Γράφει ο Μιχάλης Πάτσης
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σε νεαρή ηλικία στη Σμύρνη |
Παίρνω αφορμή για να γράψω τα παρακάτω από την ταινία του Άγγελου Φραντζή «Ευτυχία» που έχει ανέβει στις αθηναϊκές αίθουσες και η οποία αναφέρεται στη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Μια ταινία που την είδα και σε αρκετά σημεία με προβλημάτισε ιδίως με την σκόπευση ως προς την παρουσίαση της στιχουργού - ποιήτριας, αλλά μπορώ να καταλάβω πως είχε ταυτόχρονα και πολλά σημαντικά στοιχεία. Έτσι λέω εξαρχής πως πρόκειται για αξιόλογη ταινία γιατί προσπαθεί να μιλήσει για ένα σημαντικό θέμα. Δεν ξέρω βέβαια αν το κατορθώνει πλήρως. Αλλά μας προβληματίζει και αυτό είναι σημαντικό.
Χαρακτηριστικά του έργου της Παπαγιαννοπούλου
Το θέμα το οποίο την απασχολεί είναι η ζωή μιας πολύ αξιόλογης γυναίκας, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, η οποία προσέφερε πολλά στον λαϊκό πολιτισμό και εξαιτίας αυτού του λόγου είναι γνωστή. Βέβαια η ταινία δεν στέκεται τόσο στο να μιλήσει για το πώς δημιουργείται μια τέτοια προσωπικότητα και εδώ υπάρχουν οι επιφυλάξεις μου απέναντί της, η ταινία παραμένει περισσότερο στο να περιγράψει κάποιες πτυχές της ζωής της Ευτυχίας, να καταδείξει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και έτσι να μιλήσει για το έργο της. Δεν ξέρω όμως αν με αυτό τον τρόπο της περιγραφής μπορούμε να καταλάβουμε τη στιχουργό και τη λαϊκή, σίγουρα, ποιήτρια.
Τα στοιχεία της ζωής τής Παπαγιαννοπούλου μπορούμε να τα βρούμε και σε άλλους ανθρώπους της εποχής ή και εκτός εποχής: προσφυγιά, χωρισμός, ηθοποιΐα, νέος γάμος, χαρτοπαιξία ή καλύτερα εξάρτηση από τα χαρτιά, σκληρή μοίρα. Όμως όλα αυτά από μόνα τους δεν δημιουργούν και μεγάλο ποιητή ή στιχουργό, τον άνθρωπο που επηρέασε ιδιαίτερα την εποχή της. Βέβαια η ερμηνεία του ρόλου της Ευτυχίας από τις ηθοποιούς συμβάλει να δούμε πτυχές της προσωπικότητας που μας βοηθούν να την καταλάβουμε καλύτερα. Επίσης κάποια από τα παραπάνω αποτελούν μάλλον στερεότυπα που δεν συμβάλουν στην πραγματική κατανόηση της Παπαγιαννοπούλου.
Η Παπαγιαννοπούλου κατά γενική ομολογία προσέφερε πολύ σημαντικά πράγματα στη διαμόρφωση του λαϊκού στίχου και του λαϊκού τραγουδιού, το οποίο αγαπήθηκε και αγαπιέται στην Ελλάδα ιδιαίτερα. Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα στην Ευρώπη που το λαϊκό της τραγούδι έχει ακόμα σημασία και ρόλο και αυτό οφείλεται στην ελληνική λαϊκή παράδοση. Η Παπαγιαννοπούλου με μερικούς άλλους στιχουργούς, όπως τον Κ. Βίρβο, τον Χ. Βασιλειάδη ή Τσάντα, τον Χ. Κολοκοτρώνη, αλλά και τους ίδιους τους συνθέτες των λαϊκών τραγουδιών όπως τον Μ. Βαμβακάρη, τον Β. Τσιτσάνη και άλλους διαμόρφωσαν το λαϊκό στίχο σαν μια πρωταρχική πηγή γέννησης και διαμόρφωσης του τραγουδιού.
