Γεννήθηκα στο ρωσικό μαιευτήριο.
Τότε μέναμε στη Μακεδονικής Αμύνης 7.
Λίγο παρακάτω ένα στενό, η Καρμπολά οδηγεί στα παλιατζίδικα.
Αλλάξαμε πέντε σπίτια.
Όλα ανάμεσα στον Άγιο Δημήτριο, τα παλιατζίδικα και το Διοικητήριο.
Στην πλατεία παίζαμε μπάλα και πετροπόλεμο.
Εκεί κοντά ήταν και τα λουτρά ΟΛΥΜΠΙΑ.
Θυμάμαι, μωρό ακόμη, στο χαμάμ, τα γυμνά σώματα των γυναικών μες στους αχνούς.
Αυτή ήταν η γειτονιά μου.
Για μπάνιο παίρναμε το πλοίο και πηγαίναμε στο Μπαξέ Τσιφλίκι.
Η γιαγιά έμενε στον μπαξέ, κοντά στον Παλιό Σταθμό, δίπλα στις γραμμές.
Ο θείος μου μας ανέβαζε στο κάρο, ένα σωρό πιτσιρικάδες και μας πήγαινε για μπάνιο κάτω απ’ του Χατζή Μπαξέ.
Έμπαινε και το άλογο.
Σχολείο πήγα δημοτικό στο 56ο, στο συγκρότημα του 4ου με τα πιο ζωηρά παιδιά της πόλης και γυμνάσιο στο Πειραματικό κι αυτό κοντά στη γειτονιά.
Μετά Πανεπιστήμιο.
Στη συνέχεια έρχομαι και φεύγω.
Φαντάρος, εξωτερικό, Καβάλα για δουλειά, Θάσος.
Το πατρικό όμως Αγίου Δημητρίου και Δημητρίου Γούναρη, είναι πάντα η βάση μου.
Τώρα μένει ο μικρός μας γιος, που με αντικατέστησε στα παλιατζίδικα, κι εμείς όταν κατεβαίνουμε.
Στη Θεσσαλονίκη ζουν οι περισσότεροι φίλοι μου.
Συμμαθητές και συμφοιτητές, οι Χειμερινοί Κολυμβητές.
Ο μεσαίος αδελφός μου, η ανεψιά μου Όλγα κι ένα σωρό συγγενείς.
Είναι η πόλη μου.
Που όμως σήμερα με πληγώνει.
Θέλουν να μετακινήσουν τα σπουδαία ευρήματα του Μετρό.
Δηλ. να τα καταστρέψουν.
Ξεφτιλιζόμαστε διεθνώς.
Το ΒΒC έγραψε: «Ανίκανοι οι Έλληνες να εκμεταλλευτούν τα αρχαιολογικά ευρήματα του μετρό Θεσσαλονίκης».
Και υπάρχουν συμπολίτες που το υποστηρίζουν, κι ο δήμαρχος.
Και το κακό είναι ότι πολιτικοποιούν το θέμα για να περάσουν την καταστροφή.
Ντροπή.
Αυτό κι αν θέλει συλλαλητήριο.
Η εκκλησία κωφεύει κι ας είναι βυζαντινά τα ευρήματα.
Όταν γκρέμισαν την εκκλησία της Παναγίας του 16ου αι. στην Καβάλα το 1960, στην ερώτησή μου, λίγα χρόνια μετά, πώς το επέτρεψαν, μου είπαν «μα ήταν τουρκική».
Επειδή κτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Φυσικά τα έργα του Παρθένη εξαφανίστηκαν.
Δυστυχώς, αυτοί είμαστε: φωνάζουμε χωρίς να ξέρουμε, ξέρουμε και αδιαφορούμε.
Ο Αργύρης Μπακιρτζής (18 Ιανουαρίου 1947) είναι Έλληνας αρχιτέκτονας, τραγουδιστής και ηθοποιός.
Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1947 στη Θεσσαλονίκη. Είναι αρχιτέκτονας στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Καβάλας με ιδιαίτερο έργο στις βυζαντινές αρχαιότητες της Βορείου Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα έχει ασχοληθεί με την αναστήλωση και τη διατήρηση των εξής μνημείων: Καμάρες της Καβάλας, τον τεκκέ του Σέλινου, το Μεγάλο Τέμενος Διδυμοτείχου, την Κοσμοσώτειρα Φερρών, το Οκτάγωνο Φιλίππων, τα τζαμιά των Σερρών, τον πύργο της Απολλωνίας, τον πύργο του Καντακουζηνού στο Πύθιο, τα σπίτια της Παναγίας Καβάλας, την παλιά πόλη της Ξάνθης, κ.ά. Μένει χρόνια στην Καβάλα. Βέβαια, όλοι τον ξέρουν σαν τραγουδιστή των Χειμερινών Κολυμβητών, του μακροβιότερου ελληνικού σχήματος. Είναι αυτοδίδακτος μουσικός και γράφει στίχους και μουσική.
Είναι αγαπημένος ηθοποιός του Σταύρου Τσιώλη και έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες του, όπως το «Έρωτας στη χουρμαδιά» (1990), «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» (1992), «Ο Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά» (1996), «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998) και «Φτάσαμεεε!...» (2004)
Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1947 στη Θεσσαλονίκη. Είναι αρχιτέκτονας στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Καβάλας με ιδιαίτερο έργο στις βυζαντινές αρχαιότητες της Βορείου Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα έχει ασχοληθεί με την αναστήλωση και τη διατήρηση των εξής μνημείων: Καμάρες της Καβάλας, τον τεκκέ του Σέλινου, το Μεγάλο Τέμενος Διδυμοτείχου, την Κοσμοσώτειρα Φερρών, το Οκτάγωνο Φιλίππων, τα τζαμιά των Σερρών, τον πύργο της Απολλωνίας, τον πύργο του Καντακουζηνού στο Πύθιο, τα σπίτια της Παναγίας Καβάλας, την παλιά πόλη της Ξάνθης, κ.ά. Μένει χρόνια στην Καβάλα. Βέβαια, όλοι τον ξέρουν σαν τραγουδιστή των Χειμερινών Κολυμβητών, του μακροβιότερου ελληνικού σχήματος. Είναι αυτοδίδακτος μουσικός και γράφει στίχους και μουσική.
Είναι αγαπημένος ηθοποιός του Σταύρου Τσιώλη και έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες του, όπως το «Έρωτας στη χουρμαδιά» (1990), «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» (1992), «Ο Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά» (1996), «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998) και «Φτάσαμεεε!...» (2004)