νέο βιβλίο του, είπε πως ήταν «τυφλός ως προς ένα πολύ βαθύτερο συμβολικό ιατρογενές φαινόμενο: την ιατρογένεση του ίδιου του σώματος». Είχε παραβλέψει ότι σε μεγάλο πλέον βαθμό, στα μέσα του αιώνα, η εμπειρία του «σώματος και του εαυτού μας είχε γίνει αποτέλεσμα ιατρικών εννοιών και συστημάτων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης»…
Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας απετέλεσε την αρχή της νέας στάσης του Illich. Με το βιβλίο του «Medical Nemesis» είχε απευθυνθεί σε πολίτες που θεωρούσε ότι ήταν ικανοί να ενεργήσουν για τον περιορισμό του εύρους των ιατρικών παρεμβάσεων. Τώρα μιλούσε για ανθρώπους των οποίων η εικόνα δημιουργούνταν από την βιο-ιατρική. Είχε ισχυριστεί, αρχικά, ότι «τα ιατρικά ιδρύματα έχουν καταστεί μια μεγάλη απειλή για την υγεία». Τώρα έκρινε ότι η μεγαλύτερη απειλή για την υγεία ήταν η ίδια η επιδίωξη της υγείας. Πίσω από αυτήν την αλλαγή της στάσης του, βρισκόταν η αίσθηση ότι ο κόσμος είχε υποστεί εν τω μεταξύ ένα είδος εποχικής μετάλλαξης. «Πιστεύω», μου είπε το 1988, «ότι … υπήρξε μια αλλαγή στον πνευματικό χώρο στον οποίο ζουν πολλοί άνθρωποι. Κάποιο είδος καταστροφικής κατάρρευσης ενός τρόπου να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα έχει οδηγήσει στην ανάδυση ενός διαφορετικού τρόπου θέασης των πραγμάτων. Ο απώτερος σκοπός της συγκεκριμένης συγγραφής ήταν να συναχθεί το νόημα του τρόπου που ζούμε, δοθέντος ότι ως προς τον τρόπο που ζούμε, διερχόμαστε αυτή τη στιγμή από ένα ορόσημο. Δεν περίμενα ότι μου έμελλε κατά τη διάρκεια της ζωής μου να παρατηρήσω αυτή τη μετάλλαξη». Ο Illich χαρακτήρισε τον «νέο τρόπο θέασης των πραγμάτων» ως συνακόλουθο της έλευσης εκείνου που ονόμασε «εποχή των συστημάτων» ή «οντολογία των συστημάτων». Η εποχή της οποίας το τέλος μαρτύρησε με το έργο του είχε κυριαρχηθεί από την ιδέα της εργαλειοποίησης, της χρήσης μέσων για να επιτευχθεί κάποιος τελικός σκοπός ή κάποιο επωφελές αποτέλεσμα, όπως η υγεία. Χαρακτηριστικό αυτής της εποχής ήταν μια σαφής διάκριση μεταξύ των υποκειμένων και των αντικειμένων, των μέσων και των σκοπών, των εργαλείων και των χρηστών τους κ.λπ. Στην εποχή των συστημάτων, είπε, αυτές οι διακρίσεις έχουν καταρρεύσει. Ένα σύστημα, σχεδιασμένο από την επιστήμη της κυβερνητικής, περιλαμβάνει τα πάντα —δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτό. Ο χρήστης ενός εργαλείου μεταχειρίζεται το εργαλείο για να επιτύχει κάποιον σκοπό. Οι χρήστες συστημάτων βρίσκονται μέσα στο σύστημα, προσαρμόζοντας συνεχώς την κατάστασή τους στο σύστημα, καθώς το σύστημα προσαρμόζει την κατάστασή του σε αυτούς. Ένα περιορισμένο άτομο που επιδιώκει την προσωπική του ευημερία παραχωρεί τη θέση του σε ένα ανοσοποιητικό σύστημα που αναβαθμίζει διαρκώς τα πορώδη σύνορά του με το περιβάλλον σύστημα.