Όμως ο στίχος των παραπάνω δεν είναι ίδιος. Της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου τα τραγούδια νομίζω πως τα διακρίνει η σοφία και η στοχαστικότητα έτσι ώστε να μην επιμένει στη στενή έννοια των θεμάτων της, δηλαδή αυτά είναι πολυδιάστατα δεν φέρουν μια μονοδιάστατη παρουσίαση της ιδέας της. Τα τραγούδια της δεν είναι αυστηρώς κοινωνικά ή αυστηρώς ερωτικά ή αυστηρώς ψυχολογικά. Είναι ένα κράμα συχνά και διαθέτουν μια ροπή στον αυτοσαρκασμό και στη σάτιρα. Έχουμε τη βεβαιότητα πως τα τραγούδια της εκφράζουν κάτι από τον πολιτισμό της Μικράς Ασίας σε δεύτερο πλάνο, φέρνουν κάτι από την ανοιχτόκαρδη διάθεση της περιοχής, αλλά σε αυτά διακρίνεται ο καημός του ξεριζωμένου ανθρώπου, του ανθρώπου που είναι δύσκολο να βρει την εσωτερική ηρεμία.
Η διαχείριση του στίχου μιλά για μια πολύ μορφωμένη και εμπνευσμένη στιχουργό, η οποία διαθέτει πολύ καλή γνώση της ελληνικής αλλά ταυτόχρονα ευπρέπεια, αξιοπρέπεια και σοβαρότητα. Μπορεί να συνταίριαξε και εύκολες ρίμες, αλλά ποτέ ευτελείς έτσι ώστε να γίνουν μόνο σουξέ και να ξεχαστούν. Αυτά τα αναπολούμε με νοσταλγία. Ακόμα τραγούδι του συρμού σαν τη «Μαντουβάλα» είναι και σήμερα ακόμα πολύ αγαπητή.
Η ιδιαίτερη σημασία του στίχου εκφράζει την πρωτοκαθεδρία της ποίησης στην ελληνική ζωή της εποχής, η οποία έδωσε φωνή στον άνθρωπο που δεν μπορούσε να μιλήσει, που δεν είχε τη δύναμη. Η ποίηση με τους μεγάλους ποιητές άγγιξε τη ζωή των ανθρώπων. Αυτή αποτελούσε ιδιαιτερότητα της Ελλάδας αλλά και των πολιτισμών που απαιτούσαν λύση σε κοινωνικά και πολιτισμικά προβλήματα. Ο λαϊκός στίχος έχει σχέση επίσης και με το ρεμπέτικο για το οποίο δεν θα μιλήσω αλλά όλοι καταλαβαίνουμε τη σημασία του.
Όλα αυτά η Παπαγιαννοπούλου τα έχει αφομοιώσει και τη λόγια γραμμή, τη σωστή χρήση της γλώσσας, και τη λαϊκή γραμμή, τη λαϊκότητα και τη σωστή διαμόρφωση του στίχου. Με το στίχο τα πράγματα πρέπει να γίνουν πιο απτά, πιο αντιληπτά από τη δυνατότητα που προσφέρει η ποίηση. Όταν η Παπαγιαννοπούλου γράφει το «Συρματοπλέγματα βαριά ζώνουν τη δόλια μου καρδιά» και ο στίχος διαδίδεται πολύ τη δεκαετία του 1950 καταλαβαίνουμε πως το τραγούδι είναι κατανοητό και αυτό προσφέρει για σκέψη μια σειρά θεμάτων. Στο τραγούδι διακρίνεται η μετεμφυλιακή συγκυρία, αλλά όχι μόνο αυτή, υπάρχει και η ερωτική και κοινωνική διάσταση, υπάρχει διπλή ύφανση του θέματος. Παράλληλα αυτό που το χαρακτηρίζει είναι η έκθεση του θέματος με αξιοπρέπεια, χωρίς αχ και βαχ, χωρίς περιττούς αναστεναγμούς και ανατολίτικες μοιρολατρίες. Με τον ίδιο τρόπο των μεικτών θεμάτων και των μεικτών συναισθημάτων έχουν γραφτεί πολλά τραγούδια της εποχής μας τόσο από παραδοσιακότερους στιχουργούς όπως τον Λ. Παπαδόπουλο ή και από πιο μοντέρνους όπως το Α. Αλκαίο; Είναι ίσως η στιχουργός που αποδεικνύει πως το τραγούδι δεν μπορεί να αποτελεί μόνο κραυγή αλλά εντασσόμενο μέσα στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες συμβάλει στην διαμόρφωση της κοινωνικότητας και της ελληνικής κοινότητας.
