«… όλα είναι ρέπια, κι όλα είναι σκουπίδια,/ κι όλα είναι πτώματα άθαφτα, που πνίγουν/ τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα,/ είτε όξω από τη χώρα, Κύριε δος μου/ μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,/ για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη/ να σταματήσω ατάραχος στη μέση/ απ’ τα ψοφίμια και ν’ αδράξω κάπου/ και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο/ σημάδι ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,/ κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθειά μου,/ έξω απ’ τη σήψη, πέρα από τη σήψη/ του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου/ που ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,/ τα ’χες θαυμάσει, υπόσκεση μεγάλη,/ αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα,/ σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!»