Μέσα σε αυτό το νέο «σύστημα της ενδελεχούς και αναλυτικής συνδιαλλαγής», όπως το ονόμασε ο Illich, η χαρακτηριστική κατάσταση των ανθρώπων είναι η «απο-υλοποίηση του σώματος». Αυτό είναι ένα παράδοξο, προφανώς, καθότι σε αυτό που ο Illich ονόμασε «παθογόνο επιδίωξη της υγείας» είναι δυνατό να εμπεριέχεται μια έντονη, ασίγαστη και σχεδόν ναρκισσιστική μέριμνα για τη σωματική του κατάσταση. Το γιατί ο Illich εννόησε αυτή την κατάσταση ως «απο-υλοποίηση του σώματος» μπορεί να γίνει ευκολότερα κατανοητό από το παράδειγμα της «επίγνωσης της επικινδυνότητας», που χαρακτήρισε ως «την πιο σημαντική ιδεολογία θρησκευτικού χαρακτήρα σήμερα». Η επικινδυνότητα δεν έχει συγκεκριμένη υλική υπόσταση, είναι αφηρημένη, ισχυρίστηκε, επειδή «είναι μια αυστηρά μαθηματική έννοια». Δεν αφορά σε άτομα αλλά σε πληθυσμούς —κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί σε αυτό ή σε εκείνο το άτομο, αλλά τι θα συμβεί σε αριθμητικά σύνολα μπορεί να εκφραστεί ως πιθανότητα. Το να ταυτιζεσαι αδιάκοπα με στατιστικά στοιχεία συνεπάγεται, κατά τον Illich, το να αποδύεσαι σε προσπάθεια «εντατικής αυτο-αλγοριθμοποίησης».
Η πιο θλιβερή συνάντησή του με αυτήν την «ιδεολογία θρησκευτικού χαρακτήρα» συνέβη στον τομέα των γενετικών ελέγχων… Οι γενετικοί έλεγχοι κατά την εγκυμοσύνη… ανιχνεύουν ορισμένους δείκτες των οποίων η αβέβαιη σημασία μπορεί να εκφραστεί με πιθανότητες… Η επιλογή στις περιπτώσεις αυτές είναι υπαρξιακή. Οι πληροφορίες στις οποίες βασίζεται αυτός που καλείται να αποφασίσει αντλούνται από την καμπύλη των πιθανοτήτων, στην γραφική παράσταση της οποίας είναι εγγεγραμμένος και ο ίδιος. Ο Illich εννόησε ότι αυτό ήταν η απόλυτη φρίκη… Φρίκη για αυτόν ήταν να βλέπει ανθρώπους που αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως κατ’ εικόνα μιας στατιστικής δομής δεδομένων. Το φρικτό αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν για εκείνον η έκλειψη των ανθρώπινων προσώπων από τους πληθυσμούς· η προσπάθεια να εμποδιστεί το μέλλον από το να αποκαλύψει κάτι απρόβλεπτο.· και βέβαια η αντικατάσταση της αισθητής εμπειρίας από επιστημονικά μοντέλα. Τούτο ακριβώς συνέβαινε όχι μόνο στα γενετικά τεστ εγκυμοσύνης αλλά λίγο πολύ σε κάθε τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Όλο και περισσότερο οι άνθρωποι δρούσαν στο πλαίσιο προοπτικής, πιθανολογικά, λαμβάνοντας μέτρα ανάλογα με τον εκάστοτε βαθμό επικινδυνότητας. Γίνονταν, όπως κάποτε αστειεύτηκε ο Καναδός ερευνητής υγείας Allan Cassels, «προ-άρρωστοι» —επαγρυπνούντες και ενεργοί ενάντια σε ασθένειες από τις οποίες ο καθένας από αυτούς θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να νοσήσει…» …
Για τον Illich … η «οντολογία της κυβερνητικής επιστήμης», όπως την ονόμασε η Haraway, δεν ήταν μία επιλογή. Για αυτόν εκείνο που διακυβευόταν ήταν ο ίδιος ο χαρακτήρας των ανθρώπινων υπάρξεων ως έμψυχων όντων με θεία καταγωγή και θείο προορισμό. Καθώς τα τελευταία απομεινάρια της αίσθησης ξεπλύθηκαν από τη σωματική αυτοσυνείδηση των συγχρόνων του, είδε έναν κόσμο που είχε καταστεἰ «απρόσβλητο από τη σωτηρία του». «Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα», μου είπε με παράπονο, «ότι όταν ο άγγελος Γαβριήλ είπε σε αυτό το κορίτσι στην πόλη της Ναζαρέτ στη Γαλιλαία ότι ο Θεός ήθελε να γεννηθεί στην κοιλιά της, σαρκώθηκε σε ένα σώμα που έχει αποδράσει από τον κόσμο στο οποίο ζω.