Είναι μια παράδοση που μας οδηγεί στη σημερινή εποχή κατά την οποία αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στον στίχο και στον στιχουργό και μάλιστα η ζωή κάποιων στιχουργών έχει μείνει αξιομνημόνευτη όπως του Λ. Παπαδόπουλου, του Μ. Ελευθερίου, του Μ. Ρασούλη, του Άλκη Αλκαίου, της Λίνας Νικολακοπούλου, του Ο. Ιωάννου και πολλούς άλλους που ξεχνάω γιατί δεν υπάρχει ο χώρος να μιλήσω γι’ αυτούς. Ο στίχος πάντα είχε την ιδιαίτερη σημασία της στην μπαλάντα ή στο τραγούδι των τροβαδούρων με τον Σαββόπουλο, τους Κατσιμιχαίους και στα νεότερα χρόνια με τον Δημήτρη Αποστολάκη. Εδώ θυμάμαι τον Άκη Πάνου, ο οποίος έλεγε πως το τραγούδι είναι ο στίχος, από εκεί όλα ξεκινούν. Σε όλη αυτή τη διαδικασία η σπουδαιότητα της Παπαγιαννοπούλου είναι ξεχωριστή, γιατί είναι από τους εισηγητές αυτής της γραμμής πλεύσης με το έργο της.
Θυμάμαι μικρός το τραγούδι με τον στίχο «Με ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό ξεκινήσαμε κι οι δυο μας». Είναι τραγούδι που αναφέρεται στη διάψευση των ονείρων και των σχεδίων του ανθρώπου, υπάρχει μια λεπτή απαισιοδοξία σε αυτό. Λέγεται πως αυτό το τραγούδι υπήρξε το πιο εμπορικό τραγούδι του ελληνικού πενταγράμμου. Γιατί άραγε; Αν επικεντρωθούμε στον στίχο και στην στιχουργό θα πρέπει να πούμε πως ο στίχος διακρίνεται από ευγένεια και γλυκύτητα ακόμα και αυτός συνδυάστηκε με στοχασμούς, επιθυμίες και σκέψεις του ακροατή, του κόσμου. Οπωσδήποτε το τραγούδι συνδυάζεται με τη μουσική και τον ερμηνευτή.
Στην ποιητική της νομίζω πως το πιο δυνατό στοιχείο, εκτός από την ίδια την τεχνική του στίχου που είναι επηρεασμένη από το δημοτικό τραγούδι και την έμμετρη ελληνική ποίηση και τραγουδοποιΐα, είναι η απροσδιόριστη ή απρόσμενη μεταφορά, ας μιλήσουμε σε γενικό πλαίσιο που καλύπτει και την προσωποποίηση και η οποία τίθεται συνήθως στην αρχή του τραγουδιού. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι ξεχωριστά και μαγνητίζουν τον ακροατή ή τον αναγνώστη από την αρχή του τραγουδιού, αυτό το κάνουν και άλλοι στιχουργοί στις μέρες μας. Σκοπός των τραγουδιών της δεν είναι να προσφέρουν την έκπληξη αλλά τη γοητεία, να σαγηνεύσουν τον ακροατή.
Θυμάμαι το στίχο «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά σαν άνθρωπος να κλαίει». Αυτή η προσωποποίηση δεν είναι άστοχη και δηλώνει πολλά. Είναι κατ’ αρχάς απρόσμενη, αλλά όχι ξένη σε εμάς, μας εκπλήσσει αλλά δεν μας προκαλεί απώθηση, είναι μια παρομοίωση που λες και την περιμέναμε, αφού ο μπαγλαμάς μας έχει γίνει τόσο οικείος, μιλάω για τους ανθρώπους της παλιότερης γενιάς. Ακόμα οι στίχοι «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα», ξεκάθαρα ποιητικός στίχος. Άλλοι τέτοιοι στίχοι «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει, με τ’ αγκίστρι του ψυχές», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Είμαι αητός χωρίς φτερά», «Δυο πόρτες έχει η ζωή άνοιξα μια και μπήκα», «Ρίχ’ τε στο γυαλί φαρμάκι », «Φορτώθηκα τις τύψεις μου », «Τα όνειρα μου πήγανε χαμένα / και σβήσανε σαν τ’ άστρα ένα ένα», «Των αστεριών τον δρόμο πήρες», «Aγκαλιασμένοι πήραμε το δρόμο της καρδιάς μας», «Το καράβι της ζωής μας δεν το κουμαντάραμε,/ πέσαμε ’πάνω σε ξέρες,το φουντάραμε».