Ο «νέος τρόπος να βλέπουμε τα πράγματα» που αντικατοπτριζόταν στον προσανατολισμό της βιοϊατρικής ήταν, σύμφωνα με τον Illich, «ένα νέο στάδιο θρησκευτικότητας». Χρησιμοποίησε τη λέξη θρησκευτικότητα με ευρεία έννοια για να αναφερθεί σε κάτι βαθύτερο και πιο διαδεδομένο από την επίσημη ή θεσμική θρησκεία. Η θρησκεία είναι το έδαφος στο οποίο στεκόμαστε, η αίσθησή μας για το πώς και γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι, ο ίδιος ορίζοντας μέσα στον οποίο διαμορφώνεται το νόημα. Για τον Illich, η δημιουργημένη ή η δωρισθείσα φύση του κόσμου ήταν το θεμέλιο ολόκληρης της ευαισθησίας του. Αυτό που είδε να έρχεται ήταν μια θρησκευτικότητα απόλυτης ενδοκοσμικότητας στην οποία ο κόσμος είναι αιτία του εαυτού του και δεν υπάρχει πηγή νοήματος ή σκοπός έξω από τον ίδιο – «ένας κόσμος», όπως είπε, «στα χέρια του ανθρώπου». Το υψηλότερο αγαθό σε έναν τέτοιο κόσμο είναι η ζωή και το πρωταρχικό καθήκον των ανθρώπων είναι η διατήρηση και η προαγωγή της ζωής. Αλλά αυτή δεν είναι η ζωή στην οποία αναφέρεται η Βίβλος —η ζωή που προέρχεται από τον Θεό— είναι μάλλον ένας εκμεταλλεύσιμος πόρος που οι άνθρωποι κατέχουν και οφείλουν να διαχειρίζονται με υπευθυνότητα. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι αποτελεί ταυτόχρονα αντικείμενο ευλάβειας και χειραγώγησης. Αυτή η φυσικοποιημένη ζωή, που πήρε διαζύγιο από την πηγή της, είναι ο νέος θεός. Η υγεία και η ασφάλεια είναι οι θεραπαινίδες της. Ο εχθρός της είναι ο θάνατος. Ο θάνατος εξακολουθεί να επιβάλλει την τελική ήττα, αλλά δεν έχει κανένα άλλο προσωπικό νόημα. Δεν υπάρχει κατάλληλος χρόνος για να πεθάνει κανείς —ο θάνατος επέρχεται όταν η θεραπεία αποτύχει ή τερματιστεί.
Συνοψίζοντας, ο Illich, κατέληξε, κατά τα τελευταία του χρόνια, στο συμπέρασμα ότι … τα σώματα στα οποία ζούσαν και περπατούσαν οι άνθρωποι είχαν μετατραπεί σε πολύπλοκα συστήματα από αξονικούς τομογράφους και καμπύλες κινδύνου. Η ζωή είχε γίνει ένα σχεδόν θρησκευτικό είδωλο, επικεφαλής μιας «οντολογίας συστημάτων». Ο θάνατος είχε γίνει κάτι ανόητα επαίσχυντο και άσεμνο παρά ο γνώριμος δια βίου σύντροφός μας…
Η άποψη του Illich είναι ξεκάθαρα αντιδραστική με τη συνήθη ερμηνεία αυτού του όρου. Θέλει να επιστρέψει στο παρελθόν ή να εγκαταλείψει μια εποχή συστημάτων, κατά την οποία η κύρια μονάδα της δημιουργίας, το ανθρώπινο πρόσωπο, έχει χαθεί. Έχει τις ρίζες του στην αποκάλυψη από την οποία πιστεύει ότι ο κόσμος έχει απομακρυνθεί, μετατρέποντας το «ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» που υποσχέθηκε ο Ιησούς στην Καινή Διαθήκη σε μια ανθρώπινη ηγεμονία τόσο ολοκληρωμένη και τόσο κλειστοφοβική, ώστε κανένα κέλευσμα έξω από το σύστημα αυτό να μην μπορεί να φθάσει στα ώτα των περισσότερων από τους κρατούμενούς του. Πιστεύει ότι έχουμε από καιρό ξεπεράσει τα όρια εντός των οποίων η Ιατρική μπορεί να διευκολύνει και να βελτιώνει την ανθρώπινη κατάσταση αντί να την καταργεί. Θεωρεί ότι μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας δεν είναι πλέον πρόθυμο να «αντέξει… την επαναστατημένη, πληγωμένη και ασταθή σάρκα του» και έχει πλέον ανταλλάξει την τέχνη του πόνου, και την τέχνη του να πεθαίνει, με λίγο περισσότερα χρόνια προσδόκιμου βίου και τις ανέσεις στον «επίπλαστο κόσμο της δημιουργίας της»…
Από την οπτική του Illich φανερώνεται ότι εδώ και αρκετό καιρό ακολουθούμε τις στάσεις και τις συμπεριφορές που χαρακτήρισαν την απόκρισή μας στην τρέχουσα πανδημία. Φαίνεται, και τούτο είναι εντυπωσιακό, ότι οι άνθρωποι ήταν κατά κάποιον τρόπο έτοιμοι να δεχτούν και —έστω ασυνείδητα ή ημισυνειδητά— περίμεναν τα γεγονότα, τα οποία θεωρείται πως έχουν αλλάξει την ιστορία ή «άλλαξαν τα πάντα», όπως ακούστηκε αρκετές φορές… Όταν κάτι πράγματι συμβαίνει, πιστεύουμε ότι έμελλε να συμβεί το δίχως άλλο. Αλλά δεν νομίζω ότι τούτο συνιστά το ολοκληρωμένο αφήγημα της ιστορίας.
Στο επίκεντρο της απόκρισής μας στον κορωνοϊό ήταν ο ισχυρισμός ότι πρέπει να ενεργήσουμε στο πλαίσιο της προοπτικής να αποτραπεί αυτό που δεν έχει συμβεί ακόμη: η εκθετική αύξηση των κρουσμάτων της μεταδοτικής νόσου και η υπερφόρτωση των μονάδων υγείας, πράγμα το οποίο θα φέρει το ιατρικό προσωπικό στη θλιβερή θέση να κάνει διαλογή, κ.λπ. Διαφορετικά, λέγεται, όταν θα ανακαλύψουμε τι είναι αυτό με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι, θα είναι πολύ αργά. (Ειρήσθω εν παρόδω ότι αυτή είναι μια μη επαληθεύσιμη ιδέα: εάν πετύχουμε και αυτό που φοβόμαστε δεν συμβεί τελικά, τότε θα μπορέσουμε να πούμε ότι οι ενέργειές μας το εμπόδισαν, αλλά ποτέ δεν θα ξέρουμε πραγματικά αν αυτό ήταν αλήθεια.). Αυτή η ιδέα ότι η δράση με προοπτική είναι ζωτικής σημασίας έχει υιοθετηθεί πρόθυμα και οι άνθρωποι έχουν φθάσει ακόμα και στο σημείο να συναγωνίζονται μεταξύ τους για να καταγγείλουν όσους καθυστερούν να την αποδεχτούν και αντιστέκονται. Αλλά πίσω από μια τέτοια γενικευμένη στάση υπάρχει η συσσωρευμένη εμπειρία του να ζει κανείς σε έναν υποθετικό χώρο όπου η πρόληψη ξεπερνά τη θεραπεία και αυτό ακριβώς περιγράφει ο Illich όταν μιλά για τον κίνδυνο ως «τη σημερινή ιδεολογία θρησκευτικού χαρακτήρα». Έκφραση όπως «εξομάλυνση της καμπύλης», μπορεί να γίνει εν μία νυκτί κοινή λογική μόνο σε μια κοινωνία που ασκείται στο να προκαταλαμβάνει τις εξελίξεις και να σκέφτεται με αφηρημένους όρους πληθυσμιακής δυναμικής και όχι πραγματικών περιστατικών.