Αλλά και αυτά δεν είναι τόσο σημαντικά στη στιχουργική της όσο είναι τα θέματά της τα οποία προβάλλει και οι άνθρωποι που τους βλέπεις να παρελαύνουν στο έργο της.
Στοιχεία βιογραφίας
Η Παπαγιαννοπούλου σε φιλική συζή- τηση |
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε πολύ για την ποιητική της Παπαγιαννοπούλου. Σε γενικό πλαίσιο τα τραγούδια της έχουν θέμα τους την προβολή της ζωής και των προβλημάτων της.
Ας αναφερθούμε όμως σύντομα στη βιογραφία της και αναφορικά με την ταινία. Η Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε το 1893 και έζησε στη Σμύρνη ως το 1922, απ’ όπου ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 30 ετών. Επομένως στη Μικρά Ασία είχε διαμορφώσει και χαρακτήρα, ιδέες και προσωπικότητα. Δούλευε δασκάλα. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος την είχε χαρακτηρίσει λόγια στιχουργό, υπονοώντας υψηλές γνώσεις στη στιχουργική. Η ζωή των Ελλήνων στη Μικρά Ασία είχε διακυμάνσεις, υπήρχαν περίοδοι ειρήνης και περίοδοι έντασης. Την συγκλόνισε όμως η Μικρασιατική Καταστροφή, η θεματολογία της οποίας περνά έμμεσα και στα τραγούδια της. Αυτό το γεγονός υπήρξε σημείο καμπής για την ίδια που την απελευθέρωσε από δεσμεύσεις και συμβάσεις και την εξανάγκασε να ασχοληθεί με τον εαυτό της, την εξανάγκασε να δουλέψει με αυτά που θεωρούσε σημαντικά. Για την εποχή οι γνώσεις μας είναι πιο ευρύτερες απ’ ότι τα παλιότερα χρόνια.
Άραγε όταν ήρθε στην Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο στραμμένο στον πολιτισμό ή πήρε εδώ την απόφασή της: δουλεύει στο θέατρο στην αρχή στα μπουλούκια, γράφει ποίηση, εκδίδει ποιητικές συλλογές, το 1932 «Πνοές». Για τα ποιήματά της τα οποία είναι επηρεασμένα από το «σμυρναίικο τραγούδι» (έκφραση του Απ. Καλδάρα) είναι υπερήφανη και τα χαρίζει του Απ. Καλδάρα το 1955 με αφιέρωση.
«Ακούστε το γλετζέδικο και τ’ αποτρελαμένο
ακούστε με και μένα. Με πήρε αγέρας και βοριάς
κι ήρθα ξεπατρισμένο μ’ άλλα κατατρεγμένα
εμένα το αλλιώτικο τραγούδι το σμυρνιώτικο».
Καταλαβαίνει πως στην Ελλάδα πρέπει να αγωνιστεί για να διεκδικήσει το χώρο της. Βιώνει και αυτή με το δικό της τρόπο τον καημό της Ρωμιοσύνης. Είναι μια εμπνευσμένη και μορφωμένη γυναίκα, είναι άνθρωπος που θέλει να πάρει τη ζωή της στα χέρια της! Απ’ ότι καταλαβαίνω είναι ένας πολύπλευρος άνθρωπος με αποφασιστικότητα. Νομίζω όμως πως αυτή η διάσταση της προσωπικότητας της διαμορφώνεται ή συνειδητοποιείται από την ίδια κατά τη μετάβαση της στην Ελλάδα, όπως γίνεται με άλλους εκπροσώπους της γενιάς του 1930, όπως με το Σεφέρη ή τον Βενέζη ή το Θεοτοκά. Η ζωή στη Μικρά Ασία λειτουργεί ως αναγκαία προπαρασκευή για το έργο της ή σαν εφαλτήριο.
Η Ευτυχία δεν ήταν εγωπαθής και η ευκολία με την οποία έδινε τους στίχους της μιλά εκτός από τις μεγάλες βιοτικές ανάγκες που ήθελε να καλύψει και για μια απέχθεια προς το χρήμα, για μια αφιλοκέρδεια, επίσης μιλά για την απλότητα απέναντι στα πράγματα και στους άλλους ανθρώπους. Ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος.
«Δεν ξέρω ποια θα ήταν η διαδρομή μου στο τραγούδι - και αν θα υπήρχε καν διαδρομή - αν, από τα πρώτα βήματά μου, από την "Άπονη ζωή" και τη "Φτωχολογιά", δεν έβγαινε η Παπαγιαννοπούλου με το κύρος της, να με στηρίξει δημόσια, λέγοντας, αυθόρμητα, καλά λόγια για μένα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία της. Γενναιοδωρία που εκφράσθηκε σ' ένα χώρο, όπου κυριαρχούν ο ναρκισσισμός, τα μίση, οι τρικλοποδιές, τα πάθη, το ψεύδος, η διαβολή, το "τσατσιλίκι"».
Αυτά έγραψε ο Λ. Παπαδόπουλος.Μου θυμίζει σε πολλά τους ρεμπέτες και τους ανθρώπους των παλαιότερων γενιών οι οποίοι μέσα στην φτώχεια τους είχαν μια ευγενική σχέση με τη μουσική. Για αυτούς είχε γράψει ο Παπαδιαμάντης πως «Οι μουσικοί είναι τα καλύτερα παιδιά». Ο χαρακτήρας της αποτελεί αντίστιξη προς το σύγχρονο εκπρόσωπο του τραγουδιού που ίσως να ναρκισσεύεται και να υποτιμά τους άλλους. Όλα τα παραπάνω είναι η δύναμη της Ευτυχία.
Διάφορες πτυχές της ταινίας «Ευτυχία»
Αναρωτιέμαι εδώ αν η Ευτυχία που είδαμε μοιάζει με την πραγματική. Στην ταινία νομίζω πολλά στοιχεία τού χαρακτήρα της δεν τα είδαμε. Έχω τη γνώμη πως η ερμηνεία της νεαρής Ευτυχίας είναι μάλλον στυλιζαρισμένη και περιγράφει μόνο μια διάστασή της, εκείνη της «θυμωμένης» με τα πράγματα γυναίκας ή γυναίκας με «τσαμπουκά», αλλά δεν βλέπουμε άλλες πιο απλές, καθημερινές και δημιουργικές πτυχές. Ο θυμός δεν είναι κακός, είναι δημιουργικός συχνότατα, ο τσαμπουκάς έχει και τη διάσταση εκείνη που η γυναίκα προβάλλει να αγωνίζεται για την ισότητα, αλλά μήπως είναι μονοδιάστατη η ερμηνεία; Από αφηγήσεις εκείνη ήταν ένας «ζωντανός άνθρωπος». Το αναφέρουν οι Σ. Μπέλου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κ.α. Η ζωντάνια νομίζω χρειάζεται εκτός των παραπάνω και κίνηση, χιούμορ, χαμόγελο, σάτιρα αυτοσαρκασμό.
Βέβαια η σκόπευση της ταινίας περιστρέφεται γύρω από συναισθηματικά θέματα και για το λόγο αυτό η κατάδειξη του θυμού είναι σημαντική. Από αυτή την αντισυμβατική στάση αρχίζουν όλα; Είναι σημαντική παράμετρος, αλλά δεν καλύπτουν ολόπλευρα την προσωπικότητά της.
Θεωρώ πως αν γινόταν η προσπάθεια να κατανοηθεί η Ευτυχία ως ένας δημιουργός που πίσω της έχει και προπαρασκευή και μελέτες και έμπνευση και χαρακτήρα βέβαια, τα οποία με κάποιον τρόπο την επηρεάζουν και δημιουργεί, και να δινόταν και η κοινωνική διάσταση που στο έργο της είναι ορατή, τότε η ταινία θα προσέφερε μια σημαντική προσφορά, θα μας έδειχνε πώς μπορούμε να αφηγηθούμε για τη γέννηση ενός εμπνευσμένου λαϊκού ποιητή ή στιχουργού, ενός ανθρώπου που επηρέασε και επηρεάζει ακόμα. Για να γυριστεί μια τέτοια ταινία όμως,το σενάριο χρειάζεται να είναι αποτέλεσμα μελέτης, έρευνας και έμπνευσης.