Εξίσου χαρακτηριστική σήμερα είναι η ειδωλοποίηση της ζωής και η αποστροφή της άλλης της όψης, της άσεμνης, του θανάτου. Δεν αμφισβητείται ότι πρέπει να «σώσουμε ζωές» πάση θυσία και αυτό προκαλεί εύκολα πανικό. Το να κάνεις μια ολόκληρη χώρα «να πάει σπίτι και να μείνει σπίτι», όπως είπε ο πρωθυπουργός μας πρόσφατα, έχει τεράστιο και απίστευτο κόστος. Κανείς δεν ξέρει πόσες επιχειρήσεις θα αποτύχουν, πόσες θέσεις εργασίας θα χαθούν, πόσοι θα αρρωστήσουν από τη μοναξιά, πόσοι θα εθιστούν από εξαρτησιογόνες ουσίες, ή πόσοι, εγκλωβισμένοι στον ίδιο χώρο, θα επιτεθούν και θα χτυπήσουν ο ένας τον άλλον. Αλλά τέτοια τιμήματα φαίνονται ανεκτά όταν εμφανιστεί το φάντασμα της χαμένης ζωής στη σκηνή. Συνεχίζουμε τότε πάλι να μετράμε, όπως συνηθίζουμε εδώ και καιρό, τις ανθρώπινες ζωές. Η εμμονή με τον «απολογισμό των νεκρών» της πιο πρόσφατης καταστροφής είναι απλώς η άλλη πλευρά του νομίσματος. Η ζωή γίνεται αφηρημένη έννοια – ένας αριθμός χωρίς ιστορία …
Tα μέτρα που επιβάλλει η «μεγαλύτερη κρίση υγειονομικής περίθαλψης στην ιστορία μας» έχουν ως αποτέλεσμα ένα αξιοσημείωτο περιορισμό της πολιτικής ελευθερίας. Αυτό έγινε, λέγεται, για την προστασία της ζωής και παράλληλα, με την ίδια ακριβώς λογική, για την αποφυγή του θανάτου. Ο θάνατος δεν πρέπει μόνο να αποφευχθεί, αλλά και να παραμείνει κρυμμένος και, ει δυνατόν, μη αντιληπτός στην προσωπική μας ζωή. Πριν από χρόνια, άκουσα μια ιστορία για κάποιον σαστισμένο ακροατή σε διάλεξη του Illich για το «Medical Nemesis», ο οποίος στη συνέχεια στράφηκε στην σύντροφό του και τη ρώτησε: «Τι θέλει, να αφήσουμε τους ανθρώπους να πεθάνουν;» Ίσως ορισμένοι από τους αναγνώστες μου θα ήθελαν να με ρωτήσουν το ίδιο. Λοιπόν, είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι ηλικιωμένοι που θα συμφωνούσαν μαζί μου ότι δεν θέλουν να καταστραφούν οι νέοι άνθρωποι, ώστε να μπορούν να ζήσουν οι ίδιοι ένα ή δύο χρόνια περισσότερο. Όμως, πέρα από αυτό, το «να αφήσουμε τους ανθρώπους να πεθάνουν» είναι μια διατύπωση που υπονοεί ότι η δύναμη να καθορίζει ποιος ζει ή πεθαίνει βρίσκεται στα χέρια εκείνου στον οποίο απευθύνεται η ερώτηση. Αυτό το «εμείς» που φανταζόμαστε ότι έχουμε τη δύναμη να «αφήσουμε τους ανθρώπους να πεθάνουν» υπάρχει σε έναν ιδανικό κόσμο με τέλεια πληροφόρηση και τέλεια τεχνική γνώση. Σε αυτόν τον κόσμο δεν συμβαίνει τίποτα που δεν έχει επιλεγεί. Αν κάποιος πεθάνει, θα είναι επειδή «άφησαν… να πεθάνει». Το κράτος πρέπει, με κάθε κόστος, να προαγάγει, να ρυθμίσει και να προστατεύσει τη ζωή – αυτή είναι η ουσία εκείνου που ο Michel Foucault αποκαλούσε βιοπολιτική, του καθεστώτος δηλαδή που τώρα μας κυβερνά και μας κανοναρχεί αδιαμφισβήτητα. Ο θάνατος πρέπει να κρατηθεί εκτός του οπτικού μας πεδίου και έξω από τη σκέψη μας. Πρέπει να στερηθεί νοήματος. Δεν έρχεται κανενός η ώρα —όλοι αφήνονται να πεθάνουν. Ο Χάρος μπορεί να επιβιώσει ως κωμική φιγούρα στα κινούμενα σχέδια της Νέας Υόρκης, αλλά δεν έχει θέση στη δημόσια συζήτηση. Αυτό καθιστά δύσκολο ακόμη και το να μιλάμε για το θάνατο ως κάτι διαφορετικό από την αμέλεια κάποιου ή, τουλάχιστον, από μια τελική εξάντληση των θεραπευτικών επιλογών και μέσων. Το να αποδεχτείς τον θάνατο ερμηνεύεται ως αποδοχή ήττας.
Υπάρχει ένα παλιό πολιτικό αξίωμα, που απαντιέται στον Πλάτωνα, τον Τόμας Μορ και, πιο πρόσφατα, τον Καναδό φιλόσοφο Τζορτζ Γκραντ, ότι αν δεν μπορείτε να επιτύχετε το καλύτερο, τουλάχιστον αποτρέψτε το χειρότερο. Και τα πράγματα σίγουρα μπορούν να επιδεινωθούν εξαιτίας αυτής της πανδημίας. Έχει ήδη γίνει σχεδόν κοινός τόπος η δυσοίωνη πρόβλεψη ότι ο κόσμος δεν θα είναι ο ίδιος όταν αυτή τελειώσει. Μερικοί παραδέχονται ειλικρινά ότι, παρά το γεγονός ότι το σημερινό πλήγμα που έχουμε υποστεί, μπορεί να μην δικαιολογεί πλήρως τα μέτρα που λαμβάνονται εναντίον της πανδημίας, τα συγκεκριμένα μέτρα εξακολουθούν να αποτελούν πολύτιμη πρόβα για μελλοντικά και δυνητικά χειρότερα πλήγματα. Άλλοι βλέπουν την τρέχουσα συγκυρία ως «κλήση αφύπνισης» και ελπίζουν ότι, όταν όλα θα έχουν τελειώσει, μια ταπεινωμένη ανθρωπότητα θα αρχίσει να επιστρέφει από το χείλος της καταστροφής. Ο φόβος μου, τον οποίο πιστεύω ότι συμμερίζονται πολλοί, είναι ότι η πανδημία θα αφήσει πίσω της μια προδιάθεση να δεχτούμε πολύ αυξημένη παρακολούθηση και κοινωνικό έλεγχο, περισσότερες οθόνες και τηλεπαρουσιάσεις και οξυμένη δυσπιστία. Προς το παρόν, ο καθένας περιγράφει αισιόδοξα τη φυσική απόσταση ως μορφή αλληλεγγύης, αλλά συνιστά επίσης αδυσώπητη καθημερινή άσκηση στο να θεωρούμε ο ένας τον άλλο, και τον ίδιο τον εαυτό μας ακόμα —«μην αγγίζετε το πρόσωπό σας»— ως πιθανούς φορείς ασθένειας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του σημερινού τοπίου είναι … η μετατόπιση της πολιτικής κρίσης στους ώμους της Επιστήμης. Αυτή η μετατόπιση γίνεται πλέον εμφανής σε πολλά πεδία και μία από τις βασικότερες αιτίες της είναι ότι οι άνθρωποι, πιστεύοντας πως η «επιστήμη» γνωρίζει περισσότερα από ό, τι πράγματι γνωρίζει, φαντάζονται ότι ξέρουν περισσότερα από ό, τι πράγματι ξέρουν. Καμία πραγματική γνώση δεν είναι δυνατό να υποστηρίζει αυτήν την εμπιστοσύνη θρησκευτικού τύπου. Οι επιδημιολόγοι μπορούν να δηλώνουν με ειλικρίνεια, όπως τουλάχιστον πολλοί από αυτούς το έχουν κάνει ήδη, ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν διαθέτουν επαρκή στοιχεία, αλλά τούτο δεν εμπόδισε τους πολιτικούς να ενεργήσουν σαν να ήταν απλά και μόνο το εκτελεστικό όργανο της Επιστήμης. Κατά την άποψή μου, η υιοθέτηση μιας πολιτικής ημι-καραντίνας για όσους δεν είναι άρρωστοι —μια πολιτική ικανή να έχει καταστροφικές συνέπειες αργότερα, όπως για παράδειγμα χαμένες θέσεις εργασίας, αποτυχημένες επιχειρήσεις, στενοχωρημένους ανθρώπους και κυβερνήσεις με ασφυκτικά χρέη— συνιστά πολιτική απόφαση και πρέπει να συζητηθεί ως τέτοια. Αλλά, αυτή τη στιγμή, οι πολιτικοί κρύβονται κάτω από τις φαρδιές φούστες της Επιστήμης. Ούτε κανείς μιλά για επικείμενες ηθικές αποφάσεις. Η επιστήμη θα αποφασίσει …