Αντ’ αυτού η ταινία αναπαράγει γνώσεις ή τις περισσότερες φορές και αρνητικά στερεότυπα που μπορούμε να βρούμε και από άλλες πηγές οι οποίες όσο καλές και να είναι είναι μάλλον επιφανειακές: το ότι η Ευτυχία έγραφε παντού στιχάκια, το ότι έπαιζε χαρτιά, το ότι δανειζόταν, το ότι έφευγε από το σπίτι ή πωλούσε τα πάντα για να παίξει, δεν νομίζω πως μας μιλούν για την προσωπικότητα της ούτε της γυναίκας ούτε της στιχουργού. Όλες αυτές οι γνώσεις που διαθέτουμε εκ των προτέρων σε μια ταινία ή σε ένα βιβλίο θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να μπουν με ιεράρχηση ως προς τη σπουδαιότητα σε μια γραμμή ερμηνείας έτσι που να καταλαβαίνουμε περισσότερο το τι γίνεται με την προσωπικότητα του ήρωα ή της ηρωίδας.
Η ταινία «παίζει» ιδιαίτερα με το συναίσθημα ιδίως στην ερμηνεία της νεαρής Ευτυχίας, η οποία δεν αποβαίνει προς όφελος του έργου και κατά τη γνώμη μας και του ερμηνευτικού έργου της ηθοποιού, η οποία κατά τα άλλα μας φάνηκε εξαίρετη. Η Κ. Γκουλιώνη είναι πιο παραδοσιακή στο παίξιμό της, αν και είναι νέα ηθοποιός, θέλει να ενσαρκώσει το ρόλο της έτσι που γεννά συχνά το συναισθηματισμό. Εδώ υπάρχει μια υπερβολή στο παίξιμό της. Η μεγαλύτερη Ευτυχία σε αυτό το θέμα είχε σαφώς πιο ώριμη ερμηνεία ως προς τη διαχείριση του συναισθήματος και αποφεύγει την περιδίνηση στο συναίσθημα του θεατή. Η Κ. Καραμπέτη ακολουθεί τη γραμμή της αποστασιοποίησης και σου δείχνει πως η ζωή της ηρωίδας της είναι σημαντική αλλά πρέπει σαν θεατής να μην ταυτιστείς με την ενσάρκωσή της, ο θεατής θα πρέπει να σκεφτεί όχι να δακρύσει!
Το συναίσθημα το οποίο γίνεται στοιχείο πολλών νεότερων ελληνικών ταινιών μετά την «Πολίτικη κουζίνα» νομίζουμε πως δεν βοηθά στην ανάπτυξη ενός καλλιεργημένου κινηματογραφόφιλου κοινού. Ο παλιός λαϊκός ελληνικός κινηματογράφος είχε πολύ λίγες στιγμές στις οποίες έρχεται η συγκίνηση στα μάτια, ενώ τώρα στα έργα απαιτήσεων είναι πολύ συχνό φαινόμενο. Καταντά μάστιγα! Το να δημιουργείται ένας θεατής που μπορεί να καταλάβει μόνο το συναίσθημα τα κέρδη για τον κινηματογράφο ή για τις άλλες τέχνες είναι πρόσκαιρα, γιατί ο θεατής ή ο αναγνώστης καλλιεργείται σε μια χαμηλού επιπέδου επικοινωνία, την ίδια στιγμή που ο ίδιος είναι πολύ πιο έξυπνος και μπορεί να καταλάβει περισσότερο σύνθετα πράγματα, αν του καταδειχθούν.
Αν στην ταινία υπήρχαν λιγότερες σκηνές χαρτοπαιξίας και προσωπικών οικογενειακών αντεγκλήσεων αλλά περισσότερες σκηνές με κάποιο δημιουργικό θέμα το οποίο θα μας έδινε τη δυνατότητα να δούμε τη σκέψη της Παπαγιαννοπούλου θα ήταν καλύτερο για το έργο. Άραγε η Ευτυχία μόνο για να παίξει χαρτιά έβγαινε από το σπίτι της; Βέβαια επισκέπτεται την Εθνική Βιβλιοθήκη και βλέπουμε πως μελετά, αλλά το αποτέλεσμα των επισκέψεων τελικά είναι να γνωριστεί με τον δεύτερο σύζυγό της. Υπήρξε προφανώς κοινωνική, αφού δούλευε και έκανε τόσες δουλειές, αλλά η ταινία προτιμά τις οικογενειακές στιγμές κυρίες. Η εμφάνιση στο κέντρο δεν αναπλάθει στην εποχή, διαθέτει πολλά από τον ναρκισσισμό της εποχής μας.
Η γνώμη μου είναι πως εκείνη υπήρξε αξιόλογος άνθρωπος και όχι χαρτοπαίκτης όπως θέλουν κάποιοι να την παρουσιάσουν, νομίζοντας πως επαναλαμβάνοντας κάποιες τέτοιες απόψεις κάνουν καλό στην ίδια και στο έργο της, το οποίο μάλλον δεν ερευνάται, δεν μελετάται. Εξάλλου το ίδιο ισχύει και για την Σωτηρία Μπέλου που κάνει ένα πέρασμα στο έργο. Δυστυχώς κάποιοι πολύ σημαντικοί άνθρωποι από ιστορική άποψη μεταφέρονται στις επόμενες γενιές μέσα από στερεότυπα και δεν γίνεται κατανοητή η αξία τους. Αυτό που γίνεται στη χώρα μας είναι να μην κάνουμε προσπάθεια να σκεφτούμε για την προσφορά κάποιων και να μην χρησιμοποιούμε κατάλληλο λεξιλόγιο ή ιδέες.
Η ταινία νομίζω πως χάνει την Ευτυχία ως έναν αξιόλογο άνθρωπο που έφερε κάτι νέο στον ελληνικό πολιτισμό. Λες και δεν έχει διάθεση ή δεν μπορεί να παρουσιάσει τη στιχουργό σαν δημιουργό ή σαν ένα εμπνευσμένο άνθρωπο. Η ταινία αυτό έπρεπε να προβάλει! Τα τραγούδια της τα ξέραμε. Είχαμε ακούσει ως χαρτόπαιζε. Λοιπόν; Η ταινία έπρεπε άλλα να μας παρουσιάσει.
Για κινηματογραφικό έργο μας φάνηκε υπερβολικός ο ρόλος των τραγουδιών. Το κάθε έργο, εδώ η ταινία πρέπει να έχει ένα σαφές θέμα, το οποίο αναπτύσσεται με τη δική του τεχνική που εδράζεται στην ίδια την τέχνη και όχι σε άλλες. Αν κάνεις κινηματογράφο πρέπει με τη γλώσσα του κινηματογράφου να συγκινήσεις και όχι με τη μουσική. Συγκίνηση δεν σημαίνει να σε πηγαίνει η ταινία να βουρκώνεις! Συγκίνηση σημαίνει να σε έλκει να σε προβληματίζει να δεις την ταινία, την υπόθεση.
Δυστυχώς το θέμα του έργου σε κάποιες πτυχές του δεν ανοίγεται όσο θα έπρεπε ή υπερκαλύπτεται από άλλα ζητήματα με απλοϊκό τρόπο. Για παράδειγμα η σχέση της ηρωίδας με τον Απόστολο Καλδάρα ο οποίος τη βοήθησε να κατοχυρώσει το όνομά της σε πολλά τραγούδια της θα έπρεπε να αναλυθεί περισσότερο. Όπως και η σχέση της με τον Βασίλη Τσιτσάνη, με τον οποίον αν και ξεκίνησαν καλά είχαν προστριβές για την πατρότητα στίχων της. Αυτά είναι σημαντικά θέματα και είναι και ιδιαίτερα επίκαιρα, δηλαδή η λογοκλοπή ή τα πνευματικά δικαιώματα, τα οποία δεν εθίγησαν καθόλου.
Ο Β. Τσιτσάνης παρά τη μεγαλοσύνη του ως συνθέτης, έκανε μεγάλο λάθος, δεν κατάλαβε την Παπαγιαννοπούλου και την υποτιμούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα τουλάχιστον ως και τη δεκαετία του 1970, δεν ξέρω να άλλαξε γνώμη ως το θάνατό του. Δεν ξέρω τα κίνητρά του, ίσως σαν δάσκαλος δεν μπόρεσε να παραδεχθεί πως η μαθήτριά του τον ξεπέρασε!