Νομίζω ότι από αυτήν τη σήραγγα στην οποία έχουμε εισέλθει —φυσικής απόστασης, εξομάλυνσης της καμπύλης κ.λπ.— θα είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγουμε. Είτε θα την εγκαταλείψουμε σύντομα ως μάταιη και θα αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα ότι τα συγκεκριμένα μέτρα ήταν ανώφελα, είτε θα την επεκτείνουμε προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο ζημιές που ενδεχομένως να είναι χειρότερες από τις απώλειες που έχουμε αποτρέψει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα. Πρόκειται για μια πανδημία. Αλλά θα ήταν καλύτερα, κατά την άποψή μου, να συνεχίσουμε την προσπάθεια προσανατολιζόμενοι στο να θέσουμε σε εφαρμογή στοχευμένη καραντίνα για τους εμφανώς άρρωστους και τις επαφές τους. Κλείστε ασφαλώς τα στάδια του μπέιζμπολ και τις μεγάλες αρένες του χόκεϊ, αλλά διατηρήστε ανοιχτές τις μικρές επιχειρήσεις και λάβετε μέριμνα για να τηρηθούν αποστάσεις μεταξύ των πελατών, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα καταστήματα που παρέμειναν ανοικτά. Θα πεθαίνουν περισσότεροι; Ίσως, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου σαφές. Και αυτή ακριβώς είναι η επισήμανσή μου: κανείς δεν ξέρει…
Κλείνοντας, θα το επαναλάβω, δεν σκοπεύω με το παρόν άρθρο να αμφισβητήσω την πολιτική, αλλά να αναδείξω ποιες είναι οι εφαρμοζόμενες «βεβαιότητες» που κάνουν τη σημερινή πολιτική στάση να φαίνεται αδιαμφισβήτητη … Νομίζω πως είναι σημαντικό να ρίξουμε μια προσεκτική ματιά σε ό, τι έχει έρθει στο φως τις τελευταίες εβδομάδες: η ικανότητα της ιατρικής επιστήμης να «αποφασίζει κατ’ εξαίρεση» και να αναλαμβάνει εξουσία· η δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης να ανακατασκευάζουν την πραγματικότητα αποκηρύσσοντας το επαγγελματικό τους καθήκον· η παραίτηση της πολιτικής ενώπιον της Επιστήμης, ακόμα και όταν δεν υπάρχει επιστήμη· η απώλεια της κριτικής σκέψης· η ενισχυμένη επιρροή των φορέων που μας ευαισθητοποιούν σχετικά με τους παράγοντες επικινδυνότητας· και η ανάδειξη της Ζωής ως νέου τύραννου. Οι κρίσεις αλλάζουν την ιστορία αλλά όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Πολλά θα εξαρτηθούν από το ποιο νόημα θα έχουν για εμάς τα γεγονότα που ζούμε. Εάν, επομένως, οι βεβαιότητες, που επιχείρησα να σκιαγραφήσω, δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση, τότε το μόνο πιθανό αποτέλεσμα, που διαβλέπω, είναι ότι θα στερεωθούν με περισσότερη ασφάλεια στο μυαλό μας και θα γίνουν προφανείς, με αόρατη και αδιαμφισβήτη επιρροή.
Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
Αποσπάσματα από το άρθρο του David Cayley: Ερωτήματα για την τρέχουσα πανδημία υπό τη θεώρηση του Ivan Illich.
[Ο Ivan Illich ( 4 September 1926 – 2 December 2002) ήταν Κροατο-Αυστριακός φιλόσοφος, καθολικός ιερέας και κριτικός των θεσμών του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Ο David Cayley είναι Καναδός συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός]
Η εικαστική κατασκευή (“Σχέδιο III” [τμήμα], 1994) που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Νίκου Ναυρίδη.