Το 1977 ο Γιώργος Παπαστεφάνου ο γνωστός παρουσιαστής και άνθρωπος του ελληνικού τραγουδιού ετοίμασε την πρώτη «Μουσική Βραδιά» που διεύθυνε στην ΕΡΤ για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Ο Τσιτσάνης ζήτησε να μην γίνει η εκπομπή και ο Παπαστεφάνου γράφει για εκείνη την παρέμβαση του συνθέτη:
«Βγαίνοντας από το στούντιο, μού είπαν ότι μόλις με είχε ζητήσει ο Τσιτσάνης. Τον πήρα στο τηλέφωνο και τον άκουσα οργισμένο, να κατηγορεί την Ευτυχία ότι έλεγε ψέματα και ότι δεν ήξερε να γράφει στίχους, γι' αυτό και θα έπρεπε να μην παιχθεί η εκπομπή. «Η εκπομπή είναι έτοιμη και θα παιχθεί» του είπα, «αλλά, αν θέλεις, έλα αύριο στο «Κάθε μεσημέρι» να πεις αυτά που υποστηρίζεις». Δεν ήρθε. Αλλά μετά από λίγες μέρες, δημοσιεύτηκε στα «Νέα» μια συνέντευξή του στο Γιώργο Λιάνη, όπου αφού απαξίωνε εντελώς τη στιχουργό, κατηγορούσε τον Ηλία Πετρόπουλο, την τηλεκριτικό Μαρία Παπαδοπούλου - που ήταν ανιψιά του Νίκου Ρούτσου - και εμένα, ως "σκοτεινές δυνάμεις" που τον πολεμούσαν. Εγώ είπα να μην ασχοληθώ και στην εφημερίδα απάντησε ο εγγονός της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, δικηγόρος Αλέξης Πολυζωγόπουλος». https://www.youtube. Com /watch?v=9ICa6q7i0sc .
Νομίζω πως ο Παπαστεφάνου δεν έχει λόγο να μην λέει την αλήθεια. Επομένως η παρουσία του Τσιτσάνη στην εκδήλωση για την Ευτυχία, όπως παρουσιάζεται στην ταινία, γίνεται ποιητική αδεία, η οποία ίσως θέλει να τονίσει την ενότητα των εκπροσώπων του ελληνικού τραγουδιού, αλλά γίνεται με τρόπο μονοκόμματο, χωρίς δηλαδή κριτική αναφορά στον Τσιτσάνη, αφού εκείνος πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της και παρά το ότι εκείνη είχε λάβει γενική αναγνώριση ο συνθέτης ακόμα την παραγνωρίζει.
Στα δυνατά σημεία της ταινίας ήταν τα ωραία πλάνα, τα οποία σαν κάδρα πλαισιώνουν την κάθε σκηνή. Ο σκηνοθέτης ακινητοποιεί την κάμερα σε κάθε σκηνή και παρουσιάζει την ξεχωριστή σκηνή σαν θεατρικό έργο περισσότερο, παρά σαν κινηματογραφικό, αφού η κίνηση μόνο σε λίγες σκηνές έχει προτιμηθεί. Η στατικότατα συμβάλει στην ψυχολογική σκιαγράφηση της ηρωίδας κατά μία άποψη, αφού την βλέπουμε σε εσωτερικούς χώρους κοντά στους δικούς της ανθρώπους και προφανώς ο εσωτερικός χώρος να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ζωή της.
Η ταινία βέβαια μάς προβλημάτισε για το πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τους λαϊκούς δημιουργούς, δηλαδή πώς μπορούμε να αναλύσουμε το έργο και την προσφορά τους. Προσέφερε πολλές σκέψεις και τεκμήρια για την καλή ή κακή παρουσίαση ενός έργου τέχνης. Νομίζουμε όμως σε τελευταία ανάλυση πως αυτή ακολουθεί την πεπατημένη οδό, δηλαδή προβάλλει το τραγούδι και όχι το διάλογο ή τη σκέψη, προβάλλει αυτό που φαίνεται, αυτό που πιάνει εύκολα και όχι το στοχασμό γύρω από ένα τέτοιο φαινόμενο.
Νέα Ιωνία 30.12.2019
ΑΠΟ: http://michailpatsis.blogspot.com/2019/12/blog-post